Σελίδες

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Τά στοιχεῖα τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδάμ καί ἡ Θεοτόκος, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου

Μελέτες στήν Φιλοκαλία

Τά συστατικά τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδάμ ἦσαν τό σῶμα, ἡ ψυχή καί ἡ θεία χάρη ἤ ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως λέγεται στήν Ἁγία Γραφή. «Ἀπό τρία στοιχεῖα συντίθεται ὁ ἄνθρωπος», διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ἀπό τό (ἅγιο) Πνεῦμα, τήν ψυχή καί τό σῶμα»[1].
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφερόμενος στό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο λέγει: «Ἐμφύσησε στό πρόσωπό του, δηλαδή κάποιο μέρος τῆς θείας Του χάρης ἐναπέθεσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο ἐμφυσώντας στό πρόσωπό του, γιά νά ἀναγνωρίζει μέ ὅμοιο τρόπο τό ὅμοιο»[2] ,δηλαδή γιά νά ἀναγνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεόν καί νά ὁμοιώνεται μ’ Αὐτόν, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν»[3] τοῦ Ὁποίου πλάσθηκε.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσης, ἑρμηνεύοντας τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδάμ εἰς ψυχήν ζῶσαν»[4], λέγει ὅτι ψυχή ζῶσα σημαίνει «ζωντανή πάντα, ἀθάνατη, πού θά πεῖ λογική· διότι ἡ ἀθάνατη εἶναι λογική· καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί χαριτωμένη ἀπό τόν Θεό. Τέτοια εἶναι ἡ ἀληθινά ζωντανή ψυχή»[5].
«Φυσᾶ στόν Ἀδάμ πνοή ζωῆς», διδάσκει καί ὁ ἅγιος Κάλλιστος [Ἀγγελικούδης][6], «τή χάρη τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος, κι ἔτσι ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ὁ Ἀδάμ, δηλαδή μέ ψυχή ζῶσα[7], ὄχι ἁπλῶς μέ ψυχή. Γιατί δέν εἶναι ψυχή ἀνθρώπου τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πηγαίνει στήν ψυχή πού ζεῖ πνευματικά. Τό ἅγιο δηλαδή καί ζωοποιό Πνεῦμα γίνεται πράγματι ψυχή στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ ὅπως ἁρμόζει νά ζεῖ ἡ λογική καί θεόμορφη ψυχή. Ἄν ὅμως δέ συνυπάρχει στήν ψυχή τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἤ ἄν δυστυχῶς πέταξε ἀπό αὐτή, τότε χάνεται καί ἡ θεομορφία καί ἡ πρέπουσα ζωή τῆς λογικῆς ψυχῆς, καί τή θέση τους πῆρε ἡ κτηνώδης ἤ καί ἡ θηριώδης κατάσταση. Χωρίς τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί τό Χριστό, δέν μποροῦμε νά κάνομε τίποτε ἀπό ἐκεῖνα πού πρέπουν, ὅπως εἶπε ὁ Σωτήρας[8]. Γι' αὐτό ὁ Ἀδάμ ἔγινε ἄνθρωπος ἀνελλιπής, δηλαδή ὁλοκληρωμένος, ὄχι μόνο μέ ψυχή, ἀλλά μέ ψυχή ζῶσα, γιατί φύσηξε μέσα σ' αὐτόν ὁ Θεός πνοή, πού εἶναι ἡ ζωή γιά τίς λογικές ψυχές. Αὐτή λοιπόν ἡ πνοή πού ἐμφύσησε ὁ Θεός στόν Ἀδάμ, ὅσο ὑπῆρχε σ' αὐτόν, τοῦ ἔδινε δόξα ὄχι μικρή καί θεόμορφη λαμπρότητα, καθώς ἔβλεπε τά πράγματα διορατικά καί προφητικά καί ἦταν μαζί μέ τό Θεό ποιητής, δεύτερος θεός λόγω τῆς χάρης, ὥστε καί ὁ ὑπερσοφός Δημιουργός τῶν πάντων νά εὐαρεστεῖται στίς λαμπρότατες ὁράσεις καί προφητεῖες τοῦ Ἀδάμ»[9].
Οἱ πρωτόπλαστοι, διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «τῇ ἄνωθεν ἦσαν δόξῃ ἠμφιεσμένοι… Ἡ ἄνωθεν δόξα παντός ἱματίου μᾶλλον αὐτούς περιέσκεπε»[10]. Ἡ ἄνωθεν δόξα εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ ἄκτιστη θεοποιός θεία χάρη, πού ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο στό «καθ’ ὁμοίωσιν» καί καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο δεκτικό τῆς θεώσεως. Αὐτή τήν ἄκτιστη δόξα ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχασε μέ τήν προπατορική ἁμαρτία. «Τό καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι θείαν ἀποβαλόντες, τό κατ’ εἰκόνα οὐκ ἀπωλέσαμεν»[11] τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. 
«Ὅταν», διδάσκει ὁ ὅσιος Κάλλιστος [Ἀγγελικούδης], ὁ ἄνθρωπος «παρεξέκλινε καί ἀπό τό σφάλμα του ὑπέπεσε στήν κάκιστη παρακοή, κι ἀλοίμονο, τό ζωοποιό καί φωτιστικό Ἅγιο Πνεῦμα πέταξε μακριά, ἀφοῦ δέ σκέφτηκε νά φυλάξει τό μέγεθος τῆς τόσο μεγάλης τιμῆς, τότε ἐξίσωσε πράγματι τόν ἑαυτό του μέ τά ἀνόητα κτήνη κι ἔγινε ὅμοιος μέ αὐτά[12]. Καί βάδισε γενικά μέ ἄγνοια καί ἀνάρμοστα καί μακριά ἀπό τό θεῖο σκοπό, σάν μέσα σ' ἕνα φοβερότατο σκότος, καί δέν μποροῦσε καθόλου νά σηκώσει τό κεφάλι γιατί ὁλοφάνερα ἦταν ἔρημος πλέον ἀπό τό θεῖο καί ὑπερφυσικό δῶρο τῆς πνοῆς ἐκείνης πού τοῦ ἐμφύσησε ὁ Θεός»[13]. Μέ τήν προπατορική ἁμαρτία ἔχασε ὁ ἄνθρωπος τό καθ' ὁμοίωσιν, δηλαδή τήν δυνατότητα νά κοινωνεῖ καί νά ἑνώνεται μέ τόν Θεό διά τῆς ἀκτίστου θείας χάρης, χωρίς ὅμως νά χάσει τό κατ΄ εἰκόνα, «τό ὁποῖο ἐνῶ ἀμαυρώθηκε δέν καταστράφηκε ἀπό τήν ἁμαρτία»[14].
«Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου», σημειώνει ὁ καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης, «ὡς κέντρο τοῦ κατ’ εἰκόνα, εἶναι ὁ πρῶτος πού δέχτηκε τήν κακή ἀλλοίωση τῆς πτώσεως, γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς «πρωτοπαθής»[15]. Ἡ ἀμαύρωση τοῦ κατ’ εἰκόνα σήμανε τή φθορά στό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀντί νά κινεῖται στήν κατεύθυνση τῆς ἐλευθερίας τοῦ πρωτοτύπου του βρέθηκε μέσα στήν περιοχή τῆς ἐπιρροῆς τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος χωρίς νά μπορεῖ νά καταργήσει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου τό συσκότισε καί τό ἐμπόδισε νά κινεῖται στήν παραπάνω προοπτική. Ἔτσι καί μετά τήν πτώση καί τήν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στόν πονηρό δέν ἀφαιρέθηκε ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἀγωνιστεῖ γιά τή σωτηρία του· «ἡ μέν κατά τῆς ἁμαρτίας δύναμις ἦν ἐν τῇ φύσει», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «ἐξῆγεν δέ αὐτήν εἰς ἔργον οὐδείς»[16]. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν δύναμη, πού κανείς δέν ἀξιοποίησε ἐξολοκλήρου πρίν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, τήν ἔκανε πράξη μόνον ἡ Θεοτόκος»[17].
Ἡ Θεοτόκος μέ τήν ρωμαλαία καί ἀγαθότατη προαίρεση της «προσήλωσε» τόν νοῦ Της στόν Θεό καί δέν ἁμάρτησε ποτέ. Εἶχε μηδενική ἰδέα γιά τόν ἑαυτό Της, ἦταν ταπεινότερη ὅλων. Διά τοῦτο καί φυλάχθηκε καθαρά καί ἀμόλυντος. «Ὅπου δέν ὑπάρχει καμμία τοιαύτη ὑπόληψις[18]», διδάσκει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «καθώς ἐστάθη εἰς τήν Παρθένον Μαρίαν, ἐκεῖ δέν θέλει εἶναι παρομοίως οὐδέ καμμία πτῶσις»[19]. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε διά τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Της νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἐμπειρική βεβαίωση τοῦ γεγονότος ἔχουμε ἀπό τόν Ρῶσο Ὅσιο Σιλουανό. «Μιά φορά», ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, «ἄκουγα στήν ἐκκλησία τήν ἀνάγνωσι τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καί στίς λέξεις “Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε”(Ἡσαΐα 1, 16) σκέφθηκα: “Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καί μέ τό λογισμό;” Καί, ὤ τοῦ θαύματος!, μέσα στήν καρδιά μου μιά φωνή ἑνωμένη μέ τή προσευχή πρόφερε ρητῶς: “Ἡ Θεοτόκος ποτέ δέν ἁμάρτησε, οὔτε κἄν μέ τή σκέψι”. Ἔτσι τό Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στήν καρδιά μου γιά τήν ἁγνότητά Της»[20].
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, Ἧς τόν Εὐαγγελισμόν ἑορτάζομεν, πρεσβείαις Χριστέ ὁ Θεός ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!

Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1]Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, ΤLG, Work #008 3,1.209.1 to Work #008 3,1.209.9.
[2] Μ. Βασιλείου, PG 29, 449 B.
[3] Γεν. 1, 26.
[4] Α΄ Κορ. ιε΄, 45.
[5] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμος Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 85.
[6] Βλ. [Κάλλιστος Ἀγγελικούδης] Εἰσαγωγικά Σχόλια Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 126-130. Ὁ ὅσιος Κάλλιστος Ἀγγελικούδης ταυτίζεται μέ τόν Ὅσιο Κάλλιστο Πατριάρχη τοῦ ὁποίου τά Κεφάλαια Περί Προσευχῆς βρίσκονται στό Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 296-367.
[7] Γεν. 2, 7.
[8] Ἰω. 15, 5.
[9] Ὁσίου Κάλλιστου [Ἀγγελικούδη], Κεφάλαια Περί Προσευχῆς,κεφ. 16, Ἡ πνευματική δωρεά, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 136. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Ε΄, Ὁσίου Καλλίστου Πατριάρχου, Κεφάλαια Περί Προσευχῆς,κεφ. 16, Περί τῆς πνευματικῆς δωρεᾶς, σελ. 302.
[10] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG 53, 123 και 131.
[11] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, PG 150, 1148.
[12] Ψαλμ. 48, 13.
[13] Ὁσίου Κάλλιστου [Ἀγγελικούδη], Κεφάλαια Περί Προσευχῆς,κεφ. 16, Ἡ πνευματική δωρεά, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 136-137. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Ε΄, Ὁσίου Καλλίστου Πατριάρχου, Κεφάλαια Περί Προσευχῆς,κεφ. 16, Περί τῆς πνευματικῆς δωρεᾶς, σελ. 302.
[14] Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν Πατερική παράδοση τοῦ ιδ΄ αἰῶνα, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ\νίκη 2002, σελ. 44. Βλ. ὅ. π. στίς σελ. 44-45, ὅπου παρατίθεται ἡ σχετική διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν ἀπώλεια τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν ἐξ αἰτίας τῆς Προπατορικῆς ἁμαρτίας.
[15] Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός Ξένην, PG 150, 1069A. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιστολή 101, PG 37, 188B. Γιά τήν προτεραιότητα τοῦ νοῦ ἤ τῆς βουλήσεως στή γένεση τῆς ἁμαρτίας κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί τό Λούθηρο βλ. Γ. Μαρτζέλου, «Λογική καί Ἀποκάλυψη κατά τό Λούθηρο καί τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση», στό περιοδικό Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 701 (1984), σ. 163-164. Στό Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν Πατερική παράδοση τοῦ ιδ΄ αἰῶνα, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ\νίκη 2002, σελ. 45.
[16] Ὁμιλία 1, Εἰς τήν ὑπερένδοξον τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου γέννησιν 5, Π. Νέλλα, σελ. 64.
[17] Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν Πατερική παράδοση τοῦ ιδ΄ αἰῶνα, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ\νίκη 2002, σελ. 44-45.
[18] Δηλαδή οἴησις=ὑπερήφανη ἰδέα ὅτι εἶμαι κάποιόν τι, ὅτι ἀξίζω καί ἐγώ κάτι.
[19] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἀόρατος Πόλεμος, ἐκδ. Φῶς, σελ. 25.
[20] Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Γ΄ ἔκδοση, Ἔσσεξ 1985, σελ. 427

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου