Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας. Σαβ. ιθ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Κορ. α΄ 12-20).
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Α´ 12 - 20
12 λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. 13 μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; 14 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, 15 ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. 16 ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. 18 Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. 19 γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. 20 ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Α´ 12 - 20
12
Εννοώ δε τούτο, ότι ο καθένας από σας, θέλων να παρουσιάση ανώτερον τον
εαυτόν του από τους άλλους, λέγει· “εγώ μεν είμαι του Παύλου μαθητής”.
Αλλος λέγει· “εγώ είμαι του Απολλώ”. και άλλος· “εγώ είμαι μαθητής του
Κηφά”, και άλλος· “εγώ είμαι μαθητής του Χριστού”. 13
Εχει, λοιπόν, διαιρεθή ο Χριστός και η Εκκλησία του εις κόμματα και εις
μερίδας; Ερωτώ ειδικώτερα σας, που διαλαλείτε και λέγετε ότι είσθε του
Παύλου· μήπως ο Παύλος εσταυρώθη προς χάριν σας, δια να λάβετε την
σωτηρίαν; Η μήπως έχετε βαπτισθή στο όνομα του Παύλου; 14
Ας είναι ευλογημένον και δοξασμένον το όνομα του Θεού, ο οποίος έφερεν
έτσι τα πράγματα, ώστε από σας να μη βαπτίσω κανένα, ειμή μόνον τον
Κρίσπον και τον Γαϊον. 15 Και έτσι δεν ημπορεί να πη κανείς, ότι εβάπτισα Χριστιανούς στο ιδικόν μου όνομα. 16 Εβάπτισα ακόμη και την οικογένειαν του Στεφανά· εκτός δε από αυτούς δεν γνωρίζω, αν έχω βαπτίσει κανένα άλλον. 17
Αλλωστε εγώ δεν είχα ως κύριον έργον μου την τέλεσιν του μυστηρίου του
βαπτίσματος, διότι δεν με έστειλεν ο Χριστός ως Απόστολόν του εις την
οικουμένην να βαπτίζω, αλλά να κηρύττω το χαρμόσυνον μήνυμα της
σωτηρίας. Αυτό δε το κήρυγμα δεν το κάνω με την δύναμιν και τα ρητορικά
σχήματα της ανθρωπίνης σοφίας, μη τυχόν και χάση την σωτήριον δύναμίν
του και την άπειρον θείαν αξίαν του ο σταυρός του Κυρίου. 18
Διότι το περί σταυρού θείον κήρυγμα εις εκείνους μεν, που απιστούν και
επιμένουν να βαδίζουν τον δρόμον της απωλείας, φαίνεται και θεωρείται
μωρία· εις ημάς όμως, που το εδέχθημεν και ευρισκόμεθα στον δρόμον της
σωτηρίας, είναι, όπως και η προσωπική μας πείρα βεβαιώνει, δύναμις Θεού.
19 Οι άπιστοι, σκοτισμένοι από τα πάθη της
αμαρτίας, δεν ημπορούν να εννοήσουν το ύψος της ευαγγελικής αληθείας, τα
έχουν κυριολεκτικώς χαμένα, διότι έχει γραφή δι' αυτούς από τον
προφήτην Ησαΐαν· “θα καταστρέψω και θα εξαφανίσω, λέγει ο Θεός, την
σοφίαν αυτών, που παρουσιάζονται ως σοφοί και θα εκτοπίσω ως ανόητον την
φρόνησιν εκείνων, οι οποίοι παρουσιάζονται ως συνετοί”. 20
Που είναι, λοιπόν, τώρα σοφός; Που είναι Εβραίος γραμματεύς ο οποίος
κατέχει και διδάσκει τον Νομον; Που είναι ικανός συζητητής και
απολογητής της πλάνης, που επικρατεί κατά την εποχήν αυτήν; Δια των
πραγμάτων δεν απέδειξεν ο Θεός μωράν και ανωφελή την σοφίαν, την οποίαν
εμπνέει και καλλιεργεί ο κόσμος, που ευρίσκεται μακράν από την θείαν
αλήθειαν;
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας. Σαβ. δ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ς΄ 1-10).
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 1 - 10
1
Ἐγένετο δὲ ἐν σαββάτῳ δευτεροπρώτῳ διαπορεύεσθαι αὐτὸν διὰ σπορίμων·
καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῖς
χερσί. 2 τινὲς δὲ τῶν Φαρισαίων εἶπον αὐτοῖς· Τί ποιεῖτε ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν τοῖς σάββασι; 3 καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Οὐδὲ τοῦτο ἀνέγνωτε ὃ ἐποίησε Δαυῒδ ὁπότε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ ὄντες; 4
ὡς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔλαβε
καὶ ἔφαγε, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς μετ’ αὐτοῦ, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ
μόνους τοὺς ἱερεῖς; 5 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. 6
Ἐγένετο δὲ καὶ ἐν ἑτέρῳ σαββάτῳ εἰσελθεῖν αὐτὸν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ
διδάσκειν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἡ δεξιὰ ἦν ξηρά. 7 Παρετήρουν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει, ἵνα εὕρωσι κατηγορίαν αὐτοῦ. 8
αὐτὸς δὲ ᾔδει τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν, καὶ εἶπε τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ξηρὰν
ἔχοντι τὴν χεῖρα· Ἔγειρε καὶ στῆθι εἰς τὸ μέσον· ὁ δὲ ἀναστὰς ἔστη. 9 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς· Ἐπερωτήσω ὑμᾶς τὶ ἔξεστι τοῖς σάββασιν, ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι, ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; 10 καὶ περιβλεψάμενος πάντας αὐτοὺς εἶπεν αὐτῷ· Ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. ὁ δὲ ἐποίησε, καὶ ἀπεκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡς ἡ ἄλλη.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 1 - 10
1
Κατά το δεύτερον Σαββατον, έπειτα από το πρώτον Σαββατον της εορτής του
Πασχα, επερνούσε ο Ιησούς δια μέσου των σπαρμένων αγρών και οι μαθηταί
έκοβαν τα στάχυα, τα έτριβον με τα χέρια των και έτρωγαν τους κόκκους. 2
Μερικοί δε από τους Φαρισαίους τους είπαν· “διατί κάνετε αυτό το
οποίον, ως εργασία που είναι, δεν επιτρέπεται να το κάνετε κατά την
ημέραν του Σαββάτου;” 3 Και αποκριθείς προς
αυτούς ο Ιησούς είπεν· “δεν έχετε αναγνώσει ούτε καν και τούτο, που είχε
κάμει ο Δαυΐδ, όταν επείνασε αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζή του; 4
Οτι δηλαδή εισήλθε στον οίκον του Θεού, επήρε τους άρτους της
προθέσεως, έφαγε και αυτός και έδωκε και εις εκείνους που είχε μαζή του;
Αυτούς δε τους άρτους, όπως γνωρίζετε, δεν επιτρέπεται να τους φάγη
κανείς άλλος, ει μη μόνο οι ιερείς. (Και όμως την πράξιν αυτήν του
Δαυΐδ, βαρυτέραν από αυτήν που κάνουν τώρα οι μαθηταί μου, ούτε ο Θεός
ούτε και σεις βέβαια την καταδικάζετε)”. 5
Και έλεγεν εν συμπεράσματι εις αυτούς, ότι “ο υιός του ανθρώπου είναι
Κυριος και του Σαββάτου και με την θείαν του εξουσίαν έχει το δικαίωμα
να τροποποιή και να λαμπρύνη τον δεσμόν αυτόν”. 6
Συνέβη δε και κάποιο άλλο Σαββατον να εισέλθη αυτός εις την συναγωγήν
και να διδάσκη. Ευρίσκετο δε εκεί και ένας άνθρωπος, του οποίου το δέξι
χέρι ήτο ακίνητον και ξηρόν. 7 Τον
κατεσκόπευον δε οι γραμματείς και Φαρισαίοι, εάν κατά το Σαββατον θα
θεραπεύση αυτόν, δια να εύρουν αφορμή κατηγορίας ενάντιον του. 8
Αυτός δε ως παντογνώστης εγνώριζε πολύ καλά τους διαλογισμούς των και
είπε στον άνθρωπον, που είχε το ξηρόν χέρι· “σήκω ορθός και στάσου στο
μέσον της συναγωγής”. Εκείνος δε εσηκώθη και εστάθη. 9
Είπε τότε προς τους Φαρισαίους ο Ιησούς· “θα σας ερωτήσω, τι
επιτρέπεται να κάμη κανείς τας ημέρας του Σαββάτου· να κάμη το καλόν η
να κάμη το κακόν; Να σώση μίαν ζωήν που κινδυνεύει η να αδιαφορήση και
να γίνη αιτία του θανάτου ενός ανθρώπου;” 10
Και αφού περιέφερε γύρω το βλέμμα του προς όλους (μήπως τυχόν και
κανείς απαντήση) είπεν στον άνθρωπον εκείνον· άπλωσε το χέρι σου”.
Εκείνος έκαμε ο,τι του είπε ο Κυριος και αμέσως το χέρι του έγινε
εντελώς υγιές, όπως και το άλλο.
http://www.saint.gr/index.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου