Σελίδες

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

19 Ιουνίου Συναξαριστής. Ιούδα Αποστόλου, Παϊσίου του Μέγα, Ζωσίμου, Ζήνωνος, Ασυγκρίτου Ιερομ., Βαρλαάμ, Ἅγιοι Γερβάσιος, Προτάσιος καὶ Οὐρσικίνος,Ὅσιος Παΐσιος ὁ ἐν τῇ μονῇ Χιλανδαρίου.

Ὁ Ἅγιος Ἰούδας ὁ Ἀπόστολος


Ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας, ἕνας ἐκ τῶν 12 Μαθητῶν καὶ Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, ἦταν υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ Ἀλφαίου καὶ τῆς συγγενοῦς τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ ἐπίσης Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ ἐπιλεγομένου Ἀδελφοθέου.

Πρὸς διάκριση ἐκ τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου, στὸ μὲν τὸ κατὰ Λουκᾶ Εὐαγγέλιο (6, 16) καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (1, 13) ἀποκαλεῖται Ἰούδας Ἰακώβου (ἀδελφὸς δηλαδὴ τοῦ Ἰακώβου), στὸ δὲ τὸ κατὰ Ματθαῖο (10, 3) καὶ Μάρκο (Γ’, 18) ὀνομάζεται Θαδδαῖος ἢ Λεββαῖος. Ὁ συγγραφέας τῆς Ἐπιστολῆς Ἰούδα χαρακτηρίζεται σαφῶς «Ἰούδας... ἀδελφὸς δὲ τοῦ Ἰακώβου».
Ἡ ζωή του κατὰ τὴν ἐπὶ τῆς γῆς παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν ὅμοια μὲ αὐτὴ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅμως, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατῆλθε ἐπὶ τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα παρέμεινε ἐργαζόμενος στὰ Ἱεροσόλυμα, κοπιῶν ὑπὲρ τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας, μετέβη ἀκολούθως στὶς γειτονικὲς χῶρες, κηρύττων τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς ἐν Σαμαρείᾳ καὶ Μεσοποταμίᾳ ὁμοεθνεῖς του.
Στὴ συνέχεια, μετὰ τοῦ Σίμωνος τοῦ Ζηλωτοῦ ἀφίχθη στὴν Περσία, στὴν Ἔδεσσα, ὅπου ἐθεράπευσε τὸν ἐκ λέπρας πάσχοντα τοπάρχη Ἄβγαρο, καί, τέλος, συνελήφθη στὴν πόλη Ἀραράτ, ὅπου ἐκρεμάσθηκε καὶ ἐτελειώθηκε κτυπηθεὶς διὰ βελῶν.
Κατ’ ἄλλους βιογράφους, ὁ Ἰούδας ἐμαρτύρησε στὴ Βηρυττὸ περὶ τὸ 80 μ.Χ., ἀφοῦ προηγουμένως ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἰουδαία, Ἀραβία καὶ Συρία. Τέλος, σύμφωνα μὲ τὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας ὑπῆρξε τρίτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Ἰάκωβο καὶ Συμεὼν τοῦ Κλωπᾶ (7, 46, 1 – 2), τοῦτο δὲ ἐπανέλαβε καὶ ὁ Γεώργιος Σύγγελος.
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ θέμα τῆς συγγραφῆς τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰούδα, αὐτὸς χαρακτηρίζει ἑαυτὸν «ὡς Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλον, ἀδελφὸν δὲ Ἰακώβου». Καὶ διὰ μὲν τοῦ πρώτου χαρακτηρισμοῦ δηλώνει τὴν ἀφοσίωσή του στὸν Ἰησοῦ Χριστό, διὰ δὲ τοῦ δευτέρου δηλώνει ὅτι ἦταν ἀδελφὸς τοῦ γνωστοῦ σὲ ὅλους Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ἡγετικὴ θέση στὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.Χριστοῦ σε συγγενῆ, ὦ Ἰούδα εἰδότες, καὶ μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην πατήσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.


Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.Ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς, θεοδώρητον κλῆμα, ἀνετειλας ἡμῖν τοῦ Κυρίου αὐτόπτα, Ἀπόστολε Θεάδελφε, τοῦ Χριστοῦ κῆρυξ πάνσοφε, τρέφων ἅπαντα, κόσμον καρποῖς σου τῶν λόγων, τὴν ὀρθόδοξον, πίστιν Κυρίου διδάσκων, ὡς μύστης τῆς χάριτος.


Μεγαλυνάριον.Δεῦτε τὸν Θεάδελφον Μαθητήν, καὶ τῆς εὐσεβείας, τὸν φωστῆρα τὸν θεαυγῆ, ὑμνήσωμεν πόθῳ, χαῖρε αὐτῷ βοῶντες, Ἀπόστολε Ἰούδα, Χριστοῦ διάκονε.





Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας καὶ Θεοφόρος


Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Πατέρας μας Παΐσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀπὸ γονεῖς εὔπορους, ἐνάρετους καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς καὶ ἄκμασε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατρός του, νέος ἀκόμη στὴν ἡλικία, ὑπὸ θείου ζήλου κινούμενος, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔγινε μαθητὴς τοῦ περιώνυμου ἐρημίτου ἀσκητοῦ Παμβὼ († 18 Ἰουλίου), ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ὁποίου προέκοψε σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὴ βαθιὰ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ διδασκάλου του, έπιθυμῶν πλέον ἥσυχη καὶ ἐρημικὴ ζωή, γιὰ αὐστηρότερη ἄσκηση, κατέφυγε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, ὅπου ἐγνωρίσθηκε καὶ συνδέθηκε διὰ στενοτάτης φιλίας μετὰ τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ὁσίου Παύλου († 15 Ἰανουαρίου).
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἄρχισε ταχέως νὰ διαδίδεται, πολλοὶ δὲ πιστοὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτόν, ἐξαιτοῦντες τὴν εὐλογία καὶ τοὺς σοφοὺς παρηγορητικοὺς λόγους του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Μέγας. Γέροντας πλέον, μετὰ ἀπὸ παρακκλήσεις πολλῶν ἀδελφῶν, ἐγκατέλειψε τὴν ἔρημο καὶ ἐγκατασταθεὶς πλησίον κατοικημένων τόπων ἐδίδασκε καὶ ἐνουθετοῦσε τὰ πρὸς αὐτὸν προσερχόμενα πλήθη τῶν πιστῶν.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθύτατο γήρας καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἔρημο. Μετὰ ὀλίγα ἔτη, τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα, ἀνακομισθέντα, μεταφέρθησαν στὴν Πισιδία καὶ κατετέθησαν στὴν ἐκεῖ εὑρισκόμενη μονή.Τὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου συνέγραψε ὁ συνασκητής του Ὅσιος Ἰωάννης ὀ Κολοβός († 9 Νοεμβρίου), τὴν δὲ Ἀκολουθία του ἐξεπόνησε ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν οἰκιστής, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τῇ αὐτοῦ μνήμῃ, σὺν ἡμῖν ἑορτάζων, νέμει τοῖς κοπιῶσι, δι’ αὐτὸν θείαν χάριν· διὸ ἐν προθυμίᾳ πολλῇ, τοῦτον τιμήσωμεν.


Κοντάκια. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἐρήμου πολιοῦχον καὶ κοσμήτορα
Καὶ τῶν Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα καὶ σέμνωμα
Μακαρίζομέν σε πάντες, Θεοῦ θεράπον·
Σὺ γὰρ ὤφθης ἐκ παιδὸς ὅλος θεόληπτος
Καὶ προσφόρως τῇ σῇ κλήσει πεπολίτευσαι.Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ Παΐσιε.


Μεγαλυνάριον.Τῷ Χριστῷ ἐκ βρέφους ἀνατεθείς, ηὔξησαι εἰς μέτρον, ἡλικίας πνευματικῆς, καὶ τῶν ἐν ἐρήμῳ, στῦλος φωτὸς ἐφάνης, Παΐσιε παμμάκαρ, Αἰγύπτου βλάστημα.





Ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζώσιμος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνιάδα τῆς Θράκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.) καὶ ἡγεμόνος τῆς ἐν Πισιδίᾳ Ἀντιοχείας Δομετιανοῦ.
Ὑπηρετῶν στὶς τάξεις τῶν ρωμαϊκῶν λεγεώνων καὶ δεχθεὶς τὸν Χριστιανισμό, ἀπέρριψε τὸν ὁπλισμό του καὶ καταφυγὼν σὲ Χριστιανικὴ ἐκκλησία ἐβαπτίσθηκε. Καταγγέλθηκε γι’ αὐτό, συνελήφθη, ὁδηγήθηκε δὲ ἐνώπιον τοῦ Δομετιανοῦ καὶ ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστό, καταδικάσθηκε σὲ θανάτωση μὲ σκληρὰ βασανιστήρια.
Ἔτσι, τὸν ἐκρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες, τὸν ἅπλωσαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, τοῦ ἐφόρεσαν σιδερένια ὑποδήματα φέροντα ἐσωτερικῶς καρφιὰ καὶ τὸν ὑποχρέωσαν νὰ τρέχει δεμένος ὄπισθεν πόλου, γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη τῶν Κανανέων, ὅπου καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.
Ὁ Ἅγιος Ἀσύγκριτος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀσύγκριτος ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ διὰ μαχαίρας. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου στὴν Ἁγία Εἰρήνη ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ θάλασσα.





Οἱ Ἅγιοι Γερβάσιος, Προτάσιος καὶ Οὐρσικίνος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γερβάσιος καὶ Προτάσιος ἦταν ἀδέλφια καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας καὶ ἦταν πιθανῶς οἱ υἱοὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βιταλίου καὶ Βαλερίας († 29 Ἀπριλίου).
Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος ἐνεθάρρυνε τὸν Ἅγιο Μάρτυρα Οὐρσικίνο, ὅταν αὐτὸς πρὸς στιγμὴν ἐφοβήθηκε τὸ μαρτύριο.Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν τὸ 62 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).





Ὁ Ὅσιος Ζήνων

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος δράσεως τοῦ Ὁσίου Ζήνωνος. Ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἀσκήτεψε πλησίον ἐναρέτου καὶ σοφοῦ γέροντος, ποὺ ὀνομαζόταν Σιλουανός. Διακρινόμενος γιὰ τὴν ὑπερβολική του ὑπακοή, τὴ μεγάλη εὐσέβεια καὶ τὴν ἀκτημοσύνη του, ἔτυχε παρὰ τοῦ Θεοῦ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας, πολλοὺς πάσχοντες θεραπεύσας. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ ὁσιότητα καὶ εὐσέβεια, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μετὰ ἀπὸ αὐστηρότατη ἄσκηση ποὺ διήρκησε 62 καὶ πλέον ἔτη.





Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ ὁ ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ, κατὰ κόσμον Βασίλειος Στεπάνοβιτς Σβοεζεμσέβ, ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴν περιοχὴ τοῦ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Εὔπορος καὶ διακεκριμένος ἄνθρωπος, ἀγάπησε τὴν περιοχὴ καὶ ἐφρόντισε γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς γεωργίας καὶ τῆς ἁλιείας, γιὰ νὰ ζοῦν οἱ συμπατριῶτές του καλύτερα. Ἐπέδειξε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ στοργὴ πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ καθημερινὰ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ διατηρήσει τὴ ζέση τῆς ἀγάπης του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες.
Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἡ ταπείνωσή του ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν ἱερὰ κοινοβιακὴ μονὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, τοῦ Μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ ἄσκηση στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ προσευχή, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του πρὸς τὸν Κύριο, τὸ 1467.Ἡ κανονικὴ διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε, τὸ 1631, ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Νόβγκοροντ Κυπριανό.




Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ ἐν τῇ μονῇ Χιλανδαρίου ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Χιλανδαρινὸς ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπάνσκο τῆς Βουλγαρίας, τὴν περιοχὴ τοῦ Σαμοκόβου, περὶ τοῦ 1722. Νέος ἦλθε στὴ μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐμόνασε πλησίον τοῦ μεγαλυτέρου ἀδελφοῦ του ἡγουμένου Λαυρεντίου.
Συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν ἀφύπνιση τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος τῶν Βουλγάρων καὶ στὴ διαμόρφωση τῆς ἐθνικῆς τους συνειδήσεως. Ἐταξίδευσε στὴ Μόσχα γιὰ νὰ αὐξήσει τὶς γνώσεις του καὶ νὰ ἀναζητήσει σχετικὴ βιβλιογραφία, καὶ κυρίως ἔργα περὶ τῆς ἱστορίας τῶν σλαβικῶν λαῶν, πρωτότυπων ἢ μεταφρασμένων στὴ ρωσική, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔλαβε ἀφορμὲς καὶ στοιχεῖα γιὰ μιὰ δική του σύνθεση, ποὺ κατέγραψε σὲ ἕνα ἔργο μὲ μικρὴ ἱστορικὴ ἀξία.
Δυστυχῶς δὲν γνωρίζουμε τὴν ἡμερομηνία τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἑορτάζεται τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ συνώνυμό του Ὅσιο Παΐσιο τὸν Μέγα.Ἡ κανονικὴ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητός του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας.1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου