Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Τοῦ ἁγίου. Ὀκτωβρίου 3 (Πρξ. ιζ΄ 16-34).
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34
16 Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. 17
διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ
ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. 18
τινὲς δὲ καὶ τῶν Ἐπικουρείων καὶ Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί
τινες ἔλεγον· Τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· Ξένων
δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν
εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. 19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον Πάγον ἤγαγον, λέγοντες· Δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; 20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. 21 Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ἀκούειν καινότερον. 22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ· 23
διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ
ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ
καταγγέλλω ὑμῖν. 24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ 25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· 26
ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς
κατοικίας αὐτῶν, 27 ζητεῖν τὸν Κύριον εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. 28 Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. 29
γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ
λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. 30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31
διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ
ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. 33 καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. 34
τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ
Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς. Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34
16 Ενώ δε ο Παύλος επερίμενε αυτούς εις τας Αθήνας, εξερεθίζετο το πνεύμα του, διότι έβλεπε την πόλιν να είναι γεμάτη είδωλα. 17
Συζητούσε λοιπόν επί του θέματος αυτού εις την συναγωγήν με τους
Ιουδαίους και με τους προσηλύτους Ελληνας, που εσέβοντο τον Θεόν, και με
όσους συναντούσε κάθε ημέραν εις την αγοράν. 18
Μερικοί δε από τους Επικουρείους και τους Στωϊκούς φιλοσόφους
συζητούσαν με αυτόν. Και μερικοί άλλοι έλεγαν· “τι θέλει να μας πη αυτός
ο διαδοσίας;” Αλλοι δε έλεγαν· “φαίνεται ότι κηρύττει ξένας και
αγνώστους θεότητας”. Αυτό δε το έλεγαν, διότι ο Παύλος εκύρυττε εις
αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν. 19 Και
αφού τον επήραν, τον έφεραν στον Αρειον Παγον και του είπαν· “ημπορούμεν
να μάθωμεν ποιά είναι αυτή η νέα διδασκαλία, την οποίαν κηρύττεις; 20 Διότι εκαταλάβαμε, ότι κάτι παράδοξα πράγματα βάζεις εις τα αυτιά μας· θέλομεν να μάθωμεν, τι τάχα είναι αυτά”. 21
Εζήτησαν δε να μάθουν, διότι οι Αθηναίοι και όλοι οι ξένοι, που έμεναν
εις τας Αθήνας, δια τίποτε άλλο δεν είχαν καιρόν, παρά μόνον δια να
λέγουν και να ακούουν νεώτερα. 22 Αφού
εστάθηκε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Παγου είπε· “άνδρες Αθηναίοι, εγώ
σας θεωρώ ως τους περισσότερον θρήσκους από τους άλλους ανθρώπους. 23
Διότι, καθώς επερνούσα τους δρόμους της πόλεώς σας και έβλεπα με
προσοχήν τα ιερά, που σέβεσθε, ευρήκα και ένα βωμόν, στον οποίον ήτο
χαραγμένη η επιγραφή· Εις τον άγνωστον Θεόν. Αυτόν λοιπόν τον οποίον
σέβεσθε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ κηρύττω εις σας. 24
Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός
υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις
ναούς, που τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων. 25
Ούτε και υπηρετείται από τα χέρια ανθρώπων, σαν να έχη ανάγκην από
κάτι. Δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εξ αντιθέτου δε δίδει εις όλα ζωήν
και αναπνοήν και όλα όσα τους χρειάζονται δια την συντήρησίν των. 26
Αυτός έκαμε από ένα αίμα όλα τα έθνη των ανθρώπων, να κατοικούν στο
πρόσωπον της γης και ώρισε δια τον καθένα από αυτά προσδιωρισμένους
καιρούς εμφανίσεως και ζωής, όπως επίσης και τα σύνορα της κατοικίας
των. 27 Τους ενεφύτευσε δε τον πόθον να
αναζητούν πάντοτε τον Κυριον, μήπως και θα κατώρθωναν να τον ψηλαφήσουν
και να τον εύρουν, αν και αυτός υπάρχη πολύ κοντά στον καθένα από ημάς. 28
Διότι μέσα εις την θείαν αυτού παρουσίαν και αγαθότητα ζώμεν και
κινούμεθα και υπάρχομεν, όπως και μερικοί από τους ποιητάς σας έχουν
πει. Διότι είμεθα ιδικόν του γένος, πλασθέντες από αυτόν κατ' εικόνα
αυτού και καθ' ομοίωσιν. 29 Εφ' οσον λοιπόν
είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η θεότης είναι ομοία
με χρυσόν η με άργυρον η με μάρμαρον, με αγάλματα δηλαδή που έχουν
χαραχθή με τέχνην και σύμφωνα με τας καλλιτεχνικάς επινοήσστου ανθρώπου.
30 Τωρα λοιπόν ο Θεός, μακρόθυμος καθώς
είναι, αφήκε τους χρόνους αυτούς της αγνοίας και ειδωλολατρίας των
ανθρώπων και παραγγέλει εις όλους τους ανθρώπους πανταχού της γης να
μετανοήσουν. 31 Διότι ώρισεν ημέραν, κατά
την οποίαν μέλλει να κρίνη όλην την οικουμένην με δικαιοσύνην δια μέσου
ενός ανδρός, τον οποίον ο ίδιος ώρισε κριτήν και τον επρόβαλε εις όλους
με αδιαφιλονίκητον απόδειξιν και κύρος, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών”. 32
Οταν όμως ήκουσαν δι' ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον ενέπαιζαν, άλλοι
δε του είπαν· “θα σε ακούσωμεν και πάλιν δια το ζήτημα αυτό”. 33 Ετσι δε, αφού είπε και ήκουσε αυτά ο Παύλος, ανεχώρησε από τον Αρειον Παγον εκ μέσου αυτών. 34
Μερικοί όμως άνθρωποι προσκολλήθηκαν εις αυτόν και τον ηκολούθησαν με
εμπιστοσύνην και επίστευσαν στο κήρυγμά του. Μεταξύ δε αυτών ήτο και ο
Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και κάποια γυναίκα, ονόματι Δαμαρις, και μερικοί
άλλοι μαζή με αυτούς.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας. Σαβ. β΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ε΄ 17-26).
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 17 - 26
17
Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἦν διδάσκων, καὶ ἦσαν καθήμενοι
Φαρισαῖοι καὶ νομοδιδάσκαλοι οἳ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς
Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλήμ· καὶ δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τὸ
ἰᾶσθαι αὐτούς. 18 καὶ ἰδοὺ ἄνδρες φέροντες ἐπὶ κλίνης ἄνθρωπον ὃς ἦν παραλελυμένος, καὶ ἐζήτουν αὐτὸν εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι ἐνώπιον αὐτοῦ. 19
καὶ μὴ εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτὸν διὰ τὸν ὄχλον, ἀναβάντες ἐπὶ
τὸ δῶμα διὰ τῶν κεράμων καθῆκαν αὐτὸν σὺν τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον
ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ. 20 καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν αὐτῷ· Ἄνθρωπε, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 21
καὶ ἤρξαντο διαλογίζεσθαι οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι λέγοντες· Τίς
ἐστιν οὗτος ὃς λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ
μόνος ὁ Θεός; 22 ἐπιγνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· Τί διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 23 τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 24
ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι
ἁμαρτίας - εἶπε τῷ παραλελυμένῳ· Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἄρας τὸ κλινίδιόν
σου πορεύου εἰς τὸν οἶκόν σου. 25 καὶ παραχρῆμα ἀναστὰς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ’ ὃ κατέκειτο ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ δοξάζων τὸν Θεόν. 26 καὶ ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, καὶ ἐπλήσθησαν φόβου λέγοντες ὅτι Εἴδομεν παράδοξα σήμερον.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 17 - 26
17
Συνέβη δε μίαν από τας ημέρας εκείνας, και αυτός εδίδασκε. Και εκάθηντο
εκεί κοντά Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι, οι οποίοι είχαν έλθει από κάθε
χωρίον της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας και από την Ιερουσαλήμ. Και
δύναμις Κυρίου υπήρχε πάντοτε στον Ιησούν, ώστε να θεραπεύη τους
ασθενείς. 18 Και ιδού μερικοί άνδρες έφεραν
επάνω εις κρεββάτι κάποιον άνθρωπον, που ήτο παράλυτος, και προσπαθούσαν
να τον μπάσουν μέσα στο σπίτι και να τον θέσουν εμπρός του. 19
Επειδή όμως, λόγω του συνωστισμού του πλήθους, δεν ευρήκαν από ποίαν
είσοδον να τον βάλουν, ανέβηκαν εις την στέγην και από τα κεραμίδια τον
κατέβασαν μαζή με το μικρό του κρεββάτι στο μέσον της αιθούσης, εμπρός
στον Ιησούν. 20 Και ο Κυριος, όταν είδε την
πίστιν αυτών, είπεν στον παραλυτικόν· “άνθρωπε, σου συγχωρούνται αι
αμαρτίαι, αι οποίαι είναι και η αιτία της ασθενείας σου”. 21
Και ήρχισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι να σκέπτωνται μέσα των και
να λέγουν· “ποιός είναι αυτός που εκστομίζει τέτοιες βλασφημίες; Ποιός
άλλος ημπορεί να συγχωρή αμαρτίας ει μη μόνον ο Θεός; Πως αυτός αρπάζει
θεία δικαιώματα;” 22 Ο δε Ιησούς αντελήφθη
με την θείαν του παντογνωσίαν ολοκάθαρα τους διαλογισμούς των και
αποκριθείς τους είπε· “τι συλλογίζεσθε μέσα εις τας καρδίας σας; 23
Τι είναι ευκολώτερον να είπη κανείς, σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι η να
του είπη, σήκω επάνω υγιής και περιεπάτει; (Του πρώτου το αποτέλεσμα δεν
φένεται, του δευτέρου φαίνεται). 24 Δια να
μάθετε λοιπόν και σεις, ότι ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, έχει
εξουσίαν εδώ εις την γην να συγχωρή αμαρτίας, θα κάμω και την θαυμαστήν
θεραπείαν, η οποία, καθ' ο θαύμα, θα επικυρώνη την αλήθειαν των λόγων
μου-είπε στον παραλυτικόν· εις σε λέγω, σήκω όρθιος και υγιής, πάρε το
μικρό κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”. 25
Και αμέσως εσηκώθη τελείως υγιής εμπρός εις τα μάτια των, επήρε το
κρεββάτι, επάνω στο οποίον ήτο έως τότε κατάκοιτος και έφυγε δια το
σπίτι του δοξάζων τον Θεόν. 26 Και κατέλαβεν
όλους μεγάλην έκπληξις και βαθύς θαυμασμός και εδόξασαν τον Θεόν, και
εκυριεύθησαν από φόβον λέγοντες ότι· “παράδοξα και πρωτοφανή γεγονότα
είδομεν σήμερον”.
http://www.saint.gr/index.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου