«Καί οὐδενί οὐδέν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ»[1], καταλήγει τό σημερινό εὐαγγέλιο τῶν Μυροφόρων, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Δηλαδή, οἱ ἅγιες Μυροφόρες οἱ τόσο θαρραλέες, πού ὑπέδειξαν τόσο ἀνδρεία συμπεριφορά καί, ἐνῶ οἱ ἄνδρες ἤτανε κλειδωμένοι, αὐτές τριγύριζαν ἐκεῖ γύρω ἀπό τόν τάφο, ὅταν εἶδαν τόν ἄγγελο καί δέχτηκαν τήν ἀποκάλυψη, τήν φανέρωση τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος, τοῦ συγκλονιστικοῦ θαύματος τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ μας, μετά ἔμειναν σιωπηλές καί δέν μποροῦσαν νά ποῦν τίποτα, σέ μιά κατάσταση δέους, σέ μιά κατάσταση ἔκπληξης θά λέγαμε, σέ μιά κατάσταση κατάπληξης μπροστά στόν Θεό, μπροστά στό θεϊκό αὐτό γεγονός, στό μεγάλο αὐτό θαῦμα. Καί αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ φόβου ἐδῶ. Δέν εἶναι ἕνας φόβος πού ἔχει μέσα του μία δειλία. Ἤτανε ἀνδρεῖες γυναῖκες, ἀλλά μπροστά σ’ αὐτό τό συγκλονιστικό, μπροστά σ’ αὐτή τήν θεϊκή ἀποκάλυψη, στό μεγαλύτερο γεγονός ὅλων τῶν αἰώνων, μπροστά στήν Ἀνάσταση μένουν σιωπηλές καί ἔχουνε αὐτό τόν φόβο, αὐτό τό δέος, αὐτή τήν κατάπληξη. Καί ἀξιώνονται ἀπό τόν Χριστό μας νά εἶναι οἱ πρῶτες εὐαγγελίστριες, οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης καί οἱ ὁποῖες, κατ’ ἐντολή τοῦ Κυρίου, φέρνουν αὐτό τό μήνυμα καί στούς Ἀποστόλους.
Σήμερα λοιπόν σκέφτηκα, μέ ἀφορμή αὐτό πού λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, νά ποῦμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά τό τί εἶναι ὁ φόβος. Γιατί πολλές φορές μᾶς ταλαιπωρεῖ αὐτό τό αἴσθημα -νά τό ποῦμε- αὐτή ἡ κατάσταση, καί φοβούμαστε. Καί νά δοῦμε τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες πάνω σ’ αὐτό τό θέμα. Καί φυσικά τί λέει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Οἱ Πατέρες, λοιπόν, τόν φόβο τόν συμπεριλαμβάνουν στά πάθη, καί μαζί μέ τόν φόβο καί τίς συγγενεῖς καταστάσεις, ὅπως εἶναι ὁ τρόμος, τό δέος, τό ἄγχος, ἡ ἀγωνία, ἡ ἀδημονία. Γενικά ὁ φόβος προκαλεῖται ἀπό τόν κίνδυνο νά στερηθοῦμε κάτι ἤ νά πονέσουμε ἤ νά δοκιμαστοῦμε, ἤ ἐπειδή ἔχουμε αὐτή τήν ἰδέα ἤ τό αἴσθημα ὅτι θά χάσουμε κάτι, κάτι πού ἐπιθυμοῦμε νά ἔχουμε καί κάτι στό ὁποῖο εἴμαστε προσκολλημένοι.