ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ
Από το Αναγνωστικό ΣΤ' Δημοτικού 1952
Μεγάλο Σάββατο. ―Πρεσβυτέρα, θὰ πεταχτῶ ἕως τὸ Πατριαρχεῖο, νὰ δῶ, ἂν θὰ κάνωμε τὸ βράδυ Ἀνάσταση. Εἶναι τὸ πρῶτο Μεγάλο Σάββατο μετὰ τὴν Ἅλωση καὶ δὲν ξέρομε ἀκόμη, ἂν θὰ ἑορτάσωμε καὶ ποῦ θὰ ἑορτάσωμε. Γι’ αὐτό, ἂν ἀργήσω, μὴν ἀνησυχῆς, εἶπε στὴν παπαδιά του φεύγοντας τὸ πρωὶ ὁ πάτερ Θεόδωρος, παλιὸς παπὰς τῆς Ἁγια - Σοφιᾶς.
Ἀργὰ γύρισε σπίτι· πλησίαζε νὰ νυχτώση, Ἐπισκέφτηκε τὸν Πατριάρχη Σχολάριο, συμβουλεύτηκε παλιοὺς ἄρχοντες τῆς γειτονιᾶς, συνεννοήθηκε μὲ πολλὰ χριστιανικὰ σπίτια. Ὅλα κανονίστηκαν. Κατάκοπος λοιπὸν ἤπιε λίγο νερὸ καὶ ἔβαλε δυὸ μπουκιὲς ψωμί, νὰ στυλωθῆ ἀπὸ τὴν κούραση.
Ὕστερα ζήτησε να βρῆ ανακούφιση στην προσευχὴ ἐμπρὸς στὸ μοναδικὸ εἰκόνισμα τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ τοὺς εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὴν τραγικὴ καταστροφή· γονάτισε καὶ δεήθηκε μὲ κατάνυξη:
―«Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ῥῦσαί με...» (ψαλμὸς ζ’).
Ὅταν τελείωσε, τὸν ρώτησε ἡ παπαδιά του:
―Παπά μου, θὰ κάνωμε, ἀπόψε Ἀνάσταση;
―Ναί, πρεσβυτέρα. Ὁ Πατριάρχης εἶπε, ὅτι ὁ Μωάμεθ ἔδωκε τὴν ἄδεια ν’ ἀναστήσωμε· νὰ μὴν ἑορτάσωμε ὅμως στὶς παλιὲς ἐκκλησίες. Μήτε καμπάνες νὰ χτυπήσουν, μήτε λαμπάδες ν’ ἀνάψουν, μήτε κεριὰ νὰ γυρίσουν στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ φέρουν τὸ ἅγιο φῶς τῆς Ἀναστάσεως στὰ σπίτια, Γιατὶ ἀλλιῶς...
―Μπορεῖ καὶ νὰ μᾶς σκοτώσουν, συμπλήρωσε ἡ παπαδιὰ τὸ λόγο τοῦ παπᾶ. Ἄ, ζωὴ δυστυχισμένη ποὺ περνοῦμε!
―Σώπα, πρεσβυτέρα, μὴ βαρυγνωμᾶς. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος.
―Μεγάλη ἡ Χάρη του... Τὸν προσκυνῶ... Ἀλλὰ νὰ εἴχαμε τουλάχιστο τὰ δυὸ ἀγόρια μας, εἶπε ἡ παπαδιά, ἐνῶ θερμὰ δάκρυα κατέβαιναν στὸ πρόσωπό της.
―Ὑπομονή, πρεσβυτέρα. Τὰ παιδιά μας πέθαναν γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Ἔπεσαν δίπλα στὸν αὐτοκράτορα. Μὴν τὰ κλαῖς..., ἀπάντησε ἐκεῖνος μόλις συγκρατώντας καὶ τὸ δικό του πόνο.
Καὶ σὲ λίγο συνέχισε:
―Καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἄφησε τὸ Δημητράκη μας, ἐνῶ ἄλλοι ξεκλήρισαν ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς των...
Ἐδῶ σταμάτησε πάλι. Ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ μὲ φανερὴ ἀνακούφιση πρόσθεσε: