Σελίδες

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Κυριακή Θ Λουκᾶ. Ὁμιλία Μεγάλου Βασιλείου στό χωρίο «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω».Μέρος Πρῶτο


ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ.12,13-21] 

ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 

στο χωρίο «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω» (:Λουκά 12, 18) 

[παραβολή του άφρονος πλουσίου]

[Μέρος πρώτο]

1. Υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί. Πιο συγκεκριμένα, ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές όπως το χρυσάφι στο καμίνι[βλ. Σοφ. Σολ. 3.6: «ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτοὺς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς(:Τους δοκίμασε, όπως ο χρυσοχόος δοκιμάζει και καθαρίζει τον χρυσό δια του πυρός, και τους δέχτηκε ευάρεστα, όπως δέχεται τα προσφερόμενα ολοκαυτώματα των θυσιών)»] και δοκιμάζουν την υπομονή και την ανθεκτικότητά τους ή, πολλές φορές, οι ευλογίες και τα πλούτη της ζωής αυτής γίνονται πεδίο δοκιμασίας και πειρασμός για τους περισσότερους. Πράγματι, είναι εξίσου δύσκολο να κατορθώσει η ψυχή να μη χάσει τη δύναμή της στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής, όσο και το να μην υπερηφανευθεί και να εκτραπεί σε αδικία όταν βιώνει ευτυχείς καταστάσεις.

Παράδειγμα για το πρώτο είδος των πειρασμών είναι ο μέγας Ιώβ. Αυτός ο ακαταμάχητος αθλητής, αντιμετώπισε με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και ακλόνητη γενναιότητα καρδιάς όλη τη χειμαρρώδη διαβολική επιθετικότητα και βία εναντίον του, και αναδείχθηκε τόσο ανώτερος από τους πειρασμούς, όσο ήταν μεγάλα και ανυπέρβλητα τα αγωνίσματα που του παρουσίασε ο εχθρός.

Παραδείγματα τώρα για τους πειρασμούς, που προέρχονται από την ευημερία, υπάρχουν πολλά. Έναν απ' αυτούς αντιμετώπισε, όμως ανεπιτυχώς, και ο άφρονας πλούσιος της παραβολής του Ευαγγελίου που μόλις τώρα αναγνώσαμε.

Ο πλούσιος αυτός, ενώ είχε πολλά πλούτη στη διάθεσή του, επιθυμούσε να αποκτήσει περισσότερα. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον καταδίκασε από την αρχή για την αγνώμονα συμπεριφορά του, αλλά πάντοτε στον υπάρχοντα πλούτο του πρόσθετε και άλλον, μήπως τυχόν κάποτε επερχόταν κορεσμός στην ψυχή του και οδηγείτο στην ημερότητα και στην ανθρωπιά.

Ας δούμε όμως τι μας λέει το χωρίο αυτό: «Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων, Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου(:Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα του χωράφια απέδωσαν άφθονη σοδειά και μεγάλη παραγωγή. Αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό και να ευχαριστηθεί κι ο ίδιος για την ευφορία αυτή, συλλογιζόταν μέσα του, αγωνιούσε και αναστατωνόταν λέγοντας: ‘’Τι να κάνω, διότι δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς των χωραφιών μου που μου περισσεύουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απολαύσω μόνος μου)»[Λουκ.12,16-17]. 

Και έπειτα από μεγάλο ταλανισμό και βαθιά περισυλλογή, είπε: «Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου(:Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου και σαν άνθρωπος που μόνο τις απολαύσεις της κοιλιάς γνώρισα θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά, που είναι αποθηκευμένα και σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε, αλλά απόλαυσε μία ζωή αναπαυτική· φάε, πιες, γέμισε χαρά’’)»[Λουκ.12,18-19].

Γιατί όμως να έχουν τόση μεγάλη σοδειά τα χωράφια ενός ανθρώπου που δεν επρόκειτο να κάνει κανένα καλό από τα αγαθά που θα μάζευε; Αυτό έγινε, για να φανεί καθαρότερα η μακροθυμία του Θεού και να γίνει ξεκάθαρο μέχρι ποιο σημείο εκτείνεται η αγαθότητά Του. Διότι και ο Κύριος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»[Ματθ.5,45].

Η αγαθότητα όμως αυτή του Θεού επισωρεύει μεγαλύτερη κόλαση για τους πονηρούς. Τι έκανε ο Θεός στην περίπτωση του άφρονα πλούσιου; Έριξε τις βροχές, στη γη που καλλιέργησαν τα χέρια του πλεονέκτη. Έδωσε τον ήλιο, για να βλαστήσουν οι σπόροι και να πολλαπλασιαστούν οι καρποί με την ευφορία. Όλα λοιπόν όσα προέρχονται από τον Θεό είναι πάρα πολύ καλά· διότι ο Θεός προσφέρει κατάλληλη γη, εύκρατες καταστάσεις αέρων, άφθονα σπέρματα, τη συνεργία των βοδιών για το όργωμα των χωραφιών και όλα τα άλλα, τα οποία συντελούν στο να ακμάζει η γεωργία.

Τι στάση κράτησε όμως ο πλούσιος αυτός άνθρωπος απέναντι σ' όλα αυτά; Μεμψιμοιρία, μισανθρωπία, ανελεημοσύνη, άρνηση κάθε προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Αυτά αντιπαρέθεσε προς εκείνα που του παραχώρησε ο Ευεργέτης του. Δεν σκέφτηκε ότι θα ήτανε καλό να διαμοιράσει το πλεόνασμα στους φτωχούς αδελφούς του. Δεν λογάριασε καθόλου την εντολή που λέει: «Μὴ ἀπόσχῃ εὖ ποιεῖν ἐνδεῆ, ἡνίκα ἂν ἔχῃ ἡ χείρ σου βοηθεῖν (:Μην αποφύγεις, από έλλειψη αγάπης, να βοηθήσεις τον πτωχό, εφόσον μπορεί το χέρι σου να δώσει βοήθεια)»[Παροιμ.3,27]· και «ἐλεημοσύναι καὶ πίστεις μὴ ἐκλιπέτωσάν σε, ἄφαψαι δὲ αὐτὰς ἐπὶ σῷ τραχήλῳ, καὶ εὑρήσεις χάριν(:Οι ελεημοσύνες προς τους ανθρώπους και η πίστη προς τον Θεό, ποτέ ας μη σε αφήσουν. Να τις δέσεις σαν περιλαίμιο, που θα εφάπτεται στον λαιμό σου, να τις χαράξεις στην καρδιά σου, και να είσαι βέβαιος ότι θα βρεις χάρη παρά Θεώ και ανθρώποις)»[Παροιμ.3,3]. Επίσης, λησμόνησε την προτροπή που λέει: «Διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει(:Κόβε το ψωμί σου και μοιράσου το με τον φτωχό και βάλε αστέγους στον οίκο σου· εάν δεις γυμνό, ντύσε τον. Και απέναντι στους δικούς σου μη δείξεις αδιαφορία και καταφρόνηση)»[Ησ.58,7].

Έτσι, αν και όλοι οι προφήτες και οι διδάσκαλοι το διαλαλούσαν, όμως δεν εισακούονταν από τον πλούσιο. Αλλά, ενώ οι αποθήκες έσπαζαν από τα αποθηκευμένα αγαθά, η άπληστη καρδιά του δεν χόρταινε· διότι, με το να προσθέτει πάντοτε τα νέα εισοδήματα στα παλαιά και με το να αυξάνει με τις ετήσιες συγκομιδές τον πλούτο του, έφθασε στο αδιέξοδο και έπεσε σε άγχος και αμηχανία. Η πλεονεξία δηλαδή δεν του επέτρεπε να θυσιάσει κάτι από τα παλαιά εισοδήματα και έτσι δεν είχε πια τη δυνατότητα να διευθετήσει τα νέα, λόγω του μεγάλου πληθωρισμού και της παραγωγής. Γι' αυτό τα σχέδιά του ήταν ανεφάρμοστα και οι φροντίδες ανυπέρβλητες.

«Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;(:Τι να κάνω με την πλούσια σοδειά μου που δε χωράει πια ούτε στις αποθήκες μου;)», σκεφτόταν βασανισμένος από την ίδια αυτήν την απληστία του. Ποιος δεν θα οίκτιρε αυτόν τον ταλαίπωρο, που είχε πέσει σε τέτοια βασανιστική μέριμνα και σκλαβιά; Δύστυχος και ταλαίπωρος μπροστά στη μεγάλη σοδειά. Αξιολύπητος ως προς τη διαχείριση των αγαθών του παρόντος κόσμου. Ακόμη πιο αξιολύπητος όμως ως προς τα αγαθά τα προσδοκώμενα.

Η γη τελικά φαίνεται πως στην ουσία δεν αποδίδει για τον πλούσιο εισοδήματα. Αναβλαστάνει γι' αυτόν στεναγμούς. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά μέριμνες, στενοχώριες και φοβερό άγχος. Θρηνεί και οδύρεται παρόμοια με αυτούς που είναι φτωχοί. Μήπως και αυτός που πιέζεται από τη φτώχεια δεν βγάζει απ' την καρδιά του την ίδια κραυγή; «Τι να κάνω; Πού να βρω τροφές για την οικογένειά μου; Πού να βρω ενδύματα;». Τα ίδια λέει και ο πλούσιος. Οδύνη έχει στην καρδιά του. Τον κατατρώει η μέριμνα. Αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λιώνει τον πλεονέκτη· διότι δεν χαίρεται που το σπίτι του είναι γεμάτο απ' όλα, αλλά κεντά την ψυχή του ο πλούτος που ξεχειλίζει και ξεχύνεται άφθονος. Η έννοιά του είναι τι θα τα κάνει όλα αυτά τα αγαθά. Ο τρόμος του είναι μήπως, καθώς ξεχειλίζει ο πλούτος του, χυθεί προς τους έξω και γίνει αφορμή να ελεηθεί κάποιος φτωχός…

2. Στ' αλήθεια, μου φαίνεται πως το πάθος του μοιάζει με το πάθος των γαστρίμαργων, που προτιμούν να σκάσουν καλύτερα, παρά να δώσουν κάτι από όσα τους περισσεύουν στους φτωχούς.

Άνθρωπε, έλα στον εαυτό σου και σκέψου Εκείνον που σου χορηγεί όλα αυτά τα αγαθά. Σκέψου ποιος είσαι. Αναλογίσου σε πόσα πράγματα σε κατέστησε οικονόμο ο Θεός· από Ποιον τα έλαβες· γιατί προτίμησε εσένα μέσα σε τόσους ανθρώπους. Είσαι υπηρέτης αγαθού και φιλάνθρωπου Θεού. Είσαι οικονόμος των συνανθρώπων σου. Μη θεωρείς ότι όλα αυτά δόθηκαν για τη δική σου γαστέρα. Γι' αυτά που κρατάς στα χέρια σου, να σκέπτεσαι σαν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν για λίγο χρόνο, έπειτα διαλύονται και χάνονται. Γι' αυτά όλα όμως θα σου ζητηθεί λόγος με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Παρά ταύτα, εσύ όλα αυτά τα έχεις αμπαρώσει με θύρες και κλειδαριές. Τα ασφάλισες καλά και επαγρυπνείς και μεριμνάς και φροντίζεις και σκέπτεσαι, έχοντας ως ασύνετο σύμβουλο τον εαυτό σου· «Τί ποιήσω;(:τι θα κάνω;)».

Ήταν πολύ εύκολο να απαντήσει ο πλεονέκτης αυτός πλούσιος στον εαυτό του και να του πει: «Θα χορτάσω τις ψυχές αυτών που πεινούν. Θα ανοίξω τις αποθήκες και θα προσκαλέσω όλους τους φτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στη φιλανθρωπία. Θα κάνω γενναιόδωρες προτάσεις στους αναγκεμένους: «Ὅσοι ὑστερεῖσθε ἄρτων, ἔλθετε πρὸς με· τῆς παρὰ Θεοῦ δεδομένης, χάριτος τὸ ἀρκοῦν ἕκαστος, οἶον ἐκ κοινῶν πηγῶν συμμεθέξοντες (:Όσοι δεν έχετε ψωμί και πεινάτε, ελάτε σε μένα. Ο καθένας να πάρει από την άφθονη δωρεά που μου παραχώρησε ο Θεός· σαν από κοινή πηγή, να πάρει όσο του χρειάζεται και του είναι αρκετό’’)»[Γέν. 47,11 κ.ε.].

Αλλά εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν είσαι τέτοιος. Πού να τα βρεις εσύ αυτά τα λόγια; Εσύ φθονείς τους ανθρώπους, αν τους δεις κάτι να απολαμβάνουν. Εσύ σκέφτεσαι πονηρά στο βάθος της ψυχής σου και φροντίζεις, όχι πώς θα δώσεις στους άλλους τα αναγκαία, αλλά πώς θα τα αποθηκεύσεις και θα τα στερήσεις απ' αυτούς.

Βρίσκονταν μπροστά του αυτοί που θα έπαιρναν την ψυχή του και αυτός συζητούσε με τον εαυτό του για τα υλικά αγαθά. Τη νύκτα αυτή θα παραλάμβαναν την ψυχή του και αυτός είχε την ψευδαίσθηση πως θα ζήσει πολλά χρόνια και θα απολαμβάνει. Του δόθηκε χρόνος να σκεφθεί το καθετί και να δεχθεί την απόφαση που άξιζε στην προαίρεσή του.

3. Αυτό να μην το κάνεις εσύ, αδελφέ. Γι' αυτό το λόγο το αναφέρει η Αγία Γραφή, για να αποφύγουμε να μοιάσουμε στον άφρονα πλούσιο. Να μιμηθείς τη γη, αγαπητέ μου. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη. Να μη φανείς κατώτερος από την άψυχη γη.

Η γη εκτρέφει τους καρπούς της, όχι για τη δική της απόλαυση, αλλά για τη δική σου εξυπηρέτηση. Εσύ όμως, αν κάνεις κάποιο καλό έργο, αν δείξεις αγάπη σ' αυτόν που έχει ανάγκη, η Χάρη δεν θα δοθεί σε κάποιον άλλον, αλλά εσένα θα επισκιάσει· διότι πρέπει να ξέρεις ότι για κάθε φιλόστοργη και ελεήμονα κίνησή μας προς τον πλησίον μας, λαμβάνουμε Χάρη, λόγω του ότι ανοιγόμαστε προς τον αδελφό και του δείχνουμε αγάπη. Δίνεις λ.χ. σε αυτόν που πεινά. Εσύ κερδίζεις με αυτό που δίνεις, διότι παίρνεις πολλή Χάρη. Είναι όπως ο σπόρος του σιταριού που, όταν πέσει στη γη, πολλαπλασιάζεται και γίνεται πηγή πλουτισμού για τον σπορέα. Έτσι και το ψωμί που δόθηκε στον φτωχό, φέρνει εκ των υστέρων πλούσια την ωφέλεια σε αυτόν που το πρόσφερε, στον ελεήμονα. Ας είναι λοιπόν για σένα η συγκομιδή της γεωργικής σου εργασίας, αρχή της επουράνιας σποράς· διότι και η Γραφή λέει: «Σπείρατε γὰρ ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην(:Σπείρετε για τον εαυτό σας δικαιοσύνη)»[Ωσ. 10,12].

Γιατί λοιπόν αδημονείς και άγχεσαι; Γιατί πιέζεις και τσακίζεις τον εαυτό σου, προσπαθώντας να περικλείσεις τον πλούτο σου με πηλό και πλίνθους; «Αἱρετώτερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς, ὑπὲρ δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον χάρις ἀγαθή(:Προτιμότερο είναι το καλό όνομα, η καλή υπόληψη, από τον πολύ πλούτο. Ανώτερη δε από το αργύριο και τους άλλους θησαυρούς είναι η αγαθή και ευμενής διάθεση της καρδίας)»[Παρ.22,1].

Αν όμως θαυμάζεις και καμαρώνεις για τα χρήματα, επειδή λαμβάνεις τιμές απ' αυτά, σκέψου πόσο μεγαλύτερη δόξα σού επιφέρει το να ονομάζεσαι πατέρας μύριων παιδιών, παρά να έχεις στο βαλάντιό σου μύρια χρυσά νομίσματα. Τα χρήματα βέβαια, και χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήσεις εδώ, σε αυτή τη γη, την υπόληψη όμως για τα καλά σου έργα, θα την αποκομίσεις στον Δεσπότη, όταν ολόκληρος λαός θα σταθεί μπροστά στον κοινό Κριτή και θα σε ονομάσει τροφέα του, ευεργέτη και φιλάνθρωπο.

Δεν βλέπεις μέσα στα θέατρα, αυτούς που δωρίζουν τον πλούτο τους στους αθλητές, στους ηθοποιούς, στους πυγμάχους, στους θηριομάχους, — ανθρώπους που πολλές φορές πονάει κανείς και μόνο που τους βλέπει για το κατάντημά τους— πώς το κάνουν για μια στιγμιαία τιμή, επειδή τους ζητωκραυγάζει και τους χειροκροτεί ο λαός; Και εσύ που πρόκειται να απολαύσεις τόσο μεγάλη δόξα, είσαι τόσο μικροπρεπής και σφιχτός στο να προσφέρεις κάτι από τα αγαθά σου;

Ο Θεός είναι αυτός που αποδέχεται τις προσφορές σου. Άγγελοι είναι αυτοί που θα σε επευφημούν. Όλοι οι άνθρωποι, από κτίσεως κόσμου, θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνια, στεφάνι δικαιοσύνης, ουράνια Βασιλεία θα είναι τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των υλικών και φθαρτών τούτων πραγμάτων. Αλλά εσύ για κανένα απ' αυτά δεν φροντίζεις. Σε έχει απορροφήσει η φροντίδα για τα παρόντα και περιφρονείς τα ουράνια αγαθά, τα οποία ελπίζουμε ότι θα λάβουμε.

Έλα λοιπόν, άρχισε να διαθέτεις κάποια από τα πολλά σου αγαθά, όπου υπάρχει ανάγκη. Γίνε φιλότιμος και ανοικτός προς όσους τα χρειάζονται. Ας πούνε και για σένα: «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, τὸ κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται ἐν δόξῃ(:σκόρπισε απλόχερα, έδωσε στους αναγκεμένους, η αρετή του θα μείνει αξέχαστη στους αιώνες, η δύναμή του θα υψωθεί σε μεγάλο ύψος δόξης)»[Ψαλμ.111,9].

Πρόσεχε, να μην είσαι πολυδάπανος και να μη βγάζεις συνεχώς καινούργιες ανάγκες. Να μην περιμένεις να πέσει έλλειψη σιταριού, για να ανοίξεις τις αποθήκες σου και να το πουλήσεις πανάκριβα· διότι «ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, (:Για εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν καιρώ λιμού, με τον σκοπό να το πουλήσει πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί)»[Παροιμ.11,26]. Μην περιμένεις να έλθει πείνα, για να κερδίσεις εσύ χρυσάφι. Ούτε να χαίρεσαι για τη φτώχεια που πέφτει στο λαό, επειδή γίνεται αφορμή για να πλουτίσεις εσύ. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρώπινων συμφορών. Μην εκμεταλλευθείς τον καιρό που ο Θεός παιδαγωγεί τον κόσμο με τη στέρηση των αγαθών, για να αποκτήσεις χρηματική περιουσία. Μην ερεθίζεις τα τραύματα αυτών που χτυπήθηκαν από τις δυσκολίες της ζωής, με το μαστίγιο της συμφοράς.

Αλλά εσύ αποβλέπεις στο χρήμα, δεν σε ενδιαφέρει ο αδελφός. Ξέρεις να διακρίνεις τα νομίσματα και το χαρακτηριστικό τους χάραγμα, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα κάλπικα, αλλά όμως δεν μπορείς να διακρίνεις καθόλου και να εντοπίσεις τον αδελφό σου που βρίσκεται μέσα στις συμφορές.

4. Και η στιλπνότητα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν σκέπτεσαι όμως, ούτε λογαριάζεις πόσο μεγάλος είναι ο στεναγμός του φτωχού που σε κατατρέχει. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις τα βάσανα του φτωχού; Ο φτωχός που δεν έχει τίποτα, ψάχνει γύρω, παρατηρεί τα πράγματα του σπιτιού του. Βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει στο σπίτι του, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Η οικοσκευή του και τα ρούχα του είναι τέτοια, που όλα-όλα αξίζουν λίγους οβολούς. Τι να κάνει; Πού να βρει κάτι για να ζήσει; Στρέφει το βλέμμα του στα παιδιά του. Σκέπτεται να τα οδηγήσει στην αγορά, για να τα πουλήσει! Ίσως έτσι να βρει κάποια παρηγοριά από τον βέβαιο θάνατο. [Αναφέρεται εδώ ο Άγιος στο απάνθρωπο δουλεμπόριο που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Φέρνει στο λόγο του αυτό το ανατριχιαστικό παράδειγμα του πατέρα που, λόγω φοβερής φτώχειας, αναγκάζεται να πουλήσει τα σπλάγχνα του, τα παιδιά του, στους πλούσιους της εποχής του, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στο σπίτι και στην καρδιά του φτωχού. Και το κάνει αυτό ο Άγιος, μόνο και μόνο για να δείξει πόση σκληρότητα, θηριωδία και αναλγησία δημιουργεί στην ψυχή μας η πλεονεξία. Είναι, όπως λέει ο Ιερός Χρυσόστομος «χαλεπόν το πάθος καί δεινόν τό νόσημα» (Ρ.G. 60, 523). Πραγματικά, η πλεονεξία παραδίδει την ψυχή μας στον διάβολο. Θεωρείται και είναι «η ακρόπολη των παθών» (Λέοντος Σοφού: Εγκώμιον εις τον Αγ. Ιωάννην Χρυσόστομον Ρ. G. 107, 252)].

Σκέψου εδώ, εσύ πλούσιε πλεονέκτη, τον αγώνα που έχει αυτός ο πατέρας, τον αγώνα που του επιβάλλει από τη μια η πείνα και από την άλλη η πατρική αγάπη και στοργή. Από τη μια η πείνα τον απειλεί και φέρνει στα μάτια του τον πιο οικτρό θάνατο και από την άλλη η φυσική αγάπη του γονιού προς τα παιδιά του αντιστέκεται και του ζητά να πεθάνει μαζί με τα τέκνα του από την πείνα, παρά να τα πουλήσει στην αγορά για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτόν τον αγώνα τον πέρασε ο πατέρας αυτός χίλιες δυο φορές, όρμησε να το κάνει πράξη και οπισθοχώρησε άλλες τόσες. Τελικώς υπέκυψε από τη βία της ανάγκης και την αμείλικτη στέρηση ακόμη και του επιούσιου. Και τι σκεφτόταν ο πατέρας αυτός άραγε μέσα σ' αυτή τη σκληρή στιγμή; «Ποιο παιδί μου να πουλήσω πρώτα;», έλεγε. «Ποιο θα δει με ευχαρίστηση ο σιτοπώλης; Να δώσω το μεγαλύτερο; Ντρέπομαι όμως για τα χρόνια του. Να δώσω το μικρότερο; Αλλά το πονάω για την τρυφερή ηλικία του, γιατί είναι ακόμη ανέμελο και δεν έχει συνειδητοποιήσει τις συμφορές. Ποιο να δώσω απ' τα παιδιά μου; Τούτο μου μοιάζει καταπληκτικά. Εκείνο είναι πανέξυπνο και είναι ο πρώτος μαθητής. Αχ! Τι συμφορά! Τι αδιέξοδο! Τι να κάνω; Με ποιο παιδί μου να έλθω σε διαμάχη, σε ποιο να φερθώ τόσο σκληρά; Πώς να λησμονήσω τη φύση μου;

Αν όμως πάλι, λόγω της απέραντης φτώχειας μου, δω όλα μου τα παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα; Αλλά, κι αν πουλήσω το ένα, με τι μάτια θα αντικρύσω τα υπόλοιπα; Στα μάτια τους και στην ψυχή τους θα έχω γίνει ύποπτος και δεν θα μου έχουν πια εμπιστοσύνη. Μα, κι αν τα πουλήσω όλα, πώς θα γυρίσω να μείνω στο σπίτι μου άτεκνος; Πώς θα καθίσω να φάω στο τραπέζι, το οποίο θα έχει όλα τα αγαθά, αλλά αυτά θα έχουν αντίκρισμα τα παιδιά μου που τα πούλησα;».

Και αυτός ο πατέρας έρχεται σε σένα, μετά απ' όλη αυτή την ψυχική ταλαιπωρία, να πουλήσει, με πολλά δάκρυα, το πιο αγαπητό από τα παιδιά του. Κι εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν λυγίζεις από τη συμφορά του ανθρώπου αυτού! Δεν σκέφτεσαι καθόλου πόσο αδύνατη είναι η ανθρώπινη φύση. Η πείνα συνθλίβει τον ταλαίπωρο αυτόν άνθρωπο και συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και του μεγαλώνεις τη συμφορά. Αυτός δίνει το σπλάγχνο του ως τίμημα, για να αποκτήσει λίγη τροφή, και το δικό σου χέρι, όχι μόνο δεν μένει ξερό που δέχεται τέτοιου είδους κέρδη, αλλά αγωνίζεσαι για το πλεόνασμα και φιλονικείς και παζαρεύεις πώς θα λάβεις περισσότερα, για να δώσεις λιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο αυτόν τον δύστυχο. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα πατρικά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγμοί της καρδιάς, αλλά παραμένεις άκαμπτος και αλύγιστος. Το καθετί το βλέπεις ως χρυσό και παντού χρυσό φαντάζεσαι. Ο χρυσός σου έχει γίνει όνειρο όταν κοιμάσαι· και όταν είσαι ξύπνιος, αυτή είναι η έγνοιά σου. Όπως δηλαδή, όσοι έχουν κυριευθεί από κάποιο πάθος, δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι κι εσένα η ψυχή σου έχει καταληφθεί από τη φιλοχρηματία και παντού χρυσό και ασήμι βλέπει. Στ' αλήθεια, με περισσότερη ευχαρίστηση θα έβλεπες τον χρυσό, παρά τον ήλιο. Εύχεσαι όλα να μεταβληθούν και να γίνουν χρυσός και όσο μπορείς το επινοείς, με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο.

[Συνεχιζεται]

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος



ΠΗΓΕΣ:

· Βασιλείου του Μεγάλου, Άπαντα τα έργα, Ομιλία εις το «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας», πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1973, τόμος 6, σελίδες 322-336 .


· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.


· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου