Κάποτε, μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέ κάλεσαν οἱ Ἀμερικανοί φίλοι μου νά τούς ἐπισκεφτῶ ἀπό τήν Ἀγγλία. Ἐγώ στό μεταξύ εἶχα πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956) ζεῖ στό Σικάγο καί ἀποφάσισα νά τόν ἐπισκεφτῶ, μολονότι αὐτό δέν ἦταν οὔτε τόσο φθηνό μά οὔτε καί τόσο ἁπλό.
Τηλεφώνησα στήν σερβική Ἐκκλησία γιά νά μάθω τήν διεύθυνσή του καί μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἔλειπε σέ ταξίδι στή Ν. Ὑόρκη γιά ἕνα τριήμερο. Ἦταν γιά μένα δῶρο ἐξ οὐρανοῦ.
Συναντηθήκαμε. Ἐκεῖνος ἦταν γερασμένος καί καταβεβλημένος, ἀλλά τό βλέμμα τῶν μαύρων ματιῶν του διαπερνοῦσε τόν συνομιλητή -ὅπως τότε στήν Σερβία- μέχρι τήν καρδιά.
Ἀρχίσαμε νά μιλᾶμε γιά τήν πορεία τοῦ κόσμου, γιά τήν Ἐκκλησία, τή Ρωσία…
«Σεβασμιώτατε», τόν ρώτησα, «ἄραγε οἱ κακουχίες καί οἱ στερήσεις στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως στή ναζιστική Γερμανία κατά τόν πόλεμο πνευματικά φονεύανε ἤ ξαναγεννοῦσαν τόν ἄνθρωπο; Διότι, ἐγώ γιά παράδειγμα, γνώρισα ἀνθρώπους, καί μάλιστα πιστούς, οἱ ὁποῖοι στό στρατόπεδο δέν εἶχαν τή δύναμη νά προσευχηθοῦν, ἐπειδή ὅλες τους οἱ δυνάμεις ἦταν συγκεντρωμένες στό ξεροκόμματο, στό κρεμμύδι, στό φλιτζάνι μέ τό ζεστό νερό…».
Μοῦ ἀπάντησε· στό στρατόπεδο γινόταν ἔτσι· κάθεσαι σέ μία γωνιά καί ἐπαναλαμβάνεις μέσα σου· -Κύριε, ἐγώ εἶμαι γῆ καί σποδός. Κύριε παράλαβε τήν ψυχή μου! Καί πάλι σέ ἀνεβάζει ὁ Κύριος… Στήν πραγματικότητα, θά ἔδινα ὅλη τή ζωή πού μοῦ ἀπέμεινε, ἐάν αὐτό ἦταν δυνατόν, γιά μία ὥρα παραμονῆς στό Νταχάου.
Ὁ ἐπίσκοπος σήκωσε τά μάτια του καί μέ κοίταξε ἴσια στά μάτια. Ἐγώ δέν μπόρεσα νά ἀντέξω ἐκεῖνο τό βλέμμα. Μέ κοίταζαν τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου πού συνάντησε τό Θεό πρόσωπο πρός πρόσωπο…
Μοῦ ἔλεγε καί τό ἑξῆς
-Μέ πλησίαζαν οἱ δεσμοφύλακες καί εἰρωνικά μέ ρωτοῦσαν·
-Ὄχι, τούς ἀπαντοῦσα.
Τότε ἄρχιζαν νά γελοῦν καί νά μέ ξαναρωτοῦν·
-Δηλαδή ἐσύ δέν πιστεύεις πλέον;
-Δέν πιστεύω πλέον, ἀλλά γνωρίζω, φώναζα μέ ὅλη μου τή δύναμη καί κεῖνοι ἐξαγριωμένοι ἔφευγαν αὐτοστιγμεί.
Ἀργότερα ξανάρχιζαν τήν κουβέντα καί ρωτοῦσαν·
-Ἐκεῖνος ὁ Ἰησοῦς σου ἦταν γιός μιᾶς Ἑβραιοπούλας;
-Ὄχι, τούς ἀπαντοῦσα.
-Τότε τίνος γιός ἦταν;
-Υἱός τοῦ Θεοῦ, τούς ἀπαντοῦσα καί κεῖνοι δέν εἶχαν τί νά μοῦ ποῦν.
Ὁ ἐπίσκοπος Νικόλαος ἦταν στύλος τῆς σερβικῆς Ἐκκλησίας. Τώρα, μετά τήν κοίμησή του, βλέπει συνεχῶς τό Θεό πρόσωπο πρός πρόσωπο.
Μίλιτσα Ζέρνωβ
***
Ο Άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς) γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 μ.Χ. στο χωριό Λέλιτς της κεντροδυτικής Σερβίας. Ήταν το πρώτο από τα εννέα τέκνα των ευσεβών αγροτών Δραγομίρου και Αικατερίνης. Ασθενικός στην σωματική του διαπλαση και κράση, επέδειξε από μικρός την ευφυΐα του, τη μεγάλη του αγάπη προς τον Θεό και την Εκκλησία και την κλίση προς τον μοναχικό βίο. Σπούδασε, παρά το γεγονός της μεγάλης πτωχείας της οικογένειάς του, στη θεολογική σχολή Βελιγραδίου, ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Θεολογίας στη Βέρνη της Ελβετίας (1908 μ.Χ.), διδάκτωρ στην Οξφόρδη της Αγγλίας (1909 μ.Χ.) και το Χάλλε της Γερμανίας (1911 μ.Χ.). Γνώριζε επτά γλώσσες, μεταξύ των οποίων και την ελληνική.
Ο Νικόλαος λάτρευε τον Θεό εξ όλης της καρδίας, ισχύος και διανοίας αυτού, και ο Θεός του έδωσε στόμα και σοφία ασυναγώνιστο και ακαταγώνιστο. Εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη μονή Ρακόβιτσα, κοντά στο Βελιγράδι, τον Δεκέμβριο του έτους 1909 μ.Χ. Είχε αρρωστήσει βαριά από δυσεντερία και έταξε, εάν ο Κύριος τον θεραπεύσει, να Του αφιερωθεί διά βίου με όλη του την ύπαρξη, όπως και έγινε.
Κατά την περίοδο 1915 - 1919 μ.Χ. απεστάλη στην Αμερική και στην Αγγλία, για να συντρέξει και να ενισχύσει τον πολύπαθο Σερβικό λαό. Το έτος 1919 μ.Χ. εξελέγη Επίσκοπος Ζίτσης στην κεντρική Σερβία και το έτος 1920 μ.Χ. μεταφέρθηκε στην Αχρίδα, όπου ανέπτυξε ένα τεράστιο ιεραποστολικό, ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο.
Ο Επίσκοπος Νικόλαος, παρά την τεράστια μόρφωσή του και τα πολλά του χαρίσματα, διακρινόταν για την απλότητα του ήθους του, την καλοσύνη και την αγάπη του. Η αρετή, η οποία κατ' εξοχήν τον στόλιζε, ήταν η ταπείνωση. Η μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας και η συναναστροφή του με Αγιορείτες Πατέρες πλούτιζαν την πνευματικότητά του. Με τα συγγράμματά του και την πνευματική του καθοδήγηση ο λαός αναγεννιέται πνευματικά και ο μοναχισμός ανθίζει.
Το 1941 μ.Χ. οι αρχές κατοχής της χώρας του, οι Γερμανοί, τον συλλαμβάνουν, τον περιορίζουν και το 1944 μ.Χ. τον στέλνουν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Νταχάου στη Γερμανία, όπου υπέστη πάνδεινα βασανιστήρια. Ο δούλος του Κυρίου βάσταζε τα στίγματα του μαρτυρίου στο σώμα του, που όλο είχε γίνει μια πληγή. Μάλιστα δέρμα στην πλάτη και στα πέλματα δεν υπήρχε.
Μετά την απελευθέρωσή του, το Μάιο του 1945 μ.Χ., δεν θέλησε πλέον να επιστρέψει στην πατρίδα του. Το τότε καθεστώς τον θεωρούσε ανεπιθύμητο πρόσωπο. Πήγε, λοιπόν, στην Αμερική και παρά την κλονισμένη υγεία του συνέχισε το φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο του Χριστού. Δίδαξε στην ιερατική σχολή της μονής του Αγίου Σάββα στο Λίμπερτβιλ του Ιλλινόις και από το 1951 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στη Ρωσική μονή του Αγίου Τύχωνος στην Πενσυλβάνια, όπου καθοδηγούσε τους μοναχούς και διηύθυνε το θεολογικό σεμινάριο της μονής. Οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν τον αποθάρρυναν ποτέ. Αισθανόταν έντονα την παρουσία της Θείας Πρόνοιας στο βίο του και αυτό του έδινε δύναμη, ανδρεία και χαρά.
Η προσευχή του ήταν αδιάλειπτη και έρεε ως ποταμός του παραδείσου. Πενθούσε αβίαστα και έχυνε δάκρυα μετάνοιας, παρακλήσεως, μεσιτείας και δοξολογίας. Προσευχόμενος το πρωί της Κυριακής του έτους 1956 μ.Χ. στο ταπεινό κελί του και προετοιμαζόμενος να λειτουργήσει, κοιμήθηκε με ειρήνη.
Το ιερό του σκήνωμα επέστρεψε στην Σερβία το 1991 μ.Χ.
https://apantaortodoxias.blogspot.com/2019/03/mnhmh.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου