Διηγείται ο π. Βασίλειος των Ιωασαφαίων.
Και οι λαϊκοί που μένουνε εδώ στο Άγιον Όρος παίρνουνε μια χάρη, παρ’ ότι πολλές φορές βλέπουμε ότι δεν έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως μας σκανδαλίζουν. Μερικοί λένε: «Τι τους θέλουμε αυτούς τους κοσμικούς εδώ πέρα και δεν τους βγάζει έξω η Ιερά Κοινότης;»
Σε παλαιότερη εποχή, απ’ ότι μας λέει ο παπα-Ακάκιος των Παχωμαίων που είναι μεγαλύτερος, αποφάσισε η Ιερά Κοινότης να τους μαζέψει όλους αυτούς –εμείς τους λέγαμε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»– και να τους βγάλει έξω, να τους κάνει εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι
περισσότεροι από αυτούς μεθούσανε, πέφτανε στους δρόμους, ζούσαν άσωτη ζωή. Τότε υπήρχαν τα καράβια τα μεγάλα, όπως το «Γεώργιος Φ», που ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήμερο περνούσε από την Δάφνη. Αυτή ήταν η συγκοινωνία του Αγίου Όρους.
Όταν τους μαζέψανε εκεί στην Δάφνη, είπαν: «Μια που είναι τώρα μαζεμένοι όλοι –ίσως να ήταν καμιά πενηνταριά άτομα– να τους βγάλουμε μία φωτογραφία, έτσι για ανάμνηση, για την ιστορία, να τους έχουμε». Όταν βγάλαν την φωτογραφία και εμφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ’ όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία μας να τους σκεπάζει. Παρουσιάστηκε η Παναγία στην πλάκα, οπότε αποφάσισαν οι πατέρες να μη τους διώξουν: «Αφού η Παναγία μας τους σκεπάζει, ποιοι είμαστε εμείς που θα τους διώξουμε;»
Ο γερο-Κώστας
Γνωρίσαμε έναν απ’ αυτούς, που τον λέγαν γερο-Κώστα, ο οποίος έμενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε ακόμα εκεί οι πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσσοι. Είχανε εξώσπιτα απ’ έξω και ζούσανε κάποιοι απ’ αυτούς τους «ζεύγαλους». Σ’ ένα καλυβάκι εκεί ζούσε και ο γερο-Κώστας. Έναν βαρύ χειμώνα είχε πέσει πολύ χιόνι και ο γερο-Κώστας αρρώστησε από γρίππη. Είχε πέσει 60-70 πόντους χιόνι και δεν μπορούσε κανείς να πάει να τον δει.
Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να τον δούνε, και του λένε: «Γερο-Κώστα πώς τα πέρασες με το χιόνι; Ποιος σου έφερνε ψωμί εδώ πέρα; Είχες τρόφιμα να περάσεις;». «Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχημα και θα πέθαινα από γρίππη, αλλά μία μαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόμπα μου και μ’ έκανε και τσάι. Μου ‘δινε και παξιμάδι και έτσι πέρασα αυτή την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήμουν πεθαμένος». Τον υπηρετούσε η Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό…
Ο γερο-Αντώνης Τσούκας
Επίσης ένας άλλος, ο γερο-Αντώνης, που ήταν στις ημέρες μας –Τσούκας λεγόταν το επώνυμό του– ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μεταξύ Ξηροποτάμου και Ρωσικού. Ήταν πολύ απλός. Από τεσσάρων χρονών τον είχε φέρει ο πατέρας του εδώ και δούλευε μαζί του στα δάση. Κόβανε ξύλα. Όποτε ερχόταν εδώ σε διάφορα πανηγύρια, τον θαύμαζα. Φορούσε κάτι ρούχα, που δεν γνώριζες από ποιο ύφασμα ήταν το ρούχο από τα μπαλώματα. Μπάλωμα πάνω στο μπάλωμα· και δεν τον πείραζε. Ήταν τόσο απλός, απέριττος. Ζούσε πολύ ασκητικά, απ’ ό,τι μας λέγαν και οι πατέρες της Ξηροποτάμου.
Μια μέρα ανεβαίνει από το Ξηροποτάμου εδώ στις Καρυές να μάθει πότε είναι η Πασχαλιά, για να κοινωνήσει, γιατί νήστευε πολύ καιρό. Βρίσκει τον παπα-Δημήτρη τον Τριγωνά. Μιλούσε έτσι χοντρά, και τον ρωτά: «Βρε παπά, δεν μου λες, πότε είναι φέτο η Πασχαλιά;». «Ε», του λέει, «γερο-Αντώνη, τώρα η Πασχαλιά; Η Πασχαλιά πέρασε, έχει τρεις μήνες τώρα. Μεθαύριο έχουμε Δεκαπενταύγουστο». «Α, καλά, δεν ξέρ’ς εσύ απ’ αυτά. Θα ρωτήσω κάναν άλλον πάτερ».
Βρίσκει παρακάτω έναν άλλον: «Δε μου λες, πάτερ, πότε είναι φέτο η Πασχαλιά;», «Ε, γερο- Αντώνη, τώρα η Πασχαλιά; Η Πασχαλιά πέρασε. Τώρα κοντεύει Δεκαπενταύγουστος». «Σοβαρά; Αμ’ εγώ δεν ξερ’ απ’ αυτά. Βλέπ’ς τα χαρτιά τα ‘χουν τα μοναστήρια και αυτοί ξέρουν πότε είναι η Πασχαλιά. Δεν έχω τα χαρτιά. Εγώ ακόμα δεν αρτύθ’κα. Εγώ νηστεύω. Θέλω να πάρω τη μεταλαβιά. Γι’ αυτό κατέβ’κα, να μάθω πότε είναι η Πασχαλιά». Λοιπόν, νήστευε τόσους μήνες, για να φτάσει το Πάσχα. Δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι πέρασε το Πάσχα. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Όταν κοιμήθηκε –τον βρήκαν κάποιοι προσκυνητές πεθαμένο μέσα στο κελλί του–, φωνάξαμε τον κυρ-Παναγιώτη τον γιατρό απ’ εδώ πέρα. Μας έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης, που ήτανε σοβαρός άνθρωπος: «Πήγα. Διεπίστωσα ότι είχε κοιμηθεί πριν 20-30 ημέρες –έναν μήνα περίπου– και ότι δεν είχε καμία δυσοσμία, καμία αλλοίωση το σώμα του. Απεναντίας ευωδίαζε όλος ο χώρος. Αυτό μ’ έκανε φοβερή εντύπωση». Αυτά έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης ο Χατζηεμμανουήλ από την Μυτιλήνη. Πρέπει να ζει ακόμη. Στην Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι. Εδώ τον είχαμε δίπλα. Μας το έλεγε και μας συγκλόνισε αυτό το πράγμα.
Αυτοί ήταν άγιοι, παρ’ ότι ήταν λαϊκοί.
Από το περιοδικό «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 32 (2007), άρθρο: «ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ. Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού Γρηγοριατικού Κελλίου των Ιωασαφαίων Καρυών», σελ. 104 (αποσπάσματα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου