Σελίδες

Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Κυριακή τοῦ τυφλοῦ. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γιά τή θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Μέρος Ἕκτο


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ[:Ιω.19,1-38] 

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ 

ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ 

[Μέρος έκτο: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.9,17-34] 

«Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν· οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι(:και επειδή η διαφωνία τους συνεχιζόταν, άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό, και τον ρώτησαν: ‘’Εσύ τι λες για τον άνθρωπο αυτό; Πρέπει να ακουστεί και η δική σου γνώμη˙ διότι τα δικά σου μάτια θεράπευσε εκείνος και εσύ περισσότερο από κάθε άλλον γνωρίζεις τα περιστατικά της θεραπείας σου. Κι αυτός τους απάντησε: ‘’Εγώ λέω ότι είναι προφήτης’’)»[Ιω.9,17]. 

Τις Γραφές πρέπει όχι με απλό και επιπόλαιο τρόπο να τις διαβάζουμε, αλλά με κάθε επιμέλεια, ώστε να μη βρίσκουμε δυσκολίες στην ερμηνεία τους. Διότι και τώρα εύλογα μπορεί κανείς εδώ να διατυπώσει την απορία, πώς, ενώ είπαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», λέγουν στον τυφλό: «σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;(:εσύ τι λέγεις για τον άνθρωπο αυτό; Ζητούμε τη γνώμη σου, διότι τους δικούς σου οφθαλμούς άνοιξε)». Και δεν είπαν: «Εσύ τι λέγεις περί Αυτού που κατέλυσε το Σάββατο;», αλλά τώρα θέτουν το ερώτημα το σχετικό με την απολογία, αντί του σχετικού με την κατηγορία. 

Τι λοιπόν μπορεί να απαντήσει κανείς; Δεν είναι οι ίδιοι που έλεγαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ(:’’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό’’)», αλλά εκείνοι οι οποίοι αποσχίστηκαν από αυτούς και οι οποίοι είπαν: «ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς οὐ δύναται τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν(:’’Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια αποδεικτικά και σημαδιακά θαύματα;’’)», διότι επειδή ήθελαν να αποστομώσουν τους πρώτους πλέον, για να μη θεωρηθούν ότι συνηγορούν υπέρ του Χριστού, οδηγούν ενώπιόν τους αυτόν ο οποίος έλαβε πείρα της δυνάμεως Αυτού και τον ρωτούν. 

Βλέπε λοιπόν του φτωχού τη σοφία· διότι από όλους αυτούς με περισσότερη σύνεση ομιλεί. Και πρώτα μεν λέγει ότι «προφήτης ἐστίν» και δεν φοβήθηκε αυτών των διεστραμμένων την κρίση, οι οποίοι εξέφραζαν αντίθετη γνώμη και έλεγαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», αλλά έλεγε ότι είναι προφήτης. Και «οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος(:Μετά λοιπόν από τον χαρακτηρισμό αυτόν που έδωσε για τον Ιησού ο τυφλός που θεραπεύτηκε, οι Ιουδαίοι δυσαρεστήθηκαν. Δεν εννοούσαν να πιστέψουν ότι αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε πραγματικά το φως του˙ ώσπου αποφάσισαν να καλέσουν τους γονείς του ανθρώπου αυτού που απέκτησε το φως του)»[Ιω.9,18]. 

Και εξέτασε με πόσους τρόπους επιχειρούν να συγκαλύψουν το θαύμα και να το αποκλείσουν. Αλλά αυτή η φύση της αλήθειας, με τα μέσα, με τα οποία φαίνεται να διώκεται από τους ανθρώπους, με αυτά καθίσταται ισχυρότερη· λάμπει με αυτά τα μέσα, δια των οποίων συγκαλύπτεται· διότι εάν δεν γίνονταν αυτά, από τους πολλούς θα εθεωρείτο ύποπτο το θαύμα, τώρα όμως, σαν να φροντίζουν για να εξακριβώσουν την αλήθεια, πράττουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πάντα, και δεν θα ενεργούσαν με άλλον τρόπο, εάν βεβαίως έπρατταν τα πάντα υπέρ του Χριστού· διότι και με αυτόν τον τρόπο επιχείρησαν να καταβάλουν αυτόν, λέγοντάς του: «Πώς σου άνοιξε τους οφθαλμούς;», δηλαδή «μήπως πέτυχε αυτό με κάποιο μαγικό κόλπο;». 

Διότι και άλλοτε, επειδή δεν είχαν τίποτε να καταγγείλουν, επιχειρούν να διαβάλλουν τον τρόπο της θεραπείας λέγοντας: «οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰμὴ ἐν τῷ Βεελζεβούλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων(:‘’Αυτός δεν βγάζει τα δαιμόνια παρά μόνο με τη βοήθεια και τη δύναμη του Βεελζεβούλ, που είναι ο άρχοντας των δαιμονίων’’)»[Ματθ.12,24]· και εδώ πάλι επειδή δεν έχουν τίποτε άλλο να πουν, καταφεύγουν στο επιχείρημα περί του κατάλληλου χρόνου, λέγοντας ότι καταλύει το Σάββατο, και πάλι ότι «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ(:’’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου)»[ Ιω.9,16]. 

Και όμως εσάς, οι οποίοι φθονείτε και είστε έτοιμοι να βρείτε πρόσχημα για κατηγορία όσων έχουν επιτελεστεί από Αυτόν, σας ρώτησε με κάθε ακρίβεια λέγοντας: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;(: Ποιος από σας, εξετάζοντας και ελέγχοντας τη ζωή μου, μπορεί να αποδείξει ότι έχω κάνει έστω και την παραμικρή αμαρτία; Κανείς. Συνεπώς ούτε ως ψεύτη μπορείτε να με κατηγορήσετε. Αλλά εάν λέω πάντοτε την αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;)»[Ιω.8,46]. 

Και κανείς δεν μίλησε ούτε είπε ότι «βλασφημείς, επειδή αποκαλείς τον εαυτό σου αναμάρτητο». Και βέβαια, εάν είχαν να πουν κάτι, δεν θα σιωπούσαν· διότι εκείνοι οι οποίοι, επειδή άκουσαν ότι υπάρχει πριν από τον Αβραάμ, Τον λιθοβόλησαν, και καυχώνταν μεν ότι κατάγονται από τον Θεό, ενώ ήσαν ανθρωποκτόνοι, για Εκείνον όμως, ο οποίος επιτελούσε τέτοια θαύματα, όταν θεράπευσε, έλεγαν ότι δεν κατάγεται από τον Θεό, επειδή δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου, εάν είχαν την ελάχιστη αφορμή προς κατηγορία, δεν θα την παρέλειπαν. Εάν όμως τον αποκαλούν αμαρτωλό για αυτόν τον λόγο, διότι εθεωρείτο ότι καταλύει το Σάββατο, και η κατηγορία αυτή φάνηκε αστήρικτη, αφού αυτοί οι οποίοι ανήκαν στην ίδια τάξη με αυτούς, τους κατηγόρησαν για ψυχρότητα πολλή και μικροψυχία. 

Από παντού λοιπόν αφού βρήκαν εμπόδια, έρχονται στη συνέχεια σε άλλο επιχείρημα περισσότερο αναίσχυντο και θρασύ. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; «Δεν πίστεψαν», λέγει ο Ευαγγελιστής, «ότι ήταν τυφλός και ανέβλεψε». Πώς λοιπόν Τον κατηγόρησαν ότι δεν τηρεί το Σάββατο; Ή προφανώς επειδή πίστεψαν, διετύπωσαν αυτήν την κατηγορία; Πώς λοιπόν δεν δώσατε προσοχή στον πολύ λαό; Στους γείτονες, οι οποίοι γνώριζαν Αυτόν; Αλλά , πράγμα το οποίο είπαν, το ψεύδος παντού συλλαμβάνεται στην ίδια του την παγίδα, με εκείνα τα μέσα, με τα οποία νομίζει ότι διαβάλλει την αλήθεια, αυτή όμως λαμπρότερη την παρουσιάζει, πράγμα το οποίο ακριβώς και τώρα συνέβη. 

Διότι, επειδή δεν μπόρεσαν να πτοήσουν αυτόν, αλλά έβλεπαν ότι με όλο το θάρρος κήρυσσε τον Ευεργέτη του, ήλπιζαν ότι με τους γονείς θα προκαλέσουν αμφισβήτηση για το θαύμα. Και πρόσεξε την κακή πρόθεση της ερωτήσεως. Διότι τι λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής; Αφού οδήγησαν αυτούς ενώπιόν τους, ώστε να τους προκαλέσουν αγωνία, με πολλή σφοδρότητα και θυμό απευθύνουν την ερώτηση: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;(:Αυτός είναι ο γιος σας, που επιμένετε να βεβαιώνετε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν, αφού γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει;)»[Ιω.9,19]. 

Και δεν είπαν: «Αυτός που κάποτε ήταν τυφλός», αλλά τι; «ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη;(:για τον οποίο εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός;)»[Ιω.9,19],σαν οι ίδιοι οι γονείς να έκαναν σκευωρίες και να επιδοκίμαζαν τα έργα του Χριστού. Βδελυροί άνθρωποι και μιαρότατοι. Διότι ποιος πατέρας θα προτιμούσε να εκστομίσει τέτοια ψεύδη; Διότι λένε «αυτόν που εσείς τον παρουσιάσατε ως τυφλό» και όχι μόνο, αλλά «και διαδώσατε παντού αυτόν τον ψευδή λόγο». «Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;(:Αυτός είναι ο γιος σας, που επιμένετε να βεβαιώνετε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν, αφού γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει;)»[Ιω.9,19]. Πώπω, μέγεθος ανοησίας! «Δικό σας», λένε, «είναι το τέχνασμα και το επινόημα!». Διότι με τα δύο αυτά επιχειρούν να τους κάνουν να αρνηθούν, δηλαδή και με τη φράση: «Αυτόν που εσείς αποκαλείτε τυφλό» και με τη φράση «Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;». 

Αφού λοιπόν διατυπώθηκαν τρεις ερωτήσεις, πρώτον εάν ήταν γιος τους, δεύτερον εάν ήταν τυφλός, και τρίτον πώς ανέβλεψε, τις δύο μονάχα ομολογούν οι γονείς του, την τρίτη όμως δεν την επιβεβαιώνουν. Αλλά και τούτο απέβη υπέρ της αληθείας, ώστε κανείς άλλος, αλλά εκείνος, ο οποίος θεραπεύθηκε, που ήταν και αξιόπιστος, να ομολογήσει αυτά· οι γονείς του βεβαίως πώς θα μπορούσαν να τους κάνουν αυτή τη χάρη, αυτοί που και ορισμένα που γνώριζαν τα αποσιώπησαν, εξαιτίας του φόβου για τους Ιουδαίους; Τι λένε δηλαδή; «Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει(:Γνωρίζουμε καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε. Ή ποιος του θεράπευσε και του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρουμε. Αυτός δεν είναι μικρό παιδί, έχει ώριμη ηλικία, και συνεπώς αντιλήφθηκε πώς κα από ποιον έγινε η θεραπεία του. Αυτόν λοιπόν ρωτήστε, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του και θα σας πει τι του συνέβη’’)»[Ιω.9,20-21].Αφού λοιπόν κατέστησαν αυτόν αξιόπιστο, με αυτόν τον τρόπο απέσεισαν από πάνω τους την ευθύνη. «Δεν είναι μικρό παιδί», λένε, «ούτε νήπιο, αλλά ικανός να μαρτυρήσει σχετικά με τον εαυτό του». 

«Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους(:επειδή λοιπόν φοβούνταν οι γονείς του μήπως αποδιωχθούν κι αυτοί από τη συναγωγή, γι’ αυτό είπαν ότι έχει ώριμη ηλικία ο γιος μας, αυτόν ρωτήστε)»[Ιω.9,23].Παρατήρησε πάλι πώς ο Ευαγγελιστής παρουσιάζει την κρίση και τη γνώμη τους. Αυτά λοιπόν τα λέγω για τα λόγια τους εκείνα που οι Ιουδαίοι έλεγαν προηγουμένως, δηλαδή ότι «ἴσον ἑαυτὸν ποιεῖ τῷ Θεῷ(:έλεγε ότι έχει Πατέρα του τον Θεό και εξίσωνε έτσι τον εαυτό του με τον Θεό)»[Ιω.5,18], διότι, εάν και εκείνο ήταν γνώμη των Ιουδαίων και όχι πόρισμα της κρίσεως του Χριστού, θα πρόσθετε ο Ευαγγελιστής και θα έλεγε ότι αυτό ήταν γνώμη ιουδαϊκή. 

Αφού λοιπόν οι γονείς του τυφλού, τους παρέπεμψαν στον ίδιο τον θεραπευμένο γιο τους, πάλι κάλεσαν αυτόν για δεύτερη φορά ενώπιόν τους οι Ιουδαίοι. Και δεν του λέγουν μεν φανερά και με αναισχυντία το εξής: «Αρνείσαι ότι ο Χριστός έκανε θεραπεία;», αλλά θέλουν τούτο να το περιβάλουν με πρόσχημα ευλαβείας· δηλαδή λέγουν: «Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ(:Δόξασε τον Θεό ομολογώντας ότι πλανήθηκες και αναγνωρίζοντας την αλήθεια γι’ αυτόν που σε θεράπευσε. Εμείς λόγω της θέσεως και του αξιώματός μας ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αυτός που καταλύει την αργία του Σαββάτου είναι αμαρτωλός)»[Ιω.9,24]· διότι να πουν μεν στους γονείς «Αρνηθείτε ότι ο γιος είναι δικός σας και ότι τυφλό τον γεννήσατε», φαινόταν πολύ γελοίο, σε αυτόν όμως πάλι να πουν κάτι τέτοιο, θα ήταν φανερά αναισχυντία· για τον λόγο μεν αυτόν δεν λένε τα λόγια αυτά, αλλά με άλλο τρόπο πανούργο τα διατυπώνουν, λέγοντάς του να «δώσει δόξα στον Θεό», δηλαδή έμμεσα να ομολογήσει ότι ο Ιησούς τίποτε δεν έκανε για την αποκατάσταση της όρασής του. 

«Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν(:εμείς λόγω της θέσεως και του αξιώματός μας ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αυτός που καταλύει την αργία του Σαββάτου είναι αμαρτωλός)»[Ιω.9,24]. Πώς λοιπόν, Ιουδαίοι, δεν επιτιμήσατε Αυτόν, όταν έλεγε: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;(: Ποιος από σας, εξετάζοντας και ελέγχοντας τη ζωή μου, μπορεί να αποδείξει ότι έχω κάνει έστω και την παραμικρή αμαρτία; Κανείς. Συνεπώς ούτε ως ψεύτη μπορείτε να με κατηγορήσετε. Αλλά εάν λέω πάντοτε την αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;)»[Ιω.8,46]. Και από πού επίσης γνωρίζετε ότι είναι αμαρτωλός; 

Όταν λοιπόν είπαν αυτοί στον τυφλό να δώσει δόξα στον Θεό και εκείνος δεν είπε τίποτε, ο Χριστός όταν τον συνάντησε, τον επαίνεσε και δεν τον κατηγόρησε, ούτε είπε: «Γιατί δεν έδωσες δόξα στον Θεό;», αλλά του είπε: «πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;(: Εσύ, αντίθετα με τους άπιστους Ιουδαίους, πιστεύεις στον Υιό του Θεού;)»[Ιω.9,35], για να μάθεις ότι το να δοξάζεις τον Θεό αυτό είναι. 

Εάν όμως ο Ιησούς δεν ήταν ισότιμος με τον Πατέρα, αυτή η ομολογία πίστης στον Υιό δεν θα ήταν δυνατόν να είναι δόξα. Αλλά επειδή εκείνος, ο οποίος τιμά τον Υιό, ο ίδιος είναι εκείνος ο οποίος τιμά και τον Πατέρα, δικαίως δεν επιτιμάται ο τυφλός. Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι ανέμεναν τους γονείς του να αρνηθούν, τίποτε δεν έλεγαν σε αυτόν, επειδή όμως είδαν ότι δεν συναπεκόμισαν κανένα κέρδος από αυτό, πάλι επανέρχονται στον πρώην τυφλό, λέγοντάς του ότι «ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Αποκρίθηκε τότε εκείνος και είπε: «εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω(:Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν το ξέρω, και γι’ αυτό αποφεύγω να εκφράσω γνώμη γι’ αυτό. Ξέρω όμως καλά ένα πράγμα, ότι δηλαδή ενώ λίγο πιο πριν ήμουν τυφλός τώρα βλέπω)»[Ιω.9,25]. 

Μήπως άραγε φοβήθηκε ο τυφλός; Μη γένοιτο να σας σχηματιστεί τέτοια γνώμη! Και πώς εκείνος ο οποίος είπε προηγουμένως ότι ο Ιησούς είναι προφήτης, τώρα λέει: «Εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω»; Λέει αυτό όχι διότι έχει τέτοια διάθεση προς τούτο, ούτε επειδή έχει πειστεί για αυτό, αλλά επειδή θέλει με τη μαρτυρία του ίδιου του γεγονότος της αποκατάστασης της όρασής του και όχι με τα λόγια του να απαλλάξει Εκείνον από την κατηγορία και να παρουσιάσει αξιόπιστη την απολογία υπέρ Εκείνου, εφόσον η μαρτυρία που θα προερχόταν από την ευεργεσία, θα καταδίκαζε αυτούς· διότι εάν, όταν, κατόπιν περισσότερων λόγων, είπε αυτός ότι «εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν(:Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε, ούτε το παραμικρό θαύμα)»[Ιω.9,33],τόσο αγανακτούσαν ώστε να πουν: «ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;(:Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις το δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους; Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού)»[Ιω.9,34]· εάν έλεγε ο τυφλός τα λόγια αυτά εξαρχής, τι δεν θα έπρατταν, τι δεν θα έλεγαν; 

«Εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω». Λέγει αυτό σαν να έλεγε: «Τίποτε τώρα δε λέω σχετικά με Αυτόν, ούτε εκφράζω γνώμη εξαρχής, εκείνο όμως γνωρίζω καλά και μπορώ να το βεβαιώσω με πεποίθηση, ότι δηλαδή εάν ήταν αμαρτωλός, δε θα επιτελούσε τέτοια θαυμαστά έργα». Για τον λόγο αυτό και κατέστησε τον εαυτό του ελεύθερο πάσης υποψίας, και τη μαρτυρία του επίσης αμερόληπτη, διότι δεν προσπαθούσε να φανεί ευχάριστος προς αυτούς με όσα θα έλεγε, αλλά μαρτυρούσε στηριζόμενος σε αυτό ακριβώς το γεγονός. 

[ Συνεχίζεται] 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ, 

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος 

ΠΗΓΕΣ: 

· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf 

· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΝΗ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 64-73. 

· Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 74, σελ. 90-97 . 

https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLRjBhYVFMMTJuekU/view 


· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014. 

· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009. 

· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005. 


· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm 











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου