Επιστολή 1η
Όσον περνά η ηλικία μου, τόσον και αισθάνομαι των επιγείων το άστατον, το μάταιον. Αχ, τι μάτην ταραττόμεθα; Βραχύς ο βίος μας, κόνις, τέφρα, όνειρον και εις ολίγον καιρόν αχρειούμεθα. Σήμερον έχεις υγείαν και αύριον την χάνεις.
Σήμερον γελά το πρόσωπον και εις ολίγον σκυθρωπάζεις. Τα μάτια από την πολλήν χαράν και αγάπην κλαίουν και εντός ολίγου κλαίουν από τον πόνον και την θλίψιν. Σήμερον ευσταθεί το οικονομικόν, αύριο δυστυχία. Σήμερον ειδήσεις ευχάριστοι και εντός ολίγου δυσάρεστοι τας αντικαθιστούν.
Μάτην ταραττόμεθα, ο βίος σκιά και ενύπνιον. Που είναι οι γονείς μας, τα αδέλφια μας, οι παππούδες μας; Όλους ο τάφος τους εδέχθη, όλους η φθορά και οι σκώληκες τους αχρείωσαν. Ο τάφος και η φθορά αναμένει και ημάς! Ο Χριστός, μας έδωσε την εξουσίαν τέκνα Θεού να γίνωμεν, αρματώσας ημάς με τόσα θεϊκά όπλα, δια να πολεμήσωμεν τον άσπονδον εχθρόν μας, και ημείς, εγώ πρώτος, αμελήσαντες την οπλοφορίαν εγίναμεν αιχμάλωτοι εις τον εχθρόν μας και πλησιάζοντες τον θάνατον τρέμομεν και αγωνιούμεν και προσπαθούμεν με κάθε μέσον να παρατείνωμεν την ζωήν, διότι δειλιάζει η ψυχή να βγη.
Διατί δειλιάζει; Διότι δεν θαρρεί ως τέκνον του Θεού; Μα μήπως πηγαίνει εις βασιλέα ξένον; Μα ο βασιλεύς είναι ο πλάστης της, ο σωτήρας της, που έχυσε το Αίμα Του, δια να την εξαγοράση από τον εχθρόν της. Διατί δειλιάζει και δεν θαρρεί;
Φυσικώς είναι ψυχρόν ο θάνατος, «περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ. 26,38), έλεγεν ο Ιησούς μας, ναι, φυσικώς. Δυστυχώς όμως το πλείστον της δειλίας είναι του συνειδότος. Δεν πληροφορεί η συνείδησις την ψυχήν ότι επολιτεύθη καθώς ήρμοζεν, δεν ετακτοποίησεν, δεν έπλυνεν το ένδυμα του γάμου και εντρέπεται να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, στοχαζομένη τι άρα έσται. Ναι ή ου; Θα σωθώ ή όχι; Αν όμως η ψυχή φεύγη ανεξομολόγητη χωρίς τελείως να μετανοήση, ουαί τότε. Αύτη είναι η ημέρα η πονηρά, που αινίττεται ο προφήτης Δαυϊδ, και ας ευχώμεθα να μας λυτρώση ο άγιος Θεός, δίνοντάς μας μετάνοιαν ολόκληρον, έργα άξια μετανοίας, έργα ελέους και αγάπης, πνεύμα μετανοίας μετά αληθούς ταπεινώσεως, όπως τον δίκαιον κριτήν ίλεων ημίν απεργασώμεθα, ίνα, όταν έλθη η ώρα του θανάτου η φοβερά, θαρρήση η ψυχή εις το έλεος του Θεού και είπη: «Ελπίζω εις τον Θεόν, ότι θα κάνη έλεος μετά της ταπεινώσεώς μου». Αμήν . Γένοιτο.
Επιστολή 2α
Τα χρόνια κυλούν, ανακυκλώνονται οι ενιαυτοί και ημέρα τη ημέρα όλον και φθάνομεν εις το τέρμα έκαστος του βίου του. Ο πολύτιμος χρόνος κυλά και φεύγει προ των οφθαλμών μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζωμεν, τι μας φεύγει απαρατήρητον, διότι εάν ήξευρε το παιδάκι την αξίαν του χρυσού, δεν θα επροτίμα αντί τούτου μίαν πτωχήν καραμέλλαν! Ουχί τούτο αληθεύει εν τοις ανθρώποις και πρώτον εις εμέ;
Όταν έλθη ο Κύριός μας εις τον καθωρισμένον χρόνον, δια να κρίνη τον κόσμον, όταν οι ουρανοί θα τυλίγωνται ως ρολός χάρτου και η γη, η οποία κατεμολύνθη υπό των κατοικούντων εν αυτή θα ανακαινίζεται, όταν ο ήλιος, η σελήνη, οι αστέρες, θα πίπτουν όπως τα φθινοπωρινά φύλλα, όταν εν τη φωνή της παγκοσμίου σάλπιγγος θα ανασυγκροτούνται τα διεσκορπισμένα ξηρά οστέα και θα αναβαίνουν σάρκες και ζωή εν αυτοίς, όταν τα αγγελικά τάγματα θα καταλαμβάνουν εις το αχανές του ουρανού τάξιν τιμητικήν δια τον ερχόμενον φοβερόν Κριτήν, όταν θα ξεχωρίζουν από το άπειρον πλήθος των αναστημένων ανθρώπων μικραί νεφέλαι αίρουσαι εν εαυταίς τας αγίας και σωζομένας προσωπικότητας εις υπάντησιν του Κυρίου εις αέρα, τότε βλέποντες όλα ταύτα οι κάτω εναπομείναντες άνθρωποι, ουχί θα κλαύσουν πικρότατα και θα κτυπούν τον εαυτόν των απελπιστικά αναλογιζόμενοι ότι εσπατάλησαν τον πολυτιμότατον τούτον καιρόν εις τρυφάς, εις μέθας, εις απόκτησιν πλούτου, εις αθεμίτους πράξεις, εις φιλαργυρίας και εις παν αμαρτημα, το οποίον τώρα τους καταδικάζει εις την πλέον ελεεινήν και αξιοθρήνητον ταύτην κατάστασιν; Ουχί περιπαθώς θα ζητήσουν να είχον χρόνον μικρόν, να τρέξουν εις τους πτωχούς, εις τους αρρώστους και εις κάθε δυστυχή, ώστε και αυτοί να ακούσουν την γλυκείαν φωνήν του Κυρίου την λέγουσαν: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου… κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν… επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν…γυμνός και περιεβάλετέ με κ.λ.π.» (Ματθ. 25, 34).
Αλλά κάποτε τα ήκουσαν εις την ζωήν των, εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια. Δια τούτο και το κατακόρυφον της απογνώσεως θα τους καταλάβη. Θα ζητήσουν, θα επιθυμήσουν σφόδρα τον θάνατον ως εξιλαστήριον των απείρων αυτών δεινών. Δυστυχώς ουχ ευρήσουσι, διότι τα πάντα μετεστοιχειώθησαν εις την αθανασίαν! (Πάντα ταύτα δι’ εμέ…).
3η Επιστολή
Με κλαυθμόν έρχεται εις το φως του κόσμου ο άνθρωπος, με κλαυθμόν και θλίψεις διέρχεται και με δάκρυα και με πόνους φεύγει από τον κόσμον. Ω, ματαιότης ματαιοτήτων, το όνειρον παρέρχεται και ξυπνά ο άνθρωπος εις την πραγματικότητα της όντως αληθινής ζωής. Ουδείς αντιλαμβάνεται πως ρέει η ματαία ζωή. Περνούν τα χρόνια, κυλούν οι μήνες, διέρχονται αι ώραι, ανεπαίσθητοι αι στιγμαί και χωρίς καμμίαν προειδοποίησιν έρχεται το τηλεγράφημα: «Τάξον τα περί του οίκου σου, αποθνήσκεις γαρ και ου μη ζήσης».
Τότε ξεσκεπάζεται η πλάνη και αντιλαμβάνεται τον σπουδαιότατον ρόλον, που έπαιξε ο κόσμος επί του εαυτού του. Μεταμελείται, αδημονεί, ζητεί τον χρόνον που έφυγε, δίδει όλα τα πλούτη του δια να εξαγοράση μίαν ημέραν, δια να μετανοήση και να κοινωνήση. Δυστυχώς δεν του δίδεται ουδεμία χάρις. Η χάρις ήτο εις την διάθεσίν του προηγουμένως επί χρόνους. Αυτός όμως την διεσκέδαζεν εις τα εμπόρια, εις τας ταβέρνας, εις κινηματογράφους και εις κάθε επιθυμίαν αισχράν.
Ποίος σοφός πραγματευτής, αντιληφθείς την πλάνην της προσκαίρου ζωής, εσοφίσθη, ώστε να στείλη το εμπόρευμά του, προτού λήξη η πανήγυρις του βίου, εις τον ουρανόν, δια να το εύρη εκεί εις τας τραπέζας της ουρανουπόλεως του Θεού με τόκους και επιτόκια! Μακάριος ο σοφός εκείνος, διότι θα ζήση εις τους αιώνας την ανώδυνον και μακαρίαν ζωήν, ενώ οι άσοφοι, οι μέθυσοι, οι πλεονέκται, οι φιλοχρήματοι, οι πόρνοι, οι φονείς και ο λοιπός κλήρος των συναμαρτωλών μου, ων πρώτος εγώ, θα βληθούν εις την κάμινον του πυρός του ασβέστου!
Τώρα που φωτίζει ο ήλιος και η ημέρα ρίχνει το γλυκύ φως της, ας βαδίσωμεν σύντομα τον δρόμον της διορθώσεώς μας, πριν μας καταλάβη η νυξ του μέλλοντος, οπότε πλέον δεν ημπορούμεν να
βαδίσωμεν. «Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας», φωνάζει ο Απόστολος Παύλος με τους αθανάτους λόγους του (Β΄ Κορ. 6,2).
4η Επιστολή
Ω, πόσον πρέπει η μνήμη του θανάτου να θάλλη εις την ψυχήν του Χριστιανού! Εφ’ όσον πιστεύει εις την όντως αλήθειαν, η διαφυγή τούτου είναι αδύνατος. Όταν αι καρδιακαί κρίσεις του Γέροντος παρήρχοντο, έκλαιε και έλεγε φράσιν τινά της νεκρωσίμου ακολουθίας: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος». Όντως αλήθεια! Πόσον ωραία εκφράζει την ειρήνην της ητοιμασμένης ψυχής ο ψαλμωδός: «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην» (Ψαλμ. 118,60).
Κάθε ψυχή περιμένει από στιγμήν εις στιγμήν το τηλεγράφημα από τους ουρανούς, δια να διαλύση πάσαν σχέσιν με τα γήϊνα, να σφραγισθή ο καιρός της πανηγύρεως, να αποδοθή ακριβής λογαριασμός του πνευματικού εμπορίου και να τακτοποιηθή η αιωνιότης ή εις ύψος ή εις βάθος.
Ω, όταν αναλογίζωμαι την παρούσαν θεωρίαν, τι να είπω! Ο πανοικτίρμων Θεός να γίνη ίλεως εις την ελεεινήν μου ψυχήν, ανετοιμασία, αδιαφορία και τίποτα άλλο. Σταματά ο νους μου προ της σωτηρίου ταύτης μελέτης. «Αιωνιότης» ω, τι μέγα μυστήριον! Αχ, μας πλανά ο κόσμος, η σάρκα και ο διάβολος και μας ρίπτουν εις την λήθην και έξαφνα, «ιδού ο Νυμφίος έρχεται», ακούγεται φωνή! Εις τας εσχάτας αναπνοάς, τότε τι ετοιμασία να γίνη, όταν πλέον εκαυτηριάσθη η συνείδησις και δεν αισθάνεται να φωνάζη πλέον; Τότε ακούγεται η φωνή της αληθείας: «Όταν έδυ ο ήλιος, εμνήσθης του Θεού, όταν επέφωσκε η ημέρα που ήσθα;».
«Γρηγορείτε, γίνεσθε έτοιμοι», φωνάζει ο Ιησούς μας! Μακάριοι οι έχοντες αίσθησιν ακοής, οι οποίοι ακούουν και ετοιμάζονται, διότι θα αξιωθούν της αιωνίου επιτυχίας. Μακάριοι εκείνοι οι δούλοι, τους οποίους θα εύρη ετοίμους, όταν έλθη ο Κύριος, ούτοι θα αγάλλωνται αιώνια.
Ας υπομένωμεν τα θλιβερά του βίου, δια να επιτύχωμεν τα αιώνια και χαροποιά. «Μάτην ταράσσεται πας γηγενής, ότε τον κόσμον κερδίσωμεν, τότε τω τάφω οικήσωμεν». Όσον εστί το φως, ας βαδίζωμεν δια τον μέγαν προορισμόν μας, διότι έρχεται ώρα, που θα γίνη σκότος και δεν θα δυνάμεθα πλέον να εργασθώμεν δια την ψυχήν μας.
5η Επιστολή
Ανέβαζε τον νουν σου εις το φοβερόν κριτήριον του Χριστού, ποίαν απολογίαν μέλλομεν να δώσωμεν εν ημέρα κρίσεως, κατά την οποίαν θα κριθούν τα έργα μας! Τι φοβερά η ώρα, κατά την οποίαν η ψυχή περιμένει πλήρης φόβου να ακούση την απόφασιν, που θα απέλθη δια μίαν αιωνίαν κατοίκησιν!
Η λέξις αιωνιότης είναι τρομερά! Δια να καταλάβης ολίγον τι θα ειπή αιωνιότης, θα σου φέρω ένα παράδειγμα: Φαντάσου πως όλη η γη είναι ένας βράχος από γρανίτην, σκληράν πέτραν, και σε κάθε χίλια χρόνια να έρχεται ένα πουλί, να τροχίζη το ράμφος του, επάνω εις αυτόν τον βράχον, και όταν από το τρόχισμα του ράμφους τελειώση ο βράχος αυτός, τότε θα εννοήσωμεν, ότι κάποιαν αμυδράν έννοιαν έχομεν, τι θα ειπή αιωνιότης, όχι ότι εννοήσαμεν την αιωνιότητα, την αθανασίαν, την ζωήν χωρίς τέλος! Λοιπόν αύτη η ζωή μας εις την γην παίζει ως εις κύβον την αιωνιότητά μας, ή παράδεισον ή κόλασιν! Άρα πόσην προσοχήν πρέπει να έχωμεν!
6η Επιστολή
Έκανες τόσα χρόνια υπομονήν, επέρασαν ως όνειρον. Μα και χίλια χρόνια αν ζήσωμεν, πάλιν ωσάν όνειρον θα διέλθουν. Ω, τι ματαιότης που είναι το κάθε τι, που ανήκει εις αυτόν εδώ τον μάταιον κόσμον! Την κάθε ζωήν την διαδέχεται θάνατος. Θάνατος λέγεται η μεταφορά των ανθρώπων απ’ αυτού του κόσμου εις τον άλλον, τον αθάνατον και αιώνιον! Δεν είναι σπουδαίον, εάν κανείς χάση την εδώ ζωήν, ούτως ή άλλως θα αποθάνωμεν μίαν ημέραν, σημασία έχει να μη χάσωμεν την αθάνατον ζωήν, την χωρίς τέλος. Ατελεύτητος ζωή μέσα εις την κόλασιν, ω, τι φοβερόν πράγμα! Θεέ μου, σώσε μας όλους.
7η Επιστολή
Όταν ξημερώνη ο Θεός την ημέραν, να σκεπτώμεθα ότι είναι η τελευταία μας ημέρα και ότι βασιλεύοντος του ηλίου φεύγομεν δια το κριτήριον του Θεού! Πως πρέπει να περάσωμεν την τελευταίαν ημέραν μας; Με σιωπήν, με ευχήν, με υπακοήν, με δάκρυα και με μετάνοιαν, παρακαλούντες ίλεων γενέσθαι τον Θεόν!
Επίσης και την νύκτα, ότι θα είναι η τελευταία μας, το κρεββάτι μας τάφος! Αχ, πως θα διέλθω τα τελώνια, να σκέπτεται ο καθένας, άραγε θα τα περάσω; Ποίος ηξεύρει από ποίον θα εμποδισθώ! Πως θα αντικρύσω το φοβερόν πρόσωπον του δικαίου Κριτού; Πως θα ακούσω την τρομεράν και ελέγχουσαν φωνήν Του; Τι τρομάρα θα με κατέχη, μέχρις ότου ακούσω την αιώνιον απόφασιν της κατατάξεώς μου! Και εάν κολασθώ! Και δικαίως, ουαί εις την ταλαίπωρον ψυχήν μου, πως θα κάμνω υπομονήν κολαζόμενος μαζί με τους δαίμονας, μέσα εις το σκότος, εις «την βρώμα»; Ούτε φως, ούτε παρηγορία καθόλου, αλλά μόνον θεωρία δαιμόνων και τίποτε άλλο!
Αυτά λοιπόν και τόσα άλλα πρέπει να σκεπτώμεθα κάθε ημέραν και νύκτα, ωσάν να είναι η τελευταία! Διότι δεν ηξεύρουμε, πότε θα έλθη το τηλεγράφημα από το κέντρον του Θεού, από την πρωτεύουσαν, την άνω Ιερουσαλήμ.
8η Επιστολή
Πρόσεχε, παιδί μου, ας μη περνά ο καιρός άκαρπος χωρίς καλυτέρευσιν της ψυχής σου, διότι ο θάνατος έρχεται ως κλέπτης, αλλοίμονον, και θα μας εύρη εις μίαν τοιαύτην κατάστασιν ραθυμίας και αδρανείας. Τότε θα είμεθα να μας κλαίουν τα όρη και τα βουνά, τότε θα ευρεθώμεν κενοί καλών έργων, ώστε να μας ποιμάνη ο Άδης αιώνια!
Διατί, παιδί μου, να πάθωμεν τέτοιο αξιοθρήνητον ναυάγιον; Ενώ δυνάμεθα, Θεού βοηθεία, να το διαφύγωμεν και να διασωθώμεν εις τον σωτήριον λιμένα της βασιλείας του Θεού! Γνωρίζω ότι έχομεν να παλέψωμεν με φοβερούς εχθρούς και ο κόπος είναι μεγάλος, πλην κοντά εις τον Θεόν, δηλαδή εις την δύναμιν του Θεού, όλα υποχωρούν, όταν αύτη εύρη και την προαίρεσιν και την βίαν του ανθρώπου συνεργούσαν.
9η Επιστολή
Καθήμενος εις το κελλίον σου, έχε τον νουν σου αδολεσχούντα εις το περί μνήμης θανάτου θέμα. Μην αφήνης τον νουν σου να περιέρχεται εδώ και εκεί, αλλά σύναζέ τον και μελέτα, και ιδέ την νεκρότητα του σώματος, ιδέ ότι αρχίζει το σώμα να ψυχραίνεται, να αλλοιώνεται και η ψυχή να εξέρχεται εκ του σώματος. Εξερχομένης της ψυχής μελέτησον την άνοδόν της, οίον αγώνα έχει τότε η ψυχή χωριζομένη του σώματος, πόσον δακρύει τότε, πόσον στενάζει, πόσον μεταμελείται! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει, προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Αναβαίνουσα η ψυχή και συναντώσα τα στίφη των πονηρών δαιμόνων τρέμει εμπρός εις την αποκάλυψιν υπό των δαιμόνων, πεπραγμένων αμαρτημάτων εντελώς λησμονηθέντων και απορουμένη τι μέλλει γενέσθαι.
Από το ένα τελώνιον αναβαίνει εις το άλλο και εις το κάθε ένα τελώνιον δίδει μόνον απολογίαν, έως ότου τα περάσει όλα, και όταν τα περάση όλα και δεν ευρεθή εις κανένα από τα τελώνια υπεύθυνος, τότε αναβαίνει κατά τους πατέρες εις προσκύνησιν του Χριστού! Εάν όμως ευρεθή υπεύθυνος και ένοχος εις κανένα πάθος, τότε από εκεί ρίπτεται εις τον Άδην! Υπήρξε ψυχή, που επέρασεν όλα εκτός ενός, του τελευταίου τελωνίου, που είναι της ασπλαγχνίας. Βαβαί, βαβαί, είπεν εις άγιος, ευρισκόμενος εις την θεωρίαν της ψυχής αυτής! Όλα τα επέρασε και εις το τελευταίον εσάλευσε και μετά πατάγου οι δαίμονες την έρριψαν εις τον Άδην!
Άλλην ψυχήν σωζομένην την ανέβαζαν οι άγγελοι του Θεού, και κατέβαιναν άλλοι άγγελοι από τον ουρανόν, που είχαν πάει προηγουμένως άλλην ψυχήν, και ησπάζοντο την ψυχήν αυτήν και ησθάνετο η ψυχή άρρητον ευωδίαν από τον ασπασμόν των αγγέλων, οι οποίοι είχον προσεγγίσει τον θρόνον του Θεού, και έλεγον οι άγγελοι: «Δόξα τω εν υψίστοις Θεώ, που εβοήθησε αυτήν την ψυχήν να σωθή».
Αύτη η θεωρία του θανάτου, αύτη η αδολεσχία δεν πρέπει να μας λείψη, καθώς και αι άλλαι θεωρίαι. Όλαι αι θεωρίαι αυταί δημιουργούν την νήψιν της ψυχής και διϋλίζουν τον νουν, τον καθαρίζουν, ώστε να αισθάνεται καλύτερα την θεωρίαν. Αύτη η θεωρία είναι φραγμός εις τους κακούς λογισμούς. Όταν υπάρχη αυτή η θεωρία η πνευματική μέσα μας, αποκλείομεν τους κακούς λογισμούς, δεν έχουν αυτοί μέσα μας θέσιν, διότι την θέσιν του νοός την κατέλαβεν η θεωρία.
Όταν δεν έχωμεν την θεωρίαν του Θεού, τότε πραγματικά μας κυριεύουν αι θεωρίαι των παθών.
Όταν βέβαια περάση η ψυχή τα εναέρια τελώνια, τότε πρέπει να σκέπτεται ότι τώρα μένει η προσκύνησις του Θεού, πως άράγε θα πάω; Πως θα Τον ιδώ; Τι άραγε θα μου ειπή; Μήπως θα ανοίξη καινούργιον βιβλίον; Μήπως οι δαίμονες δεν τα είχαν γραμμένα ή δεν ηξεύρουν τα όσα έχω, ως ελλιπείς και τώρα ενώπιον του Χριστού έχω να συμπληρώσω την απολογίαν! Ποία άράγε η απόφασις του Χριστού δια την σωτηρίαν μου; Άράγε θα είναι υπέρ της αιωνίου ζωής ή θα είναι εις καταδίκην αιώνιον; Οποίαι στιγμαί φόβου και τρόμου, εάν αυτήν την στιγμήν που είμεθα εδώ, είμεθα ενώπιον του Χριστού, εάν ημπορούμεν δια της θεωρίας να προσεγγίσωμεν και όσον το δυνατόν να καταλάβωμεν εις ποίαν στιγμήν θα ευρεθώμεν τότε! Οίμοι, οίμοι λέγουν οι πατέρες, πόσα θα διαδεχθούν; Τι μας περιμένει; Και ημείς φυγομαχούμεν, αδιαφορούμεν, νυστάζομεν, κοιμώμεθα τον βαρούχιον ύπνον! Ο κόσμος είναι μακράν της αληθείας. Εργάζονται, κοιμώνται, περιοδεύουν θαλάσσας, χωρίς να γνωρίζουν τι μέλλει γενέσθαι πέραν του τάφου! Ένα βαθύ σκότος καλύπτει την αλήθειαν, όπως το βαθύ σκότος αποκλείει το φως του ηλίου.
Εάν είναι εις πνευματικήν θεωρίαν ο άνθρωπος και βάλη κατά διάνοιαν ότι είναι εις ένα θέατρον και γλεντούν και χορεύουν, τότε θα καταλάβη την τεραστίαν τρέλλαν και την αμυαλοσύνην των ανθρώπων και των δαιμόνων το κατόρθωμα.
Δύο διαφορετικοί τρόποι σκέψεως. Οι άνθρωποι οι κοσμικοί σκέπτονται τα προ του τάφου και ημείς σκεπτόμεθα τα μετά τον τάφον! Αυτοί οι κοσμικοί σκέπτονται τα παρόντα, αυτά βλέπουν και αυτά πιστεύουν, αλλά το ευαγγέλιον του Χριστού, η αποκάλυψις, έρριξεν άπλετον φως εις τας ψυχάς, που θέλουν να σωθούν. Τους ήνοιξε νέον ορίζοντα της επιγνώσεως του αληθινού Θεού.
«Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν» (Ρωμ.8,18). Δόξα απεριόριστος και ακατανόητος και ασύλληπτος εις εκείνους που θα βαδίσουν εις το φως του Χριστού! Δια τούτο είμεθα αναπολόγητοι ενώπιον του Θεού, δια τας μεγάλας ευεργεσίας Του, το να μας καλέση κλήσιν αγίαν και να μας δείξη τον δρόμον του φωτός και της αληθείας! Μέγα το έλεος του Θεού! Ας μη το καταφρονήσωμεν. Ας το επεξεργασθώμεν, ας σκεπτώμεθα νύκτα και ημέραν το θέμα της ψυχής μας και το πώς να αγωνισθώμεν. Η μελέτη του Θεού και η πρακτική αρετή φέρνουν τους ανθρώπους σύντομα κοντά εις τον Θεόν. Να μην παύωμεν καθόλου την μνήμην του θανάτου. Οι άγιοι πατέρες λέγουν ότι δεν τους εύρισκεν αμέλεια εις το κελλί τους, διότι νύκτα και ημέραν είχον την μνήμην του θανάτου. Η αμέλεια δεν εύρισκε χώραν εις αυτούς. Οι πατέρες εσκέπτοντο: Εάν σήμερα είναι η τελευταία ημέρα, εάν είναι αύριο, τι πρέπει να κάνω; Ούτω η μνήμη αύτη εκράτει τον νουν εις τον φόβον του Θεού, και ο φόβος του Θεού έδιδε φως εις την συνείδησιν, το πώς πρέπει να βιάζεται. Εις την αρχήν βέβαια, δεν του κάνουν αίσθησιν αι σκέψεις αυταί, η ψυχή είναι ας είπωμεν νεκρά, αδρανής, αλλά σιγά-σιγά αρχίζει να κουνιέται μέσα του, αρχίζει να ζωογονήται και συν τω χρόνω αρχίζει να εργάζεται κανονικά.
10η Επιστολή
Φρόντιζε για την ψυχή σου, παιδί μου, μελέτα πατερικά, προσεύχου με την ευχούλα, που θα σου τονώση βασικά τον ψυχικό σου οργανισμό. Το θάνατο μελέτα, κάτι που είναι υπερσίγουρο και βέβαιο πως θα μας έλθη. Ω, ο θάνατος! Το ποτήρι του θανάτου είναι πικρότατο στη ψυχή, που τη χωρίζει από το σώμα με τη δύναμί του. Πόση μεταμέλεια για όσα πράξαμε με απροσεξία και υποχώρησι! Η συνείδησι θα μας τυραννάη σαν πρώτη κόλασι. Γιατί λοιπόν τώρα να μας νικά η ηδονή της αμαρτίας, που θα την πληρώσουμε με οδύνες πολλές, χωρίς θεραπεία!
Ο άνθρωπος, το εκλεκτό και μοναδικό πλάσμα του Θεού, ο διπλούς τη φύσει, γεννιέται πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, τη γη, και σιγά-σιγά κάποια ημέρα πεθαίνει σωματικά, ανίκανος εντελώς να κρατήση τον εαυτό του στη ζωή. Η φαντασία τον φουσκώνει σαν μπαλόνι, που με μια αρρώστια πεθαίνει και χάνεται. Δεν έχει στην εξουσία του τον εαυτό του, κυβερνάται χωρίς να το εννοεί από μια άλλη θέλησι και κυβέρνησι και αυτός φέρεται αθέλητα και ανήμπορα εντελώς να αντιδράση.
Μα τι είσαι, άνθρωπε, και κομπάζεις καυχώμενος, υπέρογκα φανταζόμενος για το άτομό σου; Ιδού,
ένα μικρόβιο αθέατο σε προσβάλλει και συ αμέσως αρρωσταίνεις, αδιαθετείς και πηγαίνεις στον τάφο. Φαντασμένε θνητέ, βλέπεις το θάνατο να έρχεται και ότι θα φύγης σε άγνωστη χώρα και υποτάσσεσαι χωρίς καμμιά αντιλογία. Έχεις τη δύναμι να αρνηθής, να αντισταθής, να ξεφύγης απ’ ό,τι συμβαίνει
αυτή τη φοβερή ώρα; Καθόλου! Ανικανότης τελεία. Τότε τι καυχάσαι, πήλινε άνθρωπε, ανίκανε, ελεεινέ και άχρηστε! Τι έχεις το οποίο δεν σου το’δωσε ο Θεός; Δεν σου το παίρνει όταν θέλη; Ναι. Τότε σκύψε τον αυχένα, ταπεινώσου, και έτσι σώζεσαι.
11. Επιστολή
Ο δίκαιος Λωτ ευρισκόμενος ανά μέσον φαύλων και ασελγών, νυκτός και ημέρας κατετρύχετο. Επιέζετο βλέπων τα αίσχη των και αυτός ουδένα έκρινε, διο και ηξιώθη θείας εμφανείας και εκρίθη άξιος απαλλαγήναι του από Θεού εμπρησμού των ανόμων πόλεων και της απωλείας των ασελγών.
Ουχί πλείον ώδε Σοδόμων και Γομόρρων; Ουχί αναμένεται πυρ και θείον οργής Θεού; Διο άξιον προσοχής το του Λωτ υπόδειγμα, ίνα μη συναπωλεσθώμεν, ουχί πρόσκαιρα, όπως παλαιά, αλλά αιώνια και ατελεύτητα!
Ας γρηγορώμεν, διότι ουκ οίδαμεν ποίαν ώραν ο κλέπτης, ο θάνατος, έρχεται. Ας νήφωμεν, όπως φυλάξωμεν τον πλούτον, τόσον της ορθοδόξου πίστεως, όσον και της χάριτος, ην ηξιώθημεν βαπτιζόμενοι εις την αγίαν κολυμβήθραν.
Τι αναμένομεν βεβαιότερον του θανάτου; Αυτός είναι το πλέον σίγουρον, που θα συναντήση κάθε άνθρωπος. Τον θάνατον οφείλομεν συνεχώς να ζώμεν μέσα μας, όπως δια της σωτηριωδεστάτης μνήμης διαφύγωμεν τον θάνατον της ψυχής, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά τέλειος χωρισμός από Θεού εις την μετά θάνατον ζωήν.
Βιαστήτε, λέγει ο Κύριος εις τον Ευαγγελικόν λόγον Του, διότι δεν γνωρίζετε, πότε θα σας επισκεφθή ο Νυμφίος της ψυχής και αλλοίμονον εις όποιον εύρη ραθυμούντα και αμελούντα την σωτηρίαν του. Εύχεσθε και δι’ εμέ τον λέγοντα και μη πράττοντα, και ουαί τω τρισαθλίω, τι πρόσωπον Θεού θα ίδω!
12η Επιστολή
Για ιδές τον θάνατον, παιδί μου, που θερί, αλλά θα του φέγγουν, για να ανεβή τη στράτα, για να φθάση μέχρι το θρόνο του Θεού.
Εργάζου έστω και με μεγάλο κόπο τα έργα της σωτηρίας. Όλα θα λογισθούν σαν αγώνας και άσκησι και σαν αντίδρασι προς το διάβολο και η αξιομισθία σου θα σου δοθή χωρίς άλλο.
Βίαζε τον εαυτόν σου, μνημόνευε την έξοδόν σου, το θάνατον, τα τελώνια, και τη φοβεράν κρίσιν του Θεού. Σκέψου, παιδί μου, την κόλασι και τους κολαζομένους και σύμμειξε ως ένα μεταξύ αυτών και τον εαυτό σου, και τότε όλες οι θλίψεις θα σου φανούν μηδέν και μια γλυκειά παρηγοριά θα καταλάβη το είναι της ψυχής σου.
ζει τους πάντες. Όλα τα ανθρώπινα σβήνουν και λυώνουν σαν το κεράκι. Μόνον του Θεού τα έργα, δηλαδή όσα έργα γίνουν για του Θεού την αγάπην, εκείνα ποτέ δεν θα σβήσουν.
13η Επιστολή
Να σκέπτεσαι, παιδί μου, το άδηλον του θανάτου, ποία δαιμόνια, ποία τελώνια φοβερά θα διέλθη η ταπεινή ψυχή μας! Τι φοβερόν κριτήριον την περιμένει! Θα τρέμη από φόβον και τρόμον! Μελέτα την οδυνηράν κόλασιν μετά των δαιμόνων, οίμοι, αιωνία υπάρχει χωρίς τέλος και τέρμα!
Δυστυχώς, παιδί μου, ο κακός διάβολος όλας τας σωτηριώδης μνήμας, μας τας παίρνει, δια να μην ωφεληθώμεν και μας φέρει όλας τας κακάς, δια να μας μολύνη την ψυχήν. Εφ’ όσον γνωρίζομεν τας παγίδας του, ας βιάζωμεν τους εαυτούς μας τόσον εις την αγιωτάτην ευχήν, όσον και εις τας πνευματικάς μελέτας, των τόσον ωφελίμων θεωριών, ώστε η ψυχή μας συνεχώς να ωφελήται και να καθαρεύη.
14η Επιστολή
Να μη παρέρχεται εκ του νοός σου και η μνήμη της κολάσεως, διότι έχει πολύν καρπόν μέσα της. Τις μνημονεύει πυρός αιωνίου και μένει αμέτοχος δακρύων;
Δάκρυσον, παιδί μου, όπως καθαρισθή η καρδία σου και το σώμα σου από κάθε εμπάθειαν και ίδης ημέρας αγνότητος και εκπλαγής εις τον πλούτον της καθαρότητος.
15η Επιστολή
Τι φοβερά υπόθεσις το που θα καταλήξη η ψυχή εκάστου! Ω! πόσον μας πλανά η λήθη και η ραθυμία, εμέ πρώτον! Τρομερά υπόθεσις, εάν σκεφθώμεν, το αν θα επιτύχωμεν ή όχι του προορισμού μας. Τρόμος καταλαμβάνει την όλην υπόστασιν του ανθρώπου, όταν καλώς σκεφθή, τι άρα έσται επ’ εσχάτων! Οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη του σώματος ή όταν αι βίβλοι ανεωχθήσωνται και τα κρυπτά των ανθρώπων δημοσιευθήσωνται! Ποία έσται μοι κρίσις τω συλληφθέντι εν αμαρτίαις; Ίλεως, ίλεώς μοι γενού, γλυκύτατε Ιησού μου. Εις τους οικτιρμούς Σου επιρρίπτω την απόγνωσιν της ψυχής μου.
16η Επιστολή
Απεριόριστος η αξία της ζωής μας ταύτης, διότι δι’ αυτής θα κερδίσωμεν ή όχι τον Θεόν. Εάν ως σοφοί έμποροι εκμεταλλευθώμεν τον παρόντα χρόνον εις τα έργα της ψυχής, ασφαλώς εν καιρώ συνδρομής επί το αυτό εν καιρώ κρίσεως θα εύρωμεν χάριν και έλεος.
Αλλοίμονον εις εκείνον, εμέ πρώτον, που θα δαπανήση πολύτιμον χρόνον δέρων τον αέρα, θα έλθη ο καιρός του αιωνίου πένθους χωρίς ελπίδα, χωρίς έλεος! Μέσα εις την απέλπιδα ζωήν του θα θερίζη ό,τι έσπειρε εις τον παρόντα καιρόν.
Ο απατεών διάβολος με τας ποικίλας του τέχνας, χωρίς να το εννοήσωμεν, μας υποκλέπτει και φεύγει
ο πολύτιμος καιρός εν αμελεία και αδρανεία.
17η Επιστολή
Αι ευχαί σου να στηρίζουν τον σεσαθρωμένον οίκον της ελεεινής μου ψυχής. Τίποτε το καλόν δεν υπάρχει εντός μου, δια τούτο κλαίω, μνημονεύοντας τα της εξόδου μου από τον κόσμον τούτον και την εις τα άνω πορείαν, χωρίς να έχω τα απαιτούμενα εφόδια, και αλλοίμονον εις εμέ, εφ’ όσον νυν δύναμαι να τα οικονομήσω, αλλά αμελώ προς αιωνίαν μου μεταμέλειαν!
Μα δεν είναι αλήθεια! Ω, πόσον πολύτιμος ο παρών καιρός, και η κάθε στιγμή είναι πολυτιμοτάτη. Και όμως μας λανθάνει η υγιής αύτη γνώσις και ούτω παρέρχεται ο πολύτιμος καιρός, χωρίς να δυνάμεθα να τον μετακαλέσωμεν.
18η Επιστολή
Ω τότε εγείρεται ο έσω κριτής με φωνήν πεπαρρησιασμένην και ισχυράν, η συνείδησις εκάστου, να τον κατηγορή ή ου. «Εάν το συνειδός δεν μας κατηγορή τότε παρρησίαν έχομεν προς τον Θεόν». Έως ότου είμεθα εν τη οδώ του βίου, πόσον χρέος έχομεν να συνδιαλλαγώμεν με τον αντίδικον, την συνείδησιν, πριν μας οδηγήση εις τον κριτήν, και τότε δεν πρόκειται να διαφύγωμεν μέχρις ότου να αποδώσωμεν λόγον και δια τον άσχατον κοδράντην, τον αργόν λόγον.
Ω, τι μέλλει γενέσθαι επ’ εσχάτων; Πόσος κόπος και φόβος; Μακάριοι όσοι έχουν ανοικτούς τους οφθαλμούς της ψυχής των και ετοιμάζουν τα προς το μέγα ταξίδιον εφόδια και αλλοίμονον όπου μου τα έκλεισαν εμέ τα δύο μεγάλα κακά της ανθρωπότητος, ήτοι η λήθη και η άγνοια!
19η Επιστολή
Αχ, πόσον πρέπει να γρηγορώμεν νήφοντες εν πάσι, διότι ο αντίδικος κυκλεύει ως σκύμνος ωρυόμενος, να καταφάγη το σύμπαν! Ο Θεός, ο Θεός μου! Ανάστα, τι καθεύδεις και υπνείς ψυχή μου; Ώρα τη ώρα περιμένομεν να σαλπίση η σάλπιξ και να παραστώμεν εις την κρίσιν! Αλλοίμονόν μου! Τι φοβερά η στιγμή αυτή, διότι εις αυτήν κρέμαται η αιωνιότης της αιωνίου βιοτής, ή εν τω Θεώ ή εν τη κολάσει.
Ας αναστενάξωμεν μικρόν και ο Θεός ίλεως γίνεται. Οίδεν ότι δεν μας απέμεινε τίποτε το κατά Θεόν υγιές, όλο αδυναμίαι, πάθη και δικαιολογίαι. Πως θα συναντήσωμεν τον Θεόν; Τι άρα θα μας είπη; Τι ακρίβειαν θα ζητήση, την οποίαν ημείς δεν θέλομεν να την εφαρμόσωμεν, διότι δεν συμφέρει εις τας επιθυμίας μας;
20η Επιστολή
Πάντοτε να ενθυμήσαι τον θάνατον, αύτη η μελέτη να σου γίνη κανόνας ζωής. Οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος! Πόσον τότε στενάζει, πόσον δακρύει, αλλά άλλην βοήθειαν δεν έχει πλην των καλών έργων! Δια τούτο αγωνίζου εις τα καλά, εις τα ωφέλιμα τώρα, όπου υπάρχει πνοή
ζωής, διότι έρχεται ώρα, όπου θα παύσουν να λειτουργούν τα μέλη το έργον της σωτηρίας! Κλαίε πικρά, εάν θέλης να εύρης παρηγορίαν εις την στενόχωρον ώραν του θανάτου. Να ενθυμήσαι το φοβερόν κριτήριον. Ω, φοβερά ώρα που περιμένει η δόλια ψυχή, να ακούση την απόφασιν περί της
αιωνίου αποκαταστάσεώς της! Έκλαιεν ο Μέγας Αντώνιος προσεγγίζοντας να αποθάνη και έλεγον οι μαθηταί του λυπημένοι: «Και συ φοβή, πάτερ, τον θάνατον;». «Αχ, τέκνα, αφ’ ότου γέγονα μοναχός, ουκ απέστη η μνήμη του θανάτου απ’ εμού»!
Και οι άγιοι εφοβήθησαν αυτήν την ώραν, πόσον μάλλον ημείς! Εγώ δε ο ελεεινός τι είπω! Πικρώς αναστενάζω τούτο μνημονεύοντας. Τούτο ποίησον και εσύ και πολλήν ωφέλειαν θα εύρης.
21η Επιστολή
Η αλήθεια του Θεού ως σάλπιξ ισχυρά σαλπίζει και φωνάζει: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» ( Εκκλ.1,2 ). «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» ( Μάρκ. 8,36 )
«Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμαρτήσεις εις τον αιώνα», «Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει τον άνθρωπον η δόξα, επελθών γαρ ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισται» κ.λ.π.
Να η αλήθεια, που κατατροπώνει κραταιώς και παταγωδώς το ψεύδος! Εις κάθε λοιπόν παγίδα και λογισμόν του διαβόλου είναι καμουφλαρισμένον το ψεύδος και προσπαθεί να πλανέση τον άνθρωπον. Δια τούτο ας ευχώμεθα να φωτίζη ημάς ο Θεός, με φως αληθείας, ίνα το σκότος απελαθή, και διαυγάση η λαμπρά ημέρα του θριάμβου, της ενδόξου αληθείας, εν πάσι τοις λογισμοίς και λόγοις και έργοις ημών, όπως ως καλοί οικονόμοι της χάριτος αξιωθώμεν επαίνων ενώπιον των αγίων αγγέλων. Πότε; Όταν δεν θα κινδυνεύωμεν υπό της υπερηφανείας. Διότι η εξουσία του πολεμείν μέχρι της τελευταίας αναπνοής εστι, πέραν τούτων, ο αιών των βραβείων, των στεφάνων, της κατακτήσεως του Θεού. Λήξις πλέον φόβου και δακρύων, «και εξαλείψει Κύριος ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών» ( Αποκ. 7,17 ).
Ω, δόξα! Τότε ουδείς δυνήσεται αφαιρέσαι την χαράν από τας καρδίας των σωζομένων. Ω Ιησού μας, δόξα τω κράτει Σου, δόξα τη ανεκφράστω οικονομία Σου, Δέσποτα! Αμήν, αμήν, αμήν γλυκύτατε Δέσποτα, φιλώ τους αχράντους πόδας Σου, τους κοπιάσαντας να τρέχουν να εύρουν εμέ, το απολωλός πρόβατον. Θεράπευσον, Δέσποτα, τας πληγάς μου.
22η Επιστολή
Εύχομαι η χάρις του Παρακλήτου Πνεύματος να σου γαληνεύση την ψυχήν σου. Ήδη, τέκνον εμόν, με μόνην την χάριν του Θεού έχω γαληνεύσει κατά πάντα. Αισθάνομαι ανάλαφρον τον εαυτόν μου. Μετά την δύσιν του ηλίου μένω πλέον μόνος μέσα εις το κελλάκι μου. Προσπαθώ να επισυνάξω τον νουν μου και να τον οδηγήσω εντός μου και εντός του Χριστού. Τείνω να κλαύσω δια τας πολλάς μου αμαρτίας. Σκέπτομαι τι με αναμένει, τον πολλά φορτωμένον, εις το αδέκαστον δικαστήριον, όπου θα κλεισθή το στόμα μου μη έχον τι απολογήσασθαι, διότι γνωρίζω ότι ουδέν καλόν γνήσιον κατειργάσθην, ούτε θα εργασθώ εις όλην μου την ζωήν. Τι γένωμαι, ω τέκνον μοι αγαπητόν εν Χριστώ! Πως υποίσω τας αναμενούσας με κολάσεις! Οίμοι το παρανάλωμα του αιωνίου πυρός! Τρέμω αναλογιζόμενος την αιώνιον καταδίκην και στέρησιν του θείου φωτός! Πως θα βιώσω ο τάλας χωρίς Χριστόν και φως!
23η Επιστολή
Έχε θάρρος, παιδί μου, εις τον Θεόν, μη δειλιάζης. Το έργον είναι κατά Θεόν και Αυτός θα το επιτελέση και ημείς σιγήσωμεν. Προσεύχου να φωτισθώμεν, πώς να κάμνωμεν την έναρξιν. Μνημόνευε το θνητόν της ημετέρας φύσεως, το άδηλον του χωρισμού! Τι ματαία η ζωή, εφ’ όσον ολίγη και άδηλος!
Και την διαδέχεται μία τελείως διαφορετική, χωρίς τέλος! «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον, αν κερδίση όλον τον κόσμον, και ζημιωθή την ψυχήν του;» ( Μάρκ. 8,36 ). Ποίος θα τον υπερασπίση εις το κριτήριον; Οι γονείς, τα αδέλφια; Ματαία ελπίς. Μόνον ο Θεός και η κατά Θεόν ζωή. Τα άνω σκέψου, τα ουράνια αγάπησον και κανένα γήϊνον δεν θα σε απασχολήση.
Ανδρίζου, τέκνον μου…, η μάχη είναι υπέρ της δόξης του Θεού και εις ήτταν του διαβόλου.
24η Επιστολή
Πάντα να διαλογίζεσαι τον θάνατον, ωσάν να είναι η τελευταία σου ημέρα η κάθε ημέρα, που ξημερώνει και να λέγης: «Άντε, ψυχή μου, η τελευταία σου ημέρα είναι σήμερα, ας αγωνισθώμεν έστω και αυτήν να την διαθέσωμεν αγωνιστικώς και εν μετανοία, και ελπίζω να εύρωμεν έλεος, όταν το βραδάκι θα ευρεθώμεν γονατισμένοι εμπρός εις το φοβερόν κριτήριον, εμπρός εις τον φοβερόν Κριτήν και Θεόν μας. Εμπρός, ψυχή μου, σιώπα, προσεύχου, συνδιαλλαγού, αγάπα, κλαίε με πόνον δια τας πολλάς σου αμαρτίας, διότι έφθασε το τέλος και ας εξιλεώσωμεν έστω και εις το βασίλευμα τον πικραμένον μας Θεόν».
Όσον έχομεν χρόνον ας βιασθώμεν, διότι αυτό θα μας μείνη, τα δε άλλα όλα του κόσμου θα τα πάρουν οι τέσσαρες άνεμοι.
25η Επιστολή
Τον θάνατον όταν τον μνημονεύωμεν, γίνεται άριστος οδηγός δια την ανεύρεσιν της αληθείας των πραγμάτων, «Τι θησαυρίζεις, τι υπερηφανεύεσαι, τι καυχάσαι, ω νεότης, ω υγεία, ω επιστήμη! Εγώ όταν έλθω, ( ομιλεί ο θάνατος), θα σας αποδώσω την αξίαν σας! Όταν τεθήτε εις το σκοτεινόν μνήμα, θα γνωρίσετε ποίον το όφελος των γήϊνων καλών»!
Φεύγομεν, παιδιά μου, δια τον υπεραισθητόν κόσμον, δεν μένομεν εις αυτόν εδώ, που γέμει πικρίας, στενοχωρίας, αμαρτίας και βασάνων. Εκεί εις την ακήρατον ζωήν θα αφαιρέση Κύριος ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών των σωζομένων και ουκ έσται πόνος, λύπη και στεναγμός, αλλά μία
ανέσπερος ημέρα, μία ζωή χωρίς τέρμα και θάνατον! Εκείνην, τέκνα μου, ας επιποθήσωμεν ολόψυχα, ολόθερμα, όπως συν Θεώ την αποκτήσωμεν και ρυσθώμεν της δεινής κολάσεως.
26η Επιστολή
Όλα εις τούτον τον μάταιον κόσμον θα παρέλθουν. Πανήγυρις είναι ο κόσμος, η ζωή και ο καθένας εμπορεύεται με το χρήμα της ζωής του την αιώνιον ζωήν.
Πόσον σοφός θα ευρεθή εκείνος, που το χρήμα, την ζωήν, θα το εμπορευθή έξυπνα αγοράζοντας ό,τι θα του χρησιμεύση κατά την ώραν του θανάτου και του δικαστηρίου του Θεού!
Ας αγοράσωμεν πολύτιμα πράγματα, που αρέσουν του μεγάλου Βασιλέως: Εξομολόγησιν, ταπείνωσιν, αγνότητα κατ’ άμφω από σαρκικά αμαρτήματα, αγάπην κατά Θεόν, μακρυά από κατάκρισιν, αργολογίαν, ψεύδος κ.λ.π. Όταν όλων τούτων γίνομεν κάτοχοι, τότε θα ευρεθώμεν πλούσιοι εις τον μακάριον τόπον του Θεού.
27η.Επιστολή
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», παιδί μου, εις αυτόν τον κόσμον. Ταύτα ανεφώνησεν ο σοφός Σολομών, όταν είχε γευθή υπέρ κόρον τας επιθυμίας όλας των αισθήσεων. Ουδεμιάς των απολαύσεων εστέρησε την καρδίαν του και το τέλος φθορά και απώλεια. Αντιθέτως ο εργαζόμενος τον Θεόν και εδώ δεν στερείται των αναγκαίων της ζωής, αλλά και απ’ εντεύθεν αισθάνεται την όντως χαράν και ειρήνην του Θεού.
Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα, το κάλλος αλλοιώνεται, η νεότης παρέρχεται και έρχεται το γήρας. Η υγεία μαραίνεται, η ασθένεια ακολουθεί και τα πάντα ο τάφος τα διαλύει εις το μηδέν. Όταν επισκεφθώμεν τας τελευταίας κατοικίας μας, τους τάφους μας, θα ίδωμεν ιδίοις όμμασι όλην την ανθρώπινην ματαιότητα, καθώς και ο αββάς Σισώης, όταν είδε τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανεφώνησε: «Βαβαί, βαβαί, Θάνατε! Εσένα, Αλέξανδρε, δεν σε εχώρει όλος ο κόσμος και πως σε εχώρεσαν δύο σπιθαμές γης;».
Εκεί εις τον τάφον σφραγίζονται τα όνειρα των ματαίων ηδονών, εκεί ποδοπατείται ό,τι απησχόλησε πολλούς ανθρώπους με έρωτας και θυσίας, εκεί εις τον τάφον θριαμβεύεται ο εμπαιγμός του κόσμου υπό ψυχών που ηννόησαν την απάτην του.
Παιδί μου, πρόσεχε από το θέατρον που λέγεται κόσμος. Διότι άνθρωποι πτωχοί και ιδιώται εις την σκηνήν του θεάτρου ενδύονται στολάς βασιλέων, μεγιστάνων κ.λ.π. και άλλοι φαίνονται από την αλήθειαν και πλανούν την φαντασίαν των θεατών και, όταν τελειώση η σκηνή, εκδύονται τα προσωπεία και φαίνονται οποίοι ήσαν τη αληθεία.
Από το βιβλίο ΠΑΤΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ του Γέροντος Εφραίμ
Ψηφιοποίηση κειμένου Κώστας Αργυρακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου