Και άλλοτε σας έχω διηγηθή, αλλά και για τους νεωτέρους, που δεν έχουν ακούσει, θα ήθελα να αναφερθώ και να σας δώσω κατά κάποιον τρόπον να καταλάβετε το τι είναι υπακοή.
Στα Κατουνάκια ήταν ένας Γέροντας ονόματι Κύριλλος, και είχε έναν υποτακτικό. Ο υποτακτικός αυτός εστενοχωρούσε και ελυπούσε τον Γέροντά του με τις συχνές του παρακοές. Με τον καιρόν ο υποτακτικός αυτός άρχισε να μη νοιώθη καλά από σωματικής απόψεως.
Πριν ολοκληρωθή ο δαιμονισμός του, ενεργούσε σαν παράλογος άνθρωπος. Πήγαινε με τους πατέρες τους ιδικούς μας, τον πατέρα Αθανάσιο, τον πατέρα Ιωσήφ και μάζευε λεπτόκαρα, αλλά δεν ημπορούσε.
Ο άνθρωπος αυτός μύριζε σαν θειάφι, αυτό το γνωρίζω και από προσωπική μου πείρα. Είχε ανωμάλους λογισμούς μέσα του, από την όψιν του φαινόταν η όλη του κατάστασις. Ερχόταν πότε-πότε και εις τον Γέροντα τον ιδικόν μας, τον Γέροντα Ιωσήφ και έλεγε τους λογισμούς του και τον συμβουλευόταν, αλλά δεν έκαμνε υπακοήν σε τίποτε.
Πριν πεθάνη ο Γέροντάς του, ο π. Κύριλλος, του είπε: «παιδί μου, όταν πεθάνω, να με θάψης εδώ». Αυτός όμως, όταν πέθανε ο Γέροντάς του, τον έθαψε αλλού. Οι άλλοι πατέρες τον συμβούλεψαν να
μη παρακούση έστω και τώρα, και να κάνη την τελευταίαν επιθυμίαν του Γέροντός του, αλλά αυτός απαντούσε: «Όχι, εγώ θέλω εδώ να τον θάψω». Αφού τον έθαψε, τότε φάνηκε μπροστά του ο διάβολος και του λέγει: « Εγώ ρε σου τα έκανα όλα, εγώ σε έσπρωχνα να στενοχωρής τον Γέροντά σου με τις παρακοές σου», και όπως άνοιξε το στόμα του, μπήκε μέσα του ο διάβολος, έκτοτε έκανε τρέλλες… Όταν έψαλλαν το Χερουβικό κορόϊδευε, έκανε σαν λύκος, σαν θηρίο. Πήρε το τσεκούρι και έσχισε την εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, γύριζε εδώ και εκεί, πότε-πότε ερχόταν στα καλά του.
Μου λέγει ο πατήρ Ιωσήφ ο Κύπριος: Για κοίτα αναίδεια που έχει η αλεπού, ημέρα μεσημέρι δεν φοβάται και φωνάζει. Του λέγω: Δεν είναι η αλεπού, είναι ο δαιμονισμένος, ο πατήρ Ιωάννης. Δεν πιστεύω, μου ξαναλέγει. Τότε περίμενε και θα ιδής, του λέγω. Και πράγματι, μετά από λίγο, περνάει μπροστά από το σπίτι μας ο πατήρ Ιωάννης! Για να καταλάβετε την υπακοή και επί πλέον και για παραδειγματισμόν, σας τα λέγω όλα αυτά, γιατί θα σας χρησιμεύσουν πολύ στο μέλλον.
Β΄ μέρος
Μια φορά πάλι, ο πατήρ Ιωάννης, που ήταν στα καλά του, είχε έρθει να ιδή τον Γέροντά μου, τον Γέροντα Ιωσήφ. Κατά την τάξιν που είχαμε εκεί και κατά την εντολήν του Γέροντος, εγώ έπρεπε να φύγω. Μόλις έβλεπα ξένον χανόμουν. Μόλις ήρθε λοιπόν, επήγα στο διπλανό κελλάκι και κάθησα εκεί. Ο Γέρων Ιωσήφ καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι, ήρθε ο πατήρ Ιωάννης και κάθησε κοντά του. Εγώ ήξερα από τον Γέροντά μου, ότι αυτός ήταν δαιμονισμένος, γιατί μου έλεγε συχνά ο Γέροντας περί αυτού για νουθεσία και για πείρα. Καθισμένος λοιπόν στο διπλανό κελλί, σκέφθηκα να καθήσω, να ακούσω τι θα ειπή ο πατήρ Ιωάννης και τι θα τον συμβουλεύση ο Γέροντας, από περιέργεια και για να ωφεληθώ. « Γέροντα, άρχισε να λέγη ο πατήρ Ιωάννης, όταν με πιάνη το δαιμόνιο, με σηκώνει επάνω, με χτυπάει, λέγω ασυνάρτητα λόγια, κάνω παράλογα πράγματα και εγώ βρίσκομαι θεατής των όσων κάνει το σώμα μου και όσων λέει στόμα μου! Και είμαι θεατής, και δεν μπορώ να κάνω τίποτε και τα μέλη μου όλα υπακούουν στο διάβολο!».
Όταν ήμασταν στη Ν. Σκήτη, είχαμε πολλές δουλειές και φασαρίες φτιάχνοντας το κελλί. Ο πειρασμός έβαλε τον π…. να με στενοχωρήση δια κάτι. Του έλεγα, «Μη κάνης έτσι, δεν σε συμφέρει». Τέλος πάντων, ο Θεός για να του δώση προσωπική πείρα και να δη ότι δεν πρέπει έτσι να φέρεται, μια ημέρα στο Μεγάλο Απόδειπνο ( ήταν Μ. Τεσσαρακοστή ) εκεί που διάβαζε στο αναλόγιο και εγώ καθόμουν στο Γεροντικό στασίδι, για μια στιγμή σταματάει το διάβασμα, έρχεται μπροστά μου και μου λέγει κατατρομαγμένος:
--Γέροντα, δαιμονίζομαι!
--Γιατί του λέγω;
--Να, απαντά, κάθε δάκτυλό μου γίνεται ίσα με το μπράτσο μου. Το χέρι μου πρήζεται και γίνεται τριπλάσιο, τετραπλάσιο, κατά δαιμονικήν ενέργεια! Χάνομαι, Γέροντα, σταύρωσέ με, θα δαιμονισθώ.
Τότε τον σταυρώνω και του λέγω:
-- Άντε πήγαινε τώρα να διαβάσης το Απόδειπνο και άλλη φορά να προσέχης να μην αντιλογής και να μην έχης διαφορετική γνώμη από του Γέροντος, διότι δεν σε συμφέρει.
Με το σταύρωμα λοιπόν απηλλάγη και συνήλθε, και ήλθε στον εαυτόν του και πήγε τρέμοντας και εδιάβαζε.
Γ΄ μέρος
Τα κατορθώματα του καλού υποτακτικού είναι πολύ σπουδαία. Εκείνοι που υπακούουν και δεν λυπούν τον Γέροντά τους, κατορθώνουν αγγελικά επιτεύγματα. Με την υπακοή παίρνει πολλή χάρι ο υποτακτικός. Ο Απόστολος Παύλος, παρ’ ότι σε Χριστιανούς έκανε την διδαχή, ωστόσο επεσήμανε την βασική εκ των αρετών, την υπακοή στο ότι πρέπει δηλαδή στους Πνευματικούς να δίδουμε χαράν με την πνευματική μας πρόοδο, διότι αυτοί αγρυπνούν, όπως λέγει, υπέρ των ψυχών ημών.
Διότι δεν συμφέρει αυτούς τους ανθρώπους που αγωνίζονται δια την ψυχήν μας να τους λυπούμε και να τους στενοχωρούμεν. Όταν δεν βρίσκουμε εις την υπακοήν ωφέλεια ή ανάπαυσι, κάτι δεν πηγαίνει καλά, κάτι μας ξεφεύγει. Το να νουθετήται ο υποτακτικός από τον Γέροντα για κείνο ή το άλλο, ας μη νομίση, ότι είναι απλές συμβουλές.
Στην ουσία είναι εντολή, έστω και αν δεν λέγεται έτσι καθαρά-ξεκάθαρα. Φερ’ ειπείν νουθετεί ο Γέροντας και λέγει: «Παιδί μου, κάνε υπακοή, και λέγε την ευχή και διώχνε τους κακούς λογισμούς μόλις έλθουν, γιατί αυτοί όσο στέκουν και κατακάθονται, τόσο και μολύνουν τον τόπο.
Αλλά και αν αυτοί φύγουν έπειτα από πολλή ώρα, όμως θα αφήσουν πίσω τους σημάδια και κουσούρια!». Ή άλλο: « Άμα κτυπάη το ξύλον να κατεβαίνης κάτω αμέσως», ή « μέσα στην εκκλησία μη μετακινήσαι εύκολα, αλλά κάνε υπομονή στο στασίδι σου ή σε μία πολλή ανάγκη κάνε την μετακίνησιν». Όταν ο μοναχός δεν υπακούη σ’ ό,τι του λέγει ο Γέροντάς του ως νουθεσίες και προτροπές, βρίσκεται στην παρακοή.
Πρέπει έτσι ξεκάθαρα να ειπή: « Εντέλλομαι αυτό και εκείνο», για να φοβηθή και να κάνη υπακοή ο μοναχός; Οι εντολές δίδονται σε ορισμένες περιπτώσεις. Όταν κάποιος έρχεται για να γίνη υποτακτικός, είναι πολύ φανερόν ότι δεν έρχεται για τον ηγούμενον, ούτε για το μοναστήρι έρχεται. Έρχεται καθαρά και ξεκάθαρα για την αγάπη του Χριστού και για τη σωτηρία της ψυχής του. Αλλά επειδή τον Χριστό δεν θα Τον δη για να του κάνη υπακοή, γι’ αυτό ο Χριστός άφησε τον αντιπρόσωπό Του, τον ηγούμενον στο μοναστήρι, για να κάνη την υπακοή που επιθυμεί προς τον Χριστό.
Κάθε πνευματικός πατέρας φέρει εικόνα χριστού. Ανάλογα λοιπόν το πώς υπακούει στον πνευματικό του πατέρα, υπακούει και στον Χριστό. Είναι φοβερό αμάρτημα το να ασεβή κανείς σε μια εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων. Το λογιζόμεθα, ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τούτο. Εκεί είναι μια εικόνα, η οποία παρουσιάζει ένα θείο πρόσωπο, εμείς την προσκυνούμε, την ασπαζόμεθα και η προσκύνησι αναφέρεται σ’ αυτό το ίδιο πρόσωπο.
Την ζώσα εικόνα του Χριστού την φέρει ο πνευματικός Πατέρας, στον οποίο εντέλλεται ο υποτακτικός να υπακούη και να τον σέβεται για την αγάπην και μόνον του Χριστού. Όχι για το πρόσωπο του Γέροντος, διότι αυτός ημπορεί να είναι άνθρωπος αμαρτωλός, ημπορεί να είναι και κολασμένος σαν και μένα, αλλ’ η υπακοή έχει άλλη έννοια, αναφέρεται κατ’ ευθείαν στον Χριστό.
Και επειδή μας εκάλεσε η αγάπη του Χριστού να έλθουμε εδώ για να αγωνισθούμε και να σώσουμε την ψυχήν μας, πρέπει με κάθε τρόπο να αποκτήσουμε την βασική αυτή αρετή της υπακοής, η οποία έχει και γενικό χαρακτήρα, διότι όταν κανείς ιδή έναν καλό υποτακτικό, αυτός οπωσδήποτε δεν έχει μόνον υπακοή, αλλά εκτός από την υπακοή είναι περιτειχισμένος από πολλές άλλες αρετές και κατορθώματα.
Δ΄ μέρος
Ο Άγιος Γέροντάς μου ακόμη ένα από τα πολλά παραδείγματα που μας έλεγε, για να μας τονώση γύρω από την υπακοή και την πίστι και την αγάπη προς το πρόσωπο του Γέροντος, είναι το εξής που συνέβη στα Κατουνάκια: Ένας υποτακτικός αγαπούσε πολύ τον Γέροντά του, έκανε πολλή υπακοή. Κάποτε είχαν πάει στις Καρυές, ο Γέροντάς του αρρώστησε βαρειά εκεί, ήθελε να επιστρέψη στο κελλί τους.
Ο υποτακτικός λοιπόν τον πήρε στους ώμους του και από το βουνό κορυφογραμμή, ώρες περπατώντας, τον έφερε στα Κατουνάκια όπου έμεναν. Αυτός ο μοναχός κατόπιν συνδέθηκε με μια συνοδεία εκεί επάνω στον Άγιο Βασίλειο, στην οποία οι πατέρες κοινωνούσαν χωρίς να νηστεύουν και ήθελε ν’ αφήση τον Γέροντά του και να πάη εκεί να μονάση. Μεγαλόσχημος ων ήθελε να φύγη από τον Γέροντά του και να πάη εκεί.
Ο Γέροντας του έλεγε:
-- Δεν θα πας.
Αυτός απαντούσε:
-- Όχι, εγώ θα πάω.
-- Παιδί μου, του ξαναέλεγε ο Γέροντας, μη πας, Πάσχα έρχεται, κάθησε εδώ να εορτάσωμε μαζί την Ανάστασιν…
-- Όχι, θα πάω, ξαναέλεγε.
Έχασε μια μέρα ο Γέροντας την υπομονή του και του λέγει: « άγγελος πονηρός να σε καταδιώξη». Την
επομένη έβγαλε ένα μεγάλο σπυρί στη μύτη, άρχισε να πρήζεται. Τελικά κατέληξε εις τον πατέρα Αρτέμιον, τον πρακτικόν ιατρόν, που έκανε τον Γέροντα Ιωσήφ και εμένα καλά. Του έδειξε το σπυρί, αλλά δεν μπόρεσε να τον θεραπεύση… Σε 3-4 ημέρες το πρήξιμο μεγάλωσε, έσπασε το σπυρί και έτρεχε πύον και πήγαινε προς τον θάνατο. Του έλεγαν οι Πατέρες: « Να συνδιαλλαγής με τον Γέροντά σου δια την αγάπη του Χριστού, να πάρης την ευλογία του μαζί σου, να σε συγχωρήση.» « Όχι» έλεγε! Είχε αγριέψει σαν δαιμονισμένος! Στο τέλος όμως, όταν κόντευε να ξεψυχήση, κτυπούσε το στήθος και έλεγε τις λέξεις: « έχασα, έχασα, έχασα το παιχνίδι της σωτηρίας μου!!»
Ε΄ μέρος
Πάμπολλα μας έλεγε ο γέροντά μου, ο Γέρων Ιωσήφ, διότι εγνώριζε πολλούς παλαιούς μοναχούς.
Στα πατερικά είναι γραμμένο για έναν καλό υποτακτικό, ότι ο Γέροντάς του τον νουθετούσε κάθε μέρα μετά το Απόδειπνο. Του έλεγε διάφορες συμβουλές γύρω από την υπακοή και γύρω από το τι ἐπρεπε να κάνη για να σωθή.
Μια μέρα εκεί που μιλούσε ο Γέροντάς του τον πήρε ο ύπνος. Τότε άρχισε ο διάβολος και ενοχλούσε τον υποτακτικόν με τους λογισμούς, και του έλεγε: « Φύγε, αφού κοιμήθηκε ο Γέροντας, τώρα τι κάθεσαι; Πήγαινε κι εσύ τώρα να ξεκουρασθής, κουράσθηκες κ.λ.π.». « Πώς να πάω, σκεπτόταν, πρέπει να πάρω την ευλογία του Γέροντος». « Μα τώρα κοιμήθηκε», ξαναέλεγε ο λογισμός. « Δεν πειράζει, θα κάνω υπομονή». Τον πολέμησε 7 φορές για να φύγη και δεν έφυγε.
Μετά από ώρες, όταν κόντευε να φθάση ο καιρός του όρθρου ξύπνησε ο Γέροντας και του λέγει:
-- Δεν έφυγες να πας να ξεκουρασθής;
-- Δεν ημπορούσα, Γέροντα, χωρίς την ευλογίαν σας.
-- Και γιατί δεν με ξύπνησες;
-- Δεν πειράζει, Γέροντα, έκανα υπακοήν, υπομονήν.
-- Καλά, τώρα ας βάλωμε τον Όρθρον και μετά πας μια και καλή και κοιμάσαι.
Όπως και έγινε. Όταν ξανά, μετά τον Όρθρο κοιμήθηκε ο Γέροντας, βλέπει ότι βρέθηκε μέσα σ’ ένα πολύ φωτεινό θάλαμο και εκεί ήτο ένας πολύ λαμπρός θρόνος και επάνω στο κάθισμα του θρόνου επτά στεφάνια με πολλή χάρι. Απορούσε ο Γέροντας και έλεγε: « Ποιός ξέρει, τίνος μεγάλου οσίου και αγίου ανδρός είναι αυτός ο θρόνος! Και τι αγώνες θα έκανε, για να κερδίση αυτά τα στεφάνια!».
Και στεκόμενος έτσι, να, και τον πλησιάζει ένας ιεροπρεπής άνθρωπος και του λέγει:
-- Τι θαυμάζεις, Γέροντα;
-- Να θαυμάζω την λαμπρότητα του θρόνου και σκέπτομαι ότι θα είναι ο Θρόνος κανενός μεγάλου αγίου.
-- Όχι, λέγει, δεν είναι κανενός μεγάλου αγίου. Είναι του υποτακτικού σου.
-- Μα δεν είναι δυνατόν αυτό, λέγει ο Γέροντας. Αυτός είναι ακόμη πολύ μικρός και δεν έχει πολύ καιρό που ήρθε και θρόνος του δόθηκε και στεφάνια πήρε;
-- Και βεβαίως, ο θρόνος του δόθηκε, από τη στιγμή που έβαλε τη μετάνοια της υποταγής και τα επτά στεφάνια τα πήρε απόψε, αντιστεκόμενος στους λογισμούς.
Τέλος πάντων ήλθε στον εαυτό του. Φωνάζει τον υποτακτικό του και του λέγει:
-- Παιδί μου, τι λογισμούς είχες χθες; Λέγει:
-- Δεν είχα τίποτε, Γέροντα, κανένα κακόν λογισμόν δεν είχα, δεν θυμάμαι.
-- Για σκέψου λίγο καλύτερα, πάρτα με τη σειρά τα πράγματα. Και στη συνέχεια, εκεί που ερευνούσε τον εαυτό του, λέγει:
-- Ναι, ναι, Γέροντα, χθες το βράδυ μετά το Απόδειπνο, που σας πήρε ο ύπνος, πολεμήθηκα επτά φορές να σας αφήσω και να πάω να ξεκουραστώ, αλλά αντιστάθηκα και όπως είδατε σας περίμενα.
-- Καλά, παιδί μου, πήγαινε. Και κατάλαβε ο Γέροντας, ότι τα επτά στεφάνια τα κέρδισε χθες το απόγευμα αντιστεκόμενος στους λογισμούς.
Από το βιβλίο ΠΑΤΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ του Γέροντος Εφραίμ
Ψηφιοποίηση κειμένου Κώστας Αργυρακόπουλος
https://paraklisi.blogspot.com/2018/09/blog-post_478.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου