Σελίδες

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

Ἀπό τόν ἐπιτάφιο λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στόν Μέγα Βασίλειο. Μέρος Δεύτερο



ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ 

ΣΤΟΝ ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 

[Μέρος δεύτερο: η παρρησία του Μ. Βασιλείου ενώπιον των αρχόντων, η Βασιλειάδα, οι αρετές του, τα θεόπνευστα συγγράμματά του] 

Μας ήλθε όμως πάλι ο χριστομάχος βασιλιάς και τύραννος της πίστεως[:ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ουάλης] με περισσότερη ασέβεια και πιο μανιώδη στρατό, επειδή ο λόγος του θα απευθυνόταν προς ανταγωνιστή ισχυρότερο. Η επάνοδος αυτή ήταν παρόμοια με το ακάθαρτο και πονηρό εκείνο πνεύμα, που, αφού αποδεσμεύτηκε από τον άνθρωπο και περιπλανήθηκε, επιστρέφει στον ίδιο, για να κατοικήσει μέσα του με περισσότερα πνεύματα, όπως έχουμε ακούσει στα Ευαγγέλια. Αυτό μιμείται εκείνος, και για να ξεπλύνει συγχρόνως την προηγούμενη ήττα και για να προσθέσει νέα παλαίσματα στα πρώτα. Διότι είναι φοβερό και ανυπόφορο· ενώ είναι άρχοντας πολλών εθνών και έχει αξιωθεί πολλής δόξας και είχε υποτάξει όλους τους γύρω με τη δύναμη της ασέβειας και είχε κάνει υποχείριο ό,τι είχε βρεθεί μπροστά του, να παρουσιαστεί ότι νικήθηκε από έναν άντρα και μία πόλη και να γελοιοποιηθεί όχι μόνο από αυτούς που τον οδηγούσαν, αλλά όπως νόμιζε και από όλους τους ανθρώπους. 
Αφού στράφηκε με κάθε μέσο εναντίον των ευσεβών χριστιανών, όρμησε καταπάνω στη άσειστη και ανεπηρέαστη αυτή μητέρα των Εκκλησιών, στη μόνη που ακόμη απόμενε σπίθα της αληθείας, για να την υποτάξει. Τότε για πρώτη φορά αντιλήφθηκε ότι έπεσε έξω· διότι όπως βέλος που χτυπά σε κάτι ισχυρότερο, αποκρούστηκε, και αφού κατακομματιάστηκε, υποχώρησε. Τέτοιον αφού βρήκε προστάτη της Εκκλησίας και σε τόσο ισχυρό βράχο αφού προσέκρουσε, διαλύθηκε. Τα άλλα μπορείτε να τα ακούσετε από όσα λέγουν και διηγούνται εκείνοι που τα έζησαν· και τα διηγείται ο καθένας. Αλλά τόσο πολλοί θαυμάζουν, όσοι γνωρίζουν τους τότε αγώνες, τις επιθέσεις, τις υποσχέσεις, τις απειλές, τους απεσταλμένους από το δικαστικό σώμα, που προσπαθούσαν να κάμψουν τον Βασίλειο, τους στρατιωτικούς, τους από τον γυναικωνίτη, άντρες μέσα στις γυναίκες και γυναίκες μέσα στους άντρες, που μόνο ένα αντρικό γνώρισμα έχουν, την ασέβεια, και οι οποίοι, αφού δεν έχουν τη φυσική ικανότητα να ασελγούν, πορνεύουν με εκείνο με το οποίο μπορούν, με τη γλώσσα, τον αρχιμάγειρο Ναβουζαρδάν[τον Ναβουζαρδάν είχε στείλε ο Ναβουχοδονόσορ για να υποτάξει την Ιερουσαλήμ. Εδώ υπονοείται ο Δημοσθένης που ο Ουάλης έστειλε στον Βασίλειο], που φοβέριζε με τα κουζινομάχαιρά του και τον έστελναν οι φωτιές του μαγειρείου του. Και το πιο αξιοθαύμαστο για εμένα από τα δικά του και που δεν είναι δυνατόν να το προσπεράσω ακόμη και να θέλω, αυτό θα ιστορήσω συντομεύοντάς το όσο είναι δυνατό. 
Ποιος δεν γνωρίζει τον τότε ύπαρχο, τον Μόδεστο, που ήταν τόσο υπερβολική η μανία του εναντίον μας- επειδή και από εμάς είχε λάβει το τελειοποιητικό βάπτισμα- και πρόσφερε στον κύριό του περισσότερες από όσες έπρεπε υπηρεσίες και με το να εκτελεί όλα τα θελήματά του διατηρούσε και εξασφάλιζε πιο μακροχρόνια την εξουσία για τον εαυτό του; Σε αυτόν που μούγκριζε κατά της Εκκλησίας, που ήταν όμοιος με λιοντάρι και βρυχιόταν όπως το λιοντάρι και ήταν απλησίαστος για τους πολλούς, φέρνουν εκείνον τον ατρόμητο· ή μάλλον εισέρχεται ο ίδιος, σαν να καλείται σε γιορτή και όχι σε δίκη. 
Πώς θα μπορούσα να διηγηθώ επάξια από τη μια τη θρασύτητα του υπάρχου ή από την άλλη τη συνετή αντίσταση του ανδρός προς αυτόν; «Τι θέλεις εσύ- και είπε το όνομά του διότι δεν τον θεωρούσε άξιο να τον καλεί επίσκοπο- τι θέλεις με το θάρρος σου μπροστά σε τόση δύναμη και ανοηταίνεις μόνος εσύ από τους άλλους;». «Γιατί ρωτάς;», του λέγει ο γενναίος, «Ποια είναι η ανοησία; Δεν μπορώ να αντιληφθώ». «Δεν πιστεύεις ό,τι και ο βασιλιάς, ενώ όλοι οι άλλοι έσκυψαν και νικήθηκαν». «Δεν είναι», του είπε, «θέλημα του δικού μου Βασιλέως. Ούτε ανέχομαι να προσκυνώ κάποιο κτίσμα, ενώ είμαι ο ίδιος κτίσμα με την εντολή να γίνω θεός». «Και εμείς τι σου φαινόμαστε», τον ρωτά, «ή η διαταγή μας είναι μηδέν; Και να σου πω, δεν είναι για σένα τίποτε να ταχθείς με το μέρος μας και να μας έχεις φίλους;». «Είστε ύπαρχοι», απαντά, «και σπουδαίοι, δεν το αρνούμαι, όχι όμως σπουδαιότεροι από τον Θεό. Και το να σας έχουμε φίλους είναι βέβαια σημαντικό(πώς όχι; Αφού είστε και εσείς του Θεού πλάσματα), είναι όμως το ίδιο σαν να έχουμε κάποιους από τους υποτακτικούς σας· διότι η χριστιανικότητα δεν χαρακτηρίζεται από πρόσωπα, αλλά από την πίστη». 
Τότε λοιπόν ταράχτηκε πλέον ο ύπαρχος και άναψε από τον θυμό, πετάχτηκε από το κάθισμα και του απηύθυνε λόγια σκληρά. «Άκου εδώ», του λέγει, «δεν φοβάσαι την εξουσία;». «Μήπως γίνει και μήπως πάθω τι;». « Ένα από τα πολλά που είναι της εξουσίας μου». «Ποια είναι αυτά;». «Πρέπει να τα μάθεις. Δήμευση περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος». «Να με φοβερίζεις με οτιδήποτε άλλο», του λέγει. «Από αυτά δεν με αγγίζει τίποτε». Και εκείνος ρώτησε: «Πώς και με ποιον τρόπο;». Του απάντησε τότε ο Βασίλειος: «Διότι βέβαια τη δήμευση δεν τη φοβάται όποιος δεν έχει τίποτε, εκτός εάν έχεις ανάγκη από αυτά τα σχισμένα κουρέλια μου και τα λίγα βιβλία μου, που αποτελούν την περιουσία μου. Την εξορία δεν την εννοώ, εγώ που δεν περιορίζομαι σε έναν τόπο, και δεν έχω δικό μου ούτε το μέρος που τώρα κατοικώ, και κάθε μέρος είναι δικό μου όπου και αν βρεθώ ή μάλλον, κάθε μέρος είναι του Θεού, όπου εγώ είμαι ξένος και περαστικός. Τα βασανιστήρια;Τι θα μου πάρουν, αφού δεν υπάρχει σώμα, εκτός εάν εννοείς το πρώτο χτύπημα. Αυτό μόνο είναι στην εξουσία σου. Ο θάνατος είναι ευεργέτης, που θα με στείλει το γρηγορότερο στον Θεό, για τον Οποίο υπάρχω και ζω και κατά το πλείστον έχω πεθάνει και προς τον Οποίο επείγομαι να φθάσω από μακριά». 
Έμεινε κατάπληκτος από αυτά ο ύπαρχος και είπε αναφέροντας το όνομά του. «Κανείς έως τώρα δεν μίλησε σε μένα(τον Μόδεστο) έτσι και με τόσο θάρρος». «Ίσως επειδή δεν συνάντησες ακόμη επίσκοπο», του αποκρίθηκε, «οπότε θα σου μιλούσε με αυτόν τον τρόπο, αφού θα αγωνιζόταν για τέτοια πράγματα. Στα άλλα εμείς, ύπαρχε, είμαστε μετριοπαθείς και πιο ταπεινοί από τον καθένα, διότι έχουμε αυτήν την εντολή. Όχι σε τόσο μεγάλη δύναμη αλλά και σε έναν τυχαίο δεν δείχνουμε υπερηφάνεια. Όπου είναι εμπρός μας ο Θεός για να αγωνιστούμε γι΄Αυτόν, περιφρονούμε τα άλλα και σε Αυτόν μόνο ατενίζουμε. Η φωτιά, το ξίφος,τα θηρία, τα νύχια που ξεσχίζουν τις σάρκες, είναι για εμάς ευχαρίστηση μάλλον, παρά φόβος.Γι’αυτά ύβριζέ μας, φοβέριζε, κάνε ό,τι σου αρέσει, χαίρου την εξουσία σου. Ας τα ακούσει αυτά και ο βασιλιάς· εμάς δεν θα μας συλλάβεις, ούτε θα μας πείσεις να συνθηκολογήσουμε με την ασέβεια, ακόμη και με φοβερότερες απειλές». 
Όταν τα είπε αυτά και τα άκουσε ο ύπαρχος και είδε την αντίσταση του ανδρός, που ήταν τόσο ατρόμητος και ακαταμάχητος, με κάποιο σεβασμό και υποχωρητικότητα και όχι πια με τον ίδιο απειλητικό τόνο, είπε να τον οδηγήσουν έξω. Ο ίδιος τρέχει, με όση ταχύτητα διέθετε, στον βασιλέα και του λέγει: «Νικηθήκαμε, βασιλιά, από τον προκαθήμενο της Εκκλησίας αυτής. Είναι ανώτερος από φοβέρες, σταθερότερος από λόγους, πιο δυνατός από την πειθώ. Πρέπει να δοκιμάσουμε με κάποιο κατώτερο. Εναντίον αυτού ή πρέπει να ασκήσουμε βία χωρίς προσχήματα ή να μην περιμένουμε ότι θα υποχωρήσει στις απειλές». Στη συνέχεια ο βασιλιάς Ουάλης κατηγόρησε τον εαυτό του και νικημένος από τα εγκώμια προς τον άντρα-θαυμάζει την αρετή και ο αντίπαλος- είπε να μην τον κακομεταχειριστούν. Έπαθε ό,τι και ο σίδηρος που μαλακώνει με τη φωτιά, μένει όμως σίδηρος. Και μολονότι η απειλή μεταβλήθηκε σε θαυμασμό, δεν δέχτηκε την κοινωνία της πίστεως από ντροπή να αλλάξει ιδέες και αναζητούσε έναν ευπρόσωπο τρόπο απολογίας. 
Όλα τα είδη της αρετής κανείς δεν τα πέτυχε πέρα ως πέρα, από όσους τουλάχιστον γνωρίζουμε εμείς τώρα. Και άριστος είναι κατά τη γνώμη μας όποιος επιτύχει τα περισσότερα ή ένα στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Ο Βασίλειος όμως τα πραγματοποίησε όλα σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί κάποια υπερηφάνεια της φύσεως. Ας το εξετάσουμε έτσι. Ποιος επαινεί την ακτημοσύνη και την απλή και απέριττη ζωή; Τι είχε λοιπόν εκείνος εκτός από το σώμα του και τα απαραίτητα της σάρκας καλύμματα; Πλούτος του ήταν το να μην έχει τίποτε και ο σταυρός· με τον οποίο μόνο είχε συνδέσει τη ζωή του και που τον θεωρούσε πολυτιμότερο από πολλά χρήματα. Όλα, και αν ήθελε κανένας, δεν είναι δυνατόν να τα αποκτήσει· μπορεί όμως να τα περιφρονήσει όλα και να γίνει νικητής όλων. Φρόντιζε να είναι, όχι να φαίνεται άριστος. Ούτε κατοικούσε σε πιθάρι στο μέσο της αγοράς, ώστε να κάνει απόλαυσή την τρυφή των άλλων, μεταβάλλοντας σε παράδοξη ευπορία την απορία. Ήταν φτωχός, αφιλόδοξος και ανεπιτήδευτος. Δέχτηκε να τα χάσει όλα όσα κάποτε είχε και περνούσε ανάλαφρος τη θάλασσα της ζωής. 
Αξιοθαύμαστο πράγμα είναι η εγκράτεια και η ολιγάρκεια και η ελευθερία από τις ηδονές και το να μη διευθύνει η κοιλία, εξουσιάστρια ανελεύθερη. Ποιος ήταν χωρίς τροφή περισσότερο από αυτόν και δεν είναι πολύ να το πει κανείς, χωρίς σάρκες; Την αφθονία και τους υπερχορτασμούς τους άφησε για τους περισσότερους άλογους και αυτούς που η ζωή τους ήταν παρόμοια με ζωή ανδραπόδων και έβλεπε προς τα κάτω. Ο ίδιος δεν θεωρούσε τίποτε μέγα από όσα είναι κάτω από τον λαιμό, αλλά ζούσε με τα απαραίτητα μόνο όσο ήταν επιτρεπτό και η μόνη τρυφή που γνώριζε ήταν να είναι φανερό ότι δεν τρυφά και για τον λόγο αυτόν και δεν είχε ανάγκη από περισσότερα. Έβλεπε τα κρίνα και τα πουλιά που είχαν φυσική ομορφιά και πρόχειρη τροφή, κατά τη μεγάλη προτροπή του Χριστού του δικού μου, που πτώχευσε προς χάριν μας κατά τη σάρκα για να πλουτίσουμε εμείς κατά τη θεότητα. Από εδώ προερχόταν ο ένας χιτώνας που φορούσε και το ένα πανωφόρι, το πλάγιασμα χάμω και η αγρυπνία, η απλυσία, που αποτελούσαν τα καυχήματά του, το νοστιμότατο δείπνο και το προσφάγι, το ψωμί και τα παστά, τα νέα αυτά καρυκεύματα, και το ποτό το άφθονο της φρονιμάδας, που το προσφέρουν οι πηγές σε εκείνους που δεν κουράζονται να το αντλήσουν. Από αυτά προέρχονται ή αυτά παρακολουθούν οι περιθάλψεις, οι ιατρείες, το κοινό αντικείμενο της πνευματικής ζωής μας. 
Μέγα πράγμα η παρθενία και η αγαμία, το να ταχθείς με την παράταξη των αγγέλων και τη μοναχική ζωή. Διστάζω να πω να ταχθείς με τον Χριστό, που και όταν θέλησε να γεννηθεί για εμάς τους γεννητούς, γεννάται από την Παρθένο, κατοχυρώνοντας την παρθενία, διότι από εδώ μας μεταφέρει αλλού και συντομεύει την κοσμική ύπαρξή μας ή μάλλον τον κόσμο αυτόν στον άλλο παραπέμπει, τον τωρινό δηλαδή στον μελλοντικό. Ποιος λοιπόν περισσότερο από εκείνον τίμησε την παρθενία ή περιόρισε με νόμους τη σάρκα, όχι με το προσωπικό του παράδειγμα μόνο, αλλά και με τα έργα της σπουδής και του ζήλου του; Τίνος ήσαν οι παρθενώνες και οι γραπτές διατάξεις, με τα οποία σωφρόνιζε κάθε αίσθηση και ρύθμιζε τη λειτουργία κάθε μέλους και έπειθε στην αληθινή παρθενία, στρέφοντας την ωραιότητα προς τα μέσα, από τα ορατά στα αόρατα; Που απομάραινε τα εξωτερικά και αποσπούσε την ύλη από τη φλόγα· παρουσίαζε τα κρυπτά στον Θεό που είναι ο μόνος Νυμφίος των καθαρών ψυχών και που τις άγρυπνες ψυχές τις συνεισάγει μαζί του, εάν τον συναντήσουν με αναμμένες τις λαμπάδες και με άφθονο το λάδι που τις τροφοδοτεί; 
Όμοια και με τον μοναχικό και τον κοινωνικό βίο· συχνά αλληλομαχούν και βρίσκονται σε διάσταση, και όπως και να είναι, κανείς από τους δύο δεν έχει καθαρό το καλό ή το κακό, αλλά ο ένας είναι βέβαια πολύ πιο ήσυχος και σταθερός και οδηγεί στον Θεό, δεν του λείπει όμως η αλαζονεία, επειδή αποκτά την ασύγκριτη αρετή χωρίς βάσανα, ενώ ο άλλος πάλι είναι πιο πρακτικός και χρήσιμος χωρίς όμως να αποφεύγει τον θόρυβο και την ταραχή. Εκείνος τους συμφιλίωσε άριστα μεταξύ τους και έκανε ένα συγκερασμό τους. Έκτισε βέβαια ασκητήρια και μοναστήρια, όχι όμως μακριά από μεικτές κοινωνίες, ούτε τα περιέκλεισε, ούτε χώρισε αυτά από εκείνα με κάποιο ενδιάμεσο τοίχο, αλλά τα έβαλε σε μία κοντινή συνάφεια και χωρισμό. Είχε σκοπό μήτε οι πνευματικοί να μένουν χωρίς επικοινωνία μήτε οι πρακτικοί χωρίς πνευματική τροφοδοσία, αλλά να αντιπροσφέρουν οι μεν στους δε καθένας το δικό του, όπως η γη και η θάλασσα συντρέχουν στη μία δόξα του Θεού. 
Τι άλλο ακόμη; Ωραίο πράγμα η φιλανθρωπία και η διατροφή των φτωχών και η βοήθεια προς την ανθρώπινη αδυναμία. Προχώρησε λίγο από την πόλη και κοίταξε τη νέα πόλη[:εδώ ο άγιος Γρηγόριος αναφέρεται στη Βασιλειάδα], το ταμείο της ευσεβείας, το κοινό θησαύρισμα όσων ευπορούν, στο οποίο αποθέτουν τα περισσεύματα του πλούτου τους, και τώρα ακόμη και τα απαραίτητα, με τις παραινέσεις του. Εκεί αυτά αποτινάσσουν τον σκώρο και απογοητεύουν τους κλέφτες και διαφεύγουν την πάλη του φθόνου και του καιρού τη φθορά. Εκεί η ασθένεια αντιμετωπίζεται φιλοσοφικά, η συμφορά γίνεται αντικείμενο μακαρισμού και δοκιμάζεται η συμπάθεια προς τους άλλους.Τι αποτελούν για εμένα μπροστά στο έργο αυτό οι επτάπυλες Θήβες, και οι Θήβες της Αιγύπτου και τα τείχη της Βαβυλώνος, και ο καρικός τάφος του Μαυσώλου, και οι Πυραμίδες, και ο χάλκινος όγκος του Κολοσσού, οι πελώριοι ναοί και τα κάλλη όσων ακόμη δεν υπάρχουν και όσα άλλα θαυμάζουν οι άνθρωποι και τα απαθανατίζουν στις διηγήσεις τους; Αυτά εκτός από λίγη δόξα σε τι άλλο ωφέλησαν τους δημιουργούς τους; Το πιο θαυμάσιο για εμένα είναι η σύντομη οδός της σωτηρίας, η ευκολότατη ανάβαση στον ουρανό. Δεν απλώνεται πλέον μπροστά στα μάτια μας θέαμα φοβερό και θλιβερό, άνθρωποι νεκροί πριν από τον θάνατο και πεθαμένοι στα περισσότερα μέλη του σώματος, που εκδιώκονται από τις πόλεις, τα σπίτια, τις αγορές, τα πηγάδια, από αυτούς τους αγαπητούς τους και που από τα ονόματα μάλλον παρά από τα σώματα αναγνωρίζονται. Ούτε στήνονται στις συναθροίσεις και τις συνάξεις για να τραγουδούν ζεύγη ζεύγη, χωρίς ούτε να συμπονούνται πλέον από τους άλλους για τη νόσο τους, αλλά και να μισούνται από πάνω, εφευρέτες αυτοί θλιβερών τραγουδιών, εάν έχει απομείνει σε μερικούς και αυτή η φωνή. 
Αλλά προς τι διεκτραγωδώ τα πάθη μας, αφού δεν είναι αρκετός ο λόγος μου γι' αυτά; Εκείνος ωστόσο περισσότερο από κάθε άλλον μας έπεισε επειδή ακριβώς είμαστε άνθρωποι να μην καταφρονούμε τους ανθρώπους, ούτε να προσβάλλουμε τον Χριστό, την κοινή κεφαλή όλων, με την απανθρωπιά μας προς εκείνους, αλλά στις συμφορές των άλλων να βλέπουμε τις δικές μας και να δανείζουμε στον Θεό την ευσπλαχνία, τη στιγμή που έχουμε οι ίδιοι ανάγκη από ευσπλαχνία. Για τον λόγο αυτόν δεν απαξιούσε να τιμά και με τα χείλη ακόμη την νόσο αυτός ο ευγενής από ευγενείς, που η δόξα του είναι υπέρλαμπρη· τους ασπαζόταν ως αδελφούς του, όχι από κενοδοξία όπως θα υπέθετε κανείς(ποιος άλλος απείχε από το πάθος αυτό τόσο πολύ;), αλλά για να υποτυπώσει με τη φιλοσοφημένη χειροτονία του ότι πρέπει να πλησιάζουμε το σώμα με σκοπό τη θεραπεία του. Και ήταν μία παραίνεση που ομιλούσε χωρίς λόγους. Και δεν συνέβαινε έτσι στην πόλη και στην ύπαιθρο διαφορετικά· είχε επιβάλει κοινό αγώνα σε όλους, που ήσαν προϊστάμενοι του λαού, τη φιλανθρωπία και τη μεγαλοψυχία προς τους πάσχοντες. Οι μάγειροι και τα πλούσια τραπέζια ήσαν για άλλους, οι σάλτσες και τα καρυκεύματα των μαγείρων, τα φίνα αμάξια και τα φορέματα τα απαλά και τα χυτά. Για τον Βασίλειο ήσαν οι άρρωστοι, οι θεραπείες των πληγών, η μίμηση του Χριστού· όχι με λόγους αλλά με έργα καθάριζε τη λέπρα. 
Τι έχουν να παρατηρήσουν σε αυτά όσοι τον κατηγορούν για υπερηφάνεια και υπεροψία, οι φαρμακεροί κριτές των πολύ μεγάλων που υποβάλλουν στον κανόνα αυτούς που είναι εξαίρεση των κανόνων; Είναι δυνατόν να ασπάζεσαι τους λεπρούς, να ταπεινώνεσαι έως αυτό το σημείο, να μην καταδέχεσαι όμως τους υγιείς; Να λιώνεις τη σάρκα σου με την εγκράτεια και να φουσκώνεις την ψυχή σου με κούφια λύσσα; Να καταδικάζεις τον Φαρισαίο και να διηγείσαι την ταπείνωση της αλαζονείας του, να γνωρίζεις ότι ο Χριστός κατέβηκε ως τη μορφή του δούλου, ότι συνέτρωγε με τους τελώνες, έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του και ανάξιό Του δεν έκρινε τον σταυρό, προκειμένου να σταυρώσει τη δική μου αμαρτία- και ας μην υπάρχει παραδοξότερο από αυτό, να βλέπεις δηλαδή τον Θεό να σταυρώνεται και μάλιστα μαζί με τους ληστές και να χλευάζεται από τους περαστικούς ο ασύλληπτος και ανώτερος από το πάθος και έπειτα ο ίδιος να υψώνεσαι επάνω στα σύννεφα, να μην αναγνωρίζει τίποτε ως ομότιμό σου, πράγμα που κάνουν όσοι φθονούν εκείνον; Όχι, αλλά νομίζω έπαρση ονόμασαν τη σταθερότητα και ασφάλεια και τελειότητα του χαρακτήρα του. Αυτοί όμως νομίζω και τον ανδρείο θα τον καλέσουν θρασύ και τον περιεσκεμμένο δειλό και τον φρόνιμο μισάνθρωπο και τον δίκαιο ακοινώνητο. Ασφαλώς δεν διετύπωσαν άστοχα μερικοί φιλοσοφούντες τη γνώμη ότι στήνονται δίπλα στις αρετές οι κακίες και έχουν τις θύρες δίπλα δίπλα. Είναι εξάλλου ευκολότατο να νομιστεί κάποιος διαφορετικός από ό,τι είναι από τους μη εξοικειωμένους με αυτά. 
Τι αποτελούν όμως όλα αυτά εμπρός στην ικανότητα του ανδρός στους λόγους και εμπρός στη δύναμη της διδασκαλίας του που κατακτούσε τα πέρατα; Ακόμη στρεφόμαστε γύρω στους πρόποδες του όρους και είμαστε πολύ χαμηλότερα από την κορυφή. Ακόμη περνούμε τον πορθμό και έχουμε αφήσει το απέραντο και βαθύ πέλαγος. Διότι νομίζω εάν γινόταν ή εάν γίνει κάποια σάλπιγγα που δονεί έως πέρα τον αέρα του Θεού, φωνή που αγκαλιάζει την οικουμένη ή σεισμός της γης ολόκληρης από μία θαυμαστή νέα εκδήλωση, αυτά ήσαν η φωνή και ο νους εκείνου που τόσο πολύ αφήνει πίσω και βάζει κάτω όλους, όσο εμείς ξεπερνούμε τα άλογα ζώα. 
Ποιος περισσότερο από αυτόν καθάρισε τον εαυτό του με τη δύναμη του Πνεύματος και τον έκανε άξιο να διηγείται τα θεία; Ποιος περισσότερο φωτίστηκε με το φως της γνώσεως, έσκυψε πάνω στα βάθη του Πνεύματος και μαζί με τον Θεό μελέτησε τα σχετικά με τον Θεό; Ποιος διέθετε λόγο καλύτερο ερμηνευτή των διανοημάτων του, ώστε σε κανένα από τα δύο να μη χωλαίνει, όπως συμβαίνει με τους πολλούς, ούτε σε νου που δεν έχει λόγο, ούτε σε λόγο που να μη στοιχεί στον νου; Ευδοκιμούσε και στα δύο και παρουσιαζόταν ίσος με τον εαυτό του και πραγματικά άρτιος. Και είναι βέβαιο ότι ερευνούσε όλα τα βάθη του Θεού χάριν του Πνεύματος, όχι επειδή Αυτό τα αγνοούσε, αλλά επειδή Αυτό εντρυφά στη θεωρία τους. Διερεύνησε όλα τα σχετικά με το Πνεύμα, με το οποίο διαπαιδαγώγησε το ήθος των ανθρώπων, δίδαξε τον λόγο για τα ουράνια και, αποσπώντας από τα παρόντα, άλλαξε την πορεία προς τα μελλοντικά. 
Στην ποίηση του Δαβίδ επαινείται του ηλίου η ομορφιά και το μέγεθος και η ταχύτητα του δρόμου και η δύναμη. Λάμπει όπως ο γαμπρός, είναι μεγάλος σαν γίγαντας, που ο πελώριος διασκελισμός του έχει τόση δύναμη, ώστε να φωτίζει από τα άκρα ισόνομα τα άλλα άκρα, χωρίς καθόλου να ελαττώνεται η θέρμη από τις αποστάσεις. Του Βασιλείου ομορφιά ήταν η αρετή, η θεολογία το μέγεθός του, τροχιά του η αεικινησία του που με τις αναβάσεις της οδηγεί έως τον Θεό. Και δύναμή του ήταν η σπορά του λόγου και η διάδοση. Ώστε εγώ τουλάχιστον δεν θα διστάσω να πω ακόμη και τούτο, ότι «Σε όλη τη γη απλώθηκε η φωνή του και στα πέρατα της οικουμένης η δύναμη των λόγων του», που ο Παύλος είπε για τους αποστόλους, παίρνοντάς το από τον Δαβίδ. 
Ποια άλλη χάρη έχει σήμερα η συγκέντρωση; Ποια ευχαρίστηση τα συμπόσια και οι συνάξεις και οι εκκλησίες; Ποια η απόλαυση των αρχόντων, ανωτέρων και κατωτέρων, των μοναχών ή των κοινωνικών; Ποια όσων ζουν αποτραβηγμένοι και όσων ζουν μέσα στον κόσμο; Και ποια όσων ασχολούνται με την εξωτερική φιλοσοφία και όσων με τη δική μας; Μία μόνο, καθολική και μέγιστη, τα συγγράμματα εκείνου και τα πονήματα.Έπειτα από εκείνον δεν υπάρχει για τους αντιγραφείς κανείς άλλος πλούτος παρά μόνο τα συγγράμματα εκείνου. Τα παλαιά αποσιωπώνται, όσα μερικοί στήριξαν πάνω στα θεία λόγια, ακούονται τα νέα και άριστος στους λόγους είναι αυτός κατά τη γνώμη μας που γνωρίζει πολύ καλά τα έργα του, τα αναφέρει αδιάκοπα και συνετίζει τις ακοές· στάθηκε αρκετός ένας για τους εξαιρετικούς προς μόρφωσή τους αντικαθιστώντας όλους τους άλλους. 
Σχετικά με αυτόν εγώ θα εκθέσω τούτο μόνο. Όταν κρατώ στα χέρια μου την Εξαήμερό του και ομιλώ γι’ αυτήν αδιάκοπα, βρίσκομαι μαζί με τον Κτίστη, κατανοώ τους λόγους της δημιουργίας και θαυμάζω τον Κτίστη περισσότερο από ό,τι προηγουμένως, έχοντας ως διδάσκαλο την όψη μόνο. Όταν ανοίξω τους Αντιρρητικούς λόγους του Βασιλείου βλέπω τη φωτιά των Σοδόμων που κάνει τέφρα τις κακές γλώσσες ή τον πύργο της Βαβέλ που κακώς οικοδομείται και καλώς κατεδαφίζεται. Στους λόγους του πάλι περί Πνεύματος βρίσκω σε αυτούς τον Θεό μου και αποκτώ θάρρος για να ομιλώ για την αλήθεια, στηριγμένος στη θεολογία εκείνου και τη διδαχή. Όταν διαβάζω τις άλλες εξηγήσεις του, που αναπτύσσει για όσους έχουν μικρή μόρφωση, τριπλοαποτυπώνοντας αυτές επάνω στις στερεές πλάκες της καρδιάς τους, πείθομαι να μη σταματώ στο γράμμα μήτε να βλέπω μόνο τα άνω, αλλά να πηγαίνω πιο πέρα και να προχωρώ ολοένα από βάθος σε βάθος, προσκαλώντας την άβυσσο με την άβυσσο και ανακαλύπτοντας το φως με το φως, ώσπου να φτάσω στο ακρότατο. Όταν ασχοληθώ με τα εγκώμια των αθλητών, περιφρονώ το σώμα, γίνομαι και εγώ ένας από τους επαινούμενους και είμαι έτοιμος να ριχτώ στην άθληση. Με τους ηθικούς του πάλι λόγους και τους πρακτικούς εξαγνίζομαι στην ψυχή και το σώμα, γίνομαι ναός που δέχεται τον Θεό και όργανο που το κρούει το Πνεύμα και υμνολογεί τη θεία δόξα και δύναμη· ξανατονίζω και ξαναρυθμίζω σε Αυτό την ύπαρξή μου και γίνομαι διαφορετικός από ό,τι είμαι, λαμβάνοντας τη θεία μεταβολή. 


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ, 

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος 


ΠΗΓΕΣ: 


· Γρηγορίου του Θεολόγου Άπαντα τα έργα, τόμος 6:Λόγοι εγκωμιαστικοί- επιτάφιοι, Εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον Ἐπιτάφιος, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1980, σελίδες 205, 207-215, 229-239, 241-245. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου