Ὁμιλία στήν ΓΕΧΑ Τρικάλων, Πέμπτη 25 Ἰανουαρίου 2018
Εἰσαγωγή
Ἡ ἐποχή τῆς πληροφορίας
Ἡ σημερινή ἐποχή ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ἐποχή τῆς πληροφορίας μέ κύριο γνώρισμά της τήν δυνατότητα τῶν ἀνθρώπων νά ἀνταλλάσσουν καί νά μεταφέρουν πληροφορίες μέ πολύ μεγάλη εὐκολία καί ταχύτητα καί νά ἔχουν ἄμεση πρόσβαση σέ γνώσεις καί εἰδήσεις, ἀπό ὅλο τόν κόσμο, ἀνά πᾶσα στιγμή.
Μία ἀκατάπαυστη ροή πληροφοριῶν συνεχῶς ἀναπαράγεται καί ἀναμεταδίδεται, κυρίως μέσῳ τῆς τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης καί τοῦ διαδικτύου. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πλέον ἐνημερωμένος καί καλά πληροφορημένος. Αὐτός πού τά ξέρει ὅλα καί ἔχει ἄποψη γιά ὅλα, πού τήν ἐκφέρει καί τήν προβάλλει, ὡς ἀπόλυτα ὀρθή καί ἐνδεδειγμένη.
Τό φαινόμενο αὐτό ἔχει, βεβαίως, τήν θετική του διάσταση, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει καί μία σειρά ἀπό πολύ ἀρνητικές συνέπειες σέ πνευματικό κυρίως ἐπίπεδο. Κι αὐτό γιατί ἡ συνεχής διάδοση καί ἀναμετάδοση ὅλων αὐτῶν τῶν εἰδήσεων καί τῶν πληροφοριῶν –πού δέν εἶναι πάντοτε σοβαρές, ἀληθινές ἤ ἀπαραίτητες καί δέν ἐλέγχονται ἀπό κανέναν– μᾶς ὁδηγοῦν σέ μία διαρκή ἑτεροπαρατήρηση, δηλαδή ἐνασχόληση μέ τούς ἄλλους, σέ ἕναν συνεχή σχολιασμό τῶν ἄλλων· μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἄκαιρους, ἀναίτιους, ἀνώφελους καί ἐπικριτικούς λόγους· μᾶς ὁδηγοῦν, δηλαδή, στήν παράχρηση τοῦ λόγου.
Στήν ἀποψινή μας ὁμιλία ἐπιλέξαμε νά ἀσχοληθοῦμε καί νά ἀναδείξουμε αὐτή τήν παθογένεια τῆς παράχρησης τοῦ λόγου, ὅλα αὐτά, δηλαδή, πού ἀποκαλοῦμε συνήθως ἁμαρτήματα-νοσήματα τῆς γλώσσας καί ἀφοῦ περιγράψουμε, σέ ἀδρές γραμμές, τά σημαντικώτερα ἀπό αὐτά, νά ἀναζητήσουμε τήν ἀντιμετώπιση καί τήν θεραπεία τους.
Ἐπιλέξαμε, ἐπίσης, νά μιλήσουμε καί γιά τήν θεραπευτική ἀρετή τῆς σιωπῆς, τῆς ἐν ἐπιγνώσει σιωπῆς, πού ἀσκεῖται συνειδητά καί ὄχι παθητικά καί πού δυστυχῶς εἶναι τόσο δυσεύρετη στίς μέρες μας, παρότι εἶναι πολύ βοηθητική καί ἀπαραίτητη στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας.
Ὁ λόγος ὡς χάρισμα
Μιλώντας γιά τήν γλώσσα ἀναφερόμαστε συνήθως στήν ἀρνητική της πλευρά, στήν παράχρηση δηλαδή τῆς γλώσσας, πού γίνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἐξαιτίας τῶν παθῶν του. Φυσικά ἡ γλώσσα, ὄχι ἁπλῶς ἡ σωματική, ἀλλά ἡ ἱκανότητα τοῦ λόγου, ἡ ὁμιλία, εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἕνα ἀπό τά γνωρίσματα πού τόν ἀναβιβάζει καί τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημιουργία. Εἶναι χάρισμα γιά τό ὁποῖο πρέπει νά δοξολογοῦμε τόν Κύριό μας, πού μᾶς κόσμησε μέ ἕνα ἀπό τά ἐξέχοντα δῶρα τῆς δημιουργίας Του.
Ὁ λόγος ἀποτελεῖ κυρίαρχο συστατικό τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητος. Εἶναι αὐτός, πού στόν μεγαλύτερο βαθμό παρέχει τήν δυνατότητα ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Καθορίζει ἄμεσα καί καταλυτικά τήν κοινωνικότητα, τίς διαπροσωπικές σχέσεις, τήν ἐξωτερίκευση τῶν αἰσθημάτων, τήν ἔκφραση καί προάσπιση τῶν ἀπόψεων. Μέ λίγα λόγια, ὁ λόγος ἐκφράζει καί ταυτόχρονα ἀποκαλύπτει τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο.
Στήν καλή χρήση του ὁ λόγος γέννησε, ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀκόμη καί κυρίως στόν ἑλλαδικό χῶρο, τέχνη, καλλιτεχνική δημιουργία καί ἕναν λαμπρό πολιτισμό. Ἔγινε ποίηση, φιλοσοφία, θεολογία, θέατρο, τραγούδι. Γέννησε τά λεκτικά ἀριστουργήματα τῆς ρητορικῆς καί τῶν δημηγοριῶν, γονιμοποίησε ἐπιστῆμες καί σχολές, ἐξέφρασε ἀναζητήσεις καί προβληματισμούς, διετύπωσε ἀλήθειες καί δόγματα, ἀνέδειξε ἐξέχουσες μορφές καί παγκόσμια ἀναστήματα τοῦ πνεύματος καί τοῦ πολιτισμοῦ.
Κυρίως, ὅμως, ἔγινε ὁ Λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ σπόρος, πού ἁπλώθηκε καί καρποφόρησε σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἔγινε ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, ὁ ὁμολογιακός λόγος, ὁ παρρησιαστικός λόγος τῶν μαρτύρων ἔναντι τῶν δημίων τους. Ἔγινε φορέας πνευματικῆς οἰκοδομῆς μέσα ἀπό τίς θεοφώτιστες καί ἐμπνευσμένες ὁμιλίες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ λόγος τῆς ἐρήμου, τῶν μεγάλων Ἀββάδων καί Ἀμμάδων, τῆς Κλίμακος καί τῶν Σύρων Πατέρων. Ὁ μελίρρυτος χρυσοστομικός λόγος, ὁ ἀνθενωτικός λόγος τοῦ μεγάλου Φωτίου καί τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ.
Ἔγινε λόγος δοξολογίας καί ὑμνολογίας τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων μας. Ἔγινε ἐγκώμια, παρακλήσεις, λειτουργίες, ἀκολουθίες, κανόνες, ὠδές, χαιρετιστήριοι οἶκοι.
Ἔγινε ὁδηγός, νουθεσία, σοφία καί σύνεση. Ἔγινε παρηγοριά καί στήριξη, ἀγάπη καί φιλία. Ἔγινε λόγος μετανοίας καί ἐξομολογήσεως. Ἔγινε στήριγμα καί θάρρος, ἔγινε κουράγιο καί δύναμη, ἀπαντοχή καί ἐλπίδα γιά τήν σωτηρία μας.
Ἡ παράχρηση τοῦ λόγου
Τό χάρισμα τοῦ λόγου, ὅπως καί ὅλα τά χαρίσματα, δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο γιά νά ὑμνεῖ καί νά δοξάζει τόν Δημιουργό του· γιά νά χαίρεται καί νά μετέχει στήν κοινωνία μέ τόν συνάνθρωπό του. Ἡ αὐτονόμηση, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ὡς συνέπεια τῆς πτώσεώς του, ἐπέφερε καί τήν παράχρηση τοῦ λόγου, πού γίνεται πλέον καί λόγος πλάνης καί ἀπωλείας καί λόγος ἀντιλογίας, γίνεται δικαιολογία καί ὑπεκφυγή τῶν πρωτοπλάστων πρός τόν Θεό.
Ἀπό μέσο ἐπικοινωνίας καί συνεννοήσεως τῶν ἀνθρώπων ὁ λόγος, ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφανείας καί τῆς ἀλαζονείας τους, γίνεται λόγος ἀσυνεννοησίας καί διαιρέσεως. Κατέληξε σέ σύγχυση γλωσσῶν θαμμένος στά συντρίμμια τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ.
Ἡ χρήση τῆ γλώσσας εἶναι ἡ λυδία λίθος
Ἡ καλή ἤ κακή χρήση τῆς γλώσσας, λοιπόν, εἶναι ἡ λυδία λίθος, πού κρίνει τελικά τήν ὠφέλεια ἤ τήν ζημία γιά τόν χρήστη της, ἀλλά καί γιά τούς ἄλλους, καθώς «ἄν τήν προσέξεις, γίνεται ἵππος βασιλικός, εἰ δέ μή ὄχημα διαβόλου» (Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 11, 96-98).
Ἡ ποιότητα τῶν λόγων μας μαρτυρεῖ τήν πνευματική μας κατάσταση, μαρτυρεῖ τήν ποιότητα καί τό περιεχόμενο τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου· «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τό στόμα λαλεῖ» (Ματθ. ιβ´, 35) (δηλ. τό στόμα μιλάει ἐκεῖνο ἀπό τό ὁποῖο εἶναι γεμάτη ἡ καρδιά), κατά τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει: «Ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ὑμᾶς ἑνὶ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι» (Κολ. 4,6). (Δηλ. ὁ λόγος σας νά εἶναι πάντοτε μέ χάρη, ἁρτυμένος μέ ἁλάτι, καί νά ξέρετε πῶς πρέπει νά ἀπαντᾶτε στόν καθένα).
Ἑτεροπαρατήρηση: κρίση-καταλαλιά-κατάκριση-ἐξουθένωση
Στό Γεροντικό διαβάζουμε ὅτι ρώτησαν τόν ὅσιο Σισώη τί γνώμη εἶχε γιά τάἁμαρτήματα τῆς γλώσσας καί ὁ ὅσιος τούς ἀπάντησε: «᾽Εγώ, τριάντα χρόνια τώρα, ἕνα ἔχω προσευχή! Γιά ἕνα καί μόνο παρακαλῶ τόν Κύριο, νά μέ φυλάει ἀπό τή γλώσσα μου!». Καί σέ ἄλλο σημεῖο, ἐπίσης, τοῦ Γεροντικοῦ ἀναφέρεται πώς ἕνας ὑποτακτικός εἶπε στόν Γέροντά του: «Γέροντα, ἔχω νά φάω κρέας εἴκοσι χρόνια. Καί ἐγώ, παιδί μου, τοῦ ἀπήντησε ἐκεῖνος, ἀπό τότε πού ἔγινα μοναχός, δέν ἔχω φάει ἄνθρωπο»!
Ξεκινώντας τήν παράθεση τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας, θά θέλαμε νά ἀναφερθοῦμε καί νά ἑστιάσουμε περισσότερο στά βαρύτερα ἀπό αὐτά, δηλαδή στήν καταλαλιά, τήν κατάκριση, καί τήν ἐξουθένωση, ἀφοῦ προηγηθεῖ μία ἀπαραίτητη διευκρίνιση καί διαφοροποίηση ἀνάμεσα στήν κρίση καί στήν παράχρηση τῆς κρίσεως. Νά διευκρινίσουμε δηλαδή, πότε ἡ κρίση εἶναι θεμιτή καί νόμιμη, πότε εἶναι ἐνδεδειγμένη καί ἐπιβεβλημένη καί πότε εἶναι ἄδικη, κατακριτική καί ἐφάμαρτη.
Θά ἀναφερθοῦμε, ἐπίσης, καί στά διάφορα παράγωγα τῆς κατάκρισης, ὅπως εἶναι ὁ ἐμπαιγμός, ὁ χαρακτηρισμός, ὁ στιγματισμός καί ἡ ἐτικετοποίηση. Ὅλα αὐτά τά ἁμαρτήματα περιέχονται στήν γενικότερη κατηγορία τῆς ἑτεροπαρατήρησης, τῆς ἐνασχόλησης, δηλαδή, μέ τούς ἄλλους μέ ἐπικριτική διάθεση καί χαρακτηρισμούς.
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ συνεχής ροή πληροφοριῶν καί ἡ δυνατότητα ἄμεσης ἐνημέρωσης, ἀνά πᾶσα στιγμή, γιά ὅ,τιδήποτε συμβαίνει, ἀκόμη καί στήν πιό μακρυνή γωνιά τοῦ πλανήτη, δίνει τροφή καί ὠθεῖ τόν κόσμο στή συνεχῆ ἑτεροπαρατήρηση καί ὄχι τήν αὐτοπαρατήρηση. Γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους, δυστυχῶς καί γιά τούς χριστιανούς, κύρια προτίμησή τους καί συνήθεια εἶναι ἡ κριτική καί ὄχι ἡ αὐτοκριτική. Εἶναι ἡ ἐνασχόληση περισσότερο μέ τούς ἄλλους παρά μέ τόν ἑαυτό μας.
Τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημερώσεως καί τό διαδίκτυο συνεχῶς καί ἀσταμάτητα κατακλύζουν τόν κόσμο μέ ἀρνητικά κυρίως σχόλια καί γεγονότα, μέ σκανδαλοθηρικά περιστατικά, μέ πάθη, ἁμαρτίες καί παραπτώματα τῶν ἄλλων, μέ πληροφορίες καί εἰδήσεις πού προκαλοῦν καί ἐντυπωσιάζουν, πού κεντρίζουν τήν φαντασία καί διεγείρουν πάθη, ἀντιπαλότητες καί ἔχθρες, πού μολύνουν τίς αἰσθήσεις καί τόν νοῦ μέ ἀπαξία καί χυδαιότητα.
Ὅλα αὐτά δημιουργοῦν μία παγιωμένη κατάσταση καί ἔχουν καταστεῖ πλέον ἐθισμός γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος συνηθίζει καί ἐξοικειώνεται μέ τήν ἀσχήμια, τήν μετριότητα, τήν χλιαρότητα καί τήν χαλαρότητα. Ἐξοικειώνεται καί ταυτίζεται μέ τά ἐφήμερα, τά χαμηλά καί τά ἐπιφανειακά τῆς φθηνῆς καθημερινότητος. Συγκρίνει καθημερινά τόν ἑαυτό του ὄχι μέ τούς ἁγίους καί τούς ἥρωες, ἀλλά μέ τά πρότυπα τῆς ἀπαξίας, τῆς ἀτιμίας, τῆς παρανομίας καί τῆς ἀκολασίας πού προβάλλονται κατά κόρον.
Γίνεται, ἔτσι, ἐπικριτικός, κατακριτικός, ἐλεγκτικός, καυστικός, ἀπαιτητικός, ἐριστικός, ἐπιθετικός. Στιγματίζει, καυτηριάζει, στηλιτεύει καί σπιλώνει, μέ μεγάλη ἄνεση καί περισσή εὐκολία, ἀνθρώπους καί καταστάσεις, θεωρώντας μάλιστα πώς αὐτό εἶναι δίκαιο καί ἐπιβεβλημένο καί πώς πράττει τό καθῆκον του ἐνεργώντας τήν δίκαιη κάθαρση.
Ἄλλο κρίση καί ἄλλο κατάκριση
Εὔλογα, βεβαίως, τίθεται τό ἐρώτημα ἄν θά πρέπει νά καταδικάσουμε συλλήβδην τήν ἐπιβεβλημένη κριτική καί τόν δίκαιο ἔλεγχο πού ἀσκεῖται σέ μία σειρά ἀπό φαινόμενα, ἐνέργειες καί καταστάσεις.
Εἶναι ἀναγκαῖο στό σημεῖο αὐτό νά κάνουμε μιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση γιά τό θέμα τῆς κρίσεως καί τήν διαφορά της μέ τήν καταλαλιά, τήν κατάκριση καί τήν ἐξουθένωση.
Ἡ κρίση, ὅπως καί ἡ λογική, εἶναι, ὅπως προαναφέραμε, ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα δῶρα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, οἱ ὁποῖες τόν διαφοροποιοῦν ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί τήν ὑπόλοιπη δημιουργία. Καί εἶναι δεδομένο ὅτι ὁ Θεός δέν θά ἐπεδίωκε νά καταργήσει ἤ νά ἀφαιρέσει ἀπό τόν ἄνθρωπο ἕνα χάρισμα πού ὁ Ἴδιος τοῦ προσέφερε, διότι τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμεταμέλητα, «ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 11, 29).
Κρίση εἶναι ἡ διανοητική ἐνέργεια πού ἐκτιμᾶ καί ἀξιολογεῖ πρόσωπα, πράγματα καί καταστάσεις καί καταλήγει σέ λογικά συμπεράσματα καί διαμόρφωση γνώμης. Πρόκειται γιά μία πολύ σπουδαία καί ἄκρως ἀπαραίτητη διαδικασία γιά τήν καλή καί εὔρυθμη λειτουργία τῆς ζωῆς μας, τῆς οἰκογένειάς μας, τῆς ἐπαγγελματικῆς μας δραστηριότητας καί τῆς κοινωνίας μας.
Μία πληθώρα περιπτώσεων καί καταστάσεων τῆς καθημερινότητάς μας ἀπαιτοῦν τήν ὥριμη κρίση μας, τήν σύνεση καί τήν εὐθυκρισία μας γιά τήν σωστή ἀντιμετώπισή τους. Ὑπάρχουν, ἐπίσης, περιπτώσεις, πού παράλληλα μέ τήν κρίση μας, ἀπαιτεῖται καί ὁ ἔλεγχος προσώπων καί καταστάσεων.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ἡ κρίση καί ὁ ἔλεγχος εἶναι λειτουργίες καθ’ ὅλα θεμιτές καί ἀπαραίτητες γιά τόν ἄνθρωπο. Θά πρέπει γιά παράδειγμα νά κρίνουμε καί νά ἐπιλέξουμε τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας, τήν ὀργάνωση τῆς οἰκογένειάς μας, τοῦ ἐπαγγέλματός μας. Θά πρέπει νά κρίνουμε, νά ἀξιολογήσουμε καί νά ἐλέγξουμε, ὡς γονεῖς τά παιδιά μας, ὡς πνευματικοί τά πνευματικά μας τέκνα, ὡς πολίτες τήν διακυβέρνηση τῆς χώρας μας, ὡς ἐπαγγελματίες, ὡς προϊστάμενοι, ὡς δικαστές καί ὡς θεσμικοί φορεῖς τίς ἀπαιτούμενες κάθε φορά καταστάσεις καί νά λάβουμε τίς δέουσες ἀποφάσεις.
Ἡ κρίση καί ὁ ἔλεγχος ἔχουν ὡς βάση τήν ἀγάπη καί τήν νομιμότητα καίὡς σκοπό τήν ἐμπέδωση τῆς νομιμότητος καί τήν διόρθωση, ὄχι μόνο τῶν σφαλμάτων καί τῶν ἁμαρτημάτων, ἀλλά καί αὐτῶν πού ἔχουν ὑποπέσει στά σφάλματα καί τά ἁμαρτήματα.
Ἀντίθετα, ἡ κατάκριση καί ἡ ἐξουθένωση ἔχουν ὡς βάση τήν κακία, τήν ἐμπάθεια, τόν φθόνο καί ὡς σκοπό τήν καταδίκη, ὄχι μόνο τῶν πράξεων, ἀλλά κυρίως τήν καταδίκη, τήν καταφρόνηση, τόν ἐξευτελισμό καί τήν ἐκμηδένιση τῶν προσώπων.
Ἡ δίκαιη κρίση
Ὁ Χριστός μας, ἀπευθυνόμενος πρός τούς Ἰουδαίους, τούς λέγει: «μή κρίνετε κατ’ ὂψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (Ἰωάν ζ΄24) (δηλ. μήν κρίνετε κατά τά ἐξωτερικά φαινόμενα, ἀλλά νά εἶστε δίκαιοι στίς κρίσεις σας). Παρατηροῦμε, λοιπόν, ἐδῶ μία σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα στήν κρίση πού γίνεται «κατ’ ὂψιν» καί στήν «δικαία» κρίση.
Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ «δικαία κρίσις» τήν ὁποία μᾶς προτρέπει ὁ Χριστός νά κάνουμε; Μᾶς τήν ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ Εὐαγγελίου Του: «ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί, ὃτι οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός» (Ἰω. ε΄30) (Δηλ. ἡ δική μου κρίση εἶναι δίκαιη, διότι δέν ἐπιδιώκω τό θέλημά μου, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Πατέρα πού μέ ἔστειλε).
Ἡ δίκαιη καί σωστή κρίση, λοιπόν, εἶναι αὐτή πού γίνεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αὐτή πού προϋποθέτει τήν ἐκκοπή τοῦ δικοῦ μας ἀτομικοῦ θελήματος. Προϋποθέτει τήν ἔξοδο ἀπό τόν ἀτομισμό μας, τήν ὑπερνίκηση τοῦ ἐγωισμοῦ μας, τήν ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τήν ἀγαπητική μας διάθεση ἀπέναντι στόν κρινόμενο.
Κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἑαυτό του, τό ἐγώ του, τό θέλημά του, τήν ἰδιοτέλειά του εἶναι σταυρική. Ἡ ἔξοδος αὐτή ἔχει δύο κατευθύνσεις, μία κάθετη πρός τόν Θεό καί μία ὁριζόντια πρός τούς ἀνθρώπους. Ὅταν ἡ κάθετη εἶναι ἐλλειπής, τότε εἶναι ἀναπόφευκτο νά γίνεται ἐλλειμματική καί ἡ ὁριζόντια. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐγγίζει περισσότερο πρός τόν Θεό, ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶ τόν Θεό, τόσο περισσότερο ἀγαπᾶ καί τούς ἀνθρώπους· τόσο ἡ κρίση του γίνεται δικαιότερη, πιό ἀγαπητική καί φιλάδελφη.
Τότε φθάνουμε σέ αὐτό πού μᾶς προτρέπει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἀγάπησε τούς ἁμαρτωλούς χωρίς νά μιμηθεῖς τά ἔργα τους, ἀλλά καί χωρίς νά τούς περιφρονήσεις γιά τά ἐλαττώματά τους. Διαφορετικά κινδυνεύεις νά πέσεις καί ἐσύ στούς ἴδιους πειρασμούς μέ αὐτούς».
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἀπαντώντας σέ ἐρώτηση μοναχῆς περί κρίσεως καί κατακρίσεως, ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«– Γέροντα, εὔκολα κρίνω καὶ κατακρίνω.
– Ἡ κρίση ποὺ ἔχεις, εἶναι φυσικά, χάρισμα πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται τὸ ταγκαλάκι (ὁ διάβολος) καὶ σὲ κάνει νὰ κατακρίνεις καὶ νὰ ἁμαρτάνεις. Γι’ αὐτό, μέχρι νὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ κρίση σου καὶ νὰ ἔρθει ὁ θεῖος φωτισμός, νὰ μὴ τὴν ἐμπιστεύεσαι. Ὅταν κανεὶς ἀσχολεῖται μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κρίνη, ἐνῶ ἀκόμα δὲν ἔχει ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση του, πέφτει συνέχεια στὴν κατάκριση.
– Καὶ πῶς, Γέροντα, θὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ κρίση μου;
– Πρέπει νὰ τὴν λαμπικάρεις. Μπορεῖ νὰ ἔχεις καλὴ διάθεση καὶ μιὰ δύναμη μέσα σου, ἀλλὰ πιστεύεις ὅτι κρίνεις πάντοτε σωστά. Ἡ κρίση σου εἶναι ὅμως ἀνθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, νὰ ἀποκτήσεις ἀνιδιοτέλεια, γιὰ νὰ ἔρθει ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ νὰ γίνει ἡ κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε ἡ κρίση σου θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ τὴν ἀνθρώπινη. Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Ε΄, Πάθη καί Ἀρετές, ἐκδ. Ἱ. Ἡσ. «Εὐαγγελιστής Ἰω. ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, σελ. 99-100).
Ἡ παράχρηση τῆς κρίσεως
Ἡ αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ὅπως προαναφέραμε, εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παράχρηση ἐκ μέρους του τῶν χαρισμάτων πού τοῦ δόθηκαν ἀπό τόν Θεό. Ἡ αὐτονομία καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τόν Θεό ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν αὐτοδικαίωση καί στήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν ἀτομική του κρίση καί γνώμη. Κατά συνέπεια, ἡ κρίση ἀπό χάρισμα μετατρέπεται σέ ἀτομική σκέψη, σέ ἰσχυρογνωμοσύνη, σέ ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό μας, σέ ἔπαρση, σέ ὑπερηφάνεια καί σέ ἀλαζονεία.
Ἔτσι, γινόμαστε αὐθάδεις, κατακριτικοί καί ἐξουθενωτικοί πρός τούς ἄλλους, ἀκόμη καί πρός τόν ἴδιο τόν Θεό ἀπό τόν Ὁποῖο ζητοῦμε ἀπαιτητικά καί «δικαιωματικά» τήν «ἀντιμισθία» Του γιά τίς «καλές μας πράξεις». Ὅπως λέει χαρακτηριστικά ὁ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης:
«Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κατά τήν πατερική παράδοση δέν εἶναι αὐτόφωτος, ἀλλά ἑτερόφωτος (ἀποτελεῖ, δηλαδή, κτιστό κάτοπτρο, πού στό μέτρο τῆς καθαρότητάς του ἀνακλᾶ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ), ἀντί νά εἶναι στραμμένος ὀντολογικῶς πρός τόν Θεό (τήν πηγή τοῦ εἶναι του), ἀναστρέφει τό κάτοπτρο τοῦ εἶναι του πρός τόν ἑαυτό του. Αὐτή εἶναι ἡ φιλαυτία καί ἡ ὑπαρξιακή αὐτονόμησή του ἀπό τήν φωτεινή πηγή τῆς ὑπάρξεώς του (δηλ. τόν Θεό) καί αὐτό εἶναι αὐτόχρημα τό ὑπαρξιακό του σκοτάδι. Γίνεται ἔτσι παράχρηση ὅλων τῶν πραγμάτων, ἀκόμη καί τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀντικειμενοποιεῖται, εἰδωλοποιεῖται καί «χρησιμοποιεῖται» μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια τῆς λέξεως ἀπό τόν ἄνθρωπο. Στήν οὐσία, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος, πρακτικῶς, αὐτοανακηρύσσεται αὐθαδῶς καί ἀνοήτως σέ κύριο τοῦ Θεοῦ καί ἀξιώνει τίς ὑπηρεσίες Του ἔναντι μικρῆς ἀντιπαροχῆς (π.χ. ἐκκλησιασμός, ἐξομολόγηση, θεία κοινωνία, τάματα, λαμπάδες κ.λπ.). Ἔτσι, καταλήγει νά κατακρίνει ἀσπλάγχνως ὄχι μόνο τούς συνανθρώπους του, ἀλλά ἐπεκτείνει αὐθαδῶς καί ἀνοήτως τήν σκοτισμένη κρίση του, ὄχι μόνο συμβουλεύοντας, ἀλλά κατακρίνοντας καί τόν Ἴδιο τόν Θεό καί τά ἔργα Του (πειρασμούς, δοκιμασίες, ἀσθένειες κ.λπ.), πού ἐπιτρέπονται ἀπό τόν Θεό γιά νά κάμψουν τήν φιλαυτία καί τήν ἀμετανοησία μας».
Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, καί ὑπάρχουν τά ἄδικα, ἀθεολόγητα καί ἀδικαιολόγητα ΓΙΑΤΙ, πού ἀκοῦμε καθημερινά νά ὑποβάλλονται πρός τόν Θεό. Γιατί νά ὑπάρχει δυστυχία καί ἀδικία στόν κόσμο, γιατί νά ὑπάρχουν πόλεμοι, πρόωροι θάνατοι, ἀσθένειες, πειρασμοί καί τόσα ἄλλα.
Ἐκδηλώσεις καί παράγωγα τῆς ἑτεροπαρατήρησης
Ἡ ἑτεροπαρατήρηση ἔχει πάρει στίς μέρες μας τήν μορφή πανδημικῆς νόσου, δημιουργώντας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ψυχρότητες, ἐναντιώσεις, μίση, μνησικακίες, καί ἐγκατάλειψη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἑτεροπαρατήρηση ἐκδηλώνεται κυρίως μέ τήν καταλαλιά, τήν κατάκριση καί τήν ἐξουθένωση. Ἔχει δέ καί διάφορα παράγωγα, ὅπως εἶναι ὁ ἐμπαιγμός, ὁ χαρακτηρισμός, ὁ στιγματισμός καί ἡ ἐτικετοποίηση.
Ὁρισμοί
Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος στόν λόγο του «Γιά τό ὅτι δέν πρέπει νά κρίνουμε τόν πλησίον μας» δίδει τούς ὁρισμούς τῶν τριῶν αὐτῶν ἐννοιῶν πού συνιστοῦν τήν ἑτεροπαρατήρηση, παρατηρώντας ὅτι «…τίποτε δέν ξεγυμνώνει τόσο τόν ἄνθρωπο καί δέν τόν ὁδηγεῖ στήν ἐγκατάλειψη (τοῦ Θεοῦ) ὅσο ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκριση καί ἡ ἐξουθένωση τοῦ πλησίον» (Ἀββᾶ Δωροθέου,Ἔργα Ἀσκητικά, ἐκδ. Ἑτοιμασία, σελ. 187).
Καταλαλιά εἶναι νά μιλήσεις εἰς βάρος κάποιου ἄλλου φανερώνοντας μέ ἐμπάθεια τό ἁμάρτημά του. Εἶναι τό νά διαδίδεις μέ λόγια τίς ἁμαρτίες καί τά σφάλματα τοῦ πλησίον. Ὅταν, γιά παράδειγμα, πεῖς γιά κάποιον: «ὁ τάδε εἶπε ψέματα ἢ ὀργίστηκε ἢ ἔπεσε σέ πορνεία», εἶναι καταλαλιά, διότι φανερώνεις μέ ἐμπάθεια τήν ἁμαρτία του.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος χαρακτηρίζει τήν καταλαλιά «παχειά βδέλλα, κρυμμένη καί ἀφανῆ, πού ἀπορροφᾶ καί ἐξαφανίζει τό αἷμα τῆς ἀγάπης» (Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ἐκδ. Παρακλήτου, Λόγος Ι΄, σελ. 170).
Κατάκριση εἶναι ἡ καταδικαστική γνώμη, ἀπόφαση ἤ κρίση τήν ὁποία ἐκφέρει ἤ καί διαδίδει κάποιος γιά τήν διαγωγή, τίς ἁμαρτίες, τά σφάλματα καί τά ἐλαττώματα τοῦ πλησίον, ἡ ὁποία δέν παραμένει μόνο σέ αὐτά (πού εἶναι ἡ καταλαλιά), ἀλλά προχωρᾶ καί καταδικάζει, ἀποδοκιμάζει καί μέμφεται καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, τόν πταίσαντα καί μάλιστα χωρίς οἶκτο καί ἐπιείκεια. Ἀντί, γιά παράδειγμα, νά πεῖ κάποιος «ὁ τάδε εἶπε ψέματα ἢ ὀργίστηκε ἢ ἔπεσε σέ πορνεία», (πού εἶναι καταλαλιά), λέει: «ὁ τάδε εἶναι ψεύτης, εἶναι ὀργίλος ἢ εἶναι πόρνος» καί ἔτσι ἀποφαίνεται ὄχι μόνο γιά τίς πράξεις του, ἀλλά γιά ὁλόκληρη τή ζωή του. Αὐτό εἶναι ἡ κατάκριση.
Ὁ Φαρισαῖος δέν καταδικάστηκε ὅταν εἶπε ἀόριστα, χωρίς νά κατονομάσει κανένα, δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἅρπαξ, ἄδικος ἢ μοιχός. Ὅταν ὅμως γυρνώντας πρός τόν Τελώνη εἶπε: «οὔτε σάν καί αὐτόν τόν τελώνη», τότε βάρυνε τήν ψυχή του γιατί ἔπεσε σέ κατάκριση.
Πολλές φορές, ὄχι μόνο κατακρίνουμε τόν πλησίον μας, ἀλλά καί τόν ἐξουθενώνουμε.
Ἐξουθένωση εἶναι ὄχι μόνο νά κατακρίνει κανείς κάποιον πού ἁμαρτάνει, ἀλλά νά φτάνει στό σημεῖο νά τόν ἀπαξιώνει, νά τόν ἐκμηδενίζει, νά τόν ἐξευτελίζει, νά τόν σιχαίνεται, σάν κάτι πού προξενεῖ ἀηδία. Ἡ ἐξουθένωση εἶναι πολύ χειρότερη καί πολύ πιό ὀλέθρια ἀπό τήν κατάκριση. Φτάνουμε, ἔτσι στό σημεῖο νά μισοῦμε ὄχι μόνο τήν ἁμαρτία ἀλλά καί τόν ἁμαρτωλό. Πολλές φορές μάλιστα χαιρόμαστε καί ἐπαιρόμαστε γι’ αὐτό.
Αὐτό εἶναι δεῖγμα παντελοῦς ἐλλείψεως ἀγάπης. Εἶναι κατάσταση πού μᾶς χωρίζει, ὄχι μόνον ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό τόν Θεό. Κι αὐτό γιατί ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν ἁμαρτωλό, ἀκόμη καί τόν πιό ἐξαθλιωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία καί προσπαθεῖ νά τόν συνετίσει καί νά τόν φέρει σέ μετάνοια. Τόν συγχωρεῖ δέ ἀμέσως καί ἀπροϋπόθετα ὅταν συναισθανθεῖ τό σφάλμα του, μετανοήσει καί ζητήσει τό ἔλεός Του.
Μέ ποιό δικαίωμα λοιπόν ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, ὅπως ὅλοι ἐμεῖς, μπορεῖ νά ἀπορρίψει ἕνα συνάνθρωπό του, ἔστω καί φαινομενικά πιό ἁμαρτωλό; Αὐτός πού δέν θά δείξει ἔλεος γιά τόν συνάνθρωπό του, δέν θά ἐλεηθεῖ ἀπό τό Θεό: «ἡ γάρ κρίσις ἀνέλεος, τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β΄13) (δηλ. ἡ κρίση θά εἶναι ἄσπλαγχνη πρός ἐκεῖνον πού δέν ἔδειξε εὐσπλαγχνία), λέγει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στήν Καθολική ἐπιστολή του.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ μᾶς προτρέπει χαρακτηριστικά γιά τό ζήτημα αὐτό: «Μὴ σφετερίζεσαι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Μὴ γίνεσαι ἀντίπαλος τοῦ Κυρίου, ἁρπάζοντας τὸ ἀξίωμα ποὺ κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό Του. Καὶ μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια ἂν δῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μὴν τὸν καταδικάσης, μὴν τὸν κακολογήσης, μὴν τὸν διασύρης, μὴν τὸν ἐξουθενώσης. Καταδίκασε τὸν διάβολο ποὺ τὸν ἐξαπάτησε καὶ τὸν ἔριξε στὴν ἁμαρτία. Ἂν ὅμως καταδικάσης τὸν ἀδελφό σου, θὰ ἐπιβεβαιώσης τὸν μεγάλο καὶ ἄλογο ἐγωισμό σου. Καὶ πρόσεξε, γιατί θὰ πέσης κι ἐσὺ στὸ ἴδιο ἁμάρτημα. Κατὰ κανόνα, ὅποιος κρίνει τὸν ἄλλον γιὰ κάτι, πέφτει κατόπιν στὸ ἴδιο. Κάλυψε λοιπὸν σπλαχνικὰ μὲ τὴ σιωπὴ τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Κι ἂν μπορῆς διόρθωσε τον μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωσι. Ἂν δὲν μπορῆς, μεῖνε στὴ σιωπή σου καὶ καταδίκασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὰ δικά σου ἁμαρτήματα. Σοῦ ἀρκοῦν αὐτά» (Ἀπό τό βιβλίο «Πνευματικό Ἀλφάβητο», Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ).
Δυστυχῶς, ἐμεῖς μέ πολλή εὐκολία κατακρίνουμε ἀσύστολα τόν συνάνθρωπό μας, ἂν τύχει νά δοῦμε κάτι, ἢ νά ἀκούσουμε ἢ νά ὑποψιαστοῦμε ὅ,τι ἔκανε. Καί τό φοβερότερο εἶναι ὅτι δέν σταματᾶμε στήν βλάβη πού κάνουμε στόν ἑαυτό μας. Ἀλλά συναντᾶμε καί ἄλλον ἀδερφό καί ἀμέσως τοῦ λέμε: «αὐτό καί αὐτό ἔγινε». Ἔτσι βλάπτουμε καί ἐκεῖνον, βάζοντας στήν καρδιά του ἁμαρτίες. Γι αὐτό δέν ἐπιτρέπεται νά λέμε τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, ἀλλά οὔτε καί τίς δικές μας, παρά μόνο στόν πνευματικό μας κατά τήν ἐξομολόγηση. Διαφορετικά, διασπείρουμε τά μικρόβια τῆς ἁμαρτίας καί σέ ἄλλους.
Ἄς δοῦμε, ὅμως, πῶς θέτει τό ζήτημα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δέν πρέπει οὔτε νά ἐπιπλήττεις, οὔτε νά προσβάλλεις, ἀλλά νά νουθετεῖς· ὄχι νά κατηγορεῖς, ἀλλά νά συμβουλεύεις· οὔτε νά ἐπιτίθεσαι μέ ἀφροσύνη, ἀλλά νά διορθώνεις μέ στοργή. Διότι ὅταν συμβεῖ νά ἐκφέρεις γνώμη χωρίς συμπόνια γιά τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον σου, παραδίδεις ὄχι ἐκεῖνον, ἀλλά τόν ἑαυτό σου στήν ἐσχάτη προδοσία.
Θά μέ ρωτήσεις εὐλόγως, συνεχίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τί λοιπόν; Ἐάν πορνεύει ὁ ἄλλος νά μήν τοῦ πῶ ὅτι εἶναι κακό ἡ πορνεία καί νά μή διορθώσω αὐτόν πού προβαίνει σέ αἰσχρές πράξεις; Σοῦ ἀπαντῶ· διόρθωσέ τον μέν, ἀλλ’ ὄχι σάν ἐχθρός οὔτε σάν ἀντίπαλος πού ζητεῖ τιμωρία, ἀλλά σάν Πατέρας πού προσφέρει φάρμακα. Διότι ὁ Κύριος δέν εἶπε νά μήν ἐμποδίζεις αὐτόν πού ἁμαρτάνει, ἀλλά νά μήν τόν κρίνεις, δηλαδή νά μήν γίνεσαι σκληρός δικαστής καί ἐπικριτής».
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χαρακτηριστικά τονίζει ὅτι ἡ κατάκριση καί δυσφήμιση τοῦ ἄλλου, καί μάλιστα ὅταν ἀποτελεῖ ἀνεξέλεγκτη συκοφαντία καί κατασπίλωση τῆς τιμῆς του, ἰσοδυναμεῖ μέ φόνο. «Ὅπως λέγεται, ἄλλωστε, ἀπό τούς ἠθικούς διδασκάλους, ἡ τιμή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή ζωή. Καί ἐπειδή ὁ φόνος θανατώνει τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ συκοφαντία θανατώνει τήν τιμή, ἄρα ἡ συκοφαντία εἶναι χειρότερη ἀπό τόν φόνο. Καί στ’ ἀλήθεια εἶναι μεγαλύτερη κακία τό νά φονεύει κανείς μέ τή γλῶσσα, παρά μέ τό ξίφος καί τό νά πληγώνει μέ τό λόγο παρά μέ τό βέλος. Γιατί ὁ φονιάς θανατώνει μόνον τούς ζωντανούς, μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, ἐνῶ ὁ συκοφάντης ἐπί πλέον καί τούς νεκρούς καί μάλιστα ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Μέ φόνο μάλιστα ἄκοπο καί ἀκίνδυνο, ἀφοῦ γίνεται ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς στίς πολυθρόνες τῶν σαλονιῶν, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν σωματικό φόνο, πού συνήθως ἐνέχει ἀγωνία, ποινικές διώξεις καί φυλακίσεις» (Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικό ἐγχειρίδιο, σελ. 120).
Ἡ κατάκριση μᾶς ἀναδεικνύει ἄφρονες ὡς χριστιανούς, καθώς ὁ Χριστός μας εἶπε: «Ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε, καί ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7,2) (δηλ. μέ τό κριτήριο πού κρίνετε, θά κριθεῖτε καί μέ τό μέτρο πού μετρᾶτε, θά μετρηθεῖτε). Κατά συνέπεια, μέ τήν κατάκριση, καταδικάζουμε μόνοι μας τόν ἑαυτό μας νά πέση στά ἴδια ἁμαρτήματα μέ αὐτά πού κατακρίνουμε, καί δίνουμε τό μέτρο ἀνεπιεικοῦς κρίσεως στόν Δικαιοκρίτη Θεό.
Τό πόσο ἐπιεικής εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτούς πού δέν κατακρίνουνμᾶς τό φανερώνει καί τό ἑξῆς περιστατικό ἀπό τό Γεροντικό:
«Ἕνας μοναχός σ’ ἕνα Κοινόβιο, ἀμελής στά πνευματικά, ἔπεσε βαριά ἄρρωστος κι ἦλθε ἡ ὥρα του νά πεθάνει. Ὁ ἡγούμενος καί ὅλοι οἱ ἀδελφοί τόν περικυκλώσανε γιά νά τοῦ δώσουν θάρρος στίς τελευταῖες του στιγμές. Παρατήρησαν ὅμως ἔκπληκτοι, πώς ὁ ἀδελφός ἀντίκρυζε τόν θάνατο μέ μεγάλη ἀταραξία καί ψυχική γαλήνη.
-Παιδί μου, τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἡγούμενος, ὅλοι ἐδῶ ξεύρομε πώς δέν ἤσουν καί τόσο ἐπιμελής στά καθήκοντά σου. Πῶς πηγαίνεις μέ τόσο θάρρος στήν ἄλλη ζωή;
-Εἶναι ἀλήθεια, Ἀββᾶ, ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος, πώς δέν ἤμουν καλός μοναχός. Ἕνα πρᾶγμα ὅμως ἐτήρησα (Γεροντικό Χαμπάκη, σελ. 429, 30) μέ ἀκρίβεια στή ζωή μου: Δέν κατέκρινα ποτέ μου ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό σκοπεύω νά εἰπῶ στό Δεσπότη Χριστό, ὅταν παρουσιαστῶ ἐνώπιόν Του: «Σύ, Κύριε, εἶπες, μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε», κι ἐλπίζω ὅτι δέν θά μέ κρίνη αὐστηρά.
Πήγαινε εἰρηνικά στό αἰώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, τοῦ εἶπε μέ θαυμασμό ὁ Ἡγούμενος. Ἐσύ, κατώρθωσες, χωρίς κόπο νά σωθῆς».
Αἴτια πού ὁδηγοῦν στήν κατάκριση
Τά πιό συχνά αἴτια πού μᾶς ὁδηγοῦν στήν κατάκριση εἶναι καταρχήν ὁ ἐγωισμός καί ἡ ἀλαζονεία μας, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου. Ἡζήλεια καί ὁ φθόνος μᾶς ὁδηγοῦν, ἐπίσης, πολύ συχνά στήν κατάκριση, καθώς καί τά ἐκδικητικά αἰσθήματα καί ἡ διάθεση νά μειώσουμε τόν ἄλλο καί νά σπιλώσουμε τήν ὑπόληψή του.
Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ ἀπέδιδε τήν διαρκή ἐνασχόληση μέ τούς ἄλλους στήν ἀπροθυμία γιά αὐτογνωσία. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Γιατί κρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας; Διότι δὲν προσπαθοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας. Ὅποιος καταγίνεται μὲ τὴ γνώση τοῦ ἐαυτοῦ του δὲν προλαβαίνει νὰ παρατηρεῖ τοὺς ἄλλους. Κατάκρινε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ παύσεις νὰ κατακρίνεις τοὺς ἄλλους» (Ἀρχιμ. Τιμοθέου, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Παρακλήτου. «Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ» – σύντομες διδασκαλίες. Ἔκδ. Ἱ.Μ.Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1988).
Πολλές φορές, ὡστόσο, κρυβόμαστε πίσω ἀπό δῆθεν ἀθῶα κίνητρα γιά νά δικαιολογήσουμε τίς πτώσεις μας σέ ποικίλα ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας. Ἀργολογοῦμε ἤ ἀστειολογοῦμε γιά νά περνάει ἡ ὥρα ἤ γιά νά διατηροῦμε κοινωνικές σχέσεις καί ἐπαφές ἤ κατακρίνουμε καί ἐξουθενώνουμε τούς ἄλλους, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἀπόντες, μέ τό πρόσχημα τῆς ἀπόδοσης δικαιοσύνης καί ἐπαναλαμβάνοντας τήν γνωστή ἐπωδό «ἡ ἀλήθεια θά πρέπει νά λέγεται».
Παράγωγα τῆς ἑτεροπαρατήρησης
Ἡ ἑτεροπαρατήρηση, ἡ συνεχής, δηλαδή, ἐνασχόληση μέ τούς ἄλλους μέ ἐπικριτική διάθεση, ἐκτός ἀπό τίς κύριες ἐκδηλώσεις της, τίς ὁποῖες ἀναπτύξαμε, τήν καταλαλιά, τήν κατάκριση καί τήν ἐξουθένωση, ἔχει καί ἀρκετά παράγωγα, συνέπειες δηλαδή πού ἀφήνουν βαρύ τό ἀποτύπωμά τους στά «θύματα» τῶν ἐπικρίσεων καί τῶν κατακρίσεών μας.
Πρῶτο παράγωγο εἶναι ὁ στιγματισμός-ἐτικετοποίηση, ἡ ὀξύτατη δηλαδή κριτική καί ἡ δημόσια καταγγελία κάποιου, ἡ στηλίτευση καί ὁ διασυρμός του. Ὁ στιγματισμός ἑνός ἀνθρώπου ἐπιφέρει τήν ἀμαύρωση τῆς δημόσιας εἰκόνας του καί δημιουργεῖ μία ἀρνητική φήμη, τήν κοινῶς λεγόμενη «ρετσινιά» ἤ «ταμπέλα» πού τόν συνοδεύει σέ ὅλη του τήν ζωή.
Ὁ στιγματισμός καί ἡ ἐτικετοποίηση ἐγκλωβίζουν τόν ἄνθρωπο σὲ χαρακτηρισμοὺς ποὺ προσδιορίζουν διὰ βίου τὴν συναναστροφή, τίς δραστηριότητες καὶ τὴν πνευματικὴ του πορεία καί τόν ὁδηγοῦν τελικά νὰ κλειστεῖ μὲ πικρία στὸν ἑαυτό του, τὸν ὁδηγοῦν στὸ περιθώριο, στὴν ἀπομόνωση, στὴν ἀποξένωση.
Ἄλλο παράγωγο τῆς ἑτεροπαρατήρησης εἶναι ὁ ἐμπαιγμός, ὁ περιφρονητικός ἤ προσβλητικός, δηλαδή, ἀστεϊσμός σέ βάρος κάποιου, ὁ χλευασμός, ἡ διαπόμπευση καί ὁ ἐξευτελισμός του, ποὺ δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο ψυχικὰ τραύματα καὶ διάφορα συμπλέγματα κατωτερότητος καί μειονεξίας.
Ἕνα ἀκόμη παράγωγο εἶναι ὁ χαρακτηρισμός, ἡ ἔκφραση δυσμενῶν, ἄκριτων, ἀρνητικῶν, ἐπιπόλαιων καί ἐν πολλοῖς ἄδικων ἐκτιμήσεων γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν συμπεριφορὰ ἑνός ἀνθρώπου.
Στιγματισμός, ἐτικετοποίηση, ἐμπαιγμός καὶ χαρακτηρισμὸς εἶναι ἐκδηλώσεις τῆς κατακρίσεως, ποὺ χωρὶς ἀγάπη πραγματικὴ καὶ χωρὶς διάκριση ἀναφέρονται στὰ σωματικά, διανοητικὰ καὶ ψυχικὰ χαρίσματα ἢ ἐλαττώματα τῶν ἀδελφῶν μας. Ἡ ἐγκληματικὴ διάσταση αὐτῶν τῶν ὀλεθρίων ἐκδηλώσεων ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἀποτελοῦν πολλὲς φορὲς ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια στὴν πνευματικὴ ἄσκηση καὶ προκοπὴ ἑνός ἀνθρώπου, τοῦ δυσκολεύουν ἢ τοῦ ματαιώνουν κάθε καλὴ προσπάθεια μετανοίας καὶ διορθώσεώς του, ἐφ’ ὅσον στιγματισμοί, ἐμπαιγμοί, χαρακτηρισμοὶ καὶ ἐτικετοποιήσεις διαιωνίζονται καὶ ὡς βρόγχος καταπνίγουν τὶς φιλότιμες καὶ καρδιακὲς προσπάθειές τους, παρότι οἱ ἴδιοι ἔχουν μετανοήσει καί ἔχουν ἀλλάξει τρόπο ζωῆς.
Τά ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας
Μετά τήν ἀνάπτυξη τῶν πιό σημαντικῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας καί τῶν παραγώγων τους, παραθέτουμε συνοπτικά καί κάποια ἀκόμη συναφῆ καί συχνά ἐμφανιζόμενα ἁμαρτήματα μέ σύντομους ὁρισμούς καί σχολιασμούς, πού θά μᾶς βοηθήσουν στήν αὐτοκριτική μας καί τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ μας καί κυρίως θά μᾶς ὁδηγήσουν στήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων αὐτῶν, ὅταν προσερχόμαστε στό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Τέτοια ἁμαρτήματα εἶναι ἡ πολυλογία, ἡ ἀργολογία, ἡ φλυαρία, ἡ μωρολογία, τό καταραμένο κουτσομπολιό, ἡ αἰσχρολογία, ἡ ἀκριτομυθία (ἡ ἔλλειψη, δηλαδή, ἐχεμύθειας, ἡ ἀπερίσκεπτη ἀποκάλυψη μυστικῶν, ἡ ἄκαιρη καί ἄσκοπη ἀνακοίνωση πληροφοριῶν σέ ἀκατάλληλα καί ἀναρμόδια πρόσωπα), ἡ ἀστειολογία (ὁ συνεχής, δηλαδή, καί ἀδιάκριτος ἀστεϊσμός καί ἡ ἄκαιρη χαλαρότητα, ἡ συνήθης ἀναφορά εὐτράπελων καί πολλές φορές ἀπρεπῶν καί πονηρῶν ἀστείων) καί ἄλλα συναφῆ.
«Πᾶν ῥῆμα ἀργόν, ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» (Ματθ. 12, 36) μᾶς προειδοποιεῖ ὁ Κύριός μας. (Δηλ. γιά κάθε λόγο ἀνωφελῆ πού θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι, θά δώσουν λόγο γι’ αὐτόν κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως).
Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς δίδει ἕναν περιεκτικότατο ὁρισμό τῆς πολυλογίας καί τῆς πληθώρας τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας, πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτή:
«Ἡ πολυλογία εἶναι ἡ καθέδρα τῆς κενοδοξίας. Καθισμένη ἐπάνω της ἡ κενοδοξία προβάλλει καὶ διαφημίζει τὸν ἑαυτόν της. Ἡ πολυλογία εἶναι σημάδι ἀγνωσίας, θύρα τῆς καταλαλιᾶς, ὁδηγὸς στὰ εὐτράπελα, πρόξενος τῆς ψευδολογίας, σκορπισμὸς τῆς κατανύξεως. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖ καὶ ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀκηδία. Εἶναι πρόδρομος τοῦ ὕπνου, διασκορπισμὸς τῆς «σύννοιας», δηλαδή τῆς περισυλλογῆς, ἀφανισμὸς τῆς φυλακῆς τοῦ νοός, ἀπόψυξις τῆς πνευματικῆς θερμότητος, ἀμαύρωσις τῆς προσευχῆς» («Πολυλογία ἐστὶ κενοδοξίας καθέδρα, δι᾿ ἧς ἑαυτὴν ἐμφανίζειν καὶ ἀναπομπεύειν πέφυκε. Πολυλογία ἐστὶν ἀγνωσίας τεκμήριον, καταλαλιᾶς θύρα, εὐτραπελίας χειραγωγὸς, ψεύδους ὑπουργὸς, κατανύξεως διάλυσις, ἀκηδίας κλήτωρ, ὕπνου πρόδρομος, συννοίας σκορπισμὸς, φυλακῆς ἀφανισμὸς, θέρμης ψυχρηστήριον [ψυκτήριον, al. ψυχριστήριον], προσευχῆς ἀμαύρωσις». Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ἐκδ. Παρακλήτου, Λόγος 11, 3, σελ. 175).
Ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας στά ὁποῖα ὑποπίπτουμε συχνά εἶναι, ἐπίσης, ἡ ἀδιακρισία, ἡ περιέργεια, ἡ ὑπερβολή, ἡ διγλωσσία, ἡ διλωματία, ἡ κολακεία καί ἡ εἰρωνία. Πολύ σημαντικές πτώσεις εἶναι ἀκόμη ἡ ἀντιλογία, ἡ αὐθάδεια, ἡ ἀναίδεια, ἡ θρασύτητα, ἡ παρρησία, ἡ προκλητικότητα καί ἡ ἐλευθεριότητα στήν ὁμιλία καί ὁ ἀπότομος λόγος.
Ἕνα πολύ σημαντικό ἁμάρτημα τῆς γλώσσας, στό ὁποῖο θέλουμε νά ἐπιμείνουμε, διότι εἶναι πολύ διαδεδομένο στίς μέρες μας, εἶναι ἡ προπέτεια. Προπέτεια εἶναι ἡ ἀνάγωγη καί προκλητική συμπεριφορά πού συνδυάζεται μέ τήν ἀλόγιστη καί ἄκαιρη διατύπωση γνώμης, ἄποψης, ἐπιθυμίας. Ὁ προπέτης σέ κάθε περίπτωση αὐθαιρέτως προκαλεῖ συζητήσεις, διακόπτει τόν συνομιλητή του, δέν ἀκούει τίς ἀπαντήσεις του, γιατί ἔχει στό μυαλό του μόνο τίς δικές του ἀπόψεις καί ἰδέες, γεγονός πού τόν ὁδηγεῖ σέ παρανοήσεις, σέ ἀδυναμία κατανοήσεως τοῦ ἄλλου καί τελικά καί σέ ἀδυναμία ὁποιασδήποτε συνεννοήσεως πού ὁδηγεῖ σέ ἐκνευρισμούς, ἀντεγκλήσεις καί ἀδικαιολόγητες συγκρούσεις.
Θά θέλαμε, ἐπίσης, νά σταθοῦμε στήν δικαιολογία, τήν προσπάθεια δηλαδή, νά ὑπερασπιζόμαστε συνεχῶς καί ἐγωιστικά τόν ἑαυτό μας καί τίς πράξεις μας προβάλλοντας διάφορες κάθε φορά προφάσεις. Ἡ δικαιολογία εἶναι ἔνδειξη φιλαυτίας καί δειλίας καί οὐσιαστική ἄρνηση ἀνάληψης τῆς εὐθύνης. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος χαρακτηρίζει τήν δικαιολογία ὡς «μόνωση, καουτσούκ, ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό… Εἶναι σάν νά χτίζης -ἔλεγε χαρακτηριστικά- ἕναν τοῖχο καί νά χωρίζης τόν ἑαυτό σου ἀπό τόν Θεό, ὁπότε κόβεις κάθε σχέση μαζί Του» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ ΄, Πάθη καί Ἀρετές, ἐκδ. Ἱ. Ἡσ. «Εὐαγγελιστής Ἰω. ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, σελ. 85).
Τονίζουμε, ἐπίσης, τόν ψιθυρισμό, τήν συνεχή, δηλαδή, καί ὕπουλη φημολογία καί διασπορά πραγματικῶν ἤ φανταστικῶν πληροφοριῶν μέ σκοπό τήν πρόκληση συγχύσεως.
Σοβαρό παράπτωμα τῆς γλώσσας, πού συνθλίβει πραγματικά καί δυαλύει ἀνδρόγυνα, οἰκογένειες, φιλίες καί γενικά τίς ἀνθρώπινες σχέσεις εἶναι ὁ γογγυσμός καί ἡ γκρίνια, ἡ συνεχής, δηλαδή, καί ἐνοχλητική ἔκφραση παραπόνων, τό ἀτέλειωτο καί ἀνυπόφορο μουρμουρητό, ἡ φαγωμάρα, ἡ μεμψιμοιρία, ἡ μόνιμη ἔλλειψη ἱκανοποιήσεως ἀπό ὁ,τιδήποτε καί γιά ὁ,τιδήποτε. Ἡ γκρίνια εἶναι πραγματικά σάν τόν κισσό πού περισφίγγει τό αἰωνόβιο δέντρο καί ἀπομυζᾶ τούς χυμούς του καταδικάζοντάς το σέ μαρασμό.
Τό καλύτερο ἀντίδοτο στήν γκρίνια εἶναι ἡ συνεχής δοξολογία στόν Θεόγιά ὅλα ὅσα μᾶς προσφέρει, ἀκόμη καί γι’ αὐτά πού μπορεῖ νά μᾶς φαίνονται ἀρνητικά ἐξωτερικά, ἀλλά σίγουρα λειτουργοῦν θετικά γιά τήν πνευματική μας τελείωση καί σωτηρία. Μᾶς τό περιγράφει αὐτό μέ τόν δικό του μοναδικό καί εὐφυή τρόπο ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης:
«Γέροντα, ποὺ ὀφείλεται ἡ γκρίνια καὶ πῶς μπορεῖς νὰ τὴν ἀποφύγης;
– Στὴν κακομοιριὰ ὀφείλεται καὶ μὲ τὴν δοξολογία τὴν κάνει κανεὶς πέρα. Ἡ γκρίνια γεννᾶ γκρίνια καὶ ἡ δοξολογία γεννᾶ δοξολογία. Ὅταν δὲν γκρινιάζει κανεὶς γιὰ μιὰ δυσκολία ποὺ τὸν βρίσκει, ἀλλὰ δοξάζει τὸν Θεό, τότε σκάζει ὁ διάβολος καὶ πάει σὲ ἄλλον ποὺ γκρινιάζει, γιὰ νὰ τοῦ τὰ φέρει ὅλα ἀνάποδα. Γιατί, ὅσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει. Μερικὲς φορὲς μᾶς κλέβει τὸ ταγκαλάκι (διάβολος) καὶ μᾶς κάνει νὰ μὴ μᾶς εὐχαριστεῖ τίποτε, ἐνῶ μπορεῖ κανεὶς ὅλα νὰ τὰ γλεντάη πνευματικὰ μὲ δοξολογία καὶ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ».
Βαρύτατα, ἐπίσης, ἁμαρτήματα εἶναι τό ψεῦδος, ἡ ψευδορκία, ἡ ἐπιορκία, ἡψευδομαρτυρία, ὁ ὅρκος, καθώς ἐπίσης καί ἡ βλασφημία, ἡ ὕβρις καί ἡκατάρα, ἡ ἐμπαθής, δηλαδή, κακόβουλη καί ἐκδικητική «εὐχή» ἐναντίον ἑνός προσώπου γιά νά πάθει κάτι κακό, τό ὁποῖο θά μᾶς προκαλέσει εὐχαρίστηση καί ἱκανοποίηση. Νά εἶστε βέβαιοι ὅτι ἡ ἄδικη κατάρα ἐπιστρέφει σ’ αὐτόν πού τήν ἐκστομίζει.
Ἡ θεραπεία τῆς σιωπῆς
Ἀπό ὅλα ὅσα ἀναφέραμε, ἔγινε, πιστεύουμε, ἀντιληπτό τό μέγεθος καί ἡ ἐπικινδυνότητα τῆς παθολογίας τῆς γλώσσας καί τό τεράστιο πνευματικό, ἀλλά καί πρακτικό πρόβλημα πού δημιουργεῖ στόν ἑαυτό μας καί στούς ἄλλους.
Γιά τήν θεραπεία τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας καί τῶν ποικίλων παραγώγων τους εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο νά ἐνσκύψουμε στόν ἑαυτό μας, νά ἀσχοληθοῦμε μέ τά τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ὄχι συνεχῶς μέ τούς ἄλλους. Χρειάζεται αὐτογνωσία, αὐτοκριτική, αὐτομεμψία, ταπείνωση, μετάνοια, ἀγάπη καί συγχωρητικότητα πρός τούς ἀδελφούς μας, τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν καί ἀγώνας γιά τήν κατά Θεόν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Στήν προσπάθειά μας αὐτή πολύ θά μᾶς βοηθήσει ἡ ἄσκηση τῆςἀρετῆς τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία δυστυχῶς εἶναι δυσεύρετη στίς μέρες μας.
Θά πρέπει ἐξ ἀρχῆς νὰ διευκρινίσουμε ὅτι δὲν ἐννοοῦμε τὴ σιωπὴ ὡς πειθαρχία καὶ ἐξαναγκασμό, ὡς πειθαναγκασμὸ ποὺ καταργεῖ τὴ θεόσδοτη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἀλλοτριώνει ὀντολογικά. Δὲν μιλᾶμε γιὰ στατικὴ καὶ ἀνούσια σιωπή, γιὰ ἄσκοπη καὶ ἀτελέσφορη σιωπή, γιὰ ἀπομονωτικὴ καὶ μελαγχολικὴ σιωπή, γιὰ «ψυχοπλακωτική» καὶ βασανιστικὴ σιωπή.
Μιλᾶμε γιὰ τὴν ἐν ἐπιγνώσει καὶ ἐν ἐλευθερίᾳ σιωπή, ποὺ τὴν ἐπιθυμοῦμε, τὴν ποθοῦμε καὶ τὴν ἐπιλέγουμε οἰκειοθελῶς ὡς ὁδὸ ἁγιασμοῦ. Μιλᾶμε γιὰ τὴ σιωπὴ τοῦ ἥσυχου χώρου (ταμιεῖον) στό προσευχητάρι τοῦ σπιτιοῦ μας, τοῦ προσωπικοῦ χρόνου στό γραφεῖο, στόν δρόμο, στό αὐτοκίνητο, παντοῦ. Μιλᾶμε γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν σιωπή. Μιλᾶμε γιὰ τὴν χριστοκεντρική σιωπή. Μιλᾶμε γιὰ τὴ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ σιωπή, γιὰ τὴν εὐλογημένη καὶ χαριτωμένη σιωπή, γιὰ τὴν προσευχητικὴ καὶ λατρευτικὴ σιωπή, γιὰ τὴν παρακλητικὴ καὶ δοξολογικὴ σιωπή, γιὰ τὴν ἀγαπητικὴ καὶ θυσιαστικὴ σιωπή, γιὰ τὴν ὁμιλητικὴ καὶ βοῶσα καὶ ἐκκωφαντικὴ σιωπή… Μιλᾶμε γιὰ τὴ σιωπὴ ποὺ οὐρανώνει τὸν προσωπικό μας χῶρο, τό σπίτι μας, τήν δουλειά μας.
Μιλᾶμε γιὰ τὴ σιωπὴ ποὺ ἑλκύει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μαλακώνει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν κάνει νὰ διαλέγεται μυστικὰ μαζί Του, ποὺ τὴν κάνει νὰ δέχεται, νὰ ἀγαπᾶ, νὰ συγχωρεῖ καὶ νὰ ὑπομένει τοὺς ἀδελφούς του, τούς οἰκείους του, τούς συνανθρώπους του.
Μιλᾶμε γιὰ ἐκείνη τὴ σιωπὴ ποὺ εἶναι μία ἐργώδης ἀσκητικὴ ἄθληση, ποὺ εἶναι μία «θορυβώδης» πνευματικὴ δράση καὶ ζωή, ποὺ εἶναι μία διαρκὴς κίνηση πρὸς τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι μία συνεχὴς πορεία πρὸς τὸν οὐρανό, ποὺ εἶναι μία ἀέναη ἐν σιωπῇ συνομιλία μὲ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία μας καὶ τοὺς Ἁγίους μας, ποὺ εἶναι μία σιωπηλή, προσευχητικὴ καὶ ἀγαπητικὴ συνάντηση μὲ τοὺς ἀδελφούς μας…
«Ἡ σιωπή εἶναι μυστήριον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, οἱ δέ λόγοι εἶναι ὄργανον τούτου τοῦ κόσμου» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ Σύρου, Τά εὑρεθέντα Ἀσκητικά, ἐκδ. Λειψίας 1895, Β’ ἔκδ., Σπανοῦ καί Ρηγοπούλου, σ. 365). Ἡ φράση αὐτή τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, δίνει μέ τόν πλέον περιεκτικό τρόπο τήν ἐσχατολογική διάσταση τῆς σιωπῆς σέ συσχετισμό μέ τόν λόγο. Καί μᾶς ἀποκαλύπτει, ἔτσι, τήν ἀληθινή διάσταση τῶν πραγμάτων, μᾶς φανερώνει τήν προοπτική, σηματοδοτεῖ τόν ἀπώτερο στόχο καί ὑποδεικνύει, χωρίς περιστροφές καί χωρίς περιθώρια, τό τέρμα στό ὁποῖο πρέπει νά συντείνουμε.
Ἄν ἡ κυρίαρχη ἐπιθυμία τοῦ βίου μας εἶναι νά κερδίσουμε τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τότε δέν ἔχουμε παρά νά μετερχόμαστε τούς τρόπους αὐτούς, πού θά μᾶς κάνουν οὐρανοπολίτες. Νά ἀποποιούμεθα ὅλα ὅσα μᾶς δένουν μ’ αὐτόν τόν κόσμο, μέ τά ὄργανα καί τίς μεθόδους του. Δέν ἔχουμε παρά νά μετέχουμε σέ αὐτό, πού ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἀποκαλεῖ «μυστήριον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Ἡ σιωπή εἶναι τό γνώρισμα τῶν συνετῶν, ἡ γλώσσα τῶν ἐνθέων, ἡ φωνή τῶν ἐναρέτων, ἡ μυστική ἠχώ τῶν Ἁγίων καί τῶν ἐραστῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ σιωπή εἶναι τό χρῶμα καί τό ἄρωμα τοῦ Παραδείσου, ἡ θαλπωρή καί ἡ γαλήνη τοῦ Οὐρανοῦ. «Ὁ φίλος τῆς σιωπῆς», κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, «προσεγγίζει τόν Θεόν καί συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται ἀπό Αὐτόν» (Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ἐκδ. Παρακλήτου, Λόγος 11, σελ. 176).
Ἡ ἀπουσία ὅλων αὐτῶν σήμερα μᾶς δείχνει πόσο μακρυά βρισκόμαστε, πόσο λανθασμένα πορευόμαστε καί πόση ἀνάγκη ἔχουμε ἀπό θεραπεία. Καί ἡ θεραπεία εἶναι ἡ σιωπή, ἐσωτερική καί ἐξωτερική. Σιωπή τῶν λογισμῶν καί σιωπή τῶν λόγων.
Ἡ σιωπή τῶν λογισμῶν προϋποθέτει, βεβαίως, τήν σιωπή τῶν λόγων. Γι’ αὐτό ἄς ξεκινήσουμε ἀπό τήν σιωπή τῶν λόγων ἐπιχειρώντας νά τούς περικόψουμε κατά τό δυνατόν. Θά πρέπει νά ἀντιληφθοῦμε κατ’ ἀρχήν ὅτι ἡ ὑπερβολική ὁμιλία εἶναι διαστροφή τῆς ὀρθῆς πνευματικότητος. Ἡ σιωπή εἶναι αὐτή πού δημιουργεῖ τίς ἀσφαλεῖς προϋποθέσεις γία τήν οἰκοδόμηση τῆς πνευματικῆς μας πορείας. Ἡ σιωπή εἶναι αὐτή πού ἑλκύει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τοῦ χριστιανοῦ, πού μαλακώνει τήν καρδιά καί τήν κάνει νά διαλέγεται μαζί Του, τήν κάνει νά δέχεται, νά ἀγαπᾶ, νά συγχωρεῖ καί νά ὑπομένει.
Ἡ σιωπὴ εἶναι θεληματικὴ κατάσταση, εἶναι ἔκφραση ἐσωτερικῆς καλλιέργειας, ὡριμότητας καὶ ἁγιότητας. Εἶναι σταθερὴ καὶ ἀναλλοίωτη συμπεριφορά, εἶναι τρόπος ζωῆς. Πρέπει νὰ εἶναι μόνιμη ἱερὴ συνήθεια, νοοτροπία, βιοθεωρία. Γι’ αὐτὸ δὲν ἐπιβάλλεται μὲ μέτρα καὶ ἀπαγορεύσεις, ἀλλὰ ἐπιλέγεται ἐλεύθερα καὶ ἀποκτᾶται οἰκειοθελῶς μὲ προσωπικὸ ἀγώνα, προσπάθεια καὶ ὑπομονή!…
Ἡ σιωπή ὑποδηλώνει πνευματική σοφία καί σύνεση, ὑποδηλώνει διάκριση, πού γνωρίζει νά ἐπιλέγει καί τίς περιπτώσεις στίς ὁποῖες ἀπαιτεῖται νά μιλήσει κανείς διακόπτοντας τήν σιωπή. Δυστυχῶς στίς μέρες μας, στίς περισσότερες τῶν περιπτώσεων, ἡ σιωπή ἀποτελεῖ τίς ἐλάχιστες μικρές παύσεις τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας μας.
Ἔχουμε, δυστυχῶς, ἀπολέσει τήν αἴσθηση τοῦ πότε πρέπει νά μιλᾶμε, πόσο πρέπει νά μιλᾶμε καί κυρίως τοῦ τί πρέπει νά λέμε. Θεωροῦμε τίς περισσότερες φορές ἐξυπνάδα τό νά ἔχουμε νά ποῦμε πολλά πάνω σέ κάποιο θέμα. Συνηθίζουμε νά ἐπιδεικνύουμε τίς γνώσεις καί τήν εὐφράδειά μας, χωρίς αὐτό νά ἀπαιτεῖται καί χωρίς, τίς περισσότερες φορές, νά μᾶς ἔχει ζητηθεῖ.
Καί ὅπως πολύ εὔστοχα σχολιάζει ὁ π. Μωυσῆς ὁ Ἁγιορείτης: «Ὁ σοφός δέν μιλᾶ πολύ. Μιλᾶ ὁ κομπλεξικός, ὁ μειονεκτικός, ὁ διχασμένος, γιά νά προβληθεῖ, ν’ ἀνέβει, νά ἐπιβιώσει, νά ἐκτιμηθεῖ, νά δοῦν οἱ ἄλλοι πώς κι αὐτός ξέρει, ἔχει γνώσεις, πνεῦμα, σοφία. Ὁ σοφός ὅμως δέν νοιάζεται γιά τό τί λένε οἱ ἄλλοι γι’ αὐτόν» (π. Μωυσῆ Ἁγιορείτου, Ἀγρυπνία στό Ἅγιον Ὄρος, σελ. 61-62).
Σιωπὴ δὲν εἶναι ἡ ἀπουσία τῶν λόγων, δὲν εἶναι ἡ ἀπαγόρευση τῆς ὁμιλίας. Δὲν σιωποῦμε μόνον ὅταν δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ μιλᾶμε, ὅταν δὲν ἔχουμε κάτι νὰ ποῦμε, ὅταν δὲν θέλουμε νὰ μιλήσουμε. Μιλᾶμε μὲ τὴν σιωπή μας, λέγοντας πολλὲς φορὲς περισσότερα ἀπ’ ὅ,τι μὲ τὴν ὁμιλία μας. Καὶ σὲ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποσκοποῦμε· νὰ μιλάει ἡ σιωπή μας! Μόνον τότε θὰ ἔχουμε ἀναβαθμίσει τὸν λόγο μας, θὰ ἔχουμε ἀλλάξει τὴν ποιότητα καὶ τὴν πιστότητα τοῦ λόγου μας. Γιατὶ «σιωπὴ εἶναι καὶ ὁ καλός, ὁ πνευματικὸς λόγος». Γιατὶ κατὰ τὸν Ἀββᾶ Ἠσαΐα: «Σοφία δὲν εἶναι τὸ νὰ μιλήσεις. Σοφία εἶναι νὰ ξέρεις πότε εἶναι ἡ κατάλληλη ὥρα νὰ μιλήσεις. Νὰ γνωρίζεις γιατὶ σιωπᾶς, νὰ γνωρίζεις γιατὶ μιλᾶς, νὰ σκέφτεσαι προτοῦ μιλήσεις καὶ νὰ λὲς τὰ πρέποντα»!…
Συχνά ταυτίζουμε τήν πολυλογία μας μέ τήν ἀνάπτυξη διαπροσωπικῶν σχέσεων. Τήν ἐπενδύουμε μέ τό πρόσχημα τῆς συμπαραστάσεως καί παροχῆς στηρίξεως πρός τούς ἄλλους. Τήν ἐπικαλούμαστε γιά τήν διατήρηση τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνότητος, τῆς οἰκογενειακῆς ἀτμόσφαιρας καί ζεστασιᾶς. Καί παραβλέπουμε ὅτι «ὁ λόγος δέν εἶναι πάντα συνδεκτικός κρίκος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων». Παραβλέπουμε ὅτι ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλία δοκιμάζονται, κρίνονται, στεριώνουν καί ἀντέχουν, ἀνείπωτες, καρδιακές, σιωπηλές. Ἐκδηλώνονται στόν ἄλλο ὡς θυσία, προσφορά, ὑποστήριξη. Μιλοῦν μέ τίς πράξεις καί μέ τήν προσευχή τους. Μακριά ἀπό τήν φθορά τῶν λέξεων καί τίς λεκτικές δεσμεύσεις.
Ἀναφέρει σχετικά ὁ π. Μωυσής ὁ Ἁγιορείτης: «Ἡ σιωπή δέν εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ ἀπομονωμένου, κουμπωμένου, μονόχνωτου ἀνθρώπου. Εἶναι τό κόσμημα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, πού μετροῦν τά λόγια τους καί δέν κάνουν τήν γλώσσα τους θανατικό ὄργανο. Συχνά ὅσο πιό πολύ πλησιάζει κάποιος τόν ἄλλο, τόσο ἀπομονώνεται. Διακριτική ἀπόσταση καί ἐν ἐπιγνώσει σιωπή εἶναι τελικῶς συνδετικά στοιχεῖα τῶν ἀνθρώπων». «Δέν εἶναι ἀπαραίτητο δύο ἄνθρωποι πού εἶναι μαζί συνέχεια νά μιλοῦν. Δέν ἔχει τόση δύναμη ὁ λόγος νά ὀρθοστατεῖ συνέχεια» (π. Μωυσῆ Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ. 22).
Ἡ σιωπή, ἄλλωστε, εἶναι αὐτή πού καλλιεργεῖ τό ἔδαφος γιά τήν ἑδραίωση καί τῶν ἄλλων ἀρετῶν. Ὅπως πολύ παραστατικά περιγράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἡ σιωπή πού ἀσκεῖται μέ ἐπίγνωση καί διάκριση εἶναιμητέρα τῆς προσευχῆς, ἐπιστροφή ἀπό τήν αἰχμαλωσία, διαφύλαξις τοῦ θείου πυρός, ἐπιστάτης τῶν λογισμῶν, σκοπός πού παρατηρεῖ τούς ἐχθρούς, δέσμευσις τοῦ πένθους, φίλη τῶν δακρύων, καλλιεργητής τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, ζωγράφος τῆς αἰωνίου κολάσεως, ἐπίμονος ἐξεταστής τῆς Κρίσεως, πρόξενος πνευματικῆς ἀνησυχίας καί λύπης, ἐχθρός τῆς παρρησίας, σύζυγος τῆς ἡσυχίας, ἀντίπαλος τῆς ἀγάπης νά κάνει τόν διδάσκαλο, αὔξησις τῆς πνευματικῆς γνώσεως, δημιουργός θείων θεωρημάτων, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ἀνάβασις» (Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ἐκδ. Παρακλήτου, Λόγος 11, σελ. 176).
«Φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε. Αὗται γάρ εἰσιν αἱ ρίζαι τῆς ἀναμαρτησίας», ἦταν ἡ προτροπή πού ἄκουσε ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος ὅταν ρώτησε πῶς θά σωθεῖ. Καί εἶναι πολύτιμη ἡ διαπίστωσή του στά ἔσχατα τῆς ζωῆς του ὅτι: «πολλές φορές μετάνοιωσα γιατί μίλησα, ἐνῶ ποτέ γιατί σιώπησα».
Ἐπίλογος
Προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας,
Τό θέμα τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας καί τῆς ἀσκήσεως τῆς ἐν ἐπιγνώσει σιωπῆς εἶναι, βεβαίως, τεράστιο καί μέ ἐξέχουσα πνευματική βαρύτητα καί φυσικά δέν ἐξαντλεῖται σέ μία ὁμιλία σάν τήν ἀποψινή. Αὐτό πού προσπαθήσαμε ἀπόψε ἦταν νά θέσουμε τό γενικό περίγραμμα τοῦ ὅλου θέματος καί νά δώσουμε κυρίως τήν ἀφορμή, ὥστε νά ἀποκτήσουμε συναίσθηση τοῦ πόσο συχνά πέφτουμε στά ἁμαρτήματα αὐτά καί πόσο ἐπιζήμια εἶναι τόσο γιά μᾶς ὅσο καί γιά τούς ἀδελφούς μας καί πόσα ἀπό αὐτά παραμένουν ἀνεξομολόγητα ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ.
Χρειάζεται, λοιπόν, νήψη, προσευχή, ταπείνωση, ἀγάπη, συγχωρητικότητα, φιλαδελφία καί ἔξοδος ἀπό τόν ἀτομισμό μας καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό μας καί στήν κρίση μας. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν ὡς κύριο γνώρισμά τους τήν ἐπιείκεια, τήν ἀγάπη καί τήν συγχωρητικότητα πρός τούς ἄλλους, ἐνῶ ἀντίθετα ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηροί πρός τόν ἑαυτό τους.
Αὐτό τό παράδειγμα τῶν ἁγίων μας ἄς μιμηθοῦμε καί μεῖς, ὥστε νά μαλακώσει ἡ καρδιά μας, νά εἰρηνεύσει ἡ ζωή μας καί νά γίνουμε, ἔτσι, δεκτικοί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποφυγή τῆς κατακρίσεως ἀποτελεῖ γιά ὅλους μας ἕνα ἀσφαλές ἐχέγγυο καί γιά τήν ἀπόκτηση τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, καθώς κατά τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου μας: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. 7,1). Μή κατακρίνετε καί μή καταδικάζετε τόν πλησίον σας, διά νά μή κατακριθῆτε καί σεῖς ἀπό τόν Θεόν. Καί, ἐπίσης, «ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7, 2). Διότι μέ τήν σκληρή καί αὐστηρή κρίση, πού κατακρίνετε, θά κατακριθῆτε καί μέ τό ἴδιο μέτρο, πού κρίνετε τίς πράξεις τοῦ πλησίον, θά μετρηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί θά κριθεῖ καί ἡ δική σας ζωή καί συμπεριφορά.
Ἄς εὐχηθοῦμε, λοιπόν, ἀδελφοί, νά μᾶς χαρίσει ὁ Θεός τό δῶρο αὐτό τῆς ἀκατακρισίας καί σιωπῆς, πού θά ὀμορφαίνει καί θά εἰρηνεύει τήν ψυχή μας, ἀλλά συγχρόνως καί τό οἰκογενειακό, ἐργασιακό καί φιλικό μας περιβάλλον, στήν μετά θάνατο δέ ζωή μας θά μᾶς χαρίσει τήν μεγάλη δωρεά τῆς συμμετοχῆς μας στήν Οὐράνιο Βασιλεία Του. Ἀμήν.
(Πηγή: aktines.blogspot.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου