Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Μέγας
Λίγα χιλιόμετρα πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ δαντελωτὴ ἀκρογιαλιὰ τῆς Κερύνειας καὶ σὲ ὕψος δυὸ χιλιάδες περίπου πόδια ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας ὀρθώνεται ἕνα γιγαντιαῖο ὕψωμα ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ὀροσειρὰ τοῦ Πενταδάκτυλου. Στὴν κορυφὴ τοῦ ὑψώματος αὐτοῦ μὲ τὴν πανοραμικὴ θέα εἶναι κτισμένο ἀπὸ χρόνια ἕνα φρούριο, τὸ γνωστὸ φρούριο τοῦ Ἁγίου Ἰλαρίωνα.
Γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ φρουρίου στοὺς ἀγῶνες τοῦ νησιοῦ γιὰ ἐλευθερία καὶ τὶς παραδόσεις καὶ τοὺς θρύλους ποὺ ἔχουν δημιουργηθεῖ γύρω ἀπ’ αὐτό, πολλὰ εἰπώθηκαν καὶ γράφηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰλαρίωνα ὅμως τὸν μεγάλο ἐρημίτη καὶ ἀσκητή, ποὺ μὲ τὸ ὄνομά του, τὸ ὕψωμα τοῦτο μπῆκε στὴν ἱστορία, πολὺ λίγα ἔχουν γραφεῖ καὶ σὲ πολὺ πιὸ λίγους εἶναι γνωστά.
Τὴν παράλειψη αὐτὴ, ἀπαράδεκτη γιὰ χριστιανοὺς ὀρθοδόξους ποὺ κατοικοῦν μία νῆσο μ’ ἕνα τόσο τιμητικὸ προσωνύμιο — «Νῆσος τῶν Ἁγίων» – ἐπιθυμοῦν νὰ θεραπεύσουν οἱ γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Θεωροῦμε τὴν πράξη τούτη σὰν ἕνα χρέος. Χρέος ὄχι μονάχα σ’ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς χρέος σ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν καὶ θέλουν καὶ ἀναζητοῦν γιὰ τὴν ζωὴ τοὺς πρότυπα. Ναί! Πρότυπα ἠθικὰ ποὺ νὰ τὰ πλησιάσουν καί, κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, νὰ τὰ μιμηθοῦν.
Καὶ ὁ Ἅγιος Ἱλαρίων ποὺ μᾶς ἦρθε ἀπ’ ἔξω καὶ ἔζησε καὶ κοιμήθηκε στὸν τόπο μας, εἶναι ἕνα τέτοιο πρότυπο γιὰ ὅλους. Πρότυπο πίστεως καὶ ὑπακοῆς στὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ πρότυπο ἀγωνιστικότητας καὶ γνήσιας ἀρετῆς. Μιὰ γρήγορη ματιὰ στὶς κύριες πτυχὲς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ ἀποδείξει.
Ὁ ἰσάγγελος αὐτὸς ἅγιος, σύγχρονος τῶν Μεγάλων Βασιλέων καὶ Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ
Ἑλένης, γεννήθηκε στὴν κωμόπολη τῆς Παλαιστίνης τὴν Θαβαθᾶ, ποὺ βρίσκεται πέντε περίπου μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη τῶν Φιλισταίων, τὴν Γάζα. Οἱ γονεῖς του, πλούσιοι εἰδωλολάτρες φρόντισαν ἀπὸ νωρὶς νὰ δώσουν στὸ παιδὶ τους μιὰ ξεχωριστὴ μόρφωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ μικρὸ ἔσπευσαν νὰ τὸν ἀποχωρισθοῦν καὶ νὰ τὸν στείλουν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν τότε ἕνα μεγάλο κέντρο Ἑλληνικῶν σπουδῶν. Σὲ μία ἀπὸ τὶς ὀνομαστὲς Σχολὲς τῆς πόλεως αὐτῆς φρόντισε ὁ μικρὸς Ἱλαρίων νὰ ἐγγραφεῖ καὶ μ’ ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσει τὰ μαθήματά της. Ὁ πόθος του ὅμως νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια ὁδήγησε κάποτε τὰ βήματά του καὶ σὲ χριστιανικὲς συγκεντρώσεις.
Ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, ἡ εὐγένεια καὶ ἡ καλοσύνη τους, τὸ ἐνδιαφέρον τους νὰ ἐξυπηρετήσουν τοὺς ἄλλους μὲ κάθε ἀνιδιοτέλεια καὶ προθυμία τοῦ ἔκαμαν ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ξεχωριστῆ ἐντύπωση. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἁγνὰ ἤθη κι ἔθιμά τους καὶ ἡ ὅλη τους ἀρετὴ τοῦ σκλάβωσαν τὴν ψυχὴ καὶ ἄναψαν μέσα του θερμὸ τὸν ζῆλο νὰ γνωρίσει καλύτερα τὴν πηγὴ τῆς τροφοδοσίας τους. Ἔτσι ὁ φιλομαθὴς νέος ἐπεδίωξε νὰ ἔρθει σ’ ἐπαφὴ μὲ σημαίνοντας χριστιανοὺς καὶ ἀπὸ ὑπεύθυνα πρόσωπα νὰ μάθει τὶς ἐπιταγὲς τῆς νέας πίστεως. Ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ ὅσα ἄκουε καὶ ὁ ζῆλος του νὰ γνωρίσει περισσότερα, προχωροῦσε μέρα μὲ τὴ μέρα γιὰ νὰ καταλήξει κάποτε στὴν ἀποδοχὴ τῆς νέας θρησκείας καὶ νὰ βαπτισθεῖ.
Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία τοῦ ἁγνοῦ νέου τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ φόρεσε τὸν λευκὸ χιτώνα τοῦ βαπτίσματος, ὑπῆρξε ἀφάνταστα μεγάλη. Μιὰ ἀπόδειξη τούτης τῆς χαρᾶς εἶναι καὶ ἡ πλούσια χρηματικὴ προσφορά του γιὰ χάρη τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὁ νεοπροσήλυτος χριστιανὸς ρίχτηκε μὲ πιὸ πολὺ κέφι στὸν ἀγώνα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γίνηκε ὁ ἀγαπημένος του σύντροφος καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἐνάρετων ἀνδρῶν, ποὺ μελετοῦσε στὰ ἱερὰ κείμενα, ἦταν ἐκείνη ποὺ προσπαθοῦσε καὶ ὁ ἴδιος νὰ μιμηθεῖ καὶ ἀκολουθήσει. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τὸν συνεῖχε κυριολεκτικά. Πόθος του ἕνας:
Ν’ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ καθετὶ ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσε δεμένο μὲ τὰ ὑλικά, τὰ γήινα καὶ ἐλεύθερος νὰ τραβήξει τὸν δύσκολο, μὰ εὐλογημένο δρόμο, ποὺ φέρει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό.
Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ σ’ ὅλη τὴν Αἴγυπτο κυριαρχοῦσε ἡ φήμη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Μορφωμένοι καὶ ἀγράμματοι μιλοῦσαν μὲ σεβασμὸ γιὰ τὴ θεοσέβεια τοῦ ξακουστοῦ ἀσκητῆ. Κοντὰ σ’ αὐτὸν ὁ ζηλωτὴς νέος ἐπιθύμησε νὰ μαθητεύσει ἔστω καὶ γιὰ λίγο.
Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἕνα πρωὶ ἄφησε τὴν πολυθόρυβη πόλη καὶ τράβηξε στὴν ἔρημο. Βρῆκε τὸν Ἅγιο ἐρημίτη καὶ ἔμεινε κοντά του ἀρκετὸ καιρό. Στὸ διάστημα αὐτὸ σὰν τὴ μέλισσα ρούφηξε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τῆς ἀσκήσεως ὅτι καλὸ μπόρεσε νὰ δεῖ καὶ ν’ ἀκούσει μὲ ἀποτέλεσμα ἡ καρδιά του νὰ σκλαβωθεῖ ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς ἄλλης, τῆς μακαριᾶς ζωῆς.
Πλησίον στὸν πολύπειρο ἀγωνιστὴ τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς ἔμαθε ὁ ἁγνὸς νέος νὰ ζεῖ σὲ μία θεϊκὴ ἀνάταση. Ἡ ζωντανὴ προσευχή, ἡ προσεκτικὴ μελέτη, ἡ ἀνάλογη περισυλλογὴ καὶ ὁ αὐστηρὸς αὐτοέλεγχος ἦταν ἡ καθημερινὴ ἀπασχόλησή του. Μὲ τὰ μέσα τοῦτα τὰ πνευματικὰ ὁ ζηλωτὴς νέος ἀγωνίστηκε ν’ αὐξήσει τὶς διανοητικές του δυνάμεις καὶ νὰ ἀποκτήσει σιγά – σιγὰ τὰ ἐφόδια ποὺ χρειαζόταν γιὰ τοὺς κατοπινούς του ἀγῶνες. Ἐδῶ συνήθισε ἀκόμη ν’ ἀξιοποιεῖ τὸν χρόνο του καὶ νὰ ἱεραρχεῖ τὶς ἀνάγκες του. Ἔτσι ἔγινε ἕνας θεοκεντρικὸς ἄνθρωπος. Κύριο σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του ἔβαλε ν’ ἀρέσει στὸν Θεό. Καὶ ὅλες του οἱ δυνάμεις, ὅλες του οἱ προσπάθειες, ὅλοι του οἱ ἀγῶνες σὲ τοῦτο καὶ μόνο στράφηκαν: Στὸ πῶς νὰ καλλιεργήσει μέσα του τὸ «κατ’ εἰκόνα», γιὰ νὰ ἐπιτύχει «τὸ καθ’ ὁμοίωσιν». Στὸ πῶς ν’ ἀναπτύξει τὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἐπροίκισε ὁ Πανάγαθος Θεός, γιὰ νὰ ἐπιτύχει νὰ γίνει κάποια μέρα γνήσια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἀρετῆς. Ἕνας Ἅγιος.
Μὲ τούτη τὴν ἀπόφαση καὶ τοῦτο τὸν πόθο καὶ σκοπὸ ὡς θησαυρὸ πολύτιμο στὴν ψυχὴ του ἀποχαιρέτησε κάποιο πρωινὸ τὸν πνευματικό του πατέρα καὶ καθοδηγητὴ τῆς ἐρήμου Ἀντώνιο καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα του. Ποθοῦσε νὰ δεῖ τοὺς γονεῖς του, γιατί ἔμαθε πὼς δὲν ἦσαν καλὰ στὴν ὑγεία. Καὶ ἀκόμη ἤθελε νὰ τακτοποιήσει καὶ μερικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, ποὺ ἦσαν ἐκκρεμῆ.
Σὰν ἔφθασε, πῆγε καὶ κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του. Κάποιος γείτονας ποὺ ἄκουσε τὸ κτύπημα, βγῆκε καὶ τοῦ εἶπε πὼς τόσο ὁ πατέρας ὅσο καὶ ἡ μητέρα του εἶχαν ἐδῶ καὶ ἀρκετὸ καιρὸ φύγει ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο. Λυπημένος ὁ φιλόστοργος νέος καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν γείτονα τράβηξε πρὸς τὸ κοιμητήριο. Πάνω ἀπὸ τὸ χῶμα τοῦ τάφου ποὺ σκέπαζε τ’ ἀγαπημένα πρόσωπα, γονάτισε. Γιὰ ὦρες ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος μὲ ἱερὴ κατάνυξη.
Στὴν πατρίδα του ὁ ἐραστὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς δὲν στάθηκε γιὰ πολύ. Ἀφοῦ μοίρασε τὴν πατρικὴ περιουσία στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀποχαιρέτησε τοὺς γνωστούς, ἀνεχώρησε. Γεμάτος ἀποφασιστικότητα προχώρησε γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ του. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται καὶ ἐγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλατ. στ’ 14) ἀντηχοῦσαν δυνατὰ μέσα του καὶ τοῦ γέμιζαν τὴν ψυχὴ ἀπὸ ἀληθινὴ εὐτυχία. Ὅλος ὁ κόσμος μὲ τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς μὰ καὶ τὰ Πλούτη καὶ τὶς ἡδονὲς καὶ ὅλα τὰ θέλγητρά του σταυρώθηκαν καὶ νεκρώθηκαν γιὰ τὸν εὐγενικὸ νέο. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν τραβήξει ἢ νὰ τὸν συγκινήσει. Μὰ καὶ κανένα ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέγονται ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν δελεάσει καὶ νὰ τοῦ μεταλλάξει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸν Σωτήρα Χριστό. Καύχηση καὶ χαρά του ἦταν μόνο Αὐτός, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μὰ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων ἐκείνων ποὺ θὰ πίστευαν σ’ Αὐτόν. Τὸ ὄνομά Του ἀνέλαβε νὰ κηρύξει. Καὶ τὸ κηρύττει παντοῦ.
«Οὐκ ἐστὶν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία, οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὢ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’ 12). Κανένα ἄλλο πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία. Κανένα ἄλλο ὄνομα δὲν ἔχει δοθεῖ ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Μόνο ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτήρ. Σ’ Αὐτὸν ἂς πιστέψουμε ὅλοι. Αὐτὰ μὲ παρρησία καὶ ζωντάνια κηρύττει παντοῦ ὁ νέος Ἱεραπόστολος. Καὶ τὸ κήρυγμά του συγκινεῖ καὶ ἐνθουσιάζει. Μὰ καὶ πείθει καὶ οἰκοδομεῖ. Ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ κατοικοῦσαν στὶς περιοχὲς ἐκεῖνες τῆς Γάζας καὶ τῆς Νότιας Παλαιστίνης δέχτηκαν τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας χάρη στὸν Ἅγιο καὶ ἔγιναν χριστιανοί. Ἀλλὰ καὶ οἱ αἱρετικοὶ ποὺ ζοῦσαν στὰ μέρη ἐκεῖνα, στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου βρῆκαν τὸν σθεναρὸ καὶ ἀκαταμάχητο πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀφοῦ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὁ ζηλωτὴς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο. Ἐκεῖ κοντὰ στὸ λιμάνι τοῦ Μαϊουμᾶ προχώρησε καὶ ἔστησε τὸ ἡσυχαστήριό του. Τριάντα ἑπτὰ χρόνια πέρασε στὸ μέρος αὐτό. Τριάντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια αὐστηρῆς ἀσκήσεως.
Ἕνας τρίχινος σάκος, ποὺ ταλαιπωροῦσε τὸ κορμί του, ἦταν τὸ φόρεμά του χειμώνα – καλοκαίρι. Στὸν λαιμὸ ἔφερε μία δερμάτινη λωρίδα, δῶρο τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Κατοικία του εἶχε μία σπηλιὰ μ’ ἕνα στενότατο κελί. Καὶ τροφή του λίγα ξερὰ σύκα καὶ μερικὰ ἀγρία χόρτα. Μὲ τὴν αὐστηρή του τούτη ἐγκράτεια, ἀλλὰ καὶ τὴν θερμὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν συνεχὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀγωνιζόταν κάθε μέρα γιὰ ἕνα πράγμα μόνο:
Στὸ πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Θεό.
Σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ δοκιμάζεται στὴ φωτιά, ἔτσι καὶ αὐτὸς δοκιμάστηκε τοῦτο τὸν καιρὸ ἀπὸ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε νὰ τοῦ ἔρθουν γιὰ προσωπική του ὠφέλεια καὶ δοκιμή. Ὅμως μὲ τὸ νὰ ἔχει τὴν σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καρδιά του καθαρὴ ἀπὸ κάθε ἀκάθαρτο λογισμὸ κατόρθωσε καὶ τοὺς πειρασμοὺς νὰ ξεπεράσει καὶ αὐτὸς ἀπρόσβλητος νὰ μένει. Κάτι περισσότερο. Πέτυχε νὰ γίνει ἡ ψυχή του κατοικητήριο Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε τίποτα στὸν κόσμο νὰ μὴν τὸν φοβίζει καὶ νὰ μὴ τὸν ταράσσει.
Τὸ παρακάτω περιστατικὸ εἶναι ἐνδεικτικό του θάρρους καὶ τῆς τόλμης ποὺ διέκρινε τὸν Ὅσιο.
Κάποτε ἐκεῖ στὴν ἐρημιά, στὴν ἀρχὴ ποὺ πῆγε, μιὰ συμμορία ἀπὸ ληστὲς τὸν εἶχε ἐπισημάνει καὶ τὸν πλησίασε μὲ κακὲς διαθέσεις.
- Τί θὰ ἔκαμνες, καλόγηρε, ἂν ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ ποὺ εἶσαι μόνος, σοῦ ἐπετίθεντο ληστές; τὸν ρώτησε μὲ προσποιητὴ ἀφέλεια ὁ ἀρχηγός τους.
- Τί ἔχει νὰ φοβηθεῖ ἕνας γυμνὸς σὰν καὶ ἔμενα; ἀπήντησε μὲ πραότητα κι ἀταραξία ὁ ἐρημίτης.
- Καὶ ἂν σὲ σκοτώσουν; πρόσθεσε ὁ ληστής.
- Ὁ θάνατος δὲν φοβίζει ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει, ξανάπε ὁ ἐρημίτης. Ὁ θάνατος κλείει τούτη τὴν ζωὴ τὴν προσωρινή. Μὰ ἀνοίγει τὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια, τὴν πραγματική. Σ’ αὐτὴν βαδίζουμε ὅλοι.
Τὰ λόγια του αὐτὰ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποίο τὰ εἶπε ἔκαμαν τοὺς ληστὲς σκεφτικούς. Ἀπομακρύνθηκαν σιωπηλοί, γιὰ νὰ ξαναγυρίσουν σὲ λίγο. Κάθισαν μπροστὰ στὸ κελί του καὶ ἄρχισαν νὰ ζητοῦν ἀπὸ αὐτὸν πιὸ πολλὲς ἐξηγήσεις. Στὸ τέλος ὁμολόγησαν τὸν σκοπό τους καὶ μὲ δάκρυα γονάτισαν μπροστά του καὶ ζήτησαν συγχώρηση. Ὁ Ἅγιος τοὺς συγχώρησε καὶ ἐξακολούθησε τὴν διδασκαλία του. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη συνεχίστηκαν οἱ ἐπισκέψεις μὲ ἀποτέλεσμα στὸ τέλος νὰ πιστέψουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν ὄχι μονάχα αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ὁμοεθνείς τους ποὺ κατοικοῦσαν στὴν πόλη τῆς Ἰδουμαῖας, Ἐλούζη. Ἔτσι ὁ Ἅγιος πῆρε τὸν τίτλο: Ἀπόστολος τῶν Σαρακηνῶν.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου διαδόθηκε τόσο πολύ, ὥστε νωρὶς πλήθη ἀπὸ μοναχοὺς συγκεντρώθηκαν γύρω του, γιὰ ν’ ἀκοῦνε τὰ λόγια του καὶ νὰ ἔχουν τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πολλὰ μοναστήρια φύτρωσαν σὲ ὅλη ἐκείνη τὴν περιοχή. Γιὰ τοῦτο δίκαια θεωρεῖται ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς ὡς ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Παλαιστίνη, καθὼς καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Αἴγυπτο.
Στὴ μεγάλη φήμη τοῦ Ἱλαρίωνα, πολὺ συνέβαλε καὶ τὸ θαυματουργικό του χάρισμα. Πολλά, πάρα πολλὰ θαύματα ἀναφέρονται σ’ αὐτόν. Θεραπεῖες διαφόρων ἀσθενειῶν καὶ δαιμονισμένων.
Ἡ ἀγάπη του σὲ ὅσους ἔπασχαν ἀπὸ κάτι ἦταν συγκινητική. Ἕνα πράγμα δὲν ἀνεχόταν ὁ καλοκάγαθος ἐρημίτης: Τὴν πλεονεξία καὶ τὴ φιλαργυρία στοὺς μοναχούς.
Σὰν παρατηροῦσε μία τέτοια ἀδυναμία σὲ κάποιον, τότε ὁ Ἅγιος φρόντιζε νὰ καλέσει ἐκεῖνον τὸν μοναχὸ κοντά του καὶ νὰ τὸν συμβουλέψει. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος περιφρονοῦσε τὶς συμβουλές του καὶ συνέχιζε νὰ διατηρεῖ τὸ πάθος του, τότε κι αὐτὸς ἔσπευδε νὰ διακόψει κάθε σχέση καὶ ἐπαφὴ μαζί του. Κάτι περισσότερο. Ἀρνιόταν καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ νὰ πάρει κάτι, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸν κῆπο του. Ἕνα λάχανο, γιὰ παράδειγμα ἢ ἕνα καρπό.
Μιὰ φορὰ ἕνας τέτοιος φιλάργυρος μοναχός, ποὺ παρὰ τὶς ὑποδείξεις τοῦ Ἁγίου, συνέχιζε νὰ μένει ἀδιόρθωτος, ἔστειλε λάχανα σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὸν κῆπό του, γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσει.
Στὸν μαθητή του Ἠσύχιο ποὺ ἔφερε τὸ δῶρο γιὰ νὰ τὸ δείξει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸ καμαρώσει, ὁ συνεπὴς στὶς ἀρχές του ἀσκητὴς εἶπε: Βρωμοῦν αὐτὰ τὰ λάχανα, Ἠσύχιε, βρωμοῦν...
– Τὰ ἔχω πλύνει καλά, Ἀββᾶ, ἐξήγησε ὁ μαθητής.
– Καὶ ὅμως σὲ βεβαιώνω πὼς βρωμοῦν, ἐπανέλαβε ὁ Ἅγιος. Βρωμοῦν ἀπὸ φιλαργυρία!
Καὶ δὲν τὰ ἄγγισε. Ναί! δὲν δέχτηκε νὰ τ’ ἀγγίσει.
Ὑπερβολικὴ αὐστηρότης θὰ ποῦν μερικοί. Συνέπεια λέγουμε ἐμεῖς. Συνέπεια! Τὸ στοιχεῖο ποὺ λείπει ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν συγχρόνων χριστιανῶν. Ἡ ἀρετὴ ποὺ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα σήμερα καὶ νὰ γίνει ἀχώριστος σύντροφος τῆς ὅλης ζωῆς μας, ἂν θέλουμε νὰ μὴ νοθευτεῖ περισσότερο καὶ νὰ καταντήσει ἀγνώριστη ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας μὲ τὶς συνεχεὶς ὑποχωρήσεις μας καὶ τὶς σκοπιμότητές μας.
Οἱ καθημερινὲς ἐπισκέψεις στὸ κελὶ τοῦ Ἅγιου γιὰ θεραπεία καὶ συνομιλία μ’ αὐτὸν εἶχαν γίνει τόσες πολλὲς μὲ τὸν καιρό, ποὺ ὁ μακάριος ἀσκητὴς πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ φύγει ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο. Καὶ τὸ ἔκαμε.
Παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν γνωστῶν του, ποὺ μὲ δάκρυα τὸν προέπεμψαν στὸ τέλος, ὁ Ἱλαρίων στὴν ἡλικία τῶν 63 περίπου χρόνων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Στὴν ἀρχὴ κατευθύνθηκε στὴν Αἴγυπτο. Μὲ συνοδεία μερικοὺς μαθητές του προχώρησε καὶ ἔφτασε στὸ ἀναχωρητήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ μεγάλος ἐρημίτης εἶχεν ἤδη πεθάνει. Δύο μαθητές του ἀνέλαβαν τὴν ξενάγησή τους. Μὲ βαθιὰ συγκίνηση ὁ Ἱλαρίων καὶ οἱ συνοδοί του ἐπισκέφθηκαν καὶ στάθηκαν στὰ μέρη ποὺ ὁ θεμελιωτὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς συνήθιζε νὰ προσεύχεται, νὰ ἐργάζεται, νὰ ἀπασχολεῖται...
Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες παραμονή τους στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὁ Ἅγιος προχώρησε μὲ τὴν συνοδεία του καὶ ἀπὸ τὴ μία ἔρημο στὴν ἄλλη κατέβηκε σὲ μία παραλιακὴ πόλη τῆς Λιβύης, τὴν Ἄβασσο.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνέβηκε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361 – 363). Οἱ Ἀρειανοὶ ποὺ ἀναθάρρησαν ἀπὸ τὴ στάση τοῦ αὐτοκράτορα ἄρχισαν ν’ ἀναζητοῦν τὸν Ἅγιο γιὰ νὰ τὸν κακοποιήσουν. Ὁ Ἱλαρίων σὰν τὸ ἔμαθε, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ πλοῖο πέρασε στὴν Σικελία καὶ μετὰ στὴν Δαλματία.
Τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔκανε στὰ μέρη ποὺ περνοῦσαν, προσείλκυαν καθημερινὰ στὸν τόπο ποὺ διέμενε πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Τοῦτο ὅμως ἐμπόδιζε τὸν Ὅσιο νὰ χαρεῖ τὴ θεόγνωστη ἡσυχία ποὺ διψοῦσε. Γι’ αὐτό, κάποια μέρα ποὺ βρῆκε ἕνα πλοῖο ποὺ ταξίδευε στὴν Κύπρο, μπῆκε μέσα γιὰ τὸ νησί.
Στὸ ταξίδι ἕνα πλοῖο ληστρικὸ τοὺς κυνήγησε. Οἱ ταξιδιῶτες, ποὺ τὸ εἶδαν, τρόμαξαν κυριολεκτικὰ καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε. Ὁ Ἅγιος ὅμως τοὺς ἐνίσχυσε καὶ στὸ τέλος τοὺς ἔσωσε. Τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἐχθρικὸ πλοῖο τοὺς πλησίαζε καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ τοὺς κτυπήσει, ὁ Ἱλαρίων ἔριξε μία πέτρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ πλοῖα. Ἕνα τεῖχος ὀρθώθηκε μπροστὰ στοὺς ληστὲς ποὺ δὲν τοὺς ἄφησε νὰ προχωρήσουν. Ἔτσι ἀσφαλισμένο πιὰ τὸ πλοῖο μὲ τὸν Ἅγιο συνέχισε τὸ ταξίδι του καὶ ἔφτασαν στὴν Πάφο.
Ἡ πόλη, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νεόφυτος, ἦταν τότε καταστρεμμένη ἀπὸ σεισμοὺς ἐξ αἴτιας τῆς ἀσέβειας τῶν κατοίκων της. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ καὶ ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια συνέχισε ὁ Ἅγιος τους ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ στὸ μέρος αὐτὸ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται πολλοὶ γιὰ θεραπεία, δυὸ χρόνια μόνο ἔμεινε στὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε καὶ ἔφτασε στὸ μεγάλο καὶ δύσβατο βουνό, μὲ τὰ πανύψηλα δένδρα καὶ τὰ πολλὰ νερά. Μὰ καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος κατὰ τὴν παράδοση στὴν «θεὰ τοῦ ἔρωτα». Στὸν τόπο αὐτὸ ἔστησε ὁ Ἅγιος τὸ ἡσυχαστήριό του. Πέντε χρόνια ἔζησε ἐκεῖ. Χρόνια δημιουργικά, εὐλογημένα.
Μὲ τὴν διδασκαλία του τὴν ζωντανὴ καὶ τὰ πολλὰ τοῦ θαύματα σιγά – σιγὰ ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἐκτοπίσθηκε καὶ τὴν θέση της πῆρε ἡ ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ.
Στὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα χρόνων ὁ θαυματουργὸς ἀσκητὴς ἀρρώστησε. Ἀφοῦ κάλεσε κοντά του τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ τὰ συνεβούλεψε νὰ μένουν πιστὰ μέχρι θανάτου στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τὰ εὐλόγησε καὶ ἀφῆκε τὴν ἁγνὴ ψυχή του νὰ μεταπηδήσει στοὺς πάμφωτους κόσμους τοῦ οὐρανοῦ (371 μ.Χ.).
Οἱ Κύπριοι θρήνησαν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν ἀγαπημένο τους ἐρημίτη καὶ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμὲς τὸ σκήνωμά του στὸν χῶρο ἐκεῖνο.
Δυστυχῶς τὸ λείψανο τοῦ μεγάλου θαυματουργοῦ δὲν ἔμεινε γιὰ καιρὸ στὸ νησί μας. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Παλαιστίνης, σὰν ἔμαθαν τὸν θάνατο τοῦ Ὁσίου, ἔστειλαν ἐδῶ τὸν μαθητή του Ἠσύχιο, ὁ ὁποῖος μὲ τρόπο ἀνέσκαψε τὸν τάφο. Χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθεῖ κανένας πῆρε τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ μετέφερε στὴν Παλαιστίνη. Ἐκεῖ οἱ χριστιανοὶ τὰ ἐναπέθεσαν μὲ ξεχωριστὲς τιμὲς στὴ Μονὴ τοῦ Μαϊουμᾶ.
Ὅμως ἂν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ μεγάλου ἀσκητὴ ἀφαιρέθηκαν καὶ μεταφέρθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὸ φιλόξενο νησὶ τῆς Κύπρου, ποὺ ὁ ἴδιος διάλεξε γιὰ ἐπίγεια κατοικία του, ἡ πνευματικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου παραμένει στὴ μαρτυρική μας πατρίδα. Παραμένει μὲ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται ἀκόμη καὶ σήμερα στὸν τόπο ὅπου θάφτηκε ἀρχικά. Παραμένει ἀκόμη μὲ τοὺς ναοὺς ποὺ ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὴν χάρη του καὶ τὶς πάμπολλες εἰκόνες του ποὺ εἶναι ἐγκατεσπαρμένες στὸ νησί μας.
Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν μία ζωντανὴ πνευματικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου στὸν τόπο μας. Γιατί ὅλα αὐτά μας μιλοῦν γιὰ τὸν φλογερὸ καὶ ἀκατάβλητο ἀγωνιστὴ τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς. Τὸν ἀγωνιστὴ μὲ τὴν Ἁγία ζωή, τὴν ζωὴ τῆς συνέπειας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ. Τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ πάλεψε καὶ νίκησε τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ ζητάει καὶ θέλει μιμητές. «Μιμητοί μου γίνεσθε καθὼς καγῶ Χριστοῦ» μας φωνάζει. Θὰ θελήσουμε οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τοῦ πονεμένου αὐτοῦ νησιοῦ ν’ ἀφουγκρασθοῦμε καὶ ν’ ἀκούσουμε τὴν σωστικὴ τούτη πρόσκληση; Θὰ θελήσουν πρὸ παντὸς οἱ νέοι του καιροῦ μας νὰ τραβήξουν κόντρα στὸ ρέμα τῆς σαρκολατρείας γιὰ νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀνώτερη, μιὰ ζωὴ ἁγνή, καὶ ἀληθινὰ χριστιανική; Τὸ εὐχόμαστε μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς. Τοὶς τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίωνος πρεσβείαις ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐγκρατείας τῇ αἴγλῃ λαμπρυνθεὶς τὴν διάνοιαν, ἤστραψας θαυμάτων ἀκτῖνας Ἱλαρίων Πατὴρ ἡμῶν, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, καὶ στῦλος εὐσεβείας θεαυγής, καταυγάζων τῇ ἐνθέῳ σου βιοτῇ, τοὺς πίστει προσιόντας σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος.
Ὡς φωστῆρα ἄδυτον, τοῦ νοητοῦ σε Ἡλίου, συνελθόντες σήμερον, ἀνευφημοῦμεν ἐν ὕμνοις· ἔλαμψας, τοῖς ἐν τῷ σκότει τῆς ἀγνωσίας, ἅπαντας, ἀναβιβάζων πρὸς θεῖοv ὕψος, Ἱλαρίων τοὺς βοῶντας· χαίροις ὦ Πάτερ, τῶν Ἀσκητῶν ἡ κρηπίς.
Μεγαλυνάριον.
῎Ωφθης ὡς ἐλαία καρποτελής, ἐν οἴκῳ Κυρίου, Ἱλαρίων Πατῆρ ἡμῶν, ἔργων σου ἐλαίῳ, φαιδρῶς καθιλαρύνων, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, σὲ μεγαλύνουσαν.
Οἱ Ἅγιοι Γάϊος, Δάσιος καὶ Ζωτικὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ βρίσκονταν στὴ Νικομήδεια καὶ ἀπὸ θεῖο ζῆλο ἐμπνεόμενοι, πῆγαν καὶ γκρέμισαν τὰ εἴδωλα τῶν Ἑλλήνων μέσα στοὺς ναούς.
Ἔπειτα φανερώθηκαν μόνοι τους καὶ ὑπέστησαν φοβερὰ βασανιστήρια. Τοὺς κρέμασαν ἐπάνω σὲ ξύλα καὶ ἔτριψαν τὶς σάρκες τους μὲ πανιὰ ὑφασμένα ἀπὸ τρίχες κατσίκας.
Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔδεσαν πέτρες στὸ λαιμό τους, τοὺς ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἔτσι ὅλοι ἔλαβαν μαρτυρικὸ τέλος.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Ἀσκητὴς ἐν Ἄθῳ
Γεννήθηκε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα στὴ Χρυσούπολη τῆς Μακεδονίας (κοντὰ στὴν Καβάλα), οἱ δὲ γονεῖς του ἦταν ἀπὸ κάποια ἐπαρχία τῆς Μ. Ἀσίας καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν πόλη Ἐλατεία. Γιὰ τὸ φόβο τῶν Ἀγαρηνῶν ἦλθαν στὴν Χρυσούπολη, ὅπου πέθανε ὁ πατέρας, ἀφοῦ γεννήθηκαν τὰ δυὸ παιδιά του.
Τὰ παιδιὰ αὐτὰ τὰ ἅρπαξαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ὁ πόνος τῆς μάνας τους Εὐδοκίας ἦταν μεγάλος καὶ γιὰ νὰ τὸν ἐλαφρύνει, κλείστηκε σὲ γυναικεῖο μοναστήρι. Κάποτε ὅμως, σὲ μιὰ πανήγυρη ἐνὸς ἀνδρικοῦ μοναστηριοῦ συνάντησε τὰ δυὸ παιδιά της καὶ μὲ μεγάλη συγκίνηση ἄκουσε τὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας των, ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἡγουμένου.
Ὁ Θεόφιλος ἔτσι ἦταν τὸ πρῶτο του ὄνομα, ἔδειξε μεγάλη προθυμία στὸ μοναστήρι αὐτὸ καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Φιλόθεος. Κατόπιν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες ἔγιναν παράδειγμα σὲ πολλοὺς ἀδελφούς.
Πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 84 χρονῶν, ἀφοῦ μόρφωσε πνευματικὰ στὸν τόπο ἐκεῖνο πολλοὺς μοναχούς.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας, Στέφανος, Παῦλος καὶ Πέτρος οἱ Μάρτυρες
Στοὺς Συναξαριστὲς ὀνομάζονται νεοφανεῖς Ἅγιοι καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρώνυμου.
Ἀπ’ αὐτοὺς ὁ Ἀνδρέας ἦταν μοναχὸς ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ ἀφοῦ ἔλεγξε τὸν Κοπρώνυμο ἀποκεφαλίστηκε καὶ τάφηκε "ἐν τῇ Κρίσει" (17 Ὀκτωβρίου).
Οἱ δὲ ὑπόλοιποι τρεῖς, μᾶλλον μοναχοὶ καὶ αὐτοί, ἀφοῦ ὑπερασπίστηκαν μὲ σθένος τοὺς ὀρθόδοξους ἱεροὺς κανόνες, ἀποκεφαλίστηκαν ἀπὸ τὸν Κοπρώνυμο.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Ὁσιομάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.
Οἱ Ἅγιοι Θεοδότη καὶ Σωκράτης ὁ Πρεσβύτερος
Ἔζησαν τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Σεβῆρος, καὶ μαρτύρησαν στὴν Ἄγκυρα.
Ἡ Θεοδότη, ἀπὸ εὐγενικὴ οἰκογένεια, ἦταν θαρραλέα στὴν πίστη καὶ ὅπου καὶ ἂν βρισκόταν μιλοῦσε γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ προσπαθοῦσε νὰ αὐξάνει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀφοσιωμένων στὴν λατρεία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ πρεσβύτερος Σωκράτης, ἦταν ἱερέας ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν λειτουργοῦν μόνο, ἀλλὰ καὶ φωτίζουν καὶ οἰκοδομοῦν, στὴν ἀνάγκη μάλιστα εἶναι ἕτοιμοι νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ ποίμνιό τους. Στὴν ἐργασία του αὐτὴ ὁ Σωκράτης, εἶχε πολύτιμο βοηθὸ τὴν εὐσεβῆ Θεοδότη, ποὺ μὲ τὴν διδασκαλία της, προπαρασκεύαζε εἰδωλολάτρισσες γυναῖκες στὴ γνώση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης καὶ στὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
Ἔτσι λοιπόν, καταγγέλθηκαν καὶ οἱ δυὸ γιὰ τὶς ἐνέργειές τους αὐτές, συνελήφθησαν καὶ μὲ ἀπειλὲς καὶ μαρτύρια τοὺς ἐξανάγκαζαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα καὶ ὁ ἱερέας, ἀπέκρουσαν μὲ ἀγανάκτηση τὴν ἀσεβῆ πρόταση, καὶ σφράγισαν τὴν ὁμολογία τῆς πίστης τους μὲ τὸ αἷμα τους, ἀφοῦ ὑπέστησαν θάνατο μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάβαλε.
Ἀθλήσεως αἵμασι, τὴν ἱεράν σου στολήν, ἐνθέως ἐλάμπρυνας, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, τμηθεὶς τὸν αὐχένα σου· ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν ἀθλοφόρον, Σώκρατες σὲ τιμῶμεν, καὶ θερμῶς σοι βοῶμεν· Μὴ παύσῃ καθικετεύων, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τῇ χάριτι, καθωπλισμένος, τὸν ἀγῶνα ἤνυσας, τοῦ μαρτυρίου εὐθαρσῶς, καὶ ἐπαξίως δεδόξασθαι, Ἱερομάρτυς ἀοίδιμε Σώκρατες.
Μεγαλυνάριον.
Τον Ἱερομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, Σωκράτην τὸν θεῖον, εὐφημήσωμεν ἐν ᾠδαῖς, χαίροις ἐκβοῶντες, αὐτῷ ἀπὸ καρδίας, ὁ τὸν Χριστὸν δοξάσας, οἰκείοις αἵμασι.
Ὁ Ἅγιος Εὐκράτης (ἢ Εὔκρατος) ὁ Ὁσιομάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τὸν Ἅγιο Σωκράτη καὶ κατὰ τὴν ἀντιγραφή, ἀπὸ λάθος, νὰ ἔγινε Εὐκράτης).
Ὁ Ὅσιος Βαροῦχ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀζῆς ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Πλαντῖνος
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 115, συνοδευόμενη μὲ αὐτὴ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης καὶ Ἁγίας Μαρίνας τῆς Ραϊθοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου. Ἡ μνήμη του φέρεται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye, χωρὶς βιογραφικὰ στοιχεῖα, παρὰ μόνο μὲ τὴν ἑξῆς φράση: «Μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰακώβου τοῦ γενομένου οἰκονόμου τῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Βαθέος Ρύακος, ὃς ὤρμητο ἐκ τῆς δευτέρας τῶν Καππαδόκων ἐπαρχίας».
Ὁ Ἅγιος Σωκράτης ὁ Ἱερομάρτυρας
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἄλλου δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του αὐτὴ τὴν ἡμέρα.
(Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἅγιο Σωκράτη, ποὺ ἑορτάζεται τὴν ἴδια ἡμέρα μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Θεοδότη).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας
Ἦταν υἱὸς ἱερέα καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γεράκι τῆς Μονεμβασιᾶς.
Τὸ 1770 ὅταν οἱ Ἀλβανοὶ ἦλθαν στὴν Πελοπόννησο, ἔσφαξαν τὸν πατέρα του, καὶ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του, τοὺς ἀπήγαγαν στὴ Λάρισα. Ἦταν τότε ὁ Ἰωάννης 15 χρονῶν. Ἐκεῖ πουλήθηκε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του σὲ κάποιο Τοῦρκο. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Τοῦρκος αὐτὸς δὲν εἶχε παιδιά, θέλησε νὰ υἱοθετήσει τὸν Ἰωάννη ἀφοῦ τὸν ἐξισλαμίσει. Οἱ τεράστιες καὶ ποικίλες προσπάθειες τοῦ Τούρκου γιὰ νὰ ἐξισλαμίσει τὸν Ἰωάννη, δὲν ἔφεραν κανένα καρπό. Ὁ νέος μὲ ὑψηλὸ φρόνημα, διαρκῶς ἔλεγε: «ἐγὼ Τοῦρκος δὲν γίνομαι, ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω».
Τότε ὁ Τοῦρκος, μέσα στὸ σπίτι του, ἄρχισε νὰ βασανίζει σκληρὰ τὸν Ἰωάννη. Τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου τὸν πίεζε νὰ καταλύσει, καὶ μάλιστα εἶχε βάλει καὶ τὴ μητέρα του νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ φάει ἀπὸ τὰ δελεαστικὰ φαγητά. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἀπάντησε: «ἐγὼ εἶμαι γιὸς παπὰ καὶ πρέπει νὰ φυλάττω καλύτερα ἀπὸ τοὺς γιοὺς τῶν λαϊκῶν τοὺς νόμους καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας».
Ἐξαγριωμένος ὁ σκληρὸς Τοῦρκος ἀπὸ τὴν στάση τοῦ Ἰωάννη, τὸν μαχαίρωσε στὴν καρδιά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πεθάνει στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1773.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον γόνον σε, Μονεμβασία, ἀνεβλάστησε, καρποφοροῦντα, Ἰωάννη τὰς τῆς πίστεως χάριτας· τῶν γὰρ πατρῴων θεσμῶν ἀντεχόμενος, τοὺς ἐκ τῆς Ἄγαρ ἀθλήσας κατῄσχυνας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασι, θεοπρεπῶς τεθραμμένος, ἐν ἀθλήσει ἔλαμψας, ὡς εὐπρεπὴς νεανίας· πόνων γάρ, κατατολμήσας, ἰσχύϊ θείᾳ, ἔλυσας, τὰς ἐπινοίας τῶν παρανόμων, καὶ τῷ Λόγῳ Ἰωάννη καθάπερ θῦμα, προσήχθης ἄμωμον.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Μακκαβαίων ἐκμιμητής, Ἰωάννη μάκαρ, μαρτυρήσας ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅθεν συναυλίζῃ, σὺν τούτοις, ἐν ὑψίστοις, ἡμῖν διαπορθμεύων, χάριν σωτήριον.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Χριστοδούλου τοῦ Θαυματουργοῦ
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 16η Μαρτίου ὅπου καὶ ο βίος του. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἱλαρίωνος Ἐπισκόπου Μεγληνίας (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ὅσιος Φίλιππος
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Οἱ Ὅσιοι Βαρνάβας καὶ Ἱλαρίων οἱ Θαυματουργοί
Πόσο εὐλογημένο εἶναι στ’ ἀλήθεια τῆς Κύπρου τὸ νησί! Ναί! Πλούσια εὐλογημένο ἀπ’ τὴν ἀγαθὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ! Καὶ νά! Πρῶτο αὐτὸ μεταξὺ ὅλων τῶν μερῶν τοῦ κόσμου, ὅπως ἀναφέραμε καὶ ἀλλοῦ, δέχτηκε ἀπὸ τρία στόματα ἀποστολικὰ τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας. Πρῶτο αὐτὸ μεταξὺ ὅλων τῶν μερῶν τοῦ κόσμου ἔχει ἀνάλογα μὲ τὴν ἔκτασή του, νὰ παρουσιάσει τόσους Ἁγίους! Πρῶτο ἀκόμη αὐτὸ ἀξιώθηκε τῆς τιμῆς νὰ φιλοξενήσει στοὺς κόλπους του μέχρι τινός, τόσα ἅγια λείψανα!
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παραχώρησε στὸ νησί μας τὴν τιμὴ τὰ ἅγια λείψανα, ποὺ ἀπὸ γειτονικὲς χῶρες ρίχνονταν στὴ θάλασσα ἀπὸ εὐλαβεῖς χριστιανούς, γιὰ νὰ μὴν ἀφανιστοῦν ἀπὸ βέβηλα χέρια, τὰ λείψανα αὐτὰ νὰ ξεβράζονται ἀπ’ τὴν θάλασσα στ’ ἀκρογιάλια τοῦ νησιοῦ μας, καὶ νὰ βρίσκουν ἐδῶ φιλοξενία καὶ τιμὴ καὶ σεβασμό.
Μέσα στὰ λείψανα αὐτὰ περιλαμβάνονται, θησαυρὸς ἀκριβὸς κι ἀτίμητος, καὶ τὰ λείψανα τῶν Ὁσίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος τῶν Θαυματουργῶν.
Τὰ λείψανα αὐτὰ κατὰ τρόπο θαυματουργικὸ μεταφέρθηκαν, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, σὲ κάποιο ἀκρογιάλι τῆς Κύπρου, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ προνομιοῦχο χωριό, τὴν Περιστερώνα τοῦ Μόρφου.
Σ’ αὐτὴν ἀργότερα, πιθανότατα στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰώνα, κτίστηκε καὶ ἡ τρίκλιτος θολωτὴ βασιλικὴ μὲ τοὺς πέντε τρούλους καὶ σὲ σχῆμα σταυροῦ, ποὺ καμαρώνουμε ὡς τὰ σήμερα. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπυστη ἐκκλησία τοποθετήθηκαν τὰ ἅγια λείψανα.
Δυστυχῶς καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους αὐτοὺς πολὺ ὀλίγα γνωρίζουμε. Ἕνας πέπλος μυστηρίου καλύπτει τὴν ζωή τους. Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς στὸ χρονικό του, καθὼς καὶ ὁ Κυπριανὸς στὴν ἱστορία του κατατάσσουν τοὺς Ἁγίους μεταξὺ τῶν 300 λεγομένων Ἀλαμανῶν, ποὺ ἦρθαν στὸ νησί μας μετὰ τὴν Β’ Σταυροφορία καὶ ἀσκήτεψαν σὲ διάφορα μέρη. Μὲ τὴν γνώμη ὅμως αὐτή, ποὺ ὅσο καὶ ἂν φαίνεται πιθανή, συγκρούεται ἡ πληροφορία, ποὺ μᾶς δίνεται τόσο ἀπὸ τὴν παράδοση, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων. Σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται ρητά, πὼς οἱ Ὅσιοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν εὔανδρο Καππαδοκία καὶ ἔζησαν μάλιστα στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 456). Καὶ οἱ δύο Ἅγιοι ἦσαν ἀπὸ εὐγενικὲς οἰκογένειες καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸν στρατὸ τοῦ βασιλιά, στὸν ὁποῖο μάλιστα καὶ διακρίνονταν γιὰ τὸ παράστημά τους, τὴν ἀνδρεία τους καὶ τὴν ὅλη γενικὰ ζωή τους.
Παρὰ τὸ λαμπρὸ μέλλον ποὺ τοὺς ἀνοιγόταν στὴν ὑπηρεσία τους αὐτή, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θεοσεβεῖς ψυχὲς φύτεψαν στὴν ψυχή τους, τοὺς ἔκαμε νωρὶς ν’ ἀφήσουν τὸν στρατὸ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοὺς χαμογελοῦσε καὶ ν’ ἀφιερωθοῦν στὸν Χριστὸ. Πόνος καὶ πόθος καὶ παλμὸς καὶ ἀγώνας τους ἕνας καὶ μόνος : Νὰ εὐαρεστήσουν σὲ Αὐτόν.
Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τούτου τοῦ σκοποῦ ἔσπευσαν οἱ τρισμακάριοι ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ν’ ἀπαρνηθοῦν τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ἡ ματαιότητα, τῶν ἐπιγείων πάντοτε, τοὺς συνετάραττε. Στ’ αὐτιά τους δυνατὰ ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ οἱ λόγοι τοῦ ὑμνωδοῦ: «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὒχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον οὗ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὗ συνοδεύει ἡ δόξα». Ὅλα διαλύονται καὶ χάνονται. Σὰν τὰ φύλλα τοῦ φθινοπώρου μαραίνονται καὶ πέφτουν. Σὰν ἕνα ὄνειρο παρέρχονται καὶ ἐξαφανίζονται. Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ δίνουν τὴν καρδιὰ τους σ’ αὐτὰ καὶ περιμένουν νὰ γευτοῦν ἀπ’ αὐτὰ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Τὰ γνωρίζουν τοῦτα οἱ Ἄγιοι. Γνωρίζουν ἀκόμη ὅτι εἶναι πολλὲς τοῦ πονηροῦ οἱ παγίδες καὶ οἱ πειρασμοί. Γι’ αὐτὸ καὶ σπεύδουν. Ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ σπεύδουν ν’ ἀποδεσμευθοῦν ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θὰ τοὺς ἦσαν ἐμπόδιο στὸν ὄμορφο σκοπό, ποὺ ἔταξαν στὴ ζωή τους. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ ἡ προτροπή του στὸν πλούσιο νεανίσκο ποὺ τὸν ρώτησε τί νὰ κάμει γιὰ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή, τοὺς δείχνει τὸν δρόμο. «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου, τοῦ εἶπεν ὁ Κύριος, καὶ δὸς πτωχοὶς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἀμφιταλάντευση σπεύδουν καὶ αὐτοὶ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκαν καὶ μεγάλωσαν. Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ πώλησαν καὶ τὸ προϊὸν τὸ διαμοίρασαν στοὺς πτωχούς. Ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκαν ἀπομακρύνθηκαν καὶ τοπικῶς καὶ τροπικῶς.
«Τὴν ἐνεγκαμένην ἀφέντες» κατὰ τὸν συναξαριστὴ «καὶ τὸν σταυρὸν ἐπ’ ὤμων ἀράμενοι» ἔφυγαν γιὰ τὸν μονήρη βίο. Ἐρημικοὺς τόπους διαλέγουν, γιὰ νὰ παραμείνουν. Γιατί «τοὶς ἐρημικοὶς ζωὴ μακαρία ἐστι, θεϊκῶ ἔρωτι πτερουμένοις». Δηλαδὴ εὐλογημένη καὶ μακαρία εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνων ποὺ κατοικοῦν σὲ ἔρημα μέρη, μακριὰ ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τὶς παγίδες καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ κόσμου. Εὐλογημένη καὶ μακαρία εἶναι ἡ ζωὴ τους γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν κυριευμένες ἀπὸ θεῖο ἔρωτα κοιτοῦν διαρκῶς πρὸς τὰ ἄνω πρὸς τὸν Θεὸ τὸν Ἅγιο. Τὴν ἀλήθεια αὐτή, ποὺ ἔχει καὶ πάλι τὶς ρίζες της σὲ μία τοῦ Κυρίου μας ὑπόδειξη, τὴν γνωρίζουν πολὺ καλά, ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία οἱ μυριάδες τῶν ἁγίων μορφῶν, ποὺ ἐπότισαν τὴν ἔρημο. Τὴν ἀλήθεια γνωρίζουν ἀκόμη καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ὕστερα ἀπὸ μία περίοδο ἐντατικῆς ἐργασίας ζητοῦν, νὰ ξεκουρασθοῦν «εἰς ἔρημον τόπον».
Εἶχαν ἐπιστρέψει κάποτε οἱ μαθητὲς ἀπὸ μία ἐξόρμηση, ὅταν ὁ Κύριος, ἀφοῦ τοὺς ἤκουσε, τοὺς εἶπε: «Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδὶαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον». Ἐμπρὸς τώρα ἐσεῖς πηγαίνετε σὲ κάποιο ἐρημικὸ μέρος μόνοι σας καὶ ἀναπαυτεῖτε ὀλίγο. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς καλεῖ νὰ πηγαίνουμε μαζί του στὴν ἔρημο. Διαμονὴ στὸ ὕπαιθρο καὶ προσωπικὴ ἐπικοινωνία μὲ Αὐτὸν εἶναι ὑπέροχη εὐκαιρία ἀληθινοὺ ξεκουράσματος. Καιρὸς περισυλλογῆς, ἀλλὰ καὶ ψυχοσωματικῆς ἀναπαύσεως εἶναι οἱ διακοπὲς στὴν ἐξοχή. Μακριὰ ἀπ’ τὴν κίνηση καὶ τὸν θόρυβο. Κάτι περισσότερο. Καιρὸς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Ἰησοῦ! Εὐλογημένες οἱ ψυχὲς καὶ οἱ οἰκογένειες ποὺ κάνουν συχνὰ χρήση μιᾶς τέτοιας ἐξόδου πρὸς τὸν Ἰησοῦ! Εἶναι ἕνας ὑπέροχος τρόπος γιὰ πραγματικὴ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀνάπαυση. Τρισευλογημένες ἀκόμη ἐκεῖνες οἱ ψυχές, ποὺ φροντίζουν, ὥστε ἡ ζωή τους νὰ εἶναι μία ἀδιάκοπη παραμονὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ! Μέσα στὶς ψυχὲς αὐτές, ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ τοῦτο κόσμο, καίει ἀκατάπαυστα ὁ θεῖος πόθος νὰ μένουν κοντά του καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦν. «Τοὶς ἐρημικοίς, ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὔσι τοῦ ματαίου ἐκτός» ψάλλει καὶ ὁ ὑμνωδός.
Τοπικῶς ἀπ’ τὴν ἀγαπημένη πατρίδα εἴπαμε, ἔφυγαν οἱ Ἅγιοί μας. Ἔφυγαν ὅμως καὶ τροπικῶς. Ἐκεῖ στὴν ἐρημιά, ἔργο τους ἔκαμαν τὴν προσευχή, τὴν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄσκηση, τὴν ἀρετή. Μὲ ταπείνωση ἐκεῖ προσφέρουν καθημερινὰ τὸν ἑαυτό τους «θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν τῷ Θεῷ εὐάρεστον» (Ρωμ. ιβ’ 1). Καὶ μία τέτοια ζωὴ ποὺ ἔχει σὰν σκοπό της «τὴν δόξαν καὶ τὸν ἔπαινον τοῦ Θεοῦ», ἔχει καὶ τὸ ἀντίκρυσμά της. «Ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Ἀποκ. β’ 23) ἐπιβραβεύει τοὺς ἐργάτες του. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τοὺς ἀθλητές μας.
Τοὺς ἐδόξασε ἐδῶ στὴ γῆ. Πλεῖστα θαύματα ἐπιτελοῦνται καθημερινὰ στὸν τόπο τῆς διαμονῆς τους στὶς πιστὲς καρδιὲς ποὺ τοὺς ἐπισκέπτονται, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὶς συμβουλές τους καὶ νὰ ἐνισχυθοῦν. Θαύματα μικρὰ καὶ μεγάλα. Κοντά τους βρίσκουν οἱ ἄρρωστοι τοὺς ἰατρούς, οἱ πονεμένοι τὴν ἐλπίδα, «οἱ ἐν θλίψεσι» τὴν παρηγοριά. Ἔτσι περνοῦν οἱ Ἅγιοι ὁλόκληρη τὴν ζωή τους. Μὰ καὶ ὅταν τὰ κουρασμένα κορμιά τους ξεκουράστηκαν στὴν γῆ μὲ τὴν παράδοση τῆς ἁγίας ψυχῆς τους στὸν Κύριο, ἡ θαυματουργικὴ δύναμή τους δὲν σταμάτησε. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ ὁ ἐρχομός τους στὸ νησί μας, γιὰ νὰ συνεχίσουν ἐδῶ «τὰς ἰάσεις καὶ θεραπείας των».
Πότε ἔγινε αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς καὶ γιατί, δὲν γνωρίζουμε. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ἡ Κύπρος μας ἐξ αἴτιας τῆς θέσεώς της στὸ μέσο τοῦ παλαιοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὑπῆρξε πάντοτε τὸ καταφύγιο τῶν χριστιανῶν, ποὺ διώκονταν ἀπὸ τὶς γύρω χῶρες. Μαζί τους οἱ χριστιανοὶ αὐτοί, πρὸ παντὸς μετὰ τὴν κατάληψη τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ ὕστερα, μετέφεραν ἱερὰ λείψανα καὶ εἰκόνες καὶ ἄλλα κειμήλια, γιὰ νὰ τὰ διασώσουν. Πολλὲς φορὲς μάλιστα ἔκαναν καὶ τὸ ἄλλο. Ἔβαζαν ὅτι ἤθελαν νὰ διασώσουν σὲ μία ξύλινη κάσα, τὴν ἔκλειαν προσεκτικὰ μὲ κάποιο σημείωμα καὶ τὴν ἔριχναν στὴν θάλασσα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἦλθαν στὸ νησί μας τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Μάμαντος ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία, Ἐρμογένους ἀπὸ τὴ νῆσο Σάμο καὶ τῶν Βαρνάβα κι Ἱλαρίωνος τῶν θαυματουργῶν.
Ἕνα βράδυ σὲ μία εὐσεβὴ καρδιὰ ἀπὸ τοὺς Σόλους, τὸν Λεόντιο, ὅπως ἀναφέρει τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων, παρουσιάσθηκαν στὸν ὕπνο του οἱ Ὅσιοι καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἀδελφέ, ἀναστᾶς λάβε τὸ ζεῦγος σου καὶ ἐλθὲ εἰς τόπον καλούμενον Στομάτιον, ὅπως ἀγάγης ἡμᾶς ἐνθάδε». Καὶ ὅταν αὐτὸς τοὺς ρώτησε ποιοί εἶναι καὶ ἀπὸ ποὺ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἦλθαν στὸ νησί, οἱ Ἅγιοι τοῦ ἀπεκάλυψαν μὲ λεπτομέρειες τὰ πάντα. Καὶ τὴν πατρίδα τους, καὶ τὰ ὀνόματά τους καὶ τὴν ὅλη ζωή τους. Τοῦ ἐξήγησαν ἀκόμη πὼς «ἐκ θείας δυνάμεως ἀπεστάλησαν ἐν τῇ νήςῳ ταύτη οἰκῆσαι εἰς σύστασιν καὶ βοήθειαν αὐτῆς καὶ εἰς ὑγείαν τῶν νοσούντων ἐν αὐτῇ».
Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ἡ φιλόχριστος ἐκείνη καρδιά, σηκώθηκε φοβισμένη καὶ ἔσπευσε νὰ ἐκτελέσει τὴν ἐντολή. Πῆρε τὸ ζευγάρι τῶν βοδιῶν του καὶ τράβηξε πρὸς τὸ μέρος ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε, «τὸ Στομάτιον» (Στόμα), ποὺ βρίσκεται στὴν παραλία τοῦ Μόρφου ἐκεῖ περίπου ποὺ ἐκβάλλει ὁ ποταμὸς Σερράχης. Καὶ πραγματικά! Κάπου σὲ μιὰ ἄκρη στὴν ἀμμουδιὰ βλέπει σὰν ἔφτασε μία ξύλινη κάσα κλειστή. Πλησιάζει μὲ εὐλάβεια, γονατίζει καὶ κάνει τὴν προσευχή του. Ἀσπάζεται μὲ σεβασμὸ τὴν κάσα ποὺ κλείνει τὸν θησαυρό του κι ὕστερα σηκώνεται καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν βοδιῶν του δοκιμάζει νὰ τὴν σύρει πρὸς τὸ μέρος, ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ. Παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειές του ὅμως ἡ κάσα λὲς καὶ εἶχε ριζώσει στὴ γῆ, δὲν μετεκινεῖτο. Ὅλη νύχτα ἀγωνίζεται μὰ ἄδικα. Καταστενοχωρημένος γονατίζει καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἱκετεύει τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους Του, νὰ τοῦ φανερώσουν τί νὰ κάμει. Τὴν ἑπόμενη νύχτα οἱ Ἅγιοι τοῦ φανερώθηκαν καὶ πάλι καὶ τοῦ εἶπαν:
Ἀδελφέ, «οὐκ εἰρήκαμεν σοι περὶ τοῦ ζεύγους τῶν βοῶν, ἀλλὰ τοῦ ζεύγους τῶν υἱῶν σου». Ἀδελφέ, δὲν σοῦ εἴπαμε νὰ φέρεις τὸ ζευγάρι τῶν βοδιῶν σου, ἄλλα τὰ δύο παιδιά σου. Τρομαγμένος ὁ εὐλαβὴς ἄνθρωπος ξύπνησε καὶ τράβηξε στὸ σπίτι του. Πῆρε τὰ δύο του ἀγόρια καὶ ξαναγύρισε στὸν τόπο, ποὺ βρισκόταν ἡ ἁγία σορός. Μὲ βαθιὰ εὐλάβεια πατέρας καὶ παιδιὰ γονάτισαν, ἀγκάλιασαν μὲ πίστη τὴν ἁγία σορὸ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσαν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους, νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ πραγματώσουν τὴ μετακίνηση. Καὶ ἡ παράκληση εἰσακούσθηκε. Πατέρας καὶ υἱοὶ πῆραν τὴν ἱερὴ κάσα ποὺ περιεῖχε τὰ ἅγια λείψανα καὶ μὲ φόβο Θεοῦ τὴν μετέφεραν στὸν τόπο ποὺ τοὺς εἶχε ὑποδειχθεῖ, τὴν Περιστερώνα! «Ὡς θαυμαστόν, Κύριε, τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ». Ἀπ’ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ ἁγία σορὸς τοποθετήθηκε στὴ γῆ, τὰ θαύματα ἄρχισαν. Θαύματα πολλά! Θαύματα μικρὰ καὶ μεγάλα! Τυφλοὶ ἀναβλέπουν! Δαιμονιζόμενοι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ δαιμόνια! Πρόσωπα βασανιζόμενα ἀπὸ πυρετὸ καὶ ποικίλες ἀρρώστιες θεραπεύονται! Παράλυτοι ἐπὶ χρόνια σηκώνονται καὶ περπατοῦν! Πηγὴ θεραπειῶν ἔγινε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὥστε ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλη τὴ νῆσο νὰ φτάνουν καθημερινὰ προσκυνητές. Πήγαιναν γιὰ νὰ ἐκζητήσουν μὲ βαθιὰ πίστη καὶ εὐλάβεια τὴν βοήθεια καὶ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ὁσίων στὰ προβλήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν. Σὲ λίγο ἕνας περικαλλὴς ναὸς ἀνεγείρεται στὴ μικρὴ πολίχνη. Ὁ ναὸς ποὺ στέκει ὡς τὶς μέρες μας γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν ἐκεῖ μέσα τὰ ἱερὰ λείψανα, γιὰ νὰ διακηρύττουν στοὺς αἰῶνες τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν βεβαίωσή Του: «Τοὺς δοξάζοντες μὲ, δοξάσω!».
Τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς θεραπεῖες τους οἱ Ἅγιοι προσφέρουν σὲ ὅλους. Πτωχοὺς καὶ πλουσίους. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Ἀρκεῖ οἱ ἐπικαλούμενοι νὰ προσέλθουν μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια καὶ πίστη. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο: Κάποτε στὴν χάρη τῶν Ἁγίων ἔφθασε καὶ «ὁ κρατῶν» τὴ νῆσο. Αὐτός, ὅπως ἀναφέρει ὁ συναξαριστής, «νοσῶ πιεζόμενος βαρύτατη, δίκην παραλύτου ὑπὸ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ βασταζόμενος, ὑπεισῆλθε τῶν ἁγίων». Δηλαδὴ βασανιζόμενος ἀπὸ μία βαριὰ ἀρρώστια, ποὺ τὸν καθήλωσε ἀκίνητο στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, μεταφέρθηκε μὲ φορεῖο κρατούμενο ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές του μπροστὰ στὴν ἱερὴ λάρνακα τῶν Ἁγίων. Μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ καὶ μόλις ὁ ἱερέας σήκωσε τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ ἄγγιξε πάνω στὸν ἄρρωστο, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ παράλυτο κορμί, τὸ ἀκίνητο ἀπ’ τὴν ἀρρώστια, πῆρε μονομιᾶς δύναμη καὶ ζωή. Τὰ πόδια κινήθηκαν καὶ ὁ ἄρρωστος ἀπόλυτα θεραπευμένος σηκώθηκε κι ἄρχισε νὰ περπατᾶ. Κάτι παραπάνω. «Τοὶς οἰκείοις ποσὶν ἤλατο, καὶ περιεπάτει σῶος». Πηδώντας ἔτρεξε στοὺς δικούς του τελείως καλά. «Τὶς λαλήσει τᾶς δυναστείας σου, Χριστέ; ἢ τὶς ἐξαριθμήσει τῶν θαυμάτων σου τὰ πλήθη;». Ποιός, Χριστέ μου, μπορεῖ νὰ λαλήσει τὶς θεῖες σου εὐεργεσίες; Ἢ ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀπαριθμήσει τὰ πλήθη τῶν θαυμάτων σου, ποὺ φανερώνουν τὴν ἀνώτερη καὶ θεία δύναμή σου; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Κανένας. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ψελλίσουμε ὅλοι, εἶναι τοῦ ψαλμωδοῦ τὰ λόγια: «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».
Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουμε ἕναν θησαυρό. Καὶ ὅσοι κατοικοῦμε σὲ τοῦτο τὸ νησὶ μαζὶ μὲ τὸν θησαυρὸ ἔχουμε καὶ τοῦτο τὸ προνόμιο. «Εἴμαστε ἀπόγονοι μαρτύρων». Δεκάδες κατακτητὲς πέρασαν ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας. Ἔσφαξαν, γκρέμισαν, ἅρπαξαν, κατέστρεψαν. Τὴν καρδιὰ τῶν πατέρων μας ὅμως δὲν τὴν ἄλλαξαν. Σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ οἱ πατέρες μας κράτησαν τούτη τὴν πίστη, ποὺ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς σήμερα. Σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ κράτησαν ἀκόμη καὶ γλώσσα καὶ θρησκεία καὶ ἤθη καὶ ἔθιμα ἀνόθευτα Ἑλληνικά, ὥστε ἕνας ξένος Βυζαντινολόγος ἱστορικός, ὁ Ὀλλανδὸς Ἔσσελιγκ, ἀπὸ τὴν στάση τῶν πατέρων μας νὰ βγάλει τοῦτο τὸ συμπέρασμα. «Τὸ ὅτι οἱ Κύπριοι παρὰ τὶς τόσες κατακτήσεις καὶ τὰ βάσανα ποὺ ὑπέστη τὸ νησί τους, αὐτοὶ διατήρησαν τὰ πάντα ἀνόθευτα ἑλληνικά», δηλαδὴ γλώσσα καὶ θρησκεία καὶ ἤθη καὶ ἔθιμα, τοῦτο ἀποδεικνύει ἕνα πράγμα. «Ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι ἀνεξολόθρευτος». Ἀνεξολόθρευτος ὁ Ἑλληνισμός. Καὶ ὀρθόδοξος. Τοῦτο τὸ συμπέρασμα ἂς τὸ προσέξουμε καὶ ἐμεῖς. Οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τούτου τοῦ εὐλογημένου, προνομιούχου καὶ μαρτυρικοῦ ἐξ αἴτιας τῶν ἁμαρτιῶν μας, νησιοῦ, ἂς μὴ πλανώμεθα. Καὶ ἂς μὴ μᾶς παρασύρουν τὰ κοάσματα μερικῶν ξενόφερτων τὸν τελευταῖο καιρὸ φωνῶν. Ἕλληνες χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι γεννηθήκαμε. Ἕλληνες χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι ἂς μείνουμε. Πιστοὶ μέχρι θανάτου. Μαζὶ μὲ τὸν ποιητὴ «εὐκαίρως ἀκαίρως», ἂς ψάλλουμε καὶ ἐμεῖς τῆς νήσου μας τὸν ὕμνο:
Μέσα στὸ πέρασμα τῶν χρόνων γνώρισε μύριες συμφορὲς
ἀφέντες ἄλλαξε δεκάδες καρδιὰ δὲν ἄλλαξε ποτές.
Ἐλληνικ' ἦταν ἡ καρδιά της Ἐλληνικ' εἶναι κι ἡ ψυχὴ
Κι ὅσο θὰ στέκει αὐτὸς ὁ κόσμος ἡ Κύπρος θὰ 'ναι Ἑλληνική!
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων σου, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίται καὶ ἐν σώματι ἄγγελοι καὶ θαυματουργοὶ γεγονότες θεοφόροι Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίων ὅσιοι· νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐρανίων χαρισμάτων αὐτουργοί· ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ πλουσίως ἐδέξασθε. Δόξα τῷ ἐνδυναμώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Ἡ Ἁγία Ursula (Βρεταννίδα)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς Ἁγίας της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ὁ Ἅγιος Finan (Ἰρλανδός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Mέγας Συναξαριστής
Λίγα χιλιόμετρα πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ δαντελωτὴ ἀκρογιαλιὰ τῆς Κερύνειας καὶ σὲ ὕψος δυὸ χιλιάδες περίπου πόδια ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας ὀρθώνεται ἕνα γιγαντιαῖο ὕψωμα ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ὀροσειρὰ τοῦ Πενταδάκτυλου. Στὴν κορυφὴ τοῦ ὑψώματος αὐτοῦ μὲ τὴν πανοραμικὴ θέα εἶναι κτισμένο ἀπὸ χρόνια ἕνα φρούριο, τὸ γνωστὸ φρούριο τοῦ Ἁγίου Ἰλαρίωνα.
Γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ φρουρίου στοὺς ἀγῶνες τοῦ νησιοῦ γιὰ ἐλευθερία καὶ τὶς παραδόσεις καὶ τοὺς θρύλους ποὺ ἔχουν δημιουργηθεῖ γύρω ἀπ’ αὐτό, πολλὰ εἰπώθηκαν καὶ γράφηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰλαρίωνα ὅμως τὸν μεγάλο ἐρημίτη καὶ ἀσκητή, ποὺ μὲ τὸ ὄνομά του, τὸ ὕψωμα τοῦτο μπῆκε στὴν ἱστορία, πολὺ λίγα ἔχουν γραφεῖ καὶ σὲ πολὺ πιὸ λίγους εἶναι γνωστά.
Τὴν παράλειψη αὐτὴ, ἀπαράδεκτη γιὰ χριστιανοὺς ὀρθοδόξους ποὺ κατοικοῦν μία νῆσο μ’ ἕνα τόσο τιμητικὸ προσωνύμιο — «Νῆσος τῶν Ἁγίων» – ἐπιθυμοῦν νὰ θεραπεύσουν οἱ γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Θεωροῦμε τὴν πράξη τούτη σὰν ἕνα χρέος. Χρέος ὄχι μονάχα σ’ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς χρέος σ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν καὶ θέλουν καὶ ἀναζητοῦν γιὰ τὴν ζωὴ τοὺς πρότυπα. Ναί! Πρότυπα ἠθικὰ ποὺ νὰ τὰ πλησιάσουν καί, κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, νὰ τὰ μιμηθοῦν.
Καὶ ὁ Ἅγιος Ἱλαρίων ποὺ μᾶς ἦρθε ἀπ’ ἔξω καὶ ἔζησε καὶ κοιμήθηκε στὸν τόπο μας, εἶναι ἕνα τέτοιο πρότυπο γιὰ ὅλους. Πρότυπο πίστεως καὶ ὑπακοῆς στὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ πρότυπο ἀγωνιστικότητας καὶ γνήσιας ἀρετῆς. Μιὰ γρήγορη ματιὰ στὶς κύριες πτυχὲς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ ἀποδείξει.
Ὁ ἰσάγγελος αὐτὸς ἅγιος, σύγχρονος τῶν Μεγάλων Βασιλέων καὶ Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ
Ἑλένης, γεννήθηκε στὴν κωμόπολη τῆς Παλαιστίνης τὴν Θαβαθᾶ, ποὺ βρίσκεται πέντε περίπου μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη τῶν Φιλισταίων, τὴν Γάζα. Οἱ γονεῖς του, πλούσιοι εἰδωλολάτρες φρόντισαν ἀπὸ νωρὶς νὰ δώσουν στὸ παιδὶ τους μιὰ ξεχωριστὴ μόρφωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ μικρὸ ἔσπευσαν νὰ τὸν ἀποχωρισθοῦν καὶ νὰ τὸν στείλουν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν τότε ἕνα μεγάλο κέντρο Ἑλληνικῶν σπουδῶν. Σὲ μία ἀπὸ τὶς ὀνομαστὲς Σχολὲς τῆς πόλεως αὐτῆς φρόντισε ὁ μικρὸς Ἱλαρίων νὰ ἐγγραφεῖ καὶ μ’ ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσει τὰ μαθήματά της. Ὁ πόθος του ὅμως νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια ὁδήγησε κάποτε τὰ βήματά του καὶ σὲ χριστιανικὲς συγκεντρώσεις.
Ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, ἡ εὐγένεια καὶ ἡ καλοσύνη τους, τὸ ἐνδιαφέρον τους νὰ ἐξυπηρετήσουν τοὺς ἄλλους μὲ κάθε ἀνιδιοτέλεια καὶ προθυμία τοῦ ἔκαμαν ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ξεχωριστῆ ἐντύπωση. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἁγνὰ ἤθη κι ἔθιμά τους καὶ ἡ ὅλη τους ἀρετὴ τοῦ σκλάβωσαν τὴν ψυχὴ καὶ ἄναψαν μέσα του θερμὸ τὸν ζῆλο νὰ γνωρίσει καλύτερα τὴν πηγὴ τῆς τροφοδοσίας τους. Ἔτσι ὁ φιλομαθὴς νέος ἐπεδίωξε νὰ ἔρθει σ’ ἐπαφὴ μὲ σημαίνοντας χριστιανοὺς καὶ ἀπὸ ὑπεύθυνα πρόσωπα νὰ μάθει τὶς ἐπιταγὲς τῆς νέας πίστεως. Ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ ὅσα ἄκουε καὶ ὁ ζῆλος του νὰ γνωρίσει περισσότερα, προχωροῦσε μέρα μὲ τὴ μέρα γιὰ νὰ καταλήξει κάποτε στὴν ἀποδοχὴ τῆς νέας θρησκείας καὶ νὰ βαπτισθεῖ.
Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία τοῦ ἁγνοῦ νέου τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ φόρεσε τὸν λευκὸ χιτώνα τοῦ βαπτίσματος, ὑπῆρξε ἀφάνταστα μεγάλη. Μιὰ ἀπόδειξη τούτης τῆς χαρᾶς εἶναι καὶ ἡ πλούσια χρηματικὴ προσφορά του γιὰ χάρη τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὁ νεοπροσήλυτος χριστιανὸς ρίχτηκε μὲ πιὸ πολὺ κέφι στὸν ἀγώνα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γίνηκε ὁ ἀγαπημένος του σύντροφος καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἐνάρετων ἀνδρῶν, ποὺ μελετοῦσε στὰ ἱερὰ κείμενα, ἦταν ἐκείνη ποὺ προσπαθοῦσε καὶ ὁ ἴδιος νὰ μιμηθεῖ καὶ ἀκολουθήσει. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τὸν συνεῖχε κυριολεκτικά. Πόθος του ἕνας:
Ν’ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ καθετὶ ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσε δεμένο μὲ τὰ ὑλικά, τὰ γήινα καὶ ἐλεύθερος νὰ τραβήξει τὸν δύσκολο, μὰ εὐλογημένο δρόμο, ποὺ φέρει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό.
Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ σ’ ὅλη τὴν Αἴγυπτο κυριαρχοῦσε ἡ φήμη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Μορφωμένοι καὶ ἀγράμματοι μιλοῦσαν μὲ σεβασμὸ γιὰ τὴ θεοσέβεια τοῦ ξακουστοῦ ἀσκητῆ. Κοντὰ σ’ αὐτὸν ὁ ζηλωτὴς νέος ἐπιθύμησε νὰ μαθητεύσει ἔστω καὶ γιὰ λίγο.
Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἕνα πρωὶ ἄφησε τὴν πολυθόρυβη πόλη καὶ τράβηξε στὴν ἔρημο. Βρῆκε τὸν Ἅγιο ἐρημίτη καὶ ἔμεινε κοντά του ἀρκετὸ καιρό. Στὸ διάστημα αὐτὸ σὰν τὴ μέλισσα ρούφηξε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τῆς ἀσκήσεως ὅτι καλὸ μπόρεσε νὰ δεῖ καὶ ν’ ἀκούσει μὲ ἀποτέλεσμα ἡ καρδιά του νὰ σκλαβωθεῖ ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς ἄλλης, τῆς μακαριᾶς ζωῆς.
Πλησίον στὸν πολύπειρο ἀγωνιστὴ τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς ἔμαθε ὁ ἁγνὸς νέος νὰ ζεῖ σὲ μία θεϊκὴ ἀνάταση. Ἡ ζωντανὴ προσευχή, ἡ προσεκτικὴ μελέτη, ἡ ἀνάλογη περισυλλογὴ καὶ ὁ αὐστηρὸς αὐτοέλεγχος ἦταν ἡ καθημερινὴ ἀπασχόλησή του. Μὲ τὰ μέσα τοῦτα τὰ πνευματικὰ ὁ ζηλωτὴς νέος ἀγωνίστηκε ν’ αὐξήσει τὶς διανοητικές του δυνάμεις καὶ νὰ ἀποκτήσει σιγά – σιγὰ τὰ ἐφόδια ποὺ χρειαζόταν γιὰ τοὺς κατοπινούς του ἀγῶνες. Ἐδῶ συνήθισε ἀκόμη ν’ ἀξιοποιεῖ τὸν χρόνο του καὶ νὰ ἱεραρχεῖ τὶς ἀνάγκες του. Ἔτσι ἔγινε ἕνας θεοκεντρικὸς ἄνθρωπος. Κύριο σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του ἔβαλε ν’ ἀρέσει στὸν Θεό. Καὶ ὅλες του οἱ δυνάμεις, ὅλες του οἱ προσπάθειες, ὅλοι του οἱ ἀγῶνες σὲ τοῦτο καὶ μόνο στράφηκαν: Στὸ πῶς νὰ καλλιεργήσει μέσα του τὸ «κατ’ εἰκόνα», γιὰ νὰ ἐπιτύχει «τὸ καθ’ ὁμοίωσιν». Στὸ πῶς ν’ ἀναπτύξει τὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἐπροίκισε ὁ Πανάγαθος Θεός, γιὰ νὰ ἐπιτύχει νὰ γίνει κάποια μέρα γνήσια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἀρετῆς. Ἕνας Ἅγιος.
Μὲ τούτη τὴν ἀπόφαση καὶ τοῦτο τὸν πόθο καὶ σκοπὸ ὡς θησαυρὸ πολύτιμο στὴν ψυχὴ του ἀποχαιρέτησε κάποιο πρωινὸ τὸν πνευματικό του πατέρα καὶ καθοδηγητὴ τῆς ἐρήμου Ἀντώνιο καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα του. Ποθοῦσε νὰ δεῖ τοὺς γονεῖς του, γιατί ἔμαθε πὼς δὲν ἦσαν καλὰ στὴν ὑγεία. Καὶ ἀκόμη ἤθελε νὰ τακτοποιήσει καὶ μερικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, ποὺ ἦσαν ἐκκρεμῆ.
Σὰν ἔφθασε, πῆγε καὶ κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του. Κάποιος γείτονας ποὺ ἄκουσε τὸ κτύπημα, βγῆκε καὶ τοῦ εἶπε πὼς τόσο ὁ πατέρας ὅσο καὶ ἡ μητέρα του εἶχαν ἐδῶ καὶ ἀρκετὸ καιρὸ φύγει ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο. Λυπημένος ὁ φιλόστοργος νέος καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν γείτονα τράβηξε πρὸς τὸ κοιμητήριο. Πάνω ἀπὸ τὸ χῶμα τοῦ τάφου ποὺ σκέπαζε τ’ ἀγαπημένα πρόσωπα, γονάτισε. Γιὰ ὦρες ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος μὲ ἱερὴ κατάνυξη.
Στὴν πατρίδα του ὁ ἐραστὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς δὲν στάθηκε γιὰ πολύ. Ἀφοῦ μοίρασε τὴν πατρικὴ περιουσία στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀποχαιρέτησε τοὺς γνωστούς, ἀνεχώρησε. Γεμάτος ἀποφασιστικότητα προχώρησε γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ του. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται καὶ ἐγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλατ. στ’ 14) ἀντηχοῦσαν δυνατὰ μέσα του καὶ τοῦ γέμιζαν τὴν ψυχὴ ἀπὸ ἀληθινὴ εὐτυχία. Ὅλος ὁ κόσμος μὲ τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς μὰ καὶ τὰ Πλούτη καὶ τὶς ἡδονὲς καὶ ὅλα τὰ θέλγητρά του σταυρώθηκαν καὶ νεκρώθηκαν γιὰ τὸν εὐγενικὸ νέο. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν τραβήξει ἢ νὰ τὸν συγκινήσει. Μὰ καὶ κανένα ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέγονται ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν δελεάσει καὶ νὰ τοῦ μεταλλάξει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸν Σωτήρα Χριστό. Καύχηση καὶ χαρά του ἦταν μόνο Αὐτός, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μὰ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων ἐκείνων ποὺ θὰ πίστευαν σ’ Αὐτόν. Τὸ ὄνομά Του ἀνέλαβε νὰ κηρύξει. Καὶ τὸ κηρύττει παντοῦ.
«Οὐκ ἐστὶν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία, οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὢ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’ 12). Κανένα ἄλλο πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία. Κανένα ἄλλο ὄνομα δὲν ἔχει δοθεῖ ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Μόνο ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτήρ. Σ’ Αὐτὸν ἂς πιστέψουμε ὅλοι. Αὐτὰ μὲ παρρησία καὶ ζωντάνια κηρύττει παντοῦ ὁ νέος Ἱεραπόστολος. Καὶ τὸ κήρυγμά του συγκινεῖ καὶ ἐνθουσιάζει. Μὰ καὶ πείθει καὶ οἰκοδομεῖ. Ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ κατοικοῦσαν στὶς περιοχὲς ἐκεῖνες τῆς Γάζας καὶ τῆς Νότιας Παλαιστίνης δέχτηκαν τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας χάρη στὸν Ἅγιο καὶ ἔγιναν χριστιανοί. Ἀλλὰ καὶ οἱ αἱρετικοὶ ποὺ ζοῦσαν στὰ μέρη ἐκεῖνα, στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου βρῆκαν τὸν σθεναρὸ καὶ ἀκαταμάχητο πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀφοῦ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὁ ζηλωτὴς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο. Ἐκεῖ κοντὰ στὸ λιμάνι τοῦ Μαϊουμᾶ προχώρησε καὶ ἔστησε τὸ ἡσυχαστήριό του. Τριάντα ἑπτὰ χρόνια πέρασε στὸ μέρος αὐτό. Τριάντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια αὐστηρῆς ἀσκήσεως.
Ἕνας τρίχινος σάκος, ποὺ ταλαιπωροῦσε τὸ κορμί του, ἦταν τὸ φόρεμά του χειμώνα – καλοκαίρι. Στὸν λαιμὸ ἔφερε μία δερμάτινη λωρίδα, δῶρο τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Κατοικία του εἶχε μία σπηλιὰ μ’ ἕνα στενότατο κελί. Καὶ τροφή του λίγα ξερὰ σύκα καὶ μερικὰ ἀγρία χόρτα. Μὲ τὴν αὐστηρή του τούτη ἐγκράτεια, ἀλλὰ καὶ τὴν θερμὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν συνεχὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀγωνιζόταν κάθε μέρα γιὰ ἕνα πράγμα μόνο:
Στὸ πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Θεό.
Σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ δοκιμάζεται στὴ φωτιά, ἔτσι καὶ αὐτὸς δοκιμάστηκε τοῦτο τὸν καιρὸ ἀπὸ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε νὰ τοῦ ἔρθουν γιὰ προσωπική του ὠφέλεια καὶ δοκιμή. Ὅμως μὲ τὸ νὰ ἔχει τὴν σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καρδιά του καθαρὴ ἀπὸ κάθε ἀκάθαρτο λογισμὸ κατόρθωσε καὶ τοὺς πειρασμοὺς νὰ ξεπεράσει καὶ αὐτὸς ἀπρόσβλητος νὰ μένει. Κάτι περισσότερο. Πέτυχε νὰ γίνει ἡ ψυχή του κατοικητήριο Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε τίποτα στὸν κόσμο νὰ μὴν τὸν φοβίζει καὶ νὰ μὴ τὸν ταράσσει.
Τὸ παρακάτω περιστατικὸ εἶναι ἐνδεικτικό του θάρρους καὶ τῆς τόλμης ποὺ διέκρινε τὸν Ὅσιο.
Κάποτε ἐκεῖ στὴν ἐρημιά, στὴν ἀρχὴ ποὺ πῆγε, μιὰ συμμορία ἀπὸ ληστὲς τὸν εἶχε ἐπισημάνει καὶ τὸν πλησίασε μὲ κακὲς διαθέσεις.
- Τί θὰ ἔκαμνες, καλόγηρε, ἂν ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ ποὺ εἶσαι μόνος, σοῦ ἐπετίθεντο ληστές; τὸν ρώτησε μὲ προσποιητὴ ἀφέλεια ὁ ἀρχηγός τους.
- Τί ἔχει νὰ φοβηθεῖ ἕνας γυμνὸς σὰν καὶ ἔμενα; ἀπήντησε μὲ πραότητα κι ἀταραξία ὁ ἐρημίτης.
- Καὶ ἂν σὲ σκοτώσουν; πρόσθεσε ὁ ληστής.
- Ὁ θάνατος δὲν φοβίζει ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει, ξανάπε ὁ ἐρημίτης. Ὁ θάνατος κλείει τούτη τὴν ζωὴ τὴν προσωρινή. Μὰ ἀνοίγει τὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια, τὴν πραγματική. Σ’ αὐτὴν βαδίζουμε ὅλοι.
Τὰ λόγια του αὐτὰ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποίο τὰ εἶπε ἔκαμαν τοὺς ληστὲς σκεφτικούς. Ἀπομακρύνθηκαν σιωπηλοί, γιὰ νὰ ξαναγυρίσουν σὲ λίγο. Κάθισαν μπροστὰ στὸ κελί του καὶ ἄρχισαν νὰ ζητοῦν ἀπὸ αὐτὸν πιὸ πολλὲς ἐξηγήσεις. Στὸ τέλος ὁμολόγησαν τὸν σκοπό τους καὶ μὲ δάκρυα γονάτισαν μπροστά του καὶ ζήτησαν συγχώρηση. Ὁ Ἅγιος τοὺς συγχώρησε καὶ ἐξακολούθησε τὴν διδασκαλία του. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη συνεχίστηκαν οἱ ἐπισκέψεις μὲ ἀποτέλεσμα στὸ τέλος νὰ πιστέψουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν ὄχι μονάχα αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ὁμοεθνείς τους ποὺ κατοικοῦσαν στὴν πόλη τῆς Ἰδουμαῖας, Ἐλούζη. Ἔτσι ὁ Ἅγιος πῆρε τὸν τίτλο: Ἀπόστολος τῶν Σαρακηνῶν.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου διαδόθηκε τόσο πολύ, ὥστε νωρὶς πλήθη ἀπὸ μοναχοὺς συγκεντρώθηκαν γύρω του, γιὰ ν’ ἀκοῦνε τὰ λόγια του καὶ νὰ ἔχουν τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πολλὰ μοναστήρια φύτρωσαν σὲ ὅλη ἐκείνη τὴν περιοχή. Γιὰ τοῦτο δίκαια θεωρεῖται ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς ὡς ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Παλαιστίνη, καθὼς καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Αἴγυπτο.
Στὴ μεγάλη φήμη τοῦ Ἱλαρίωνα, πολὺ συνέβαλε καὶ τὸ θαυματουργικό του χάρισμα. Πολλά, πάρα πολλὰ θαύματα ἀναφέρονται σ’ αὐτόν. Θεραπεῖες διαφόρων ἀσθενειῶν καὶ δαιμονισμένων.
Ἡ ἀγάπη του σὲ ὅσους ἔπασχαν ἀπὸ κάτι ἦταν συγκινητική. Ἕνα πράγμα δὲν ἀνεχόταν ὁ καλοκάγαθος ἐρημίτης: Τὴν πλεονεξία καὶ τὴ φιλαργυρία στοὺς μοναχούς.
Σὰν παρατηροῦσε μία τέτοια ἀδυναμία σὲ κάποιον, τότε ὁ Ἅγιος φρόντιζε νὰ καλέσει ἐκεῖνον τὸν μοναχὸ κοντά του καὶ νὰ τὸν συμβουλέψει. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος περιφρονοῦσε τὶς συμβουλές του καὶ συνέχιζε νὰ διατηρεῖ τὸ πάθος του, τότε κι αὐτὸς ἔσπευδε νὰ διακόψει κάθε σχέση καὶ ἐπαφὴ μαζί του. Κάτι περισσότερο. Ἀρνιόταν καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ νὰ πάρει κάτι, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸν κῆπο του. Ἕνα λάχανο, γιὰ παράδειγμα ἢ ἕνα καρπό.
Μιὰ φορὰ ἕνας τέτοιος φιλάργυρος μοναχός, ποὺ παρὰ τὶς ὑποδείξεις τοῦ Ἁγίου, συνέχιζε νὰ μένει ἀδιόρθωτος, ἔστειλε λάχανα σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὸν κῆπό του, γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσει.
Στὸν μαθητή του Ἠσύχιο ποὺ ἔφερε τὸ δῶρο γιὰ νὰ τὸ δείξει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸ καμαρώσει, ὁ συνεπὴς στὶς ἀρχές του ἀσκητὴς εἶπε: Βρωμοῦν αὐτὰ τὰ λάχανα, Ἠσύχιε, βρωμοῦν...
– Τὰ ἔχω πλύνει καλά, Ἀββᾶ, ἐξήγησε ὁ μαθητής.
– Καὶ ὅμως σὲ βεβαιώνω πὼς βρωμοῦν, ἐπανέλαβε ὁ Ἅγιος. Βρωμοῦν ἀπὸ φιλαργυρία!
Καὶ δὲν τὰ ἄγγισε. Ναί! δὲν δέχτηκε νὰ τ’ ἀγγίσει.
Ὑπερβολικὴ αὐστηρότης θὰ ποῦν μερικοί. Συνέπεια λέγουμε ἐμεῖς. Συνέπεια! Τὸ στοιχεῖο ποὺ λείπει ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν συγχρόνων χριστιανῶν. Ἡ ἀρετὴ ποὺ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα σήμερα καὶ νὰ γίνει ἀχώριστος σύντροφος τῆς ὅλης ζωῆς μας, ἂν θέλουμε νὰ μὴ νοθευτεῖ περισσότερο καὶ νὰ καταντήσει ἀγνώριστη ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας μὲ τὶς συνεχεὶς ὑποχωρήσεις μας καὶ τὶς σκοπιμότητές μας.
Οἱ καθημερινὲς ἐπισκέψεις στὸ κελὶ τοῦ Ἅγιου γιὰ θεραπεία καὶ συνομιλία μ’ αὐτὸν εἶχαν γίνει τόσες πολλὲς μὲ τὸν καιρό, ποὺ ὁ μακάριος ἀσκητὴς πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ φύγει ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο. Καὶ τὸ ἔκαμε.
Παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν γνωστῶν του, ποὺ μὲ δάκρυα τὸν προέπεμψαν στὸ τέλος, ὁ Ἱλαρίων στὴν ἡλικία τῶν 63 περίπου χρόνων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Στὴν ἀρχὴ κατευθύνθηκε στὴν Αἴγυπτο. Μὲ συνοδεία μερικοὺς μαθητές του προχώρησε καὶ ἔφτασε στὸ ἀναχωρητήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ μεγάλος ἐρημίτης εἶχεν ἤδη πεθάνει. Δύο μαθητές του ἀνέλαβαν τὴν ξενάγησή τους. Μὲ βαθιὰ συγκίνηση ὁ Ἱλαρίων καὶ οἱ συνοδοί του ἐπισκέφθηκαν καὶ στάθηκαν στὰ μέρη ποὺ ὁ θεμελιωτὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς συνήθιζε νὰ προσεύχεται, νὰ ἐργάζεται, νὰ ἀπασχολεῖται...
Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες παραμονή τους στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὁ Ἅγιος προχώρησε μὲ τὴν συνοδεία του καὶ ἀπὸ τὴ μία ἔρημο στὴν ἄλλη κατέβηκε σὲ μία παραλιακὴ πόλη τῆς Λιβύης, τὴν Ἄβασσο.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνέβηκε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361 – 363). Οἱ Ἀρειανοὶ ποὺ ἀναθάρρησαν ἀπὸ τὴ στάση τοῦ αὐτοκράτορα ἄρχισαν ν’ ἀναζητοῦν τὸν Ἅγιο γιὰ νὰ τὸν κακοποιήσουν. Ὁ Ἱλαρίων σὰν τὸ ἔμαθε, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ πλοῖο πέρασε στὴν Σικελία καὶ μετὰ στὴν Δαλματία.
Τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔκανε στὰ μέρη ποὺ περνοῦσαν, προσείλκυαν καθημερινὰ στὸν τόπο ποὺ διέμενε πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Τοῦτο ὅμως ἐμπόδιζε τὸν Ὅσιο νὰ χαρεῖ τὴ θεόγνωστη ἡσυχία ποὺ διψοῦσε. Γι’ αὐτό, κάποια μέρα ποὺ βρῆκε ἕνα πλοῖο ποὺ ταξίδευε στὴν Κύπρο, μπῆκε μέσα γιὰ τὸ νησί.
Στὸ ταξίδι ἕνα πλοῖο ληστρικὸ τοὺς κυνήγησε. Οἱ ταξιδιῶτες, ποὺ τὸ εἶδαν, τρόμαξαν κυριολεκτικὰ καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε. Ὁ Ἅγιος ὅμως τοὺς ἐνίσχυσε καὶ στὸ τέλος τοὺς ἔσωσε. Τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἐχθρικὸ πλοῖο τοὺς πλησίαζε καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ τοὺς κτυπήσει, ὁ Ἱλαρίων ἔριξε μία πέτρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ πλοῖα. Ἕνα τεῖχος ὀρθώθηκε μπροστὰ στοὺς ληστὲς ποὺ δὲν τοὺς ἄφησε νὰ προχωρήσουν. Ἔτσι ἀσφαλισμένο πιὰ τὸ πλοῖο μὲ τὸν Ἅγιο συνέχισε τὸ ταξίδι του καὶ ἔφτασαν στὴν Πάφο.
Ἡ πόλη, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νεόφυτος, ἦταν τότε καταστρεμμένη ἀπὸ σεισμοὺς ἐξ αἴτιας τῆς ἀσέβειας τῶν κατοίκων της. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ καὶ ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια συνέχισε ὁ Ἅγιος τους ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ στὸ μέρος αὐτὸ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται πολλοὶ γιὰ θεραπεία, δυὸ χρόνια μόνο ἔμεινε στὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε καὶ ἔφτασε στὸ μεγάλο καὶ δύσβατο βουνό, μὲ τὰ πανύψηλα δένδρα καὶ τὰ πολλὰ νερά. Μὰ καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος κατὰ τὴν παράδοση στὴν «θεὰ τοῦ ἔρωτα». Στὸν τόπο αὐτὸ ἔστησε ὁ Ἅγιος τὸ ἡσυχαστήριό του. Πέντε χρόνια ἔζησε ἐκεῖ. Χρόνια δημιουργικά, εὐλογημένα.
Μὲ τὴν διδασκαλία του τὴν ζωντανὴ καὶ τὰ πολλὰ τοῦ θαύματα σιγά – σιγὰ ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἐκτοπίσθηκε καὶ τὴν θέση της πῆρε ἡ ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ.
Στὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα χρόνων ὁ θαυματουργὸς ἀσκητὴς ἀρρώστησε. Ἀφοῦ κάλεσε κοντά του τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ τὰ συνεβούλεψε νὰ μένουν πιστὰ μέχρι θανάτου στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τὰ εὐλόγησε καὶ ἀφῆκε τὴν ἁγνὴ ψυχή του νὰ μεταπηδήσει στοὺς πάμφωτους κόσμους τοῦ οὐρανοῦ (371 μ.Χ.).
Οἱ Κύπριοι θρήνησαν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν ἀγαπημένο τους ἐρημίτη καὶ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμὲς τὸ σκήνωμά του στὸν χῶρο ἐκεῖνο.
Δυστυχῶς τὸ λείψανο τοῦ μεγάλου θαυματουργοῦ δὲν ἔμεινε γιὰ καιρὸ στὸ νησί μας. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Παλαιστίνης, σὰν ἔμαθαν τὸν θάνατο τοῦ Ὁσίου, ἔστειλαν ἐδῶ τὸν μαθητή του Ἠσύχιο, ὁ ὁποῖος μὲ τρόπο ἀνέσκαψε τὸν τάφο. Χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθεῖ κανένας πῆρε τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ μετέφερε στὴν Παλαιστίνη. Ἐκεῖ οἱ χριστιανοὶ τὰ ἐναπέθεσαν μὲ ξεχωριστὲς τιμὲς στὴ Μονὴ τοῦ Μαϊουμᾶ.
Ὅμως ἂν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ μεγάλου ἀσκητὴ ἀφαιρέθηκαν καὶ μεταφέρθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὸ φιλόξενο νησὶ τῆς Κύπρου, ποὺ ὁ ἴδιος διάλεξε γιὰ ἐπίγεια κατοικία του, ἡ πνευματικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου παραμένει στὴ μαρτυρική μας πατρίδα. Παραμένει μὲ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται ἀκόμη καὶ σήμερα στὸν τόπο ὅπου θάφτηκε ἀρχικά. Παραμένει ἀκόμη μὲ τοὺς ναοὺς ποὺ ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὴν χάρη του καὶ τὶς πάμπολλες εἰκόνες του ποὺ εἶναι ἐγκατεσπαρμένες στὸ νησί μας.
Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν μία ζωντανὴ πνευματικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου στὸν τόπο μας. Γιατί ὅλα αὐτά μας μιλοῦν γιὰ τὸν φλογερὸ καὶ ἀκατάβλητο ἀγωνιστὴ τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς. Τὸν ἀγωνιστὴ μὲ τὴν Ἁγία ζωή, τὴν ζωὴ τῆς συνέπειας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ. Τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ πάλεψε καὶ νίκησε τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ ζητάει καὶ θέλει μιμητές. «Μιμητοί μου γίνεσθε καθὼς καγῶ Χριστοῦ» μας φωνάζει. Θὰ θελήσουμε οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τοῦ πονεμένου αὐτοῦ νησιοῦ ν’ ἀφουγκρασθοῦμε καὶ ν’ ἀκούσουμε τὴν σωστικὴ τούτη πρόσκληση; Θὰ θελήσουν πρὸ παντὸς οἱ νέοι του καιροῦ μας νὰ τραβήξουν κόντρα στὸ ρέμα τῆς σαρκολατρείας γιὰ νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀνώτερη, μιὰ ζωὴ ἁγνή, καὶ ἀληθινὰ χριστιανική; Τὸ εὐχόμαστε μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς. Τοὶς τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίωνος πρεσβείαις ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐγκρατείας τῇ αἴγλῃ λαμπρυνθεὶς τὴν διάνοιαν, ἤστραψας θαυμάτων ἀκτῖνας Ἱλαρίων Πατὴρ ἡμῶν, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, καὶ στῦλος εὐσεβείας θεαυγής, καταυγάζων τῇ ἐνθέῳ σου βιοτῇ, τοὺς πίστει προσιόντας σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος.
Ὡς φωστῆρα ἄδυτον, τοῦ νοητοῦ σε Ἡλίου, συνελθόντες σήμερον, ἀνευφημοῦμεν ἐν ὕμνοις· ἔλαμψας, τοῖς ἐν τῷ σκότει τῆς ἀγνωσίας, ἅπαντας, ἀναβιβάζων πρὸς θεῖοv ὕψος, Ἱλαρίων τοὺς βοῶντας· χαίροις ὦ Πάτερ, τῶν Ἀσκητῶν ἡ κρηπίς.
Μεγαλυνάριον.
῎Ωφθης ὡς ἐλαία καρποτελής, ἐν οἴκῳ Κυρίου, Ἱλαρίων Πατῆρ ἡμῶν, ἔργων σου ἐλαίῳ, φαιδρῶς καθιλαρύνων, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, σὲ μεγαλύνουσαν.
Οἱ Ἅγιοι Γάϊος, Δάσιος καὶ Ζωτικὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ βρίσκονταν στὴ Νικομήδεια καὶ ἀπὸ θεῖο ζῆλο ἐμπνεόμενοι, πῆγαν καὶ γκρέμισαν τὰ εἴδωλα τῶν Ἑλλήνων μέσα στοὺς ναούς.
Ἔπειτα φανερώθηκαν μόνοι τους καὶ ὑπέστησαν φοβερὰ βασανιστήρια. Τοὺς κρέμασαν ἐπάνω σὲ ξύλα καὶ ἔτριψαν τὶς σάρκες τους μὲ πανιὰ ὑφασμένα ἀπὸ τρίχες κατσίκας.
Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔδεσαν πέτρες στὸ λαιμό τους, τοὺς ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἔτσι ὅλοι ἔλαβαν μαρτυρικὸ τέλος.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Ἀσκητὴς ἐν Ἄθῳ
Γεννήθηκε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα στὴ Χρυσούπολη τῆς Μακεδονίας (κοντὰ στὴν Καβάλα), οἱ δὲ γονεῖς του ἦταν ἀπὸ κάποια ἐπαρχία τῆς Μ. Ἀσίας καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν πόλη Ἐλατεία. Γιὰ τὸ φόβο τῶν Ἀγαρηνῶν ἦλθαν στὴν Χρυσούπολη, ὅπου πέθανε ὁ πατέρας, ἀφοῦ γεννήθηκαν τὰ δυὸ παιδιά του.
Τὰ παιδιὰ αὐτὰ τὰ ἅρπαξαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ὁ πόνος τῆς μάνας τους Εὐδοκίας ἦταν μεγάλος καὶ γιὰ νὰ τὸν ἐλαφρύνει, κλείστηκε σὲ γυναικεῖο μοναστήρι. Κάποτε ὅμως, σὲ μιὰ πανήγυρη ἐνὸς ἀνδρικοῦ μοναστηριοῦ συνάντησε τὰ δυὸ παιδιά της καὶ μὲ μεγάλη συγκίνηση ἄκουσε τὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας των, ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἡγουμένου.
Ὁ Θεόφιλος ἔτσι ἦταν τὸ πρῶτο του ὄνομα, ἔδειξε μεγάλη προθυμία στὸ μοναστήρι αὐτὸ καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Φιλόθεος. Κατόπιν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες ἔγιναν παράδειγμα σὲ πολλοὺς ἀδελφούς.
Πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 84 χρονῶν, ἀφοῦ μόρφωσε πνευματικὰ στὸν τόπο ἐκεῖνο πολλοὺς μοναχούς.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας, Στέφανος, Παῦλος καὶ Πέτρος οἱ Μάρτυρες
Στοὺς Συναξαριστὲς ὀνομάζονται νεοφανεῖς Ἅγιοι καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρώνυμου.
Ἀπ’ αὐτοὺς ὁ Ἀνδρέας ἦταν μοναχὸς ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ ἀφοῦ ἔλεγξε τὸν Κοπρώνυμο ἀποκεφαλίστηκε καὶ τάφηκε "ἐν τῇ Κρίσει" (17 Ὀκτωβρίου).
Οἱ δὲ ὑπόλοιποι τρεῖς, μᾶλλον μοναχοὶ καὶ αὐτοί, ἀφοῦ ὑπερασπίστηκαν μὲ σθένος τοὺς ὀρθόδοξους ἱεροὺς κανόνες, ἀποκεφαλίστηκαν ἀπὸ τὸν Κοπρώνυμο.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Ὁσιομάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.
Οἱ Ἅγιοι Θεοδότη καὶ Σωκράτης ὁ Πρεσβύτερος
Ἔζησαν τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Σεβῆρος, καὶ μαρτύρησαν στὴν Ἄγκυρα.
Ἡ Θεοδότη, ἀπὸ εὐγενικὴ οἰκογένεια, ἦταν θαρραλέα στὴν πίστη καὶ ὅπου καὶ ἂν βρισκόταν μιλοῦσε γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ προσπαθοῦσε νὰ αὐξάνει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀφοσιωμένων στὴν λατρεία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ πρεσβύτερος Σωκράτης, ἦταν ἱερέας ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν λειτουργοῦν μόνο, ἀλλὰ καὶ φωτίζουν καὶ οἰκοδομοῦν, στὴν ἀνάγκη μάλιστα εἶναι ἕτοιμοι νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ ποίμνιό τους. Στὴν ἐργασία του αὐτὴ ὁ Σωκράτης, εἶχε πολύτιμο βοηθὸ τὴν εὐσεβῆ Θεοδότη, ποὺ μὲ τὴν διδασκαλία της, προπαρασκεύαζε εἰδωλολάτρισσες γυναῖκες στὴ γνώση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης καὶ στὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
Ἔτσι λοιπόν, καταγγέλθηκαν καὶ οἱ δυὸ γιὰ τὶς ἐνέργειές τους αὐτές, συνελήφθησαν καὶ μὲ ἀπειλὲς καὶ μαρτύρια τοὺς ἐξανάγκαζαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα καὶ ὁ ἱερέας, ἀπέκρουσαν μὲ ἀγανάκτηση τὴν ἀσεβῆ πρόταση, καὶ σφράγισαν τὴν ὁμολογία τῆς πίστης τους μὲ τὸ αἷμα τους, ἀφοῦ ὑπέστησαν θάνατο μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάβαλε.
Ἀθλήσεως αἵμασι, τὴν ἱεράν σου στολήν, ἐνθέως ἐλάμπρυνας, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, τμηθεὶς τὸν αὐχένα σου· ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν ἀθλοφόρον, Σώκρατες σὲ τιμῶμεν, καὶ θερμῶς σοι βοῶμεν· Μὴ παύσῃ καθικετεύων, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τῇ χάριτι, καθωπλισμένος, τὸν ἀγῶνα ἤνυσας, τοῦ μαρτυρίου εὐθαρσῶς, καὶ ἐπαξίως δεδόξασθαι, Ἱερομάρτυς ἀοίδιμε Σώκρατες.
Μεγαλυνάριον.
Τον Ἱερομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, Σωκράτην τὸν θεῖον, εὐφημήσωμεν ἐν ᾠδαῖς, χαίροις ἐκβοῶντες, αὐτῷ ἀπὸ καρδίας, ὁ τὸν Χριστὸν δοξάσας, οἰκείοις αἵμασι.
Ὁ Ἅγιος Εὐκράτης (ἢ Εὔκρατος) ὁ Ὁσιομάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τὸν Ἅγιο Σωκράτη καὶ κατὰ τὴν ἀντιγραφή, ἀπὸ λάθος, νὰ ἔγινε Εὐκράτης).
Ὁ Ὅσιος Βαροῦχ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀζῆς ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Πλαντῖνος
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 115, συνοδευόμενη μὲ αὐτὴ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης καὶ Ἁγίας Μαρίνας τῆς Ραϊθοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου. Ἡ μνήμη του φέρεται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye, χωρὶς βιογραφικὰ στοιχεῖα, παρὰ μόνο μὲ τὴν ἑξῆς φράση: «Μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰακώβου τοῦ γενομένου οἰκονόμου τῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Βαθέος Ρύακος, ὃς ὤρμητο ἐκ τῆς δευτέρας τῶν Καππαδόκων ἐπαρχίας».
Ὁ Ἅγιος Σωκράτης ὁ Ἱερομάρτυρας
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἄλλου δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του αὐτὴ τὴν ἡμέρα.
(Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἅγιο Σωκράτη, ποὺ ἑορτάζεται τὴν ἴδια ἡμέρα μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Θεοδότη).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας
Ἦταν υἱὸς ἱερέα καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γεράκι τῆς Μονεμβασιᾶς.
Τὸ 1770 ὅταν οἱ Ἀλβανοὶ ἦλθαν στὴν Πελοπόννησο, ἔσφαξαν τὸν πατέρα του, καὶ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του, τοὺς ἀπήγαγαν στὴ Λάρισα. Ἦταν τότε ὁ Ἰωάννης 15 χρονῶν. Ἐκεῖ πουλήθηκε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του σὲ κάποιο Τοῦρκο. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Τοῦρκος αὐτὸς δὲν εἶχε παιδιά, θέλησε νὰ υἱοθετήσει τὸν Ἰωάννη ἀφοῦ τὸν ἐξισλαμίσει. Οἱ τεράστιες καὶ ποικίλες προσπάθειες τοῦ Τούρκου γιὰ νὰ ἐξισλαμίσει τὸν Ἰωάννη, δὲν ἔφεραν κανένα καρπό. Ὁ νέος μὲ ὑψηλὸ φρόνημα, διαρκῶς ἔλεγε: «ἐγὼ Τοῦρκος δὲν γίνομαι, ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω».
Τότε ὁ Τοῦρκος, μέσα στὸ σπίτι του, ἄρχισε νὰ βασανίζει σκληρὰ τὸν Ἰωάννη. Τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου τὸν πίεζε νὰ καταλύσει, καὶ μάλιστα εἶχε βάλει καὶ τὴ μητέρα του νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ φάει ἀπὸ τὰ δελεαστικὰ φαγητά. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἀπάντησε: «ἐγὼ εἶμαι γιὸς παπὰ καὶ πρέπει νὰ φυλάττω καλύτερα ἀπὸ τοὺς γιοὺς τῶν λαϊκῶν τοὺς νόμους καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας».
Ἐξαγριωμένος ὁ σκληρὸς Τοῦρκος ἀπὸ τὴν στάση τοῦ Ἰωάννη, τὸν μαχαίρωσε στὴν καρδιά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πεθάνει στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1773.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον γόνον σε, Μονεμβασία, ἀνεβλάστησε, καρποφοροῦντα, Ἰωάννη τὰς τῆς πίστεως χάριτας· τῶν γὰρ πατρῴων θεσμῶν ἀντεχόμενος, τοὺς ἐκ τῆς Ἄγαρ ἀθλήσας κατῄσχυνας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασι, θεοπρεπῶς τεθραμμένος, ἐν ἀθλήσει ἔλαμψας, ὡς εὐπρεπὴς νεανίας· πόνων γάρ, κατατολμήσας, ἰσχύϊ θείᾳ, ἔλυσας, τὰς ἐπινοίας τῶν παρανόμων, καὶ τῷ Λόγῳ Ἰωάννη καθάπερ θῦμα, προσήχθης ἄμωμον.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Μακκαβαίων ἐκμιμητής, Ἰωάννη μάκαρ, μαρτυρήσας ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅθεν συναυλίζῃ, σὺν τούτοις, ἐν ὑψίστοις, ἡμῖν διαπορθμεύων, χάριν σωτήριον.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Χριστοδούλου τοῦ Θαυματουργοῦ
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 16η Μαρτίου ὅπου καὶ ο βίος του. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἱλαρίωνος Ἐπισκόπου Μεγληνίας (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ὅσιος Φίλιππος
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Οἱ Ὅσιοι Βαρνάβας καὶ Ἱλαρίων οἱ Θαυματουργοί
Πόσο εὐλογημένο εἶναι στ’ ἀλήθεια τῆς Κύπρου τὸ νησί! Ναί! Πλούσια εὐλογημένο ἀπ’ τὴν ἀγαθὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ! Καὶ νά! Πρῶτο αὐτὸ μεταξὺ ὅλων τῶν μερῶν τοῦ κόσμου, ὅπως ἀναφέραμε καὶ ἀλλοῦ, δέχτηκε ἀπὸ τρία στόματα ἀποστολικὰ τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας. Πρῶτο αὐτὸ μεταξὺ ὅλων τῶν μερῶν τοῦ κόσμου ἔχει ἀνάλογα μὲ τὴν ἔκτασή του, νὰ παρουσιάσει τόσους Ἁγίους! Πρῶτο ἀκόμη αὐτὸ ἀξιώθηκε τῆς τιμῆς νὰ φιλοξενήσει στοὺς κόλπους του μέχρι τινός, τόσα ἅγια λείψανα!
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παραχώρησε στὸ νησί μας τὴν τιμὴ τὰ ἅγια λείψανα, ποὺ ἀπὸ γειτονικὲς χῶρες ρίχνονταν στὴ θάλασσα ἀπὸ εὐλαβεῖς χριστιανούς, γιὰ νὰ μὴν ἀφανιστοῦν ἀπὸ βέβηλα χέρια, τὰ λείψανα αὐτὰ νὰ ξεβράζονται ἀπ’ τὴν θάλασσα στ’ ἀκρογιάλια τοῦ νησιοῦ μας, καὶ νὰ βρίσκουν ἐδῶ φιλοξενία καὶ τιμὴ καὶ σεβασμό.
Μέσα στὰ λείψανα αὐτὰ περιλαμβάνονται, θησαυρὸς ἀκριβὸς κι ἀτίμητος, καὶ τὰ λείψανα τῶν Ὁσίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος τῶν Θαυματουργῶν.
Τὰ λείψανα αὐτὰ κατὰ τρόπο θαυματουργικὸ μεταφέρθηκαν, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, σὲ κάποιο ἀκρογιάλι τῆς Κύπρου, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ προνομιοῦχο χωριό, τὴν Περιστερώνα τοῦ Μόρφου.
Σ’ αὐτὴν ἀργότερα, πιθανότατα στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰώνα, κτίστηκε καὶ ἡ τρίκλιτος θολωτὴ βασιλικὴ μὲ τοὺς πέντε τρούλους καὶ σὲ σχῆμα σταυροῦ, ποὺ καμαρώνουμε ὡς τὰ σήμερα. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπυστη ἐκκλησία τοποθετήθηκαν τὰ ἅγια λείψανα.
Δυστυχῶς καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους αὐτοὺς πολὺ ὀλίγα γνωρίζουμε. Ἕνας πέπλος μυστηρίου καλύπτει τὴν ζωή τους. Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς στὸ χρονικό του, καθὼς καὶ ὁ Κυπριανὸς στὴν ἱστορία του κατατάσσουν τοὺς Ἁγίους μεταξὺ τῶν 300 λεγομένων Ἀλαμανῶν, ποὺ ἦρθαν στὸ νησί μας μετὰ τὴν Β’ Σταυροφορία καὶ ἀσκήτεψαν σὲ διάφορα μέρη. Μὲ τὴν γνώμη ὅμως αὐτή, ποὺ ὅσο καὶ ἂν φαίνεται πιθανή, συγκρούεται ἡ πληροφορία, ποὺ μᾶς δίνεται τόσο ἀπὸ τὴν παράδοση, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων. Σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται ρητά, πὼς οἱ Ὅσιοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν εὔανδρο Καππαδοκία καὶ ἔζησαν μάλιστα στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 456). Καὶ οἱ δύο Ἅγιοι ἦσαν ἀπὸ εὐγενικὲς οἰκογένειες καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸν στρατὸ τοῦ βασιλιά, στὸν ὁποῖο μάλιστα καὶ διακρίνονταν γιὰ τὸ παράστημά τους, τὴν ἀνδρεία τους καὶ τὴν ὅλη γενικὰ ζωή τους.
Παρὰ τὸ λαμπρὸ μέλλον ποὺ τοὺς ἀνοιγόταν στὴν ὑπηρεσία τους αὐτή, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θεοσεβεῖς ψυχὲς φύτεψαν στὴν ψυχή τους, τοὺς ἔκαμε νωρὶς ν’ ἀφήσουν τὸν στρατὸ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοὺς χαμογελοῦσε καὶ ν’ ἀφιερωθοῦν στὸν Χριστὸ. Πόνος καὶ πόθος καὶ παλμὸς καὶ ἀγώνας τους ἕνας καὶ μόνος : Νὰ εὐαρεστήσουν σὲ Αὐτόν.
Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τούτου τοῦ σκοποῦ ἔσπευσαν οἱ τρισμακάριοι ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ν’ ἀπαρνηθοῦν τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ἡ ματαιότητα, τῶν ἐπιγείων πάντοτε, τοὺς συνετάραττε. Στ’ αὐτιά τους δυνατὰ ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ οἱ λόγοι τοῦ ὑμνωδοῦ: «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὒχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον οὗ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὗ συνοδεύει ἡ δόξα». Ὅλα διαλύονται καὶ χάνονται. Σὰν τὰ φύλλα τοῦ φθινοπώρου μαραίνονται καὶ πέφτουν. Σὰν ἕνα ὄνειρο παρέρχονται καὶ ἐξαφανίζονται. Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ δίνουν τὴν καρδιὰ τους σ’ αὐτὰ καὶ περιμένουν νὰ γευτοῦν ἀπ’ αὐτὰ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Τὰ γνωρίζουν τοῦτα οἱ Ἄγιοι. Γνωρίζουν ἀκόμη ὅτι εἶναι πολλὲς τοῦ πονηροῦ οἱ παγίδες καὶ οἱ πειρασμοί. Γι’ αὐτὸ καὶ σπεύδουν. Ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ σπεύδουν ν’ ἀποδεσμευθοῦν ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θὰ τοὺς ἦσαν ἐμπόδιο στὸν ὄμορφο σκοπό, ποὺ ἔταξαν στὴ ζωή τους. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ ἡ προτροπή του στὸν πλούσιο νεανίσκο ποὺ τὸν ρώτησε τί νὰ κάμει γιὰ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή, τοὺς δείχνει τὸν δρόμο. «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου, τοῦ εἶπεν ὁ Κύριος, καὶ δὸς πτωχοὶς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἀμφιταλάντευση σπεύδουν καὶ αὐτοὶ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκαν καὶ μεγάλωσαν. Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ πώλησαν καὶ τὸ προϊὸν τὸ διαμοίρασαν στοὺς πτωχούς. Ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκαν ἀπομακρύνθηκαν καὶ τοπικῶς καὶ τροπικῶς.
«Τὴν ἐνεγκαμένην ἀφέντες» κατὰ τὸν συναξαριστὴ «καὶ τὸν σταυρὸν ἐπ’ ὤμων ἀράμενοι» ἔφυγαν γιὰ τὸν μονήρη βίο. Ἐρημικοὺς τόπους διαλέγουν, γιὰ νὰ παραμείνουν. Γιατί «τοὶς ἐρημικοὶς ζωὴ μακαρία ἐστι, θεϊκῶ ἔρωτι πτερουμένοις». Δηλαδὴ εὐλογημένη καὶ μακαρία εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνων ποὺ κατοικοῦν σὲ ἔρημα μέρη, μακριὰ ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τὶς παγίδες καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ κόσμου. Εὐλογημένη καὶ μακαρία εἶναι ἡ ζωὴ τους γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν κυριευμένες ἀπὸ θεῖο ἔρωτα κοιτοῦν διαρκῶς πρὸς τὰ ἄνω πρὸς τὸν Θεὸ τὸν Ἅγιο. Τὴν ἀλήθεια αὐτή, ποὺ ἔχει καὶ πάλι τὶς ρίζες της σὲ μία τοῦ Κυρίου μας ὑπόδειξη, τὴν γνωρίζουν πολὺ καλά, ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία οἱ μυριάδες τῶν ἁγίων μορφῶν, ποὺ ἐπότισαν τὴν ἔρημο. Τὴν ἀλήθεια γνωρίζουν ἀκόμη καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ὕστερα ἀπὸ μία περίοδο ἐντατικῆς ἐργασίας ζητοῦν, νὰ ξεκουρασθοῦν «εἰς ἔρημον τόπον».
Εἶχαν ἐπιστρέψει κάποτε οἱ μαθητὲς ἀπὸ μία ἐξόρμηση, ὅταν ὁ Κύριος, ἀφοῦ τοὺς ἤκουσε, τοὺς εἶπε: «Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδὶαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον». Ἐμπρὸς τώρα ἐσεῖς πηγαίνετε σὲ κάποιο ἐρημικὸ μέρος μόνοι σας καὶ ἀναπαυτεῖτε ὀλίγο. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς καλεῖ νὰ πηγαίνουμε μαζί του στὴν ἔρημο. Διαμονὴ στὸ ὕπαιθρο καὶ προσωπικὴ ἐπικοινωνία μὲ Αὐτὸν εἶναι ὑπέροχη εὐκαιρία ἀληθινοὺ ξεκουράσματος. Καιρὸς περισυλλογῆς, ἀλλὰ καὶ ψυχοσωματικῆς ἀναπαύσεως εἶναι οἱ διακοπὲς στὴν ἐξοχή. Μακριὰ ἀπ’ τὴν κίνηση καὶ τὸν θόρυβο. Κάτι περισσότερο. Καιρὸς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Ἰησοῦ! Εὐλογημένες οἱ ψυχὲς καὶ οἱ οἰκογένειες ποὺ κάνουν συχνὰ χρήση μιᾶς τέτοιας ἐξόδου πρὸς τὸν Ἰησοῦ! Εἶναι ἕνας ὑπέροχος τρόπος γιὰ πραγματικὴ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀνάπαυση. Τρισευλογημένες ἀκόμη ἐκεῖνες οἱ ψυχές, ποὺ φροντίζουν, ὥστε ἡ ζωή τους νὰ εἶναι μία ἀδιάκοπη παραμονὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ! Μέσα στὶς ψυχὲς αὐτές, ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ τοῦτο κόσμο, καίει ἀκατάπαυστα ὁ θεῖος πόθος νὰ μένουν κοντά του καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦν. «Τοὶς ἐρημικοίς, ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὔσι τοῦ ματαίου ἐκτός» ψάλλει καὶ ὁ ὑμνωδός.
Τοπικῶς ἀπ’ τὴν ἀγαπημένη πατρίδα εἴπαμε, ἔφυγαν οἱ Ἅγιοί μας. Ἔφυγαν ὅμως καὶ τροπικῶς. Ἐκεῖ στὴν ἐρημιά, ἔργο τους ἔκαμαν τὴν προσευχή, τὴν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄσκηση, τὴν ἀρετή. Μὲ ταπείνωση ἐκεῖ προσφέρουν καθημερινὰ τὸν ἑαυτό τους «θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν τῷ Θεῷ εὐάρεστον» (Ρωμ. ιβ’ 1). Καὶ μία τέτοια ζωὴ ποὺ ἔχει σὰν σκοπό της «τὴν δόξαν καὶ τὸν ἔπαινον τοῦ Θεοῦ», ἔχει καὶ τὸ ἀντίκρυσμά της. «Ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Ἀποκ. β’ 23) ἐπιβραβεύει τοὺς ἐργάτες του. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τοὺς ἀθλητές μας.
Τοὺς ἐδόξασε ἐδῶ στὴ γῆ. Πλεῖστα θαύματα ἐπιτελοῦνται καθημερινὰ στὸν τόπο τῆς διαμονῆς τους στὶς πιστὲς καρδιὲς ποὺ τοὺς ἐπισκέπτονται, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὶς συμβουλές τους καὶ νὰ ἐνισχυθοῦν. Θαύματα μικρὰ καὶ μεγάλα. Κοντά τους βρίσκουν οἱ ἄρρωστοι τοὺς ἰατρούς, οἱ πονεμένοι τὴν ἐλπίδα, «οἱ ἐν θλίψεσι» τὴν παρηγοριά. Ἔτσι περνοῦν οἱ Ἅγιοι ὁλόκληρη τὴν ζωή τους. Μὰ καὶ ὅταν τὰ κουρασμένα κορμιά τους ξεκουράστηκαν στὴν γῆ μὲ τὴν παράδοση τῆς ἁγίας ψυχῆς τους στὸν Κύριο, ἡ θαυματουργικὴ δύναμή τους δὲν σταμάτησε. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ ὁ ἐρχομός τους στὸ νησί μας, γιὰ νὰ συνεχίσουν ἐδῶ «τὰς ἰάσεις καὶ θεραπείας των».
Πότε ἔγινε αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς καὶ γιατί, δὲν γνωρίζουμε. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ἡ Κύπρος μας ἐξ αἴτιας τῆς θέσεώς της στὸ μέσο τοῦ παλαιοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὑπῆρξε πάντοτε τὸ καταφύγιο τῶν χριστιανῶν, ποὺ διώκονταν ἀπὸ τὶς γύρω χῶρες. Μαζί τους οἱ χριστιανοὶ αὐτοί, πρὸ παντὸς μετὰ τὴν κατάληψη τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ ὕστερα, μετέφεραν ἱερὰ λείψανα καὶ εἰκόνες καὶ ἄλλα κειμήλια, γιὰ νὰ τὰ διασώσουν. Πολλὲς φορὲς μάλιστα ἔκαναν καὶ τὸ ἄλλο. Ἔβαζαν ὅτι ἤθελαν νὰ διασώσουν σὲ μία ξύλινη κάσα, τὴν ἔκλειαν προσεκτικὰ μὲ κάποιο σημείωμα καὶ τὴν ἔριχναν στὴν θάλασσα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἦλθαν στὸ νησί μας τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Μάμαντος ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία, Ἐρμογένους ἀπὸ τὴ νῆσο Σάμο καὶ τῶν Βαρνάβα κι Ἱλαρίωνος τῶν θαυματουργῶν.
Ἕνα βράδυ σὲ μία εὐσεβὴ καρδιὰ ἀπὸ τοὺς Σόλους, τὸν Λεόντιο, ὅπως ἀναφέρει τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων, παρουσιάσθηκαν στὸν ὕπνο του οἱ Ὅσιοι καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἀδελφέ, ἀναστᾶς λάβε τὸ ζεῦγος σου καὶ ἐλθὲ εἰς τόπον καλούμενον Στομάτιον, ὅπως ἀγάγης ἡμᾶς ἐνθάδε». Καὶ ὅταν αὐτὸς τοὺς ρώτησε ποιοί εἶναι καὶ ἀπὸ ποὺ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἦλθαν στὸ νησί, οἱ Ἅγιοι τοῦ ἀπεκάλυψαν μὲ λεπτομέρειες τὰ πάντα. Καὶ τὴν πατρίδα τους, καὶ τὰ ὀνόματά τους καὶ τὴν ὅλη ζωή τους. Τοῦ ἐξήγησαν ἀκόμη πὼς «ἐκ θείας δυνάμεως ἀπεστάλησαν ἐν τῇ νήςῳ ταύτη οἰκῆσαι εἰς σύστασιν καὶ βοήθειαν αὐτῆς καὶ εἰς ὑγείαν τῶν νοσούντων ἐν αὐτῇ».
Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ἡ φιλόχριστος ἐκείνη καρδιά, σηκώθηκε φοβισμένη καὶ ἔσπευσε νὰ ἐκτελέσει τὴν ἐντολή. Πῆρε τὸ ζευγάρι τῶν βοδιῶν του καὶ τράβηξε πρὸς τὸ μέρος ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε, «τὸ Στομάτιον» (Στόμα), ποὺ βρίσκεται στὴν παραλία τοῦ Μόρφου ἐκεῖ περίπου ποὺ ἐκβάλλει ὁ ποταμὸς Σερράχης. Καὶ πραγματικά! Κάπου σὲ μιὰ ἄκρη στὴν ἀμμουδιὰ βλέπει σὰν ἔφτασε μία ξύλινη κάσα κλειστή. Πλησιάζει μὲ εὐλάβεια, γονατίζει καὶ κάνει τὴν προσευχή του. Ἀσπάζεται μὲ σεβασμὸ τὴν κάσα ποὺ κλείνει τὸν θησαυρό του κι ὕστερα σηκώνεται καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν βοδιῶν του δοκιμάζει νὰ τὴν σύρει πρὸς τὸ μέρος, ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ. Παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειές του ὅμως ἡ κάσα λὲς καὶ εἶχε ριζώσει στὴ γῆ, δὲν μετεκινεῖτο. Ὅλη νύχτα ἀγωνίζεται μὰ ἄδικα. Καταστενοχωρημένος γονατίζει καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἱκετεύει τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους Του, νὰ τοῦ φανερώσουν τί νὰ κάμει. Τὴν ἑπόμενη νύχτα οἱ Ἅγιοι τοῦ φανερώθηκαν καὶ πάλι καὶ τοῦ εἶπαν:
Ἀδελφέ, «οὐκ εἰρήκαμεν σοι περὶ τοῦ ζεύγους τῶν βοῶν, ἀλλὰ τοῦ ζεύγους τῶν υἱῶν σου». Ἀδελφέ, δὲν σοῦ εἴπαμε νὰ φέρεις τὸ ζευγάρι τῶν βοδιῶν σου, ἄλλα τὰ δύο παιδιά σου. Τρομαγμένος ὁ εὐλαβὴς ἄνθρωπος ξύπνησε καὶ τράβηξε στὸ σπίτι του. Πῆρε τὰ δύο του ἀγόρια καὶ ξαναγύρισε στὸν τόπο, ποὺ βρισκόταν ἡ ἁγία σορός. Μὲ βαθιὰ εὐλάβεια πατέρας καὶ παιδιὰ γονάτισαν, ἀγκάλιασαν μὲ πίστη τὴν ἁγία σορὸ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσαν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους, νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ πραγματώσουν τὴ μετακίνηση. Καὶ ἡ παράκληση εἰσακούσθηκε. Πατέρας καὶ υἱοὶ πῆραν τὴν ἱερὴ κάσα ποὺ περιεῖχε τὰ ἅγια λείψανα καὶ μὲ φόβο Θεοῦ τὴν μετέφεραν στὸν τόπο ποὺ τοὺς εἶχε ὑποδειχθεῖ, τὴν Περιστερώνα! «Ὡς θαυμαστόν, Κύριε, τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ». Ἀπ’ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ ἁγία σορὸς τοποθετήθηκε στὴ γῆ, τὰ θαύματα ἄρχισαν. Θαύματα πολλά! Θαύματα μικρὰ καὶ μεγάλα! Τυφλοὶ ἀναβλέπουν! Δαιμονιζόμενοι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ δαιμόνια! Πρόσωπα βασανιζόμενα ἀπὸ πυρετὸ καὶ ποικίλες ἀρρώστιες θεραπεύονται! Παράλυτοι ἐπὶ χρόνια σηκώνονται καὶ περπατοῦν! Πηγὴ θεραπειῶν ἔγινε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὥστε ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλη τὴ νῆσο νὰ φτάνουν καθημερινὰ προσκυνητές. Πήγαιναν γιὰ νὰ ἐκζητήσουν μὲ βαθιὰ πίστη καὶ εὐλάβεια τὴν βοήθεια καὶ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ὁσίων στὰ προβλήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν. Σὲ λίγο ἕνας περικαλλὴς ναὸς ἀνεγείρεται στὴ μικρὴ πολίχνη. Ὁ ναὸς ποὺ στέκει ὡς τὶς μέρες μας γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν ἐκεῖ μέσα τὰ ἱερὰ λείψανα, γιὰ νὰ διακηρύττουν στοὺς αἰῶνες τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν βεβαίωσή Του: «Τοὺς δοξάζοντες μὲ, δοξάσω!».
Τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς θεραπεῖες τους οἱ Ἅγιοι προσφέρουν σὲ ὅλους. Πτωχοὺς καὶ πλουσίους. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Ἀρκεῖ οἱ ἐπικαλούμενοι νὰ προσέλθουν μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια καὶ πίστη. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο: Κάποτε στὴν χάρη τῶν Ἁγίων ἔφθασε καὶ «ὁ κρατῶν» τὴ νῆσο. Αὐτός, ὅπως ἀναφέρει ὁ συναξαριστής, «νοσῶ πιεζόμενος βαρύτατη, δίκην παραλύτου ὑπὸ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ βασταζόμενος, ὑπεισῆλθε τῶν ἁγίων». Δηλαδὴ βασανιζόμενος ἀπὸ μία βαριὰ ἀρρώστια, ποὺ τὸν καθήλωσε ἀκίνητο στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, μεταφέρθηκε μὲ φορεῖο κρατούμενο ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές του μπροστὰ στὴν ἱερὴ λάρνακα τῶν Ἁγίων. Μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ καὶ μόλις ὁ ἱερέας σήκωσε τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ ἄγγιξε πάνω στὸν ἄρρωστο, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ παράλυτο κορμί, τὸ ἀκίνητο ἀπ’ τὴν ἀρρώστια, πῆρε μονομιᾶς δύναμη καὶ ζωή. Τὰ πόδια κινήθηκαν καὶ ὁ ἄρρωστος ἀπόλυτα θεραπευμένος σηκώθηκε κι ἄρχισε νὰ περπατᾶ. Κάτι παραπάνω. «Τοὶς οἰκείοις ποσὶν ἤλατο, καὶ περιεπάτει σῶος». Πηδώντας ἔτρεξε στοὺς δικούς του τελείως καλά. «Τὶς λαλήσει τᾶς δυναστείας σου, Χριστέ; ἢ τὶς ἐξαριθμήσει τῶν θαυμάτων σου τὰ πλήθη;». Ποιός, Χριστέ μου, μπορεῖ νὰ λαλήσει τὶς θεῖες σου εὐεργεσίες; Ἢ ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀπαριθμήσει τὰ πλήθη τῶν θαυμάτων σου, ποὺ φανερώνουν τὴν ἀνώτερη καὶ θεία δύναμή σου; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Κανένας. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ψελλίσουμε ὅλοι, εἶναι τοῦ ψαλμωδοῦ τὰ λόγια: «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».
Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουμε ἕναν θησαυρό. Καὶ ὅσοι κατοικοῦμε σὲ τοῦτο τὸ νησὶ μαζὶ μὲ τὸν θησαυρὸ ἔχουμε καὶ τοῦτο τὸ προνόμιο. «Εἴμαστε ἀπόγονοι μαρτύρων». Δεκάδες κατακτητὲς πέρασαν ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας. Ἔσφαξαν, γκρέμισαν, ἅρπαξαν, κατέστρεψαν. Τὴν καρδιὰ τῶν πατέρων μας ὅμως δὲν τὴν ἄλλαξαν. Σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ οἱ πατέρες μας κράτησαν τούτη τὴν πίστη, ποὺ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς σήμερα. Σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ κράτησαν ἀκόμη καὶ γλώσσα καὶ θρησκεία καὶ ἤθη καὶ ἔθιμα ἀνόθευτα Ἑλληνικά, ὥστε ἕνας ξένος Βυζαντινολόγος ἱστορικός, ὁ Ὀλλανδὸς Ἔσσελιγκ, ἀπὸ τὴν στάση τῶν πατέρων μας νὰ βγάλει τοῦτο τὸ συμπέρασμα. «Τὸ ὅτι οἱ Κύπριοι παρὰ τὶς τόσες κατακτήσεις καὶ τὰ βάσανα ποὺ ὑπέστη τὸ νησί τους, αὐτοὶ διατήρησαν τὰ πάντα ἀνόθευτα ἑλληνικά», δηλαδὴ γλώσσα καὶ θρησκεία καὶ ἤθη καὶ ἔθιμα, τοῦτο ἀποδεικνύει ἕνα πράγμα. «Ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι ἀνεξολόθρευτος». Ἀνεξολόθρευτος ὁ Ἑλληνισμός. Καὶ ὀρθόδοξος. Τοῦτο τὸ συμπέρασμα ἂς τὸ προσέξουμε καὶ ἐμεῖς. Οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τούτου τοῦ εὐλογημένου, προνομιούχου καὶ μαρτυρικοῦ ἐξ αἴτιας τῶν ἁμαρτιῶν μας, νησιοῦ, ἂς μὴ πλανώμεθα. Καὶ ἂς μὴ μᾶς παρασύρουν τὰ κοάσματα μερικῶν ξενόφερτων τὸν τελευταῖο καιρὸ φωνῶν. Ἕλληνες χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι γεννηθήκαμε. Ἕλληνες χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι ἂς μείνουμε. Πιστοὶ μέχρι θανάτου. Μαζὶ μὲ τὸν ποιητὴ «εὐκαίρως ἀκαίρως», ἂς ψάλλουμε καὶ ἐμεῖς τῆς νήσου μας τὸν ὕμνο:
Μέσα στὸ πέρασμα τῶν χρόνων γνώρισε μύριες συμφορὲς
ἀφέντες ἄλλαξε δεκάδες καρδιὰ δὲν ἄλλαξε ποτές.
Ἐλληνικ' ἦταν ἡ καρδιά της Ἐλληνικ' εἶναι κι ἡ ψυχὴ
Κι ὅσο θὰ στέκει αὐτὸς ὁ κόσμος ἡ Κύπρος θὰ 'ναι Ἑλληνική!
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων σου, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίται καὶ ἐν σώματι ἄγγελοι καὶ θαυματουργοὶ γεγονότες θεοφόροι Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίων ὅσιοι· νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐρανίων χαρισμάτων αὐτουργοί· ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ πλουσίως ἐδέξασθε. Δόξα τῷ ἐνδυναμώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Ἡ Ἁγία Ursula (Βρεταννίδα)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς Ἁγίας της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ὁ Ἅγιος Finan (Ἰρλανδός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Mέγας Συναξαριστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου