Σελίδες

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

“Deus inversus”. Δοξασίες καί ἀντιλήψεις περί Θεοῦ τῆς θεοσοφικῆς ἑταιρείας


“Deus inversus”. Δοξασίες και αντιλήψεις περί Θεού της θεοσοφικής εταιρείας

Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Δρ. Θεολογίας

Γιατί είναι αναγκαία η μελέτη της θεοσοφίας;
Όταν το 1875, η Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ (Helena Petrowna Blavatsky) η οποία ασχολούνταν με τον αποκρυφισμό και τον πνευματισμό, όντας η ίδια πνευματιστική διάμεσος δηλαδή μέντιουμ, ίδρυε την θεοσοφική εταιρεία είναι βέβαιο ότι δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι οι θρησκευτικές της δοξασίες που αποκρυσταλλώνονται στις συγγραφές της ιδίας όσο και των διαδόχων της, Άννυ Μπεζάντ (Annie Besant) και Άλις Μπέϊλυ (Alice Bailey) θα επηρέαζαν την πλειονότητα σχεδόν των σύγχρονων αποκρυφιστικών – πνευματιστικών οργανώσεων, ώστε ο αείμνηστος π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος να αναφέρει ότι οι ιδέες του πνευματισμού εξαπλώθηκαν στη Δύση με τη θεοσοφία της Μπλαβάτσκυ και ο π. Κυριακός Τσουρός να επισημαίνει ότι η “Νέα εποχή του Υδροχόου”, όρο που εισήγαγε η θεοσοφίστρια Άλις Μπέϊλυ, είναι γέννημα και θρέμμα της θεοσοφικής σχολής της Μπλαβάτσκυ...
Άλλωστε, λίγα έτη μετά, το 1884, ένας γνώριμος αιρετικός, ο Κάρολος Ρώσσελ ίδρυε τη δική του θρησκευτική εταιρεία, τη «Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρεία Σκοπιά» η οποία έχει και αυτή αποκρυφιστικά σύμβολα όπως η πεποίθηση ότι η πυραμίδα της Γκίζας έχει χτιστεί με θεϊκή καθοδήγηση και αποτελεί μάρτυρα προφητείας. Άλλωστε και η ονομασία «Ιεχωβάς» που χρησιμοποιεί για το Θεό, υπάρχει επίσης μέσα στα αποκρυφιστικά συγγράμματα της Μπλαβάτσκυ. Γι’ αυτό το λόγο η μελέτη του θρησκευτικού συστήματος της Μπλαβάτσκυ καθίσταται αναγκαία για την κατανόηση και την αντιμετώπιση των σύγχρονων αποκρυφιστικών και πνευματιστικών αιρέσεων.
Ποια είναι η ιστορία του όρου θεοσοφία;
Η ιδρύτρια λοιπόν της θεοσοφικής εταιρείας χρησιμοποίησε τον όρο «Θεοσοφία» για να ονομάσει το θρησκευτικό της σύστημα. Εδώ είναι αναγκαίο να κάνουμε την επισήμανση ότι τριάντα περίπου χρόνια πριν την Μπλαβάτσκυ, ένας αρχαιολάτρης έλληνας κληρικός, ο Θεόφιλος Καΐρης, κήρυττε θρησκευτικές δοξασίες αντίθετες με αυτές της Ορθόδοξης Θεολογίας καθώς αρνούνταν τη θεότητα του Ιησού, την Αγία Τριάδα, τα μυστήρια της Εκκλησίας και για αυτό το λόγο καθαιρέθηκε το 1839. Θέλοντας να προωθήσει τις φιλοσοφικές του ιδέες ίδρυσε στο Λονδίνο, όπου μετέβη το 1842, τον «Ελληνικόν Σύλλογον της Θεοσοφίας». Είναι πιθανόν λοιπόν η Μπλαβάτσκυ να μην διεκδικεί την πρωτοτυπία αλλά να αντέγραψε τον όρο και ορισμένες ιδέες του Καΐρη. Βέβαια ο όρος Θεοσοφία δεν είναι δημιούργημα ούτε του Καΐρη ούτε της Μπλαβάτσκυ αλλά είναι αρχαιότατος και αποδίδεται από τον Διογένη Λαέρτιο στον Αιγύπτιο αρχιερέα Ποτ Άμμων που έζησε την εποχή των Πτολεμαίων, χρησιμοποιήθηκε από τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Αμμώνιο Σακκά αλλά και από χριστιανούς συγγραφείς, όπως τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, με διαφορετική βέβαια έννοια. Επιλέγοντας αυτόν τον όρο η Μπλαβάτσκυ ήθελε προφανώς να πείσει τους ακροατές της ότι το θρησκευτικό της σύστημα δεν ήταν μια νεωτεριστική επινόηση δική της αλλά διεκδικεί την αυθεντία αρχαίων σοφών ανδρών. 
Πως ερμηνεύεται ο όρος θεοσοφία από την Μπλαβάτσκυ;
Ο όρος «Θεοσοφία» ερμηνεύεται από την Μπλαβάτσκυ και τους θιασώτες των θεωριών της ως η «Σοφία των Θείων Όντων», ως «Θεία Γνώση» ή «Θεία Επιστήµη» που δεν έχει αντικείμενο μόνο τη θρησκεία και το Θεό αλλά και κάθε εκδήλωση του ανθρωπίνου πνεύματος. Αυτή η γνώση και η σοφία είναι εσωτερική, δηλαδή ισχυρίζονται ότι δεν είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας αλλά προήλθε μέσα από θεϊκές αποκαλύψεις στους αρχαίους μύστες, οράματα και διαλογισμό. Την θεωρούν ως την συσσωρευμένη σοφία όλων των εποχών, ως συνώνυµη της αιώνιας αλήθειας, ότι αποτελεί το υπόβαθρο όλων των παγκόσμιων θρησκειών και ότι δόθηκε γραπτώς από την Μπλαβάτσκυ στην ανθρωπότητα ως αντιπρόσωπος τής υπέρ τα Ιμαλάϊα Αδελφότητας των Μυστών. Αυτή η δήθεν θεϊκή γνώση θεωρείται απόκρυφη, δηλαδή δεν μπορεί να κατανοηθεί από την μάζα των ανθρώπων αλλά μόνο από τους μυημένους και η οποία μεταδίδεται μέσω τελετουργιών, μυήσεων και ερμηνεία συμβολισμών.
Ποια είναι η σχέση της θεοσοφικής εταιρείας με τις θρησκείες;
Για την Μπλαβάτσκυ και τους οπαδούς της ενώ η θεοσοφική εταιρεία κατέχει το σύνολο της αλήθειας οι επιμέρους θρησκείες κατέχουν μόνο ψήγματα αυτής της αλήθειας. Σύνθημα της θεοσοφικής εταιρίας είναι ότι ουδεμία θρησκεία είναι υπερτέρα της αλήθειας το οποίο σημαίνει ότι καμία θρησκεία δεν είναι υπερτέρα της θεοσοφικής εταιρείας διότι οι θρησκείες κατέχουν κομμάτια της αλήθειας και κατά συνέπεια καμία από τις θρησκείες δεν μπορεί να διεκδικεί αποκλειστική κατοχή της αλήθειας παρά μόνο η θεοσοφική εταιρεία! Μάταια υποστήριζε η Μπλαβάτσκυ ότι οι ανήκοντες στη θεοσοφική εταιρεία μπορούν ταυτόχρονα να είναι πιστά μέλη της θρησκείας τους καθώς η θεοσοφική εταιρεία είναι δήθεν απελευθερωμένη από θρησκευτικές προκαταλήψεις και ενάντια στο δογματισμό. Η ανήλεη κριτική που ασκεί εναντίον του Χριστιανισμού συνηγορεί περί του αντιθέτου.
Ποια είναι τα θρησκευτικά στοιχεία που συνθέτουν τις αντιλήψεις της θεοσοφικής εταιρείας;
Αυτό όμως που οι οπαδοί της θεοσοφικής εταιρείας θεωρούν ως αιώνια αλήθεια και αρχαία σοφία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια επιλεκτική συλλογή και συγκερασμός αυθαίρετος θρησκευτικών δοξασιών και αντιλήψεων από θρησκείες και θρησκευτικοφιλοσοφικά συστήματα όπως ο Ερμητισμός, οι αρχαίες μυστηριακές θρησκείες, ο Ιουδαϊκός μυστικισμός (Καμπαλά), ο Γνωστικισμός, ο Νεοπλατωνισμός, ο Χριστιανισμός, έτσι όπως ερμηνεύτηκε από τους Γνωστικούς. Αυτή όμως η θρησκεία η οποία επηρέασε τη θεοσοφική εταιρεία σε μέγιστο βαθμό, όπως τονίζει ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, είναι ο Ινδουισμός και το πνευματικό του τέκνο ο Βουδισμός. Και όλα τα παραπάνω συμπλεκόμενα με ένα πλήθος μυθολογικών στοιχείων αλλά και με θρησκευτικές πρακτικές όπως η Μαγεία, κάτι που επεσήμανε ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, διότι για την Μπλαβάτσκυ η Μαγεία είναι πνευματική Σοφία όταν χρησιμοποιείται για αγαθούς σκοπούς, δηλαδή η λευκή Μαγεία.
Οι ιδρυτές λοιπόν της θεοσοφικής εταιρείας συγκέρασαν ένα σύνολο ετερόκλητων θρησκευτικών δοξασιών, και αυτές τις ονόμασαν «αρχαία σοφία» ή «σοφία των θείων όντων» ή «αιώνια Αλήθεια» η οποία δήθεν υπάρχει από την αρχή της εμφανίσεως του ανθρώπου ως βάση όλων των θρησκειών. 
Δέχεται η Μπλαβάτσκυ το Θεό της Βίβλου;
Καταρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι θεοσοφικές δοξασίες περί Θεού είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με αυτές της Ορθόδοξης Θεολογίας. Σε ερώτηση ενός οπαδού της Μπλαβάτσκυ εάν αποδέχεται τον Δημιουργό Θεό της Βίβλου ο οποίος αποκαλύπτεται στην Ιστορία, η απάντησή της είναι κατηγορηματική και χωρίς περιστροφές: «στο Θεό των χριστιανών, τον Πατέρα του Ιησού, τον Δημιουργό δεν πιστεύουμε. Απορρίπτουμε την ιδέα Θεού προσωπικού». Για την Μπλαβάτσκυ αυτό το οποίο ονομάζουμε Θεότητα είναι μία απρόσωπη θεϊκή δύναμη η οποία ονομάζεται άγνωστη Θεία Ουσία, μοναδική και Απόλυτη Θεία Αρχή, ανώτερη ή υπέρτατη και απρόσωπη δύναμη, το Απόλυτο, άπειρη Μονάδα, παγκόσμια Θεία Αρχή και ως τέτοια είναι πανταχού παρούσα, παντοδύναμη και πάνσοφη δημιουργική δυναμικότητα. 
Είναι βέβαιο ότι η Μπλαβάτσκυ αντιγράφει στο σημείο αυτό τη θεώρηση περί Θεού του θρησκευτικού ρεύματος του Ινδουισμού που ονομάζεται Βεντάτα και σύμφωνα με το οποίο ο Θεός δεν είναι πρόσωπο αλλά απρόσωπη θεϊκή δύναμη.
Ταυτόχρονα υιοθετεί την καμπαλιστική αντίληψη που ταυτίζει το Θεό με μια υπέρτατη απρόσωπη δύναμη που ονομάζεται «Έιν – Σόφ». 
Ποιος είναι ο λόγος που η Μπλαβάτσκυ αρνείται να δεχτεί έναν προσωπικό Θεό;
Σύμφωνα με την Μπλαβάτσκυ η αποδοχή ενός προσωπικού Θεού θα σήμαινε πτώση σε μια σειρά λογικών αντιφάσεων. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εμείς λέμε – και το αποδεικνύουμε – ότι ο Θεός της Θεολογίας είναι ένα σύνολο αντιφάσεων, κάτι που δεν αντέχει στη λογική. Γι' αυτό και δεν ασχολούμαστε με αυτόν». Η λογική αντίφαση στην οποία αναφέρεται είναι ότι εφόσον ο Θεός «είναι άπειρος – δηλαδή, δεν έχει όρια – και μάλιστα, εάν είναι απόλυτος, πώς είναι δυνατόν να έχει μορφή; Η έννοια της μορφής προϋποθέτει την ύπαρξη ορίων, μια αρχή και ένα τέλος». 
Η Μπλαβάτσκυ θεωρεί ότι δεν μπορεί ταυτόχρονα ο Θεός να είναι άπειρος και απόλυτος και ταυτόχρονα να είναι πρόσωπο. Αυτό το θεωρεί λογική αντίφαση που δεν αντέχει στη βάσανο της κοινής λογικής.
Η Μπλαβάτσκυ συγχέει τον ανθρωπομορφισμό με την έννοια του προσώπου
Ασφαλώς ο Θεός είναι άπειρος, δεν έχει όρια, αλλά όταν λέμε ότι ο Θεός είναι πρόσωπο δεν αναιρούμε την απειρία Του και την υπερβατικότητά Του διότι δεν αναφερόμαστε στην απρόσιτη, άγνωστη και άρρητη Ουσία Του, αλλά αναφερόμαστε στην προσιτή και καταληπτή σχέση Του και επικοινωνία με τον άνθρωπο μέσα στα πλαίσια της αποκάλυψής Του στην Ιστορία.
Το γεγονός ότι είναι πρόσωπο δηλώνει μια σχέση, δηλαδή την επικοινωνία Του με τον άνθρωπο μέσω των Θεοφανειών. Η Μπλαβάτσκυ δεν μπορεί να κατανοήσει αυτή τη λεπτή διάκριση διότι νομίζει ότι εάν θεωρήσει ότι ο Θεός είναι πρόσωπο θα υποπέσουμε σε ανθρωπομορφισμό και θα τον περιορίσουμε αναπόφευκτα μέσα σε όρια. Ενδεικτικά αυτής της σύγχυσης είναι η εξής φράση της: «Σε τέτοιο Θεό δεν πιστεύουμε. Δεν δεχόμαστε την ιδέα κάποιου προσωπικού ή εξωκοσμικού και ανθρωπόμορφου Θεού που δεν είναι παρά η γιγάντια σκιά του ανθρώπου και, μάλιστα, όχι στην καλύτερη εκδοχή του». Ίσως η Μπλαβάτσκυ στην Αμερική συνομίλησε με Προτεστάντες, και ειδικότερα με Μορμόνους, οι οποίοι ερμηνεύοντας κατά γράμμα την Παλαιά Διαθήκη υποστηρίζουν ανθρωπομορφικές αντιλήψεις αποδίδοντας στο Θεό ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Μάλιστα η φράση της Μπλαβάτσκυ: «Δεν δεχόμαστε την ιδέα κάποιου προσωπικού ή εξωκοσμικού και ανθρωπόμορφου Θεού που δεν είναι παρά η γιγάντια σκιά του ανθρώπου», απηχεί την αντίληψη των Μορμόνων ότι ο Θεός είναι ένα ον προσιτό στην ανθρώπινη νόηση και λίγο – πολύ χαρακτηρίζεται από τις ανθρώπινες ιδιότητες, μόνο που τις κατέχει σε υπερθετικό βαθμό.
Κριτική και αναίρεση της παραπάνω άποψης εξ επόψεως Ορθοδόξου Θεολογίας: το γεγονός ότι ο Θεός είναι πρόσωπο βασίζεται στην Αποκάλυψή Του
Για την Ορθόδοξη Θεολογία όμως, αν και το Θείον είναι άπειρον και ακατάληπτον, όπως επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όμως μας αποκαλύπτεται. Ο Θεός όντας πρόσωπο έρχεται σε επικοινωνία με τον άνθρωπο. Η δυνατότητα επικοινωνίας στηρίζεται στη δημιουργία του ανθρώπου «κατ᾿ εικόνα και καθ᾿ ομοίωσιν» του Θεού. Μόνο το πρόσωπο μπορεί να γνωρίσει τον Ζώντα Θεό ως Πρόσωπο. Ως πρόσωπο ο Θεός αποκαλύφθηκε στον Μωϋσή λέγοντας «εγώ ειμί ο ών», δηλαδή, «Το ‘Είναι’ είμαι Εγώ. Ο Θεός, ο Απόλυτος Δεσπότης όλων των αστρικών κόσμων, είναι προσωπικός», αναφέρει ο Γέροντας Σωφρόνιος. Κατά συνέπεια το γεγονός ότι ο Θεός είναι πρόσωπο δεν αποδεικνύεται μέσα από περίπλοκους φιλοσοφικούς συλλογισμούς αλλά από την εμπειρία των ανθρώπων στους οποίους αποκαλύφθηκε ο Θεός. 
Δέχεται η Μπλαβάτσκυ έναν Θεό Δημιουργό;
Η Μπλαβάτσκυ μη μπορώντας να απεγκλωβιστεί από τις νηπιώδεις θεολογικά ανθρωπομορφικές αντιλήψεις που παρέλαβε από Προτεστάντες και όχι βέβαια από ορθοδόξους Θεολόγους, υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να πιστέψει σε ένα Θεό Δημιουργό διότι εάν ο Θεός «είναι άπειρος – δηλαδή, δεν έχει όρια – και μάλιστα, εάν είναι απόλυτος, πώς είναι δυνατόν να έχει μορφή και να είναι δημιουργός; Προκειμένου να δημιουργεί ένα Ον, πρέπει να σκέφτεται και να καταστρώνει κάποιο σχέδιο. Πώς είναι δυνατόν το Απόλυτο να σκέφτεται – δηλαδή να έχει σχέση με το περιορισμένο, το πεπερασμένο, το καθορισμένο; Αυτό είναι παραδοξολογία από φιλοσοφική και λογική άποψη», αναφέρει χαρακτηριστικά. Κατά συνέπεια, για την θεοσοφική εταιρεία δεν υπάρχει Θεός Δημιουργός του Σύμπαντος. 
Κριτική και αναίρεση της παραπάνω άποψης εξ επόψεως Ορθοδόξου Θεολογίας: η Μπλαβάτσκυ δεν έχει τις προϋποθέσεις για να κατανοήσει τη διάκριση Ουσίας και Ενέργειας στο Θεό
Για να μην υποπίπτουμε στις ανωτέρω πλάνες της θεοσοφικής εταιρείας οι θεοφόροι Πατέρες μάς δίδαξαν ότι είναι απαραίτητη η διάκριση μεταξύ Ουσίας και Ενέργειας στο Θεό. Όταν λοιπόν λέμε ότι ο Θεός είναι Δημιουργός δεν αναφερόμαστε στην άρρητη και ακατάληπτη υπερβατική Ουσία Του η οποία δεν μπορεί να γίνει γνωστή, αλλά αναφερόμαστε στις άκτιστες Ενέργειές Του. Όταν λοιπόν ονομάζουμε το Θεό Δημιουργό αναφερόμαστε στη δημιουργική Του ενέργεια. Γι’ αυτό οι Πατέρες μας δίδαξαν ότι δύο είναι οι οδοί για να εκφραστούμε για το Θεό: η καταφατική και η αποφατική. Η καταφατική οδός αποτελεί το ανθρώπινο εγχείρημα να υπαχθεί τρόπον τινά το απρόσιτο του Θεού στις οριοθετήσεις των εννοιολογικών σχημάτων καθώς αποδίδουμε στο Θεό ιδιότητες όπως ότι είναι αγαθός, δημιουργός κλπ. Αυτές οι θεωνυμίες δεν είναι αυθαίρετες διότι από τη μια αποκαλύπτουν την ύπαρξη της Θείας Ουσίας, χωρίς πραγματική έκθεση του περιεχοµένου Της, από την άλλη βασίζονται στο γεγονός ότι ο Θεός αποκαλύπτεται, αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των Ενεργειών Του και σηµαίνουν τις εκφάνσεις της Θείας Δυνάµεως. Οι Ενέργειες του Θεού ονοµατοδούνται από τον άνθρωπο αναλόγως της έννοιας που σχηµατίζεται στον ανθρώπινο λόγο. 
Όταν ο άνθρωπος λέγει ότι ο Θεός ενεργεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο (π.χ. δημιουργεί, σκέφτεται, κλπ.) ή διατυπώνει θεωνυμίες, χρησιμοποιώντας πολλές φορές ανθρωπομορφικές εκφράσεις για τον Θεό ή ανθρώπινα χαρακτηριστικά προσπαθεί να συλλάβει και να διατυπώσει την αλήθεια, ποικιλοτρόπως και κατά συνέπεια, συμβατικά. Αν και δεν υπάρχει λέξη και έννοια που να μπορεί να περιγράψει σωστά και να προσδιορίζει µε ακρίβεια την Ουσία του Θεού, όμως ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να συλλάβει διάφορους περιγραφικούς όρους και ονοµασίες, µε βάση την πραγµατικότητα των αποκεκαλυµµένων ενεργειών Του, µέσω 1. της Αγίας Γραφής, και 2. αυτών που μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει µε τη λογική του, µε βάση την εμπειρία της Θείας Οικονομίας. Οι θεωνυμίες αντιπροσωπεύουν το δικαίωµα του ανθρώπου να περιγράψει το Δηµιουργό του, µε βάση τη μερική αυτοαποκάλυψή Του. Όπως ο απλός άνθρωπος αισθανόμενος τη θερμαντική και φωτιστική ενέργεια του ήλιου κατανοεί ότι αυτό το ουράνιο σώμα είναι θερμό και είναι φωτεινό χωρίς όμως να μπορεί να γνωρίσει την ουσία του, κατά τον ίδιο τρόπο βλέποντας ο άνθρωπος το δημιουργικό έργο, την αγαθότητα, τη σοφία, τη δύναμη, τη δικαιοσύνη και τις λοιπές Ενέργειες του Θεού που εκδηλώνονται στην Οικονομία, αποκαλεί το Θεό αντίστοιχα δημιουργό, αγαθό, σοφό, παντοδύναμο, δίκαιο, κλπ. Αυτές οι θεωνυμίες πηγάζουν από την αποκάλυψη και την αιτιώδη σχέση του Θεού με τον κόσμο, χαρακτηρίζουν την κατ’ ενέργειαν σχέση του Θεού με τον κόσμο και δεν είναι δηλωτικές της Ουσίας Του. Οποιεσδήποτε λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε για το Θεό είναι ατελείς προσπάθειες να περιγράψουμε τον απερίγραπτο Θεό. 
Η άλλη οδός είναι η αποφατική οδός η οποία αναγνωρίζει ότι παρόλες τις ανθρώπινες περιγραφές ο Θεός παραμένει ακατανόητος, ανέκφραστος και απερινόητος. «Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος…», αναφέρουμε κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Μολονότι, ο Θεός επιτρέπει στον εαυτό Του να γίνει γνωστός και να περιγραφεί, ως ένα βαθµό µε τη χρήση της ανθρώπινης γλώσσας, εν τούτοις, βρίσκεται πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο προσδιορισμό και ιδιότητα, πέρα από τις ανθρώπινες έννοιες και λέξεις όντας ακατάληπτος, πέρα από κάθε ανθρώπινη και κτιστή περιγραφή, όντας απερίγραπτος. Καμιά από τις θεωνυμίες δεν είναι σε θέση να περιγράψει ή να εκφράσει τη Θεία Ουσία, ώστε να μπορούμε να έχουμε κάποια, έστω και υποτυπώδη, γνώση γι’ Αυτήν. Γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να συλλάβει τι είναι κατ’ ουσίαν ο Θεός, καταλήγει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. 
Οι δύο παραπάνω οδοί είναι απαραίτητες και αλληλοσυμπληρούμενες διότι όπως λέγει ο επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ: «Αν και ο Θεός είναι ακατανόητος, και πέρα από τα δικά μας σχήματα και τρόπους σκέψης, ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά κοντά μας … όχι απλώς σαν μία ανώνυμη δύναμη, αλλά μ’ έναν τρόπο προσωπικό. Ανάμεσα στον άνθρωπο και τον υπέρτατο Θεό, υπάρχει μία σχέση αγάπης παρόμοια μ’ εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στον καθένα μας και στους άλλους, που μας είναι πολύ αγαπητοί».
Τι πιστεύει η θεοσοφική εταιρεία για τη σχέση Θεού και κόσμου;
Τις παραπάνω λεπτές διακρίσεις της Ορθόδοξης Θεολογίας δεν μπορεί να κατανοήσει η θεοσοφική εταιρεία η οποία από τη μια αρνείται τον Θεό της Βίβλου και από την άλλη οδηγείται σε μια σύγχυση και ταύτιση μεταξύ Θεού και κόσμου καταλήγοντας αναπόφευκτα στον πανθεϊσμό. Ενώ για την Ορθόδοξη Θεολογία υπάρχει ριζική και οντολογική διάκριση μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, ετερότητα Θεού και κτίσης, καθώς ο Θεός δημιουργεί έναν κόσμο ετερούσιο προς Αυτόν, μονάχα με τη βούλησή Του, διά της άκτιστης ενέργειάς Του, για τους οπαδούς της θεοσοφικής εταιρείας δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημιουργία του κόσμου αλλά μόνο για εκδίπλωσή του από την αιώνια, αµετάβλητη και απρόσωπη Θεϊκή Αρχή. Αυτή η Απόλυτη Θεία Αρχή αποτελεί και τον πυρήνα του εκδηλωµένου Σύµπαντος που φανερώνεται με μια δυαδικότητα, ως Πνεύµα και Ύλη. «Αυτό καθαυτό το σύμπαν ξεδιπλώνεται από την ίδια του την ουσία, δεν κατασκευάζεται», αναφέρει η Μπλαβάτσκυ. 
Τι σημαίνουν οι όροι τής Μπλαβάτσκυ εξέλιξη και ενέλιξη;
Η εκδίπλωση αυτή λαμβάνει χώρα διαμέσω της «εξελίξεως» και της «ενελίξεως». Κατά την πρώτη φάση, τη φάση της «εξελίξεως» το Σύμπαν εκπέμπεται προς τα έξω, απορρέει από τη Θεότητα. Κατά τη διαδικασία της απόρροιας του Σύμπαντος από τη Θεότητα δημιουργούνται επτά διαστρωματώσεις, ως ομόκεντροι κύκλοι. Κατά το στάδιο της «ενελίξεως» το Σύμπαν επιστρέφει προς τη Θεότητα, είναι μια επάνοδος του κόσμου προς την αρχική του πηγή όπως ακριβώς τα κύματα εκπορεύονται από τον ωκεανό και επιστρέφουν πάλι σε αυτόν. Όλη αυτή η διαδικασία είναι κυκλική καθώς επαναλαμβάνεται ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα όπως πρεσβεύουν και οι ανατολικές θρησκείες, ο Ινδουισμός και Βουδισμός και οι οποίες αρνούνται την ευθύγραμμη πορεία του χρόνου και του κόσμου σε αντίθεση με την Ιουδαιοχριστιανική παράδοση.
Από που προέρχονται οι αντιλήψεις περί ταύτισης Θεού και κόσμου;
Η παραπάνω θεώρηση της σχέσης Θεού και κόσμου της θεοσοφικής εταιρείας επαναλαμβάνει από τη μια την αντίληψη της Καμπαλά που κάνει λόγο για το «Ένα», τη θεϊκή δηλαδή Μονάδα από την οποία ξετυλίγεται η συμπαντική πραγματικότητα∙ και από την άλλη την ινδουιστική αντίληψη, όπως εκφράζεται στα κείμενα των Ουπανισάδων, ότι η Θεότητα ταυτίζεται με την απρόσωπη αρχή του Μπράχμαν η οποία αποτελεί την υψίστη και άρρητη Αρχή του παντός, το υπερκόσμιο και θεϊκό στοιχείο εντός όλων των όντων και του ανθρώπου, αυτό που θα ονομάζαμε ψυχή, αν και έχει ευρύτερη σημασία. Σε αυτήν την ινδουιστική και καμπαλιστική αντίληψη περί της Θεότητας ως απρόσωπης και υπερβατικής αρχής, ως ρίζα και αιτία των πάντων, η θεοσοφική εταιρεία προσθέτει και την έννοια του Θεού Λόγου που την δανείζεται από τη χριστιανική Θεολογία με διαφορετική βέβαια έννοια. Για τη θεοσοφική εταιρεία ο Θεός Λόγος δεν είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που δημιουργεί τον κόσμο «εκ του μη όντος», αλλά μια απρόσωπη θεϊκή δύναμη, συνισταμένη δύναμη των πνευµατικών και ευφυών δυνάµεων του Σύµπαντος όπως λέγουν, μια μορφοποιητική δύναμη η οποία «ώσπερ κίνησις στροβίλου ασυλλήπτου ταχύτητος ανασκάπτει οπάς εν τω χώρω, εν τη ρίζη ταύτη της ύλης», αναφέρει η Μπεζάντ. Ο Λόγος αποτελεί την πρώτη εκδίπλωση της Απόλυτης Θεϊκής Αρχής και είναι η βασική κινητήριος δύναμη σε όλη αυτή τη διαδικασία της εξέλιξης, της εκδίπλωσης δηλαδή του κόσμου από τη Θεία Ουσία. Σύμφωνα με την Μπεζάντ από την απόλυτη Θεϊκή Αρχή εκπορεύεται ο εκδηλούμενος Θεός Λόγος ο οποίος από Μονάδα αναπτύσσεται σε Δυάδα και μετά σε Τριάδα, από την οποία εκπορεύονται όλα τα όντα, συγχέοντας την ινδουιστική διδασκαλία περί της τρίμορφης Θεότητος (Βράχμα, Βισνού, Σίβα) με τη χριστιανική διδασκαλία περί της αγίας Τριάδος. 
Η Μπλαβάτσκυ επιμένει με κατηγορηματικό τρόπο να αρνείται να ονομάζει τον Θεό Λόγο Δημιουργό του Σύμπαντος. Αντίθετα τον ονομάζει «εξελισσόμενο αρχιτέκτονα του Σύμπαντος». Αναφέρει χαρακτηριστικά: «η δικιά μας Θεότητα είναι ο αιώνιος, ο συνεχώς εξελισσόμενος αρχιτέκτονας, όχι ο δημιουργός του Σύμπαντος. Αυτό καθαυτό το Σύμπαν ξεδιπλώνεται από την ίδια του την ουσία, δεν κατασκευάζεται». Ποια είναι όμως η έννοια της παραπάνω ονομασίας που αποδίδει στο Θεό Λόγο; Ενώ η Ορθόδοξη Θεολογία υποστηρίζει ότι ο Λόγος του Θεού δημιουργεί τον κόσμο, υλικό και πνευματικό, «εξ ουκ όντων» (Β΄ Μακ. 7,28) δηλαδή δημιουργεί έναν κόσμο ετεροούσιο προς Αυτόν και για αυτό άλλωστε ο κόσμος δεν είναι ομοούσιος με το Θεό και άρα όχι αιώνιος, η Μπλαβάτσκυ αρνούμενη την ονομασία Δημιουργός και υιοθετώντας την ονομασία «εξελισσόμενος αρχιτέκτονας του Σύμπαντος» υποστηρίζει ότι ο Λόγος είναι αρχιτέκτονας διότι σχεδιάζει και μορφοποιεί την ήδη προϋπάρχουσα ύλη η οποία είναι αιώνια και όχι ο Δημιουργός που φέρει τον κόσμο από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Επίσης ο Λόγος δεν δημιουργεί έναν κόσμο ετεροούσιο προς Αυτόν, όπως υποστηρίζει η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά έναν κόσμο ομοούσιο προς Αυτόν, καθώς το Σύμπαν είναι η εξέλιξη, δηλαδή η εκδίπλωση της Θείας Ουσίας του Λόγου οδηγώντας αναπόφευκτα με αυτόν τον τρόπο στον πανθεϊσμό. Είναι χαρακτηριστική μάλιστα η φράση της Άννυ Μπεζάντ ότι «η Θεοσοφία είναι πανθεϊστική. Ο Θεός είναι το παν και το παν είναι Θεός».
Ποια είναι η έννοια του πανθεϊσμού που προβάλλει;
Ποια είναι όμως αυτή η έννοια του πανθεϊσμού, της ταύτισης δηλαδή Θεότητος και κόσμου που προβάλλει η θεοσοφική εταιρεία; Η Μπλαβάτσκυ για να αποφύγει προφανώς την κατηγορία της ειδωλολατρίας, εξαιτίας των πανθεϊστικών της αντιλήψεων, υποστηρίζει ότι η ταύτιση Θεού και κόσμου αφορά μόνο το πνευματικό στοιχείο το οποίο ενυπάρχει όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά και σε κάθε ελάχιστο μόριο οργανικής και ανόργανης ύλης. Αποδέχεται έναν πνευματικό πανθεϊσμό όπως επισημαίνει ο αείμνηστος Π. Τρεμπέλας. Στοιχούμενη απόλυτα με την ινδουιστική άποψη ότι το Άτμαν, οι ψυχές δηλαδή των όντων εκπορεύονται από το Μπράχμαν όπως οι σπίθες από τη φωτιά και κατά συνέπεια όλα τα όντα έχουν ένα τμήμα της Θείας Ουσίας, υποστηρίζει ότι όλα τα όντα είναι “Μονάδες”, δηλαδή έχουν εντός τους το Θείο στην ατομική του μορφή καθώς εκπορεύονται από την Απόλυτη Θεϊκή Αρχή, πηγάζοντας από την καρδιά του εκδηλωμένου Λόγου, ως ακτίνα που εκπέμπεται από τον Λόγο, αυτό το ισχυρίζεται η Μπεζάντ. Η Μπλαβάτσκυ πάλι, αναφέρει το εξής: «Εφόσον θεωρούμε πως ο Θεός είναι μια άπειρη Αρχή που διαχέεται σε όλο το Σύμπαν, πώς μπορεί μόνο ο άνθρωπος να μη διαποτίζεται πέρα για πέρα από αυτή την Θεότητα;». 
Οι ψυχές των όντων είναι οι θεϊκοί σπινθήρες του Λόγου που εξελίσσονται και παίρνουν διάφορες μορφές και όπως λέγει η Μπλαβάτσκυ στο έργο της «Μυστική Δοξασία» είναι σπινθήρες που αντανακλούν την Παγκόσμια Θεία Φλόγα. Επαναλαμβάνει ουσιαστικά την αντίληψη του Γνωστικισμού, και ειδικότερα του Σατορνίλου, περί της παρουσίας ενός τμήματος της Θείας Ουσίας εντός του ανθρώπου, ενός θεϊκού σπινθήρα όπως το ονόμαζαν. Αυτός ο θεϊκός σπινθήρας ονομάζεται από τη θεοσοφική εταιρεία «Χριστός» καθώς ο Χριστός δεν ταυτίζεται με το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού αλλά αποτελεί ένα πνευματικό σύμβολο που εκφράζει την παρουσία εντός κάθε πλάσματος μιας ακτίνας του παγκοσμίου θεϊκού Πνεύματος. Σύμφωνα με την Άλις Μπέϊλυ ο «Χριστός» δεν είναι πρόσωπο, αλλά είναι μια πνευματική κατάσταση την οποία ονομάζει «χριστική κατάσταση ή συνείδηση». Κατά συνέπεια όλες οι ψυχές αποτελούν τμήμα της Παγκόσμιας Ψυχής και αυτό οδηγεί στη θεμελιώδη ταυτότητα όλων των ψυχών με την Παγκόσμια Υπερ – Ψυχή. Βέβαια σε αυτό το σημείο η θεοσοφική εταιρεία πέφτει σε λογικές αντιφάσεις διότι πως είναι δυνατόν η ψυχή να είναι τμήμα της άτρεπτης, δηλαδή αμετάβλητης Θείας Ουσίας και η ίδια να είναι ταυτόχρονα τρεπτή, να υπόκειται σε μεταβολή, δηλαδή κίνηση είτε προς το καλό είτε προς το κακό; Αντίθετα, για την Ορθόδοξη Θεολογία όλα τα όντα εφόσον είναι τρεπτά είναι και κτιστά. Κατά συνέπεια, τα όντα δεν μετέχουν στην Ουσία του Θεού αλλά μόνον στις άκτιστες Ενέργειες Του.
Που στηρίζεται αυτή η παγκόσμια αδελφότητα όλων των όντων που πρεσβεύει;
Η θεοσοφική εταιρεία υποστηρίζει, ότι όχι μόνον ο άνθρωπος ταυτίζεται ως προς την πνευματική του ουσία με την απόλυτη θεϊκή Αρχή, αλλά και το καθετί επάνω στο Σύμπαν είναι μια ζωντανή οντότητα που έχει ένα μέρος εντός του, της παγκόσμιας Θεότητας. Κατά συνέπεια όλα τα όντα αποτελούν μια παγκόσμια αδελφότητα εφόσον μοιράζονται την ίδια Ζωή που προέρχεται από την κοινή πηγή, την Απόλυτη θεϊκή Αρχή. Αυτήν ακριβώς την ενότητα των όντων τη θεωρεί η Μπλαβάτσκυ ως θεμελιώδη νόμο του Αποκρυφισμού και αυτό σημαίνει ότι εφόσον όλα τα όντα έχουν ένα τμήμα της Θεότητας παρέχεται η δυνατότητα σε όσους τελούν μαγικές – αποκρυφιστικές τελετές να έλθουν σε επαφή με τις υπερβατικές θεϊκές δυνάμεις που ενυπάρχουν στα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούν στις τελετές. 
Ποιες είναι οι συνέπειες των παραπάνω αντιλήψεων;
Οι παραπάνω περί Θεού αντιλήψεις της θεοσοφικής εταιρείας έχουν τεράστιες συνέπειες για την ηθική και πνευματική ζωή του ανθρώπου. Σύμφωνα με τη θεοσοφική εταιρεία εντός του ανθρώπου συντελείται ένα δράμα διότι η θεϊκή ουσία, ο θείος σπινθήρας εντός του ανθρώπου, ο «πνευματικός Εαυτός» μας είναι εγκλωβισμένος μέσα στο υλικό σώμα από το οποίο πρέπει να απελευθερωθεί. Η θεοσοφική εταιρεία δεν αποφεύγει τους ακραίους χαρακτηρισμούς του Γνωστικισμού περί του υλικού σώματος ότι είναι από τη φύση του κακό, σε αντίθεση με την Ορθόδοξη Θεολογία η οποία τονίζει ότι «ουδέν φαύλον ο Θεός εποίησε» και το κακό δεν ταυτίζεται με την ύλη αλλά εντοπίζεται στις πράξεις των ανθρώπων. 
Ο άνθρωπος είναι αιχμάλωτος των μετενσαρκώσεων
Ταυτόχρονα, στοιχούμενη απόλυτα με τις αντιλήψεις του Ινδουισμού και του Βουδισμού υποστηρίζει ότι τα έμβια όντα βρίσκονται εγκλωβισμένα σε έναν ατέρμονα κύκλο μετενσαρκώσεων εξαιτίας του Κάρμα δηλαδή των πράξεων που διέπραξαν στην προηγούμενη μορφή ύπαρξης, καλές ή κακές … Η θεοσοφική εταιρεία αντιμετωπίζει ηθικιστικά το ζήτημα υποστηρίζοντας ότι αυτή η παραμονή στον κύκλο των μετενσαρκώσεων είναι μια τιμωρία μέσω της οποίας επέρχεται ένα είδος κάθαρσης από το σύνολο των κακών πράξεων. Για την Μπλαβάτσκυ και τους οπαδούς της είναι απαράδεκτη η αντίληψη της χριστιανικής Θεολογίας ότι ο Ιησούς Χριστός δια του απολυτρωτικού Του έργου παρέχει στον άνθρωπο την συγχώρεση. Μάλιστα την άποψη αυτή την χαρακτηρίζει επικίνδυνο δόγμα διότι όπως λέγει κάθε κακή πράξη είναι διατάραξη των νόμων του Σύμπαντος που δεν μπορεί να αποκατασταθεί με την συγχώρεση αλλά με την τιμωρία χωρίς να μπορεί να εξηγήσει με ποιον τρόπο η τιμωρία αποκαθιστά αυτή την συμπαντική αρμονία. 
Σωτηρία είναι η ένωση της ψυχής από τη θεία πηγή που εκπορεύθηκε
Αυτή η ατέρμονη παραμονή στον κύκλο των μετενσαρκώσεων προκαλεί το αίτημα της απελευθέρωσης από αυτήν την οδυνηρή κατάσταση και την επανένωση τού εντός του ανθρώπου θεϊκού στοιχείου με την απρόσωπη Θεία Αρχή από την οποία εκπορεύθηκε, όπως η δροσοσταλίδα ενώνεται με τη θάλασσα, αναφέρει χαρακτηριστικά η Μπλαβάτσκυ. Ενώ στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχει η εσχατολογική προοπτική της σωτηρίας που ταυτίζεται με τη μέλλουσα Ανάσταση και τη λύτρωση από τη φθορά, αντίθετα στο θρησκευτικό σύστημα της θεοσοφικής εταιρείας η λύτρωση ταυτίζεται με την επιστροφή σε αυτή την ιδεατή πρωταρχική πνευματική κατάσταση που βίωνε η ψυχή πριν τον εγκλωβισμό της στο σώμα.
Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώξει την αυτολύτρωσή του
Σε αυτή τη διαδικασία δεν ζητείται κανενός είδους λύτρωση από το Θεό αλλά ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώξει την αυτολύτρωση και αυτοσωτηρία του. Δεν υπάρχει θαυματουργός Σωτήρας επιμένει να τονίζει η Μπλαβάτσκυ αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος σώζει τον εαυτό του. Κατά συνέπεια το απολυτρωτικό έργο και η θυσία του Ιησού Χριστού είναι άνευ αξίας και σημασίας. Ακολουθώντας τον Γνωστικό Υιοθετισμό ο οποίος υποστήριζε ότι ο Ιησούς ήταν ένας απλός άνθρωπος, η θεοσοφική εταιρεία διαχωρίζει τον Ιησού από τον Χριστό θεωρώντας τον «Χριστό» ως ταυτόσημο με το πνευματικό στοιχείο εντός του ανθρώπου, όπως είπαμε παραπάνω, και τον «Ιησού» έναν απλό άνθρωπο, έναν φωτισμένο μύστη. Κατά συνέπεια το πρόσωπο του Χριστού δεν έχει απολυτρωτικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν ανακαινίζει και αφθαρτοποιεί την ανθρώπινη φύση, αλλά εξάπαντος αποτελεί ηθικό πρότυπο, είναι ένας απλός διδάσκαλος.
Είναι ανώφελη η προσευχή σε μια απρόσωπη θεϊκή δύναμη
Για τη θεοσοφική εταιρεία ο άνθρωπος δεν κατακτά τη σωτηρία διά της ανιδιοτελούς αγάπης, δια της ταπεινώσεως και δια της μετοχής στην Άκτιστη χάρη των Ιερών Μυστηρίων, όπως επισημαίνει η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά διά του διαλογισμού και της αποβολής των υλικών επιθυμιών οι οποίες παράγουν κακό κάρμα, όπως ακριβώς και ο Βουδισμός θεωρεί ότι η επιθυμία είναι η αιτία του πόνου. Εφόσον ο Θεός είναι ένα απρόσωπο όν, μια ανώτερη δύναμη, η προσευχή δεν έχει κάποια πνευματική ωφέλεια. «Έχουμε τόσα πολλά να κάνουμε, ώστε δεν μπορούμε να χάνουμε τον καιρό μας λέγοντας προσευχές σε κάτι καθαρά αφηρημένο», αναφέρει η Μπλαβάτσκυ με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο και συνεχίζει: «Δεν υπάρχει κάποια ωφέλεια στο να προσεύχεται κάποιος σε έναν εξωκοσμικό κι επομένως πεπερασμένο Θεό». 
Είναι ανώφελη η πίστη σε μια απρόσωπη θεϊκή δύναμη
Επίσης η πίστη στο Θεό δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στο θρησκευτικό σύστημα της θεοσοφικής εταιρείας, συναίσθημα για το οποίο μιλά ιδιαίτερα υποτιμητικά η Μπλαβάτσκυ, ονομάζοντάς την «νοητική αδυναμία». Απέναντι στη χριστιανική έννοια της πίστεως στο Θεό, αντιπαραθέτει, αφενός την πίστη στον εσώτατο εαυτό μας, την εντός ημών θεϊκή ουσία, αφετέρου τη Γνώση των απόκρυφων μυστηρίων, όπως υποστήριζαν παλαιότερα οι Γνωστικοί. Εφόσον ο άνθρωπος είναι κατ’ ουσίαν θεός, σπινθήρας και σπάραγμα της θεϊκής ουσίας με κρυμμένες θεϊκές δυνάμεις καλείται να κατακτήσει από τη μια τη γνώση του θεϊκού εαυτού του καθώς αποκτώντας αυτογνωσία οδηγείται αυτομάτως προς τη Θεογνωσία, και από την άλλη τη γνώση των απόκρυφων μυστηρίων και των συμπαντικών νόμων. Η απόκτηση της υπερφυσικής αυτής Γνώσης έχει από μόνη της λυτρωτικό χαρακτήρα. 
Ο εωσφόρος δίνει τη θεϊκή γνώση στον άνθρωπο
Ποιος είναι όμως αυτός που δίνει αυτή την απόκρυφη Γνώση στον άνθρωπο ώστε να επιτύχει τον προορισμό του; Μάταια η Μπλαβάτσκυ προσπαθεί να πείσει ότι δεν παραδέχεται την ανάγκη κάποιου Σωτήρα, υποπίπτοντας πάλι σε αντιφάσεις, και αυτό διότι επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι το πρόσωπο που παρέχει στον άνθρωπο αυτή την υπερφυσική γνώση είναι ο εκπεσών άγγελος Εωσφόρος ο οποίος ταυτίζεται στα συγγράμματα της με τον Σατανά. Σύμφωνα με την Μπλαβάτσκυ ο Σατανάς επέλεξε να εκπέσει των θεϊκών του αξιωμάτων προκειμένου να φέρει αυτή τη θεϊκή γνώση στον άνθρωπο κάνοντας ανυπακοή στο Θεό. Με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύεται από τη θεοσοφική εταιρεία το γεγονός της πτώσης των δαιμόνων σε αντίθεση με την Ορθόδοξη Θεολογία η οποία υποστηρίζει ότι η υπερηφάνεια, η ύβρη αυτού του κτιστού πλάσματος έναντι του Θεού ήταν η αιτία της πτώσης του. Ενώ η θυσία του Ιησού δεν έχει καμιά αξία για την Μπλαβάτσκυ και τους οπαδούς της, αντίθετα η πτώση των δαιμόνων θεωρείται ως η μεγάλη θυσία για χάρη του ανθρώπου και έχει εξάπαντος απολυτρωτικό χαρακτήρα διότι με αυτόν τον τρόπο μετέδωσε ο Σατανάς τη σοφία και την απόκρυφη γνώση στον άνθρωπο. 
Αντίθεση Θεολογίας και θεοσοφικής εταιρείας γύρω από το πρόσωπο του Σατανά
Ενώ για την Ορθόδοξη Θεολογία ο Διάβολος είναι ο εφευρέτης της αμαρτίας, ο πρώτος που αμάρτησε υπερηφανευόμενος ότι θα ξεπεράσει το Θεό, εμπιστευόμενος τον εαυτό του, όπως λέγει ο προφήτης Ησαίας: «αναβήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Hσ. 14,14), αυτός που έδωσε αρνητική απάντηση στη Θεία κλήση για αγιασμό και στράφηκε προς το κακό, η θεοσοφική εταιρεία θεωρεί ότι αυτή η άποψη διαστρεβλώνει το πρόσωπό του Σατανά. Η αιτία αυτής της διαστρέβλωσης είναι ότι η Εκκλησία δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι ο Σατανάς είναι υψηλότερος από τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον Ιεχωβά, όπως τον ονομάζει. Για τους οπαδούς της θεοσοφικής εταιρείας ο Σατανάς είναι ο Εωσφόρος, αυτός που φέρνει το φως της Γνώσεως του καλού και του κακού. Ακολουθώντας παρόμοιες απόψεις του μάγου Eliphas Lévi η Μπλαβάτσκυ υποστηρίζει ότι ο Σατανάς δεν είναι ο πρόξενος κακών, ο ανθρωποκτόνος, ο εισηγητής της αμαρτίας και πατέρας του ψεύδους (Ιωαν. 8,44), ο οποίος υποβάλλει θανάσιμους πειρασμούς στον άνθρωπο, όπως φρονεί η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά αντίθετα είναι ο πατέρας της πνευματικής ανθρωπότητος, ο σωτήρ, διότι διήνοιξε τους πνευματικούς οφθαλμούς του ανθρώπου στον κήπο της Εδέμ, όπως παλαιότερα τόνιζαν οι Οφίτες Γνωστικοί. Σύμφωνα με την Μπλαβάτσκυ, ο όφις της Γενέσεως, ο Διάβολος, δεν οδήγησε τον άνθρωπο στην πνευματική απώλεια και στο προπατορικό αμάρτημα, χρησιμοποιώντας ψεύτικες υποσχέσεις για ισοθεΐα, ενσπείροντάς του τη θανατηφόρα ηδονή της εωσφορικής αυτοθεώσεως, παρουσιάζοντας την αγνωσία ως δήθεν γνώση, όπως πρεσβεύει η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά είναι ο όφις της σοφίας, αυτός που γνώρισε στους ανθρώπους τα μυστήρια του ουρανού. Όπως ο Προμηθέας έδωσε στους ανθρώπους τη φωτιά κάνοντας ανυπακοή στον Δία έτσι και ο Σατανάς έδωσε στους ανθρώπους την πνευματική γνώση κάνοντας ανυπακοή στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης.
Η θεοσοφική εταιρεία, συνεπής στην αντικοσμική της στάση διδάσκει ότι ο άνθρωπος πρέπει να αρνηθεί να υποταχθεί στον Δημιουργό Θεό του υλικού κόσμου, ενός κακού θεού, όπως παλαιότερα υποστήριζε και ο Γνωστικισμός. Μάλιστα σε ένα παροξυσμό πολεμικής εναντίον της Εκκλησίας η Μπλαβάτσκυ υποστηρίζει ότι όλοι οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονται από τους χριστιανούς στον Σατανά θα πρέπει κανονικά να αποδίδονται στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «η ονομασία Σατανάς που στα Εβραϊκά σημαίνει αντίπαλος θα πρέπει να αποδίδεται στον πιο σκληρό και απάνθρωπο αντίπαλο όλων των Θεών, τον Ιεχωβά και όχι στον όφι του Παραδείσου ο οποίος μίλησε μόνο λόγους σοφίας στον άνθρωπο».
Η Μπλαβάτσκυ θεωρεί τον Σατανά σωτήρα του ανθρώπου
Η Μπλαβάτσκυ μέσα στο σύγγραμμά της «Μυστική δοξασία» υφαίνει έναν ύμνο προς τον Εωσφόρο – Σατανά, ονομάζοντάς τον πνεύμα φωτισμού και ελευθερίας της σκέψης, το οποίο βοηθά τον άνθρωπο να βρει το δρόμο μέσα στις δυσκολίες της ζωής, θεϊκό και γήινο φως, αιτία από την οποία προέρχεται η ζωή και ο θάνατος. Ο Θεός είναι το φως ενώ ο Σατανάς η σκιά του φωτός άνευ της οποίας το φως θα ήταν αόρατο και ακατανόητο. Για την Μπλαβάτσκυ και τους οπαδούς της ο Σατανάς είναι αντίπαλος της άγνοιας διότι μεταδίδει το φως της αλήθειας στον άνθρωπο μετατρέποντάς τον έτσι από ένα γήινο όν σε θεϊκό και ελεύθερο από το αμάρτημα της άγνοιας, δηλαδή το θάνατο. Είναι φανερό λοιπόν για ποιο λόγο η Μπλαβάτσκυ θεωρεί ότι είναι επικίνδυνο δόγμα το απολυτρωτικό έργο του Ιησού και αυτό διότι σύμφωνα με την χριστιανική Θεολογία ο Ιησούς υπέμεινε το θάνατο, «ίνα διά του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ’ έστι τον διάβολον» (Εβρ. 2,14-15), κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από το θρησκευτικό σύστημα της θεοσοφικής εταιρείας η οποία θεωρεί το Σατανά όχι πρόξενο πνευματικού και σωματικού θανάτου αλλά χορηγό πνευματικής ελευθερίας.
Οι πραγματικές αντιλήψεις της Μπλαβάτσκυ για την έννοια του κακού
Μάταια όμως η Μπλαβάτσκυ προσπαθεί να πείσει οπαδούς και αντιπάλους ότι ο Εωσφόρος είναι μια παρεξηγημένη οντότητα από τους Χριστιανούς και δεν είναι πρόξενος κακών∙ μάταια προσπαθεί να πείσει τους οπαδούς της να πράττουν μόνο το καλό, να μην συσσωρεύσουν κακό κάρμα και αυτό διότι το θρησκευτικό της σύστημα και οι ιδέες της προδίδουν ότι θεωρεί αναγκαία και λυτρωτική την παρουσία του κακού, μέσα στη ζωή του ανθρώπου, υποπίπτοντας με αυτόν τον τρόπο σε μια σειρά αντιφάσεων. Καταρχάς υποστηρίζει ότι το κακό είναι υποκειμενικό και σχετικό, ότι το καλό και το κακό προέρχονται από την ίδια θεϊκή πηγή, είναι δίδυμα αδέλφια όπως λέγει χαρακτηριστικά, δεν μπορούν να υπάρξουν χωριστά και αν τα χωρίσουμε τότε θα πεθάνουν. Το κακό είναι αναγκαίο για την εξέλιξη και την πρόοδο όπως ο θάνατος είναι αναγκαίος για τη ζωή. Μάλιστα το κακό προηγείται του καλού όπως το σκοτάδι προηγείται του φωτός, το κακό είναι η πηγή του καλού και αν εξαφανιζόταν το κακό ταυτόχρονα θα εξαφανιζόταν και το καλό από την Γη. Για αυτό το λόγο επαναλαμβάνει την καμπαλιστική αντίληψη ότι ο Σατανάς είναι «Deus inversus», δηλαδή ανεστραμμένος, αντίστροφος, ανάποδος Θεός. «Demon est Deus inversus» λέγει και αυτό σημαίνει ότι θεωρεί αναγκαία την παρουσία των δύο αντιθέτων, των δυο αντίθετων πόλων, του καλού και του κακού, του Θεού και του Σατανά, ώστε να υπάρχει αρμονία και ισορροπία στον κόσμο. Αποδεχόμενη την καμπαλιστική αντίληψη ότι το κακό αν και είναι ανταγωνιστική δύναμη προς το καλό όμως ταυτόχρονα είναι ουσιώδης προϋπόθεση για την ύπαρξη του καλού στο οποίο δίνει ύπαρξη και συνέχεια, την οποία το καλό δεν θα μπορούσε να την έχει από μόνο του και αυτό σημαίνει ότι η ζωή παράγεται από το θάνατο, η αναγέννηση από την καταστροφή, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την Ορθόδοξη Θεολογία η οποία λέγει, ότι δεν προηγείται το κακό αλλά το καλό, διότι το κακό είναι έκπτωση από το καλό ως αποτέλεσμα απομάκρυνσης από το Θεό. Δεν προηγείται ο θάνατος αλλά η ζωή, διότι ο θάνατος δεν είναι φυσικό φαινόμενο αλλά αποτέλεσμα της πτώσεως. Δεν προηγείται ο κτιστός Σατανάς αλλά ο Άκτιστος Αγαθός Θεός ο οποίος δημιουργεί έναν κόσμο «καλόν λίαν», μαζί και τον Διάβολο ο οποίος δεν είναι κακός από τη φύση του, εφόσον είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά έγινε κακός εξαιτίας της μη σωστής χρήσης της ελευθερίας του. Υπάρχει λοιπόν το καλό και μετά εμφανίζεται το κακό ως διαστροφή του καλού και αυτό διότι το κακό δεν είναι φύση, ένα συγκεκριμένο όν, αλλά έξη η οποία δημιουργείται εξαιτίας της μη σωστής χρήσης της ελευθερίας των λογικών όντων. Δεν χρειάζεται να υπάρχει το κακό ώστε να υπάρχει αρμονία στο Σύμπαν διότι το κακό είναι νόσος, είναι αστοχία, ο αυτοεκμηδενισμός της Δημιουργίας, η δύναμη που ωθεί τα όντα από την ύπαρξη προς την ανυπαρξία. Το κακό δεν έχει οντολογική ύπαρξη αλλά έχει την αφετηρία του στην αυτεξούσια προαίρεση, στην ελεύθερη εκτροπή των λογικών όντων από το Θεό. Υπάρχει μόνο ως διάβρωση και παράχρηση του καλού. Δεν είναι όν το κακό αλλά είναι μη όν, το οποίο σημαίνει ότι δεν έχει υπόσταση αλλά είναι παρυπόσταση, δηλαδή παράσιτο της Δημιουργίας και διαστρέβλωση του καλού, όπως λέγει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.
Η Ορθόδοξη Θεολογία είναι η αληθής θεοσοφία
Από όσα αναφέραμε παραπάνω έγινε κατανοητό ότι η εικόνα του Θεού που παρουσιάζει η θεοσοφική εταιρεία είναι η ανεστραμμένη εικόνα του ζώντος Θεού της Βίβλου, ένας «Deus inversus», όπως λέγει η Μπλαβάτσκυ, και για αυτό είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή της Ορθόδοξης Θεολογίας που καταγράφεται στα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας. Ο χαρακτήρας των θεοσοφικών δοξασιών περί Θεού είναι απαράδεκτος εξ επόψεως Ορθοδόξου Θεολογίας και κατά συνέπεια το θρησκευτικό σύστημα της θεοσοφικής εταιρείας αποδεικνύεται ψευδώνυμος και κίβδηλη θεοσοφία και οι οπαδοί της δεν είναι αληθείς θεόσοφοι, όπως διατείνονται και κομπάζουν, αλλά ψευδώνυμοι. 
Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης εξυμνεί ότι η Υπερούσιος Αγία Τριάδα είναι η πηγή της αληθούς Θεοσοφίας: «Τριάς υπερούσιε και υπέρθεε και υπεράγαθε, της Χριστιανών έφορε θεοσοφίας, ίθυνον ημάς επί την των μυστικών λογίων υπεράγνωστον και υπερφαή και ακροτάτην κορυφήν». Κατά συνέπεια ο άνθρωπος γίνεται κάτοχος της θεογνωσίας και της θεοσοφίας ύστερα από τον φωτισμό του νου από το Άκτιστο Φως του Τριαδικού Θεού διά της νοεράς προσευχής και της μετοχής στο απολυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού και όχι ακολουθώντας τις δοξασίες της θεοσοφικής εταιρείας. Αληθής Θεοσοφία είναι η Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας μας. Αληθείς θεόσοφοι είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι θεόπτες Άγιοι μας, οι Μάρτυρές μας και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής: «Αύτη γαρ εστιν η αληθής και αμώμητος των πιστών θεοσοφία· ης τέλος, το αγαθόν εστι και η αλήθεια», δηλαδή αληθής θεοσοφία είναι το «αγαθόν και η αλήθεια», δύο στοιχεία που ενυλώνονται μόνο στη Θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, αυτή που βίωσαν οι Πατέρες μας, οι Άγιοι μας, με τους ασκητικούς τους αγώνες και το μαρτυρικό τους βίωμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο του π. Θεόφιλου Λεμοντζή είναι η εισήγηση που έκανε, κατά τις εργασίες της ΛΑ΄ Πανορθοδόξου συνδιασκέψεως για θέματα αιρέσεων και Παραθρησκείας στις 23 Οκτωβρίου στην πόλη του Ναυπλίου


https://aktines.blogspot.com/2019/11/deus-inversus.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου