Σελίδες

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

«Ὁ θάνατος καί ἡ ἀντιμετώπισή του» Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου .Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης




Ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου στίς 01-01-2021 

Σήμερα, πού εἶναι ἡ πρώτη τοῦ νέου ἔτους, μᾶς ἀξίωσε ὁ Κύριος νά δοῦμε τήν ἀρχή τοῦ κοσμικοῦ ἔτους 2021, γιατί τό ἐκκλησιαστικό ἔτος, ὅπως γνωρίζετε, ἀρχίζει τήν 1η Σεπτεμβρίου. Παρόλα αὐτά ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εὐλογεῖ καί προσεύχεται καί γιά τόν ἐνιαυτό, πού ἔχει ἔτσι καθιερωθεῖ κοσμικά νά ἀρχίζει τήν πρώτη τοῦ Ἰανουαρίου. Καί πάντοτε αὐτή τήν ἡμέρα παίρνουμε ἀφορμή γιά νά κάνουμε κάποιες σκέψεις γιά τή ζωή μας, γιά τό ποῦ βαδίζουμε, ποιός εἶναι ὁ προορισμός μας, ποιό εἶναι τό τέλος μας, ἄν ὑπάρχει τέλος.. Ὡς πιστοί, βέβαια, γνωρίζουμε ὅτι δέν ὑπάρχει τέλος. Εἴμαστε αἰώνιοι (θέλουμε-δέν θέλουμε). Ἀλλά ὑπάρχει τέλος στήν πρόσκαιρη ζωή, σ’ αὐτή τή ζωή πού ζοῦμε, ἄλλος λίγα χρόνια καί ἄλλος πολλά, ἐδῶ στή γῆ, στήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, ἡ ὁποία αὐτή ζωή θά καθορίσει τήν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό πάντοτε εἶναι ἐπίκαιρη ἡ φιλοσόφηση θά λέγαμε, πάνω στόν χρόνο πού περνάει καί στόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας, γιά τόν ὁποῖο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εὔχεται νά εἶναι ἐν εἰρήνη καί ἐν μετανοία. «Τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι». Καί βεβαίως θά ἀκολουθήσει καί ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι πλέον θάνατος γιά τούς πιστούς, ἀλλά κοίμηση, εἶναι ἕνας ὕπνος. Δέν εἶναι αὐτός ὁ φοβερός θάνατος τῶν πρό Χριστοῦ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν ἐλπίδα. Δέν εἶναι ὁ φοβερός θάνατος αὐτῶν πού καί σήμερα ζοῦν εἰδωλολατρικά χωρίς ἐλπίδα αἰώνιας ζωῆς, ἀλλά εἶναι ὁ θάνατος ὁ ποθητός, ὁ ὁποῖος θά μᾶς πάει στόν ἀγαπώμενο Κύριό μας. Ἑπομένως δέν εἶναι κάτι τραγικό, ἀλλά κάτι εὐχάριστο γιά τόν χριστιανό ὁ θάνατος, ἐφόσον βεβαίως θά ἔχει ἑτοιμαστεῖ σωστά σέ ὅλη του τή ζωή αὐτήν ἐδῶ τήν πρόσκαιρη. Καί γιά νά ἑτοιμαστεῖ κανείς σωστά, θά πρέπει νά θυμᾶται αὐτή τήν ὥρα, τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί τό ὅτι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας δέν εἶναι ἄλλος παρά ἡ σωτηρία, ἡ αἰώνια ζωή πού εἶναι ἡ αἰώνια σωτηρία. 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔχει γράψει ἕνα ὡραιότατο βιβλίο, πού λέγεται «Πνευματικά Γυμνάσματα», καί ἐκεῖ μέσα ἔχει ὡραιότατες σκέψεις, προβληματισμούς γιά πάρα πολλά θέματα καί μερικές σύντομες μελέτες ὀνομαζόμενες «φυλακτήριο τῆς ψυχῆς» μοιρασμένες σέ κάθε ἡμέρα τοῦ μήνα. Σκέψεις - προβληματισμούς, πού δίνουνε στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα αὐτοεξέτασης, τῆς αὐτοέρευνας. 

«Ἡμέρα πρώτη: Ἡ ἀξία τῆς σωτηρίας. Ἡ σωτηρία», λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «εἶναι μία ὑπόθεσις ἀπόλυτα δική μου»[1], σάν νά μονολογεῖ ὁ Ἅγιος δηλαδή, νά ἀπευθύνεται στόν ἑαυτό του, νά κάνει μία αὐτοκριτική, αὐτοπαρατήρηση, ἕναν αὐτοέλεγχο, μία συζήτηση θά λέγαμε μέ τήν ψυχή του, καί μέ τήν ψυχή μας ὁ καθένας ἀπό μᾶς, ἄν μποῦμε στή θέση τοῦ Ἁγίου. Ἡ σωτηρία εἶναι μία ὑπόθεση ἀπόλυτα δική μου. Τό ἔχουμε σκεφτεῖ αὐτό; Ἤ μήπως νομίζουμε ὅτι εἶναι κάτι τυχαῖο; Τύχη νά πᾶμε καί ἐμεῖς στόν παράδεισο.. Καλά θά ἦταν νά μᾶς βάλει καί ἐμᾶς ὁ Θεός στόν παράδεισο.. λές καί δέν ἐξαρτᾶται αὐτό ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά ἀπό κάποιους ἄλλους παράγοντες ἤ ἀπό τόν Θεό. 

Ὁ Θεός λοιπόν μᾶς ἔχει πεῖ, ἐγώ θέλω νά ἔρθετε ὅλοι στόν παράδεισο. Ἄρα, δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο ἀπό τή μεριά τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή θέληση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός θέλει. Τότε ποιός δέν θέλει; Ὁ ἄνθρωπος, ὁ καθένας ἀπό μᾶς! Μά, θά πεῖτε, πῶς δέν θέλουμε; Ἀφοῦ λέμε, μακάρι! Τό λέμε μέν στά λόγια, ἀλλά στήν πράξη κάνουμε αὐτά πού χρειάζεται γιά νά σωθοῦμε; Ἔχουμε καταλάβει ὅτι ἀπό τό πῶς θά ζήσουμε ἐδῶ, θά ἐξαρτηθεῖ τό αἰώνιο μέλλον μας; Ἑπομένως, ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται τό μέλλον μας. Ὅποιος δέν θέλει, δέν θά σωθεῖ. Ὁ Θεός πάντα θέλει, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[2]. Ἄν ἐγώ δέν ἐνδιαφερθῶ γιά τή σωτηρία μου, τότε ποιός θά φταίει, ἄν χαθῶ; Κανένας ἄλλος, παρά μόνο ἐγώ. Καί μήν περιμένουμε νά ἐνδιαφερθεῖ κανένας ἄλλος γιά τή σωτηρία μας. Βεβαίως ὑπάρχουνε οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονται καί πονᾶνε, ὑπάρχουν οἱ πνευματικοί μας ὁδηγοί, οἱ πατέρες, οἱ πνευματικοί μας ἀδελφοί, πού θέλουν νά σωθοῦμε, ἀλλά δέν μποροῦνε νά μᾶς βοηθήσουνε ἄν δέν θέλουμε καί ἐμεῖς. 

«Δεύτερον, εἶναι ὑπόθεσις δική μου ἡ σωτηρία ὅλης τῆς ψυχῆς μου καί ὅλου τοῦ σώματος. Ἐάν ἐγώ δέν τήν ἐξασφαλίσω, ποιός τήν ἐξασφαλίζει;»[3]. Ἀπό τό πῶς θά ἐνεργήσω μέ τήν ψυχή μου καί μέ τό σῶμα μου ἐξαρτᾶται ἡ ἐξασφάλιση ἤ ὄχι τῆς σωτηρίας μου. Μέ ἄλλα λόγια, ἐάν τηρήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐάν ζήσουμε σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τήν ἁγία ἄσκηση, τήν ἁγία ὑπακοή, μέ τήν ἁγία πράξη, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἁγία θεωρία, τότε ἐξασφαλίζουμε τήν σωτηρία μας. Βεβαίως ἡ «ἐξασφάλιση» (εἶναι ἐντός εἰσαγωγικῶν), γιατί μέχρι τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς μας πρέπει νά προσέχουμε καί νά ἀγωνιζόμαστε. 

«Τρίτον, εἶναι ὑπόθεση ἡ σωτηρία γιά ὅλους τούς αἰῶνες. Ἐάν ἐγώ δέν τήν ἐνεργοποιήσω, ποιός θά τήν ἐνεργοποιήσει;»[4]. Δέν εἶναι κάτι πού κρατάει ὁρισμένο χρόνο καί μετά τελειώνει. Εἶναι κάτι τό ὁποῖο δέν τελειώνει ποτέ, ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ χαρά καί ἡ μακαριότητα. Γι’ αὐτό ἀξίζει κανείς νά δώσει τά πάντα στόν ἀγώνα γιά νά ἐξασφαλίσει αὐτή τήν αἰωνιότητα μακαρία, εὐτυχισμένη θά τό λέγαμε σήμερα. Ἄν καί ἡ λέξη εὐτυχία = εὐ+τύχη δέν ἐκφράζει τήν πίστη μας, γιατί τύχη δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού θέλει ὅλοι νά σωθοῦν, καί ὑπάρχει καί ἡ δική μας βούληση, ἐάν θέλουμε νά σωθοῦμε, ἐάν πιστεύουμε σέ αὐτά ὅλα, ὁπότε θά τό φανερώσουμε μέ τά ἔργα μας, γιατί «πίστις ἄνευ ἔργων νεκρά ἐστι»[5]. 

«Τί κάνω λοιπόν; Γιατί δέν προσέχω ὁλότελα στή σωτηρία τῆς ψυχῆς μου; Δέν ἔχω ἄλλο πολυτιμότερο ἀπ’ αὐτή τήν ψυχή. Δέν ἔχω ἄλλο πιό ἄξιο ἀπ’ αὐτή τήν ἀθάνατη ψυχή»[6]. Τό ἔχουμε σκεφτεῖ; Ὅτι τό πιό πολύτιμο πράγμα πού ἔχουμε δέν εἶναι ἡ περιουσία μας, μπορεῖ νά μήν ἔχουμε καί τίποτα βέβαια.. ἀλλά μπορεῖ κάποιοι νά ἔχουνε, κάποια κτήματα ἤ κάποια χρήματα, κάποια χρυσαφικά, δέν ξέρω τί ἄλλο… Δέν εἶναι αὐτά τά πιό πολύτιμα. Τό πιό πολύτιμο εἶναι ἡ ψυχή μας, ἡ ὁποία θά ζήσει αἰώνια. Αὐτά, θέλουμε-δέν θέλουμε, κάποια στιγμή θά τά ἀποχωριστοῦμε, τά ὑλικά. Δέν ἀξίζει λοιπόν νά σκοτωνόμαστε γι’ αὐτά, νά πάσχουμε γι’ αὐτά, νά κινδυνεύουμε τή σωτηρία μας γι’ αὐτά. Δέν ἔχω ἄλλο πιό ἄξιο ἀπ’ αὐτή τήν ἀθάνατη ψυχή, πού ν’ ἀξίζει δηλαδή νά κάνω τό πᾶν γι’ αὐτήν. 

«Ἑπομένως, ἐάν τήν χάσω μιά φορά, ἔχασα αἰώνια τό σπουδαιότερο ἀγαθό». Καί λέει τώρα τό συμπέρασμα ὁ Ἅγιος, τήν δράση θά λέγαμε, τί νά κάνουμε. «Πρόσφερε -λέει- στήν Ἁγία Τριάδα διαμέσου τῆς Παρθένου καί τοῦ Ἀγγέλου πού σέ διαφυλάττει καί τοῦ συνωνύμου σου ἤ ἄλλου Ἁγίου τόν ὁποῖο ἔχεις προστάτη σου, κάθε σου ἔργο γιά νά γίνεται αὐτό γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου»[7]. «Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε»[8], λέει ὁ Ἀπόστολος. Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε εἴτε κάνετε ὁτιδήποτε, νά τό κάνετε γιά νά δοξαστεῖ ὁ Θεός καί γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σας, τό ὁποῖο βεβαίως πάλι θά πρέπει νά τό ἐπιδιώκουμε γιά νά δοξαστεῖ ὁ Θεός. 

Αὐτά γιά τήν πρώτη ἡμέρα. Ἔχει ὁ Ἅγιος γιά τήν κάθε ἡμέρα. Θά δοῦμε μερικά -δέν θά τά δοῦμε ὅλα- τά ὁποῖα εἶναι πάρα πολύ διδακτικά. «Ἡμέρα δεύτερη: τό ἀβέβαιο τῆς ὥρας τοῦ θανάτου». Μίλησε στήν πρώτη μέρα.. μᾶς συνιστᾶ νά ἀσχοληθοῦμε μέ τή σωτηρία μας, νά πάρουμε στά σωστά αὐτή τήν ὑπόθεση πού λέγεται σωτηρία ψυχῆς, ὑπεύθυνα, ὡς τό σπουδαιότερο πράγμα στή ζωή μας, τό σοβαρότερο μέ τό ὁποῖο θά πρέπει νά ἀσχοληθοῦμε κυριότατα. Προπάντων. 

«Τό ἀβέβαιο τῆς ὥρας τοῦ θανάτου. Πρῶτον: ἐκδόθηκε ἀπόφασις∙ πρέπει νά πεθάνω. Ἀλλά δέν γνωρίζω τόν καιρό∙ μπορεῖ νά πεθάνω αὐτή τήν ἡμέρα, αὐτή τήν ὥρα»[9]. Πόσοι ἄνθρωποι κάνουνε σχέδια, προγράμματα, ὄχι αὐτόν τόν χρόνο θά κάνω αὐτό, τό ἄλλο τό ἄλλο, σέ πέντε χρόνια αὐτό… λές καί ἔχουνε κάνει σύμβαση μέ τόν θάνατο καί μέ τό πότε θά ἔρθει! Δέν γνωρίζω, μπορεῖ καί τώρα, μπορεῖ καί αὔριο νά μήν εἶμαι σ’ αὐτή τή ζωή. Πόσοι ἄνθρωποι βλέπουμε νά φεύγουν ξαφνικά. «Δέν γνωρίζω, δεύτερον, τόν τόπο. Μπορεῖ νά πεθάνω ἤ ἐκεῖ πού κοιμᾶμαι, ἤ ἐκεῖ πού βαδίζω, ἤ ἐκεῖ πού στέκομαι, καί σέ ὁποιοδήποτε τόπο ζῶ. Τρίτον, δέν γνωρίζω τόν τρόπο. Μπορεῖ νά πεθάνω ἀδιόρθωτος σέ αὐτή ἤ ἐκείνη τήν ἁμαρτία. Καί τότε ἁμαρτάνω μέ τόση χαρά καί ἀφοβία;». Πῶς ἁμαρτάνω «καί πέφτω ξανά μέ τόση εὐκολία καί δέν ἀποφεύγω κάθε εἰδους ἁμαρτίας», κάθε αἰτία ἁμαρτίας; «Ποιά εἶναι ἡ πίστις ἡ δική μου»[10], ἄν δέν διορθώνομαι; Πῶς δέν φοβᾶμαι τήν ὥρα τοῦ θανάτου ἀφοῦ δέν ξέρω πότε θά συμβεῖ. Ἄν συμβεῖ τήν ὥρα πού εἶμαι ἀδιόρθωτος; Γιατί μέ τόση ἀφοβία ἀλλά καί μέ τόση χαρά μερικές φορές, ἁμαρτάνω; Καί γιατί ξαναπέφτω μέ τόση εὐκολία; Καί γιατί δέν ἀποφεύγω τά αἴτια τῆς ἁμαρτίας; Σημαίνει ὅτι δέν ἔχω μισήσει ἀκόμα τήν ἁμαρτία. Τήν ἀγαπάω, χαίρομαι, δέν ἀποφεύγω τά αἴτια. Τότε ποιά εἶναι ἡ πίστη μου; Πῶς λέω ὅτι πιστεύω, ὅταν δέν πολεμάω τά αἴτια τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ἁμαρτία μέ χωρίζει ἀπό Αὐτόν πού πιστεύω, ἀπό τόν Χριστό; Ἕνας λοιπόν πού δηλώνει χριστιανός, δέν εἶναι χριστιανός ὅταν δέν μισεῖ τήν ἁμαρτία καί δέν κόβει τά αἴτια τῆς ἁμαρτίας. 

«Ἀποφάσισε», λέει τώρα ὡς δράση ὁ Ἅγιος, «νά μή χάσεις τόν καιρό. Γιατί ὁ καιρός -ἡ λέξη καιρός ἄλλωστε σημαίνει εὐκαιρία- εἶναι ἕνα μεγάλο μέσο γιά νά ζήσεις ἐνάρετα, νά ἔχεις καθορισμένες τίς πράξεις τῆς ἡμέρας. Ἐκείνη ἡ ὥρα τήν ὁποία χάνεις, μπορεῖ νά εἶναι ἡ τελευταία τῆς ζωῆς σου καί ἐκείνη ἡ ὥρα πού χρησιμοποιεῖς καλά, μπορεῖ νά σοῦ προξενήσει τήν αἰώνια σωτηρία τῆς ψυχῆς σου»[11]. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος δηλαδή νά ἔχει μία τάξη στή ζωή του, νά ἔχει ἕνα πρόγραμμα, νά γνωρίζει κάθε στιγμή τί πρέπει νά κάνει. Ἐάν σκοτώνει τόν χρόνο του, τόν περνάει χωρίς νά τόν ἀξιοποιεῖ στήν μετάνοια, στήν πνευματικότητα, στόν πνευματικό ἀγώνα, δέν τόν χρησιμοποιεῖ καλά τόν χρόνο του, μπορεῖ νά ἔρθει ὁ θάνατος ἐκείνη τήν ὥρα πού ἀμελεῖ, πού ραθυμεῖ, πού σπαταλάει τόν χρόνο του, καί νά τόν πάρει σ’ ἐκείνη τήν στιγμή ὁ θάνατος καί νά χάσει τήν αἰώνια σωτηρία. Ἄν λοιπόν ἔχουμε κάποια τάξη καί κάποιο πρόγραμμα στή ζωή μας, κάθε στιγμή κάνουμε κάτι πού εἶναι γιά τόν Θεό, πρός δόξαν Θεοῦ, τότε δέν θά μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος σέ κατάσταση ἀμελείας, ραθυμίας, καί δέν θά κολαστοῦμε. Εἶναι ἀβέβαιη λοιπόν ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Ἡ σωτηρία μας ἀξίζει πάνω ἀπό ὅλα. Καί ἐπειδή εἶναι ἀβέβαιη ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, γι’ αὐτό θά πρέπει συνεχῶς νά εἴμαστε ἕτοιμοι∙ ἕτοιμοι γιά τήν ἀναχώρηση. Εἶναι αὐτό πού λέει καί ἕνας Ἅγιος, ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ, ὅτι θά πρέπει νά θυμόμαστε κάθε στιγμή τόν θάνατο, γιατί δέν ξέρουμε πότε θά ἔρθει. ««Ξένος καί παρεπίδημος εἶ ἐπί τῆς γῆς»[12]. Δέν θά ἀργήσεις νά ἀποδημήσεις ἀπό τόν μάταιο αὐτό κόσμο. Νά θυμᾶσαι λοιπόν πάντοτε τόν θάνατο, καί τότε οὔτε μέ τά παρόντα καί πρόσκαιρα θά δεθεῖς, οὔτε θ΄ ἁμαρτήσεις∙ «μιμνήσκου τά ἔσχατά σου», λέει στή Σοφία Σειράχ, «καί εἰς τόν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις»[13]»[14], ἕβδομο κεφάλαιο, τριακοστός ἕκτος στίχος, καί ποτέ δέν θά ἁμαρτήσεις, ἄν θυμᾶσαι τά ἔσχατά σου, τά τελευταῖα σου. 

«Φέρνε συχνά στόν νοῦ σου μέ φόβο καί τρόμο τήν ὥρα τῆς ἐμφανίσεώς σου στό ἀδέκαστο κριτήριο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ θά κριθοῦν ὅλοι δίκαια καί ἀπροσωπόληπτα, βασιλεύς ἤ στρατιώτης ἤ πλούσιος ἤ πένης. Ἐκεῖ θά βρίσκονται ὅλοι ἐξισωμένοι, γυμνωμένοι ἀπό τήν δόξα, τόν πλοῦτο, τήν ἐξουσία. «Ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται»[15]. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θά εἶναι ἀνοιχτή γιά ὅλους. Ὅμως», ὅπως λέει στήν Ἀποκάλυψη, ««οὐ μή εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν πᾶν κοινόν καί ὁ ποιῶν βδέλυγμα»[16]»[17]. Δέν θά μπεῖ ὁτιδήποτε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί κανένας πού κάνει μέ τή ζωή του, φτιάχνει μέ τή ζωή του βδελυρά πράγματα. 

«Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις! Ἄν δηλαδή πρίν ἀπό τόν βιολογικό σου θάνατο γίνεις νεκρός ὡς πρός τήν ἁμαρτία, τότε τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου δέν θά εἶναι θάνατος, ἀλλά μετάβασις σέ μιά ἄλλη ἀτελεύτητη καί μακαρία ζωή. Θά μπορεῖς τότε, τήν ὥρα τῆς ἐξόδου σου, νά πεῖς μέ παρρησία στόν Κύριο: «Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ᾄσομαι καί ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου»[18]»[19]. Εἶναι ἀπό τόν πεντηκοστό ἕκτο ψαλμό. Θά πρέπει νά νεκρωθοῦμε ὡς πρός τά πάθη, ὡς πρός τόν κόσμο, ὡς πρός τήν ἁμαρτία, γιά νά ζήσουμε γιά τόν Χριστό. 

«Ἡμέρα τρίτη: Ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου. Ἄν δέν πεθάνω -τό πρῶτο- ἀπό ἕναν ξαφνικό θάνατο, κάποιο καιρό θά πάρω τήν εἴδηση γιά νά διορθωθῶ καί ἴσως νά ἔχω καιρό γιά νά ἐξομολογηθῶ. Ἀλλά μέ βία τότε ἀπό τό βάρος τῆς ἀρρώστιας μπορῶ νά μιλήσω;»[20]. Ὁ θάνατος εἶναι ἀβέβαιος καί δέν ξέρουμε, ἄν θά εἶναι ἤρεμος-εἰρηνικός ἤ θά εἶναι ἐπώδυνος καί ξαφνικός. Ἐἀν θά ἔχουμε χρόνο νά συμμαζευτοῦμε λίγο, νά ἐξομολογηθοῦμε, νά μετανοήσουμε, ἤ δέν θά ἔχουμε χρόνο. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία εὔχεται νά μᾶς γλιτώνει ὁ Κύριος ἀπό αἰφνίδιο θάνατο, γιατί αὐτός δέν εἶναι καλός θάνατος, ὁ ξαφνικός. Εἶναι πολύ καλύτερα ὁ ἄνθρωπος νά καταλάβει ὅτι ἔρχεται τό τέλος του καί νά προετοιμαστεῖ. Ἀλλά καί ὅταν καταλάβεις ὅτι ἔχεις πλησιάσει στό τέλος, θά ἔχεις ἄραγε τήν ψυχική ἠρεμία γιά νά κάνεις μία σωστή ἐξομολόγηση; Γι’ αὐτό κάν’ την ἀπό τώρα. 

«Δεύτερον, μπορεῖ νά ἔχω νοῦ γιά νά ἐξεταστῶ, ἀλλά τότε ἐξαιτίας τοῦ φόβου πολύ δύσκολα θά εἶμαι στόν ἑαυτό μου». Ὁπότε, ἐξέτασε τώρα τόν ἑαυτό σου, γιά νά τό κάνεις σωστά, νά μήν ξεχάσεις κάτι. «Τρίτον, μπορεῖ νά ἔχω καρδιά γιά νά κάνω μετάνοια, ἀλλά τότε ἡ συνείδησή μου θά εἶναι μπλεγμένη μέ τόσες ἁμαρτίες! Θεέ μου, τί θά κάνω; Ἔχε πάντοτε τακτοποιημένη τήν ψυχή σου καί βγάλε κάθε αἰτία ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως»[21]. Μήν περιμένεις τήν τελευταία ὥρα καί ἄν προλάβεις καί ἄν ἔχεις χρόνο καί ἄν ἔχεις ἠρεμία. Τώρα κάνε το. Ἔχε πάντα τακτοποιημένη τήν ψυχή σου καί βγάλε κάθε αἰτία ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως. Διῶξε μακριά καθετί πού γίνεται ἀφορμή νά σέ ἐλέγξει ἡ συνείδησή σου. 

«Ἔχε ἕναν καλό πνευματικό καί μή χάνεις τόν καιρό αὐτό πού σοῦ δίνει ὁ Θεός, γιά νά διορθωθεῖς κάποτε πραγματικά. 

Τέταρτη ἡμέρα. Ἡ ἑτοιμασία γιά τόν θάνατο. Τί πρέπει νά κάνω γιά νά πεθάνω καλά; Πρῶτον: ἐκεῖνα τά καλά πού θέλω νά ἔχω κατορθώσει τήν ὥρα ἐκείνη»[22]. Τί ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος; Πόσα καλά ἔχουμε σκεφτεῖ νά κάνουμε, ἀλλά μόνο τά σκεφτήκαμε, μόνο τά ἐπιθυμήσαμε; Μόνο τά λαχταρήσαμε, ἀλλά δέν τά πραγματοποιήσαμε γιά πολλούς λόγους. Εἴτε γιά ἀμέλεια, λόγω ἀμελείας, λόγω ραθυμίας, ἤ λόγω διαφόρων ἄλλων ἐμποδίων. Ἄς ἑτοιμαστοῦμε καί αὐτά τά καλά, πού εἶναι ὄντως καλά καί πρέπει νά τά κάνουμε, νά τά κάνουμε ἐδῶ καί τώρα. Μήν ἔρθει ἐκείνη ἡ ὥρα καί βρεθῶ νά μήν τά ἔχω κάνει. 

«Δεύτερον, ἐκεῖνα πού πιθανόν ἐκείνη τήν ὥρα δέν μπορῶ νά τά κάνω». Θά τά κάνεις τώρα. «Τρίτον, ἐκεῖνα πού ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά κάνω τήν ὥρα ἐκείνη: ἀληθινή μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες μου, ἐσωτερικές πράξεις συντριβῆς, γενναία ἀποφυγή κάθε αἰτίας ἁμαρτίας»[23]. Αὐτά τήν φοβερή ἐκείνη ὥρα τοῦ θανάτου θά πρέπει νά τά ἔχω. Ἀλλά γιά νά τά ἔχω τότε, θά πρέπει νά τά ἔχω πάντα∙ μετάνοια ἀληθινή, συντριβή ἐσωτερική, ἀποφυγή κάθε ἁμαρτίας. 

«Ἀνάμεσα στίς πράξεις τῆς ἡμέρας αὐτῆς συλλογίσου τόν θάνατο, μετανοώντας γιά τίς ἁμαρτίες σου καί ἀποφασίζοντας νά ὑπηρετήσεις τόν Θεό σύμφωνα μέ τήν θέση σου»[24]. Πρέπει νά μάθουμε αὐτό τό μάθημα πού λέγεται μνήμη θανάτου. Νά σκεφτόμαστε τόν θάνατο καί νά ἀγωνιζόμαστε νά ξεφύγουμε τήν αἰώνια κόλαση. 

Λέει πάλι ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ στό Πνευματικό Ἀλφάβητο: «Μή νομίζεις ὅτι ὁ θάνατός σου εἶναι μακριά. Μή σκέφτεσαι πώς ἔχεις ἀκόμα πολλά χρόνια ζωῆς. Ὄχι. Εἶναι δίπλα σου ὁ θάνατος καί καραδοκεῖ. Τό δρεπάνι του ἀγγίζει κιόλας τίς ρίζες τοῦ δέντρου τῆς ζωῆς σου. Τό δικαστήριο εἶναι ἕτοιμο γιά νά σέ κρίνει. Ὁ τάφος σου εἶναι ἀνοιχτός. Ἡ γῆ σέ περιμένει ἀνυπόμονα. Βλέπεις τούς ἀνθρώπους γύρω σου καθημερινά νά πεθαίνουν, ξεχνᾶς ὅμως ὅτι κάποια στιγμή θά βρεθεῖς κι ἐσύ στήν ἴδια θέση. «Τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον; ρύσεται τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐκ χειρός ἅδου;»[25]». Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δέν θά δεῖ θάνατο, πού θά γλιτώσει ἀπό τόν ἅδη; «Πέθαναν οἱ βασιλεῖς, οἰ κυβερνῆτες, οἱ ἄρχοντες ... Πέθαναν καί οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι, οἱ δίκαιοι, οἱ ἱεράρχες, οἱ ὅσιοι, ὅλοι οἱ ἅγιοι. Κοινός κλῆρος ὅλων ὁ θάνατος. Μήν ξεχνιέσαι. Ἔρχεται καί ἡ δική σου σειρά. 

Μήν αἰχμαλωτίζεσαι ἀπό τήν πρόσκαιρη ὀμορφιά καί μήν παρασύρεσαι ἀπό τήν σαρκική ἐπιθυμία. Κοίτα «ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μή ἔχουσαν εἶδος»». Ποῦ εἶναι ἡ δόξα καί ἡ ὀμορφιά πού εἶχες; Μιά ἄμορφη μάζα.. ἄδοξη, ἄσχημη, αὐτό γινόμαστε μέσα στόν τάφο. «Γῆ καί σποδός καταντᾶ ἡ ὀμορφιά τοῦ ἀνθρώπου. Καί τό δικό σου κάλλος θά μαραθεῖ σάν ἄνθος καί θά χαθεῖ σάν σκιά. 

Γι᾿ αὐτό κάθε μέρα, κάθε ὥρα νά εἶσαι ἕτοιμος γι᾿ αὐτή τή μεγάλη, τή φοβερή στιγμή. Φυλάκισε μέσα στό μυαλό σου τή μνήμη τοῦ θανάτου. Μήν εἶσαι ποτέ ἀμέριμνος. Ἄκουσε τί μᾶς λέει ὁ Κύριος: «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται»[26]». Ἔρχεται γιά νά μᾶς πάρει μέ τόν θάνατο, μέ τήν κοίμησή μας τώρα, καί θά ἔρθει βεβαίως καί ὁριστικά κατά τήν Δευτέρα Του Παρουσία, ὅπου ὅλοι θά ἀναστηθοῦμε. ««Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται»[27]. 

Σάν τόν κλέφτη θά ἔρθει ὁ θάνατος. Ὅταν δέν θά τόν περιμένεις. Ὅταν θά ἔχεις παρασυρθεῖ ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες. Σ᾿ αὐτή τή θέση βρέθηκε ἐκεῖνος πού θέλησε νά γκρεμίσει τίς ἀποθῆκες του καί νά χτίσει μεγαλύτερες, ἐκεῖνος πού ἄκουσε τό τρομερό: «Ἄφρον· ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;»[28]. Παρόμοια θά ἀκούσει καί κάθε ἄλλος ἄνθρωπος «θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν»[29]»[30], αὐτός πού θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό του καί δέν πλουτίζει γιά τόν Θεό. Τί ὡραῖο εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Κύριος! Μαζεύει ὁ ἄνθρωπος, μαζεύει, μαζεύει, μαζεύει.. Γιατί μαζεύεις; Γιά μένα, λέει, καί τά παιδιά μου! Γιά τόν ἑαυτό σου! Ὄχι, μακάριος εἶναι αὐτός πού πλουτίζει εἰς Θεόν! Αὐτός πού μαζεύει γιά τόν Θεό καί τά δίνει γιά τόν Θεό. 

«Ἡμέρα τετάρτη: Ἡ ἑτοιμασία γιά τόν θάνατο. Τί πρέπει νά κάνω γιά νά πεθάνω καλἀ; Πρῶτον: ἐκεῖνα τά καλά πού θέλω νά ἔχω κατορθώσει τήν ὥρα ἐκείνη». Αὐτό τό ἔχουμε πεῖ. «Δεύτερον, ἐκεῖνα πού πιθανόν ἐκείνη τήν ὥρα δέν μπορῶ νά τά κάνω. Τρίτον, ἐκεῖνα πού ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά κάνω τήν ὥρα ἐκείνη: ἀληθινή μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες μου, ἐσωτερικές πράξεις συντριβῆς, γενναία ἀποφυγή κάθε αἰτίας ἁμαρτίας»[31]. Λοιπόν, ὅ,τι μπορεῖς νά κάνεις τώρα, κάντο, γιατί κάποια πράγματα σίγουρα δέν θά μπορέσεις νά τά κάνεις ἐκείνη τήν φοβερή ὥρα τοῦ θανάτου. Κάνε τα λοιπόν τώρα, ὅσο μπορεῖς, πού ἔχεις σῶες τίς φρένες σου καί ἔχεις καί κάποιες σωματικές δυνάμεις, δέν εἶσαι ἀσθενής, δέν εἶσαι στό κρεβάτι κλινήρης, δέν ἔχεις τόν ρόγχο τοῦ θανάτου. Αὐτά πού τότε δέν θά μπορεῖς νά τά κάνεις, κάνε τα τώρα, γιά νά πεθάνεις καλά. Καί ἐπίσης, ἐκεῖνα πού ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά κάνω τήν ὥρα ἐκείνη: ἀληθινή μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες μου, ἐσωτερικές πράξεις συντριβῆς, γενναία ἀποφυγή κάθε ἁμαρτίας. Αὐτά πού θέλεις νά κάνεις ἐκείνη τήν ὥρα, νά ἔχεις κατάνυξη, νά ἔχεις συντριβή, νά ἔχεις ἀληθινή μετάνοια, αὐτά ξεκίνησέ τα ἀπό τώρα, ἐδῶ καί τώρα πού εἶσαι ὑγιής. 

«Ἀνάμεσα στίς πράξεις τῆς ἡμέρας αὐτῆς», λέει καί τήν δράση τώρα ὁ Ἅγιος τῆς ἡμέρας, «σκέψου τόν θάνατο, μετανοώντας γιά τίς ἁμαρτίες σου καί ἀποφασίζοντας νά ὑπηρετήσεις τόν Θεό σύμφωνα μέ τήν θέση σου»[32]. Ὅπου εἶσαι, φρόντισε νά ὑπηρετήσεις τόν Θεό. 

«Ἡμέρα πέμπτη: Ἡ κατάσταση ἐκείνου πού πεθαίνει». Πῶς εἶναι ἄραγε ἐκεῖνος πού πεθαίνει; Βλέπετε πόσο ὁ Ἅγιος μᾶς βάζει σ’ αὐτό τό κλίμα τοῦ νά θυμόμαστε τόν θάνατο καί πῶς θά εἴμαστε ἐκείνη τήν ὥρα. «Πρῶτον, τόν στενοχωροῦν οἱ περασμένες ἁμαρτίες, διότι δέν μετανόησε γι’ αὐτές ὅπως πρέπει. Δεύτερον, τόν πικραίνει ἡ τωρινή κατάσταση, γιατί βλέπει τόσους κινδύνους καί δέν μπορεῖ νά τούς ἀποφύγει. Τρίτον, τόν φοβίζει ἡ μέλλουσα ζωή, γιατί ἔχοντας μπροστά του τήν αἰωνιότητα, δέν γνωρίζει σέ ποιά ἀπό τίς δυό πρόκειται νά πάει, σέ ἀπόλαυση ἤ σέ κόλαση; Τρέμουν οἱ δίκαιοι: τί θά κάνω ἐγώ ὁ τρισάθλιος ἁμαρτωλός; 

Ἐξομολογήσου αὐτή τήν ἡμέρα, ἄν εἶσαι σίγουρος ἤ ἄν ἀμφιβάλλεις ὅτι ἔχεις ἀνεξομολόγητη κάποια θανάσιμη ἁμαρτία. Κι ἄν νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, εὐχαρίστησέ Τον καί παρακάλεσέ Τον νά σέ διαφυλάττει ἔτσι μέχρι τέλους»[33]. Αὐτή εἶναι λοιπόν καί ἡ πέμπτη ἡμέρα, πῶς εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού πεθαίνει, ποιά εἶναι ἡ κατάστασή του. Λυπᾶται γιά τίς προηγούμενες ἁμαρτίες του, πού δέν μετανόησε γι’ αὐτές. Πικραίνεται γιά τό τώρα, γιατί βλέπει κινδύνους καί δέν μπορεῖ νά τούς ἀποφύγει. Δέν ἔχει μάθει τό μάθημα τῆς προσευχῆς, τῆς καταφυγῆς στόν Θεό. Τρίτον, ὁ ἄνθρωπος πού πεθαίνει φοβᾶται τήν μέλλουσα ζωή. Ἔχει μπροστά του τήν αἰωνιότητα. Δέν γνωρίζει σέ ποιά ἀπό τίς δύο πρόκειται νά πάει, σέ ἀπόλαυση ἤ σέ κόλαση; Τρέμουν οἱ δίκαιοι: τί θά κάνω ἐγώ ὁ τρισάθλιος ἁμαρτωλός; Αὐτό πρέπει νά ἀναρωτιόμαστε. Ἐάν ἡ Παναγία μας προσευχόταν καί ἔλεγε, Θεέ μου, φύλαξέ με ἀπό τά τελώνια, τί πρέπει νά λέμε ἐμεῖς; Πόσο φοβερή εἶναι ἡ ὥρα ἐκείνη τοῦ θανάτου! 

«Ἡμέρα ἕκτη: Ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς. Πρῶτον, ἐκείνη τήν ὥρα πρόκειται νά χωρισθεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα καί τίς ἀπολαύσεις». Τό ἔχουμε μέσα μας καταλάβει αὐτό, ὅτι κάποια στιγμή ὅλα αὐτά θά τά ἀφήσουμε; Θά ἀφήσουμε καί τό σῶμα, θά ἀφήσουμε καί τίς ἀπολαύσεις τίς σωματικές. «Δεύτερον, ἐκείνη τήν ὥρα θά τελειώσουν οἱ τιμές, τά πλούτη καί οἱ φίλοι». Δέν θά ὑπάρχει κανένας νά σέ τιμάει, δέν θά ἔχεις κάποιον φίλο κοντά σου, δέν θά ἔχεις τά πλούτη σου. Θά τά ἀφήσεις ὅλα. «Τρίτον, ἐκείνη τήν στιγμή μπορεῖ νά κολαστῶ, ἄν αὐτή εἶναι ἡ τελευταία στιγμή γιά μένα. Τί θά γίνω τότε; Ὤ στιγμή, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτᾶται ἡ αἰώνια ζωή!»[34]. Βλέπετε ἀπό μία στιγμή, τήν τελευταία ὥρα τοῦ θανάτου, ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ αἰωνιότητα. «Ὅρισε καθημερινά νά ἐξετάζεις τήν συνείδησή σου, τουλάχιστον τό βράδυ∙ καί νά ἔχεις εὐλάβεια στόν Ἄγγελο φύλακά σου. 

Ἡμέρα ἑβδόμη: Ἡ Δευτέρα Παρουσία. Τήν ὥρα τοῦ θανάτου μου θά γίνει τό δικαστήριό μου, στό ὁποῖο πάνω ἀπό τήν κλίνη μου βλέπω τόν ἑαυτό μου νά κρίνεται. Στήν ἀριστερή πλευρά βλέπω τόν διάβολο πού γελᾶ καί ἀνοίγει μπροστά μου ἕνα μεγάλο βιβλίο γιά νά διαβάσω σ’ αὐτό ξεκάθαρα γραμμένα ὅλα τά ἁμαρτήματα τῆς ζωῆς μου. Στήν δεξιά μου πλευρά βλέπω τόν φύλακά μου Ἄγγελο, ὁ ὁποῖος στέκεται καί διαβάζει λυπημένος μέσα σ’ αὐτό ἕνα μικρό καλό». Βρῆκε καί ἕνα καλό μέσα στό βιβλίο τῆς ζωῆς μου.. «καλό πού ἔκανε καί μέ λυπηρό βλέμμα μοῦ τό παρουσιάζει μπροστά στά μάτια μου. Ποιά παρουσία! Ποιά θεωρία! Ποιός φόβος! 

Παρακάλεσε τόν Κύριο νά σέ διαφυλάττει καί νά μήν Τόν παροργίζεις πλέον καί νά ἔχεις καλό θάνατο»[35]. Μᾶς παρουσιάζει ἐδῶ τήν Δευτέρα Παρουσία, ὅταν θά γίνει τό δικαστήριο. Θά ἔχουμε ἀπό τή μιά μεριά τόν διάβολο πού γελάει καί μπροστά μου ἕνα μεγάλο βιβλίο γιά νά διαβάσω σ’ αὐτό ξεκάθαρα γραμμένα ὅλα τά ἁμαρτήματα τῆς ζωῆς μου. Καί πῶς θά γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία; Ἔτσι βλέπω, λέει, στά δεξιά μου τόν Ἄγγελο πού διαβάζει, καί λυπημένος πού δέν ἔχω καλά ἔργα.. καί βρίσκει ἐπιτέλους ἕνα μικρό καλό καί μοῦ τό δείχνει, μοῦ τό παρουσιάζει. Παρακάλεσε τόν Κύριο νά σέ διαφυλάττει καί νά μήν τόν παροργίζεις πλέον, νά ἔχεις καλό θάνατο. 

«Ἡμέρα ὀγδόη: Ἡ στάση τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο. Πρῶτον, ἄν εἶναι ἡ ψυχή γιά τήν μακαριότητα ὄντας γεμάτη ἀπό ἀρετές, ἀμέσως μέ μεγάλη χαρά θά τήν συνοδεύσουν οἱ Ἄγγελοι καί τί εἴδους χαρά θά εἶναι ἐκείνη!». Τό πρῶτο λοιπόν θά εἶναι αὐτό, ἄν δώσει καί περάσουμε, μετά μᾶς ἀναλαμβάνουν Ἄγγελοι, μᾶς συνοδεύουν, μᾶς δίνουν χαρά. «Δεύτερον, ἄν ἡ ψυχή εἶναι γιά τήν κόλαση, ὡς γυμνή ἀπό κάθε ἀρετή, θά συρθεῖ ἀμέσως ἀπό τούς δαίμονες. Ἀλλά ἀπό ποιούς πρόκειται νά συρθῶ ἐγώ; Καί σέ ποιό μέρος θά σταθῶ;». Κάνει τήν αὐτοκριτική του ὁ χριστιανός. «Τρίτον, ἐάν ἡ ψυχή καταδικαστεῖ στόν Ἅδη -ἀλλοίμονο- ποιός θά παρουσιάσει τό φοβερό ἐκείνης τῆς φυλακῆς στήν ὁποία θά παραμείνει μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία γιά νά δεχθεῖ τήν τέλεια κόλαση; Αὐτή τήν ἑσπέρα, μετά τό τέλος τῆς ἐξετάσεως τῆς συνειδήσεώς σου, σκέψου τήν περασμένη σου ζωή καί βγάλε συμπέρασμα γιά τό ποιά στάση σοῦ ἁρμόζει∙ καί πρίν πᾶς στό κρεβάτι σου, παρακάλεσε τόν Κύριο νά σέ λυτρώσει ἀπό τήν αἰώνια κόλαση. 

Ἡμέρα ἐνάτη: Ἡ κατάσταση τοῦ σώματος μετά τόν θάνατο». Πρῶτα μᾶς μίλησε γιά τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς καί τώρα μᾶς λέει γιά τήν κατάσταση τοῦ σώματος. «Πρῶτον, σκέψου πῶς θά γίνει μετά τόν θάνατο τό λείψανό σου, κίτρινο, ἄμορφο, βρωμερό καί ἄσχημο∙ δέν βλέπει, δέν μιλάει, δέν ἀκούει∙ χωρίς κίνηση, χωρίς αἴσθηση, χωρίς καμία ἐνέργεια. Δεύτερον: Ποῦ τό φέρνουν; Στήν ἐκκλησία συνοδευόμενο ἀπό ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι μετά ἀπό λίγες εὐχές, τό ἀφήνουν γιά νά ταφεῖ στό κοινοτάφειο καί νά τοποθετηθεῖ μέσα στό χῶμα καί νά σαπίσει καί νά καταφαγωθεῖ ἀπό τά σκουλήκια. Καί τέτοιο βρωμερό σῶμα ἐγώ τό περιποιοῦμαι μέ τόσες φροντίδες;»[36]. Ἡ ἀλλοίωση τοῦ σώματος. Θά τό φᾶνε τά σκουλήκια, γιατί νά τό περιποιοῦμαι τόσο πολύ; Καί τρίτον: «Μετά τήν ταφή τί θά ἀκολουθήσει; Θά ἐξαληφθεῖ ἀπό τίς μνῆμες καί τίς φαντασίες τῶν ἀνθρώπων καί θά λησμονηθεῖ τόσο πολύ, σάν νά μήν ὑπῆρξε καθόλου στόν κόσμο. 

Θυμήσου ὅτι τελειώνει ὅλη ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου». Ὅπως ἔλεγε κάπου ἀλλοῦ ὁ Ἅγιος Νικόδημος, «εἶναι τό τέλος ὅλου τοῦ αἰσθητικοῦ». Ὅλη ἡ ματαιότητα, ἡ δόξα τοῦ κόσμου, τά μπράβο, τά εὖγε, οἱ τιμές, τά ἀξιώματα, ὅλα αὐτά σταματοῦν, τελειώνουν. Καί τό σωματικό κᾶλλος καί ἡ ὀμορφιά «καί ἐκεῖνο τό σῶμα, τό τόσο χαϊδεμένο, γιά τό ὁποῖο ξοδεύουμε τόσα πολλά, πρόκειται νά σαπίσει ὁλόκληρο. Λοιπόν, μίσησε τίς σωματικές ἀναπαύσεις καί ἐγκατάλειψε τίς ματαιότητες. 

Ἡμέρα δεκάτη. Ἡ ζωή πού θά κριθεῖ. Πρῶτον: Ὅσο ζῶ ἐγώ καί ζῶ καλά ἤ κακά, τά γράφω αὐτά σέ κάποιο βιβλίο τό ὁποῖο μία ἡμέρα θά διαβαστεῖ. Δηλαδή τότε θά διαβαστοῦν τά κακά, πού δέν ἔπρεπε νά κάνουν καί τά ἔκαναν. Δεύτερον, θά διαβαστοῦν τά καλά πού μποροῦσα νά κάνω καί δέν τά ἔκανα. Τρίτον: τελικά θά βγεῖ ἡ τελική μου ἀπόφαση καί ποιά θά εἶναι; Αὐτή πού ἑτοιμάζω μέ τίς πράξεις μου». Ἐξαρτᾶται δηλαδή ἀπό τό τί θά πράξω ἐδῶ, ἀπό τό τί ἀπόφαση θά βγεῖ γιά μένα τήν φοβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως. «Ρίξε μιά ματιά στήν περασμένη σου ζωή καί σκέψου τίς ἁμαρτίες σου καί πόσα καλά δέν ἔκανες γιά πολιτικές ἤ ἄλλες αἰτίες καί μίσησε κάθε κακό πού ἔκανες καί ἀποφάσισε νά ζήσεις στό ἑξῆς μία ζωή ἐνάρετη»[37]. Πάψε λοιπόν τό κακό, μέ τήν ὅποια δικαιολογία τό ἔκανες, γιά αἰτίες ἀνθρωπαρέσκειας, τάχατες ἀπό ὑπακοή στήν Πολιτεία ἤ στούς γονεῖς ἤ στούς φίλους.. Ὅλα αὐτά εἶναι μάταια, ὅταν εἶναι ἀντίθετα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σταμάτησέ τα ὅλα αὐτά καί ἀποφάσισε νά ζήσεις μέ ὑπακοή στόν Χριστό κάνοντας μία ζωή ἐνάρετη. Γιατί ὅλα θά κριθοῦν. Ὅλες οἱ πράξεις, καί οἱ καλές καί οἱ κακές, θά φανερωθοῦν, γιατί ὅλα εἶναι γραμμένα. 

«Ἡμέρα ἐνδέκατη. Ἡ μετάνοια. Πρῶτον, ἄν ἁμάρτησα, πρέπει νά μετανοήσω, ἔτσι δέν εἶναι; Ἀλλά πότε θά μετανοήσω; Μετά τόν θάνατο; Εἶναι ἀδύνατο, γιατί δέν ἔχω πλέον καιρό». Ἐν τῷ ᾅδη οὐκ ἔστι μετάνοια. Δέν εἶναι δυνατόν νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος στόν ἅδη. Ἐδῶ καί τώρα πρέπει νά μετανοήσουμε, ὄχι μετά θάνατον, ἐφόσον ἁμαρτήσαμε. «Δεύτερον, τήν ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί ἔχω πολύ λίγο χρόνο καί ἔχω γίνει βαρύς ἀπό τήν ἀσθένεια»[38]. Ἡ μετάνοια θά πρέπει νά ἔχει γίνει ἀπό πολύ νωρίτερα. Ἐκείνη τήν ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι συσσωρευμένες ὅλες οἱ ἁμαρτίες καί τά πάθη καί ὁ ἄνθρωπος φτάνει σέ μιά κατάσταση ἀνικανότητος θά λέγαμε νά μετανοήσει. Ὅπως ἔλεγε ἕνας τραγικός ποιητής πού αὐτοκτόνησε, «μή ζητᾶς νά μέ ἀναστήσεις, δέν μπορῶ». Γιατί «ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάσει εἰς βάθος κακῶν», λέει καί ἡ Γραφή, «καταφρονεῖ»[39]. Δέν μπορεῖ μετά νά μετανοήσει. Ὅταν φτάσεις στήν τελευταία ὥρα καί δέν ἔχεις ἀσκήσει μέχρι τότε τήν μετάνοια καί εἶναι βεβαρημένη ἡ ψυχή σου μέ πλῆθος ἁμαρτιῶν καί παθῶν, οὔτε ἐκείνη τήν ὥρα θά μετανοήσεις. Γι’ αὐτό δέν πρέπει κανείς νά ἀναβάλλει τήν μετάνοια, ἀλλά ἐδῶ καί τώρα. Μήν περιμένεις τήν ὥρα τοῦ θανάτου. 

Πολλοί ἄνθρωποι, δυστυχῶς, φοβοῦνται καί τήν ἐξομολόγηση καί τήν Θεία Κοινωνία, καί λένε, γιατί μέ ἔχεις γιά θάνατο καί μοῦ λές νά ἐξομολογηθῶ καί νά κοινωνήσω; Εὐλογημένε-εὐλογημένη τί περιμένεις δηλαδή, τήν ὥρα τοῦ θανάτου γιά νά ἐξομολογηθεῖς; Καί μπορεῖ νά εἶναι καί ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σου τώρα! Ἀλλά μή νομίζεις ὅτι, ἄν φτάσει ἐκείνη ἡ ὥρα, θά μπορέσεις νά ἐξομολογηθεῖς σωστά ἤ νά κοινωνήσεις σωστά, ἄν δέν τό ἔχεις κάνει τώρα, ἐδῶ καί τώρα. Γιατί τό τώρα ἔχεις στό χέρι σου καί δέν ἔχεις τό αὔριο καί δέν ἔχεις καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου. 

«Ἄλλος καιρός», λέει τό τρίτο, «δέν παραμένει στήν ἐξουσία μου παρά μόνο τό παρόν. Λοιπόν, πρέπει νά μετανοήσω τώρα ἀμέσως, γιατί μετά πιθανόν νά μή μετανοήσω», νά μή μπορῶ νά μετανοήσω. Γιατί ὅσο ὁ ἄνθρωπος μένει στήν ἀμετανοησία, μένει στά πάθη, μένει στήν ἁμαρτία, τόσο βουλιάζει, τόσο κολλάει μέσα στήν λάσπη, μέσα σ’ αὐτό τό πτῶμα, σ’ αὐτή τήν νεκρότητα πού εἶναι ἡ ἁμαρτία καί οἱ δαίμονες πού τήν ὑπηρετοῦν καί τόσο δυσκολότερα ξεκολλάει ἀπό ἐκεῖ. Ὅσο περισσότερο χρόνο ἔχει μείνει κανείς στήν ἁμαρτία, τόσο δυσκολότερα θά τήν ἐξαλείψει καί δυσκολότερα θά μετανοήσει. Ἡ Ἁγία Μαρία πού δούλεψε 17 χρόνια στήν ἁμαρτία, χρειάστηκε 17 χρόνια σκληρῆς μετάνοιας, μέ πάρα πολλά δάκρυα, μέ πάρα πολλή νηστεία, μέ πάρα πολλή ἀγρυπνία γιά νά ἀπαλλαχτεῖ ἀπό τούς πειρασμούς καί τίς ἐνοχλήσεις τῶν παθῶν. 

«Προσπάθησε κάθε βράδυ νά μετανοεῖς καί νά ζητᾶς συγχώρηση ἀπό τόν Θεό γιά ὅσα κακά ἔργα ἔκανες, γιά ὅσα λόγια κακά εἶπες καί γιά ὅσους λογισμούς σκέφτηκες καί φρόντισε ὅλα νά τά ἐξομολογηθεῖς στόν πνευματικό σου καί νά κάνεις τόν κανόνα τους»[40]. Κάθε στιγμή, κάθε βράδυ τουλάχιστον, ζήτα συγχώρηση, βάζε μετάνοια, παρακάλεσε γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. 

«Ἡμέρα δωδεκάτη. Ἡ τελευταία Κρίσις. Πρῶτον: Ὅλα τά σημεῖα πού πρόκειται νά γίνουν κατά τήν μέλλουσα Κρίση, ὅπως τά ἀναφέρουν οἱ Γραφές, θά εἶναι τά ἑξῆς». Τί θά συμβεῖ κατά τήν μέλλουσα Κρίση; «Ὁ ἥλιος θά εἶναι σκοτεινιασμένος, ἡ σελήνη μέ κόκκινο χρῶμα σάν αἷμα μαῦρο, οἱ ἀστέρες θά πέφτουν, ἡ θάλασσα θά ἠχεῖ», θά ἀκούγονται ἦχοι, «ἡ γῆ θά ἀνοίγει βαθύτατα φαράγγια», θά ἀνοίγει ἡ γῆ!, «σεισμοί φοβεροί, πόλεμοι φρικτοί καί πολλά ἄλλα»[41]. Γι’ αὐτά μᾶς ἔχουν μιλήσει οἱ Ἅγιοί μας πολλές φορές καί μάλιστα μᾶς προειδοποιοῦν ὅτι καί ἡ ἐποχή μας εἶναι τέτοια. Καί τά περιμένουμε αὐτά τώρα.. μεγάλους σεισμούς, καί τήν διαμαρτυρία κατά κάποιο τρόπο ὅλων τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, τά ὁποῖα βλέπουνε τήν ἀμετανοησία ταῦ ἀνθρώπου, τήν αὐθάδειά του, τήν ἀναίδειά του, τήν προσπάθειά του νά αὐτοθεωθεῖ. 

«Δεύτερον: Ἡ Κρίσις θά ἔλθει ξαφνικά, ὅταν κανένας δέν θά σκέφτεται, ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἁμαρτάνουν, ὅταν δέν θά πρόκειται πλέον νά μετανοήσουν καί νά διορθωθοῦν»[42]. Φοβερό αὐτό! «Ὡς κλέπτης ἐν νυκτί»[43], λέει ὁ Κύριος, θά ἔρθω. Γι’ αὐτό πρέπει νά νήφουμε, νά γρηγοροῦμε, νά προσευχόμαστε, νά περιμένουμε τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου, καί ὄχι νά λέμε «δέν θά γίνει τίποτε.. καί μήν ἀκοῦτε αὐτούς οἱ ὁποῖοι τρομοκρατοῦν τόν κόσμο, αὐτούς οἱ ὁποῖοι κινδυνολογοῦν..». Ἔτσι ὀνομάζουνε τούς ἁγίους σέ κάθε ἐποχή οἱ ἄνθρωποι οἱ ράθυμοι. Οἱ ἅγιοι πάντοτε προειδοποιοῦσαν, καλοῦσαν σέ μετάνοια. Οἱ ράθυμοι τούς ὕβριζαν, τούς χαρακτήριζαν τρομοκράτες, κινδυνολόγους κ.λ.π. Ὅπως λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου, τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε˙ ἐάν μή θέλητε, μηδέ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται»[44]. Ἐάν θελήσετε καί Μέ ὑπακούσετε, θά φᾶτε τά ἀγαθά τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἐάν ὑπακούσουμε, θά τήν ἔχουμε. Ἀλλά θά ἔχουμε καί τά ἀγαθά αὐτά γιά τά ὁποῖα τόσο πολύ ἀγωνιᾶ ὁ κόσμος. Δηλαδή τήν τροφή, τό σπίτι.. ἕναν χῶρο τέλος πάντων, τήν πατρίδα.. θά στά δώσει ὁ Θεός καί αὐτά. «Ἐάν μή θέλητε, μηδέ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται»[45]. Ἐάν δέν θελήσετε καί δέν Μέ ὑπακούσετε, θά σᾶς φάει μαχαίρι. Φοβερός λόγος! 

Αὐτά ἔλεγε καί λέει πάντοτε διαχρονικά τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Αὐτά ἔλεγαν καί λέγουν διαχρονικά καί οἱ ἅγιοι καί ὁ κόσμος, ἐπειδή «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[46], τούς ὑβρίζει, τούς ἀπεχθάνεται αὐτούς τούς Προφῆτες καί τούς ὀνομάζει ψευδοπροφῆτες, ὅτι ψέματα λένε.. μήν ἀκοῦτε.. κοιμηθεῖτε ἥσυχα.. τίποτα δέν θά συμβεῖ.. Κι ὅμως θά συμβοῦνε, θά ἔρθουν, γιατί ὁ Κύριος τά ἔχει προφητέψει καί ὀφείλουμε νά τά λέμε καί νά προειδοποιοῦμε. 

«Ἡ κρίσις θά ἔρθει ξαφνικά, ὅταν κανένας δέν θά τό σκέφτεται, ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἁμαρτάνουν καί δέν θά θέλουν νά διορθωθοῦν. Τρίτον, θά βρέξει μέ μεγάλο φόβο ἀπό τόν οὐρανό μιά φωτιά, ἡ ὁποία θά ἀπορροφήσει στίς φλόγες της καί ἀνθρώπους καί ζῶα καί φυτά καί χῶρες καί ἀκροπόλεις καί ὅλο τόν κόσμο. Τί ἐμπρησμός! Ἄν πρόκειται νά ἔχουν τόσο φόβο τά ἀναίσθητα κτίσματα, πόσο φόβο ἄραγε θά ἔχουν οἱ ἁμαρτωλοί; 

Τρεῖς πράξεις θά πρέπει νά κάνεις στήν μελέτη αὐτή: α) Νά σκεφτεῖς τόν φόβο τῆς Θείας Δικαιοσύνης»[47], γιατί ὁ Κύριος θά ἔρθει πάλι, ἀλλά ὄχι ὅπως τήν πρώτη φορά. Τήν πρώτη φορά ἦλθε μέ πρόσωπο ἱλαρό∙ ἦλθε γιά νά σώσει καί ὄχι γιά νά κρίνει τόν κόσμο. Τήν δεύτερη φορά θά ἔλθει ὡς Κριτής καί θά λειτουργήσει ἡ δικαιοσύνη Του. Καί θά πρέπει νά σκεφτεῖς αὐτή τήν φοβερή ὥρα, τῆς Θείας Δικαιοσύνης. Καί οἱ ἄνθρωποι πού δέν ὑπέφεραν τίποτα ἐδῶ στή γῆ, αὐτοί ἔχουν πολύ περισσότερα νά ὑποφέρουν μετά θάνατον, γιατί «πᾶσα παράβασις καί παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν»[48]. 

Τό πρῶτο λοιπόν πού ἔχεις νά κάνεις, λέει ὁ Ἅγιος, εἶναι νά σκεφτεῖς τόν φόβο τῆς Θείας Δικαιοσύνης. «Δεύτερον, νά ἔχεις συντριβή καί μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες σου, καί τρίτον, νά ἔχεις δέηση ταπεινή στήν Θεϊκή Εὐσπλαχνία»[49]. Παρακάλα τόν Θεό, κατάφευγε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ζήτησε τήν Θεία Εὐσπλαχνία καί σίγουρα θά τήν εὕρεις, κατά τό «ζητεῖτε καί εὑρήσετε· κρούετε καί ἀνοιγήσεται»[50]. 

«Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἡμέρα δεκάτη τρίτη». Βεβαίως πρέπει νά θυμόμαστε τόν θάνατο, τόν ἅδη, τήν Κρίση, τήν αἰώνια κόλαση, ἀλλά νά θυμόμαστε καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία θά προηγηθεῖ τῆς Κρίσεως, τῆς μελλούσης Κρίσεως. «Πρῶτον, στήν φοβερή φωνή τῶν Ἀγγελικῶν σαλπίγγων αὐτό τό σῶμα μου πού εἶναι θαμμένο, θά ἀναστηθεῖ ἀπό ἐκεῖνον τόν ἴδιο τόπο». Ἐκεῖ πού εἶσαι θαμμένος, ἐκεῖ θά ἀναστηθεῖς. «Θά κλιθεῖ, δεύτερον, ἡ ψυχή ἀπό ὅπου κι ἄν βρίσκεται, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τό σῶμα μου», ἡ δική μου ψυχή μέ τό δικό μου σῶμα. Δέν θά πάρω ἕνα ἄλλο σῶμα, ἀλλά τό δικό μου, μέ τό ὁποῖο ἀγωνίστηκα ἤ δέν ἀγωνίστηκα σ’ αὐτή τή ζωή γιά τήν σωτηρία μου. «Τρίτον, θά εἶναι ἀθάνατο τό σῶμα μου μαζί μέ τήν ψυχή μου. Ἀλλά ποιά ἀθανασία πρόκειται νά ἔχουν; Ἤ ἄθλια γιά τίς ἁμαρτίες πού ἔκανα, ἤ μακαρία γιά τήν μετάνοια πού ἔδειξα καί γιά τίς ἀρετές πού ἔκανα»[51]. Ἐξαρτᾶται λοιπόν ἀπό τό πῶς ζήσαμε, γιά νά πάει τό σῶμα μας μαζί μέ τήν ψυχή μας σέ μία ἀθανασία μακαρία καί ὄχι σέ μιά ἀθανασία ἀθλία. 

«Χρησιμοποίησε κάποια νηστεία καί ἐγκράτεια ἤ κάποια ἄλλη σκληραγωγία», τά ὁποῖα πάρα πολύ βοηθοῦν καί ἐξαγνίζουν τό σῶμα. «Ἄν μπορεῖς δῶσε ἐλεημοσύνη, γιά νά σοῦ χαρίσει ὁ Θεός ἕναν ἐσωτερικό πόνο μετανοίας καί κατανύξεως γιά τίς ἁμαρτίες σου»[52]. Γιατί ἄν ἐλεεῖς, θά ἐλεηθεῖς. Καί πότε ἐλεῆσαι; Ὅταν ἔρθεις σέ κατάσταση πένθους κατά Θεόν, συντριβῆς, δακρύων. Τότε σημαίνει ὅτι σέ ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. 

«Ἡμέρα δεκάτη τετάρτη. Ἡ ἔλευσις τοῦ Χριστοῦ. Πρῶτον, θά ἔλθει ὁ Χριστός ὡς θριαμβευτής μέ τόν Σταυρό Του, συνοδευόμενος ἀπό μυριάδες Ἀγγέλων, ἔχοντας κοντά Του τήν Ὑπεραγία Μητέρα Του, περικυκλωμένος ἀπό τούς Ἀποστόλους καί ὅλους τούς Ἁγίους∙ φοβερός, ἔνδοξος, καθισμένος στά σύννεφα»[53]. Νά πῶς θά γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία. Καί εἶναι αὐτό ἕνα σημάδι καί γιά μᾶς διακριτικό, ὥστε νά μήν πλανηθοῦμε. Γιατί πολλοί θά ἐμφανιστοῦν ὡς «ἀντί» τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀντίχριστοι καί θά θελήσουν νά πάρουν τή θέση τοῦ Χριστοῦ καί νά ποῦνε, ὅτι νά ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός καί ἦρθα πάλι… 

- Πῶς θά καταλάβουμε ὅτι δέν εἶναι ὁ Χριστός; 

Ἀπό τό πῶς ἦρθε. Ἄν ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό ἤ ἀπό τή γῆ. Ὁ Χριστός θά ἔλθει ἀπό τόν οὐρανό. Καί πῶς θά ἔρθει; Θριαμβευτικά! Μέ μπροστά προπορευόμενο τόν Τίμιο Σταυρό, πού τρέμουν οἱ δαίμονες καί τά ὄργανά τους, ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων, οἱ Σιωνιστές, ὅλοι αὐτοί, οἱ καμπαλιστές, πού θέλουνε νά φέρουν τόν ἄνθρωπό τους καί βιάζονται μάλιστα! Δέν θά ξεγελάσουνε τούς πιστούς Χριστιανούς. Θά ξεγελάσουνε ὅμως τούς πολλούς, ἀκόμα καί ἐκλεκτούς, οἱ ὁποῖοι θά μᾶς ἐμπαίζουνε, ὅσους μείνουμε πιστοί στόν Χριστό, καί θά λέμε «δέν εἶναι αὐτός ὁ Χριστός, μήν τόν ἀκολουθεῖτε». Ὅπως καί τώρα, ἐμπαίζονται οἱ πραγματικά πιστοί πού λένε, «μήν ἀκοῦτε, δέν παθαίνουμε τίποτε μέσα στήν ἐκκλησία κακό, δέν μολυνόμαστε ἀπό τήν Θεία Μετάληψη ἤ ἀπό τό ἀντίδωρο ἤ ἀπό τόν συγχρωτισμό μέσα στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ ἁγιαζόμαστε, ἀφοῦ θεωνόμαστε! Οὔτε μολύνουμε οὔτε μολυνόμαστε! Ὁ θεωμένος ἄνθρωπος οὔτε μολύνεται οὔτε μολύνει. Καί μᾶς χλευάζουνε, μᾶς εἰρωνεύονται κ.λ.π… ἀκόμα καί ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς! Δέν ἔχει σημασία. Ἐμεῖς θά μείνουμε πιστοί στόν Κύριο. 

Θά ἔλθει λοιπόν ὁ Κύριος μέ συγκεκριμένο τρόπο. Μᾶς τό ἔχει πεῖ. Μεγαλοπρεπῶς, θριαμβευτικά, μέ τόν Σταυρό Του προπορευόμενο, μαζί μέ τήν Παναγία, περικυκλωμένος ἀπό τούς Ἀποστόλους, μέ ὅλους τούς Ἁγίους, καθήμενος ἐπάνω εἰς τά σύννεφα «καί ὡς Δημιουργός θά μοῦ ζητήσει λογαριασμό γιά τίς τόσες εὐεργεσίες καί μέσα πού μοῦ χάρισε γιά νά σωθῶ καί ἐγώ ὁ ἀχάριστος τά χρησιμοποίησα κακῶς. Δεύτερον, ὡς πατέρας θά μοῦ ζητήσει λογαριασμό γιά τίς τόση ἀγάπη πού μοῦ ἔδειξε καί ἐγώ τοῦ ἀνταποκρίθηκα τόσο ἀχάριστα»[54]. Αὐτή θά εἶναι ἡ πιό μεγάλη θλίψη. Θά δοῦμε τότε μπροστά μας ὅλες τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί θά μετανοήσουμε πικρά γιά τό πόσο ἀχάριστα φερθήκαμε. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, πόσα κιλά αἷμα ἔχυσε ὁ Χριστός στόν Σταυρό γιά χάρη μου καί τί ἔχω κάνει ἐγώ γιά αὐτόν; 

«Τρίτον, ὡς Σωτήρας πάλι θά μοῦ ζητήσει λογαριασμό γιά τό τόσο αἷμα πού ἔχυσε γιά μένα καί ἐγώ τό καταπάτησα τόσες φορές σάν νά ἤμουν ἕνα ζῶο χωρίς λογική. Μέ τήν μελέτη αὐτῶν τῶν τριῶν ἀληθειῶν, πές μέ πόνο τῆς καρδιᾶς σου τόν ἕκτο ψαλμό τοῦ Δαβίδ ἤ κάποια ἄλλη κατανυκτική εὐχή»[55]. 

Ἄς θυμόμαστε λοιπόν τόν θάνατο, ἄς θυμόμαστε τήν Κρίση, τήν Δευτέρα Παρουσία. Λέει ὁ Ἅγιος Δημήτριος -καί μέ αὐτό νά κλείσουμε- ὁ Ἅγιος Δημήτριος στό «Πνευματικό Ἀλφάβητο»: «Ὁ θάνατος γιά τούς δικαίους δέν εἶναι συμφορά, ἀλλά ἀντίθετα ἀπελευθέρωσις ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν καί αἰώνια πνευματική ἕνωση μέ τόν Κύριο. Ἡ παροῦσα ζωή καί ὁ ἀκατάπαυστος πόλεμος τῶν παθῶν συσσωρεύουν πολύ κόπο στήν ψυχή. Ὁ κατά Θεόν θάνατος εἶναι ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς ἀπό τούς κόπους. Μή φοβᾶσαι λοιπόν τόν θάνατο, μόνο νά εἶσαι ἕτοιμος κάθε στιγμή γιἀ τόν ἐρχομό του. Πῶς θὰ ἑτοιμαστεῖς γιά τόν θάνατο; Ἀποφεύγοντας τήν ἁμαρτία καί ἀγαπώντας τόν Κύριο μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς καρδιᾶς σου. 

Δέν βρίσκω ἄλλο μεγαλύτερο κακό ἀπό τήν ἁμαρτία, γιατί φέρνει τόν χωρισμό καί τήν ἀποξένωση ἀπό τόν Κύριο. Δέν βρίσκω ἄλλο μεγαλύτερο καλό ἀπό τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, πού ὁδηγεῖ στήν ἕνωση μέ τόν Θεό, στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Αὐτό, λοιπόν, ἄς ἐπιδιώξουμε. «Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία ἀπό τόν σωματικό θάνατο πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια κόλαση -καί- δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐφροσύνη ἀπό τόν σωματικό θάνατο πού ὁδηγεῖ στόν παράδεισο, στά χέρια τοῦ Θεοῦ. 

Τί εἶναι λοιπόν θάνατος; Ὁ τέλειος χωρισμός ἀπό τόν Θεό. Τί εἶναι λοιπόν ζωή; Ἡ τέλεια ἕνωσις μέ τόν Θεό»[56]. Αὐτό λοιπόν καί ἐμεῖς ἄς θυμόμαστε καί ἄς τό ἐπιδιώκουμε. Ἄς κάνουμε τήν αὐτοκριτική μας σήμερα πού εἶναι ἡ πρώτη μέρα τοῦ ἔτους καί ἄς πάρουμε σοβαρά τό θέμα πού λέγεται σωτηρία, ἔτσι ὥστε νά μή χαθεῖ οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο ἀπό τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας πού καλούμαστε καί παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά μᾶς τόν χαρίσει μέ μετάνοια καί εἰρήνη, «ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι». 

Αὐτά ἤθελα νά πῶ στήν ἀγάπη σας. Ἄν θέλετε κάτι νά συζητήσουμε.. ὑπάρχει κάποιο ἐρώτημα; 

ἘΡΩΤΗΣΕΙΣ 

Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πατέρα Σάββα καί καλό καί εὐτυχισμένο τό νέο ἔτος. Ὅλα ξεκινᾶνε ἐν τέλει ἀπό τήν ἀγάπη στόν πλησίον. Αὐτό εἶναι πού μᾶς ἁγιάζει. Κάποτε, στίς ἀρχές καί ἐγώ σκεφτόμουνα τί νά κάνω κάθε μέρα, τί νά εἶναι αὐτό πού μπορῶ νά κάνω γιά νά προχωρήσω, νά προοδεύσω πνευματικά νά τό πῶ ἔτσι, καί εἶχα πνιγεῖ. Καί ἄκουσα μία ὁμιλία τοῦ π. Ἀθανάσιου Μυτιληναίου, πού ἔλεγε κάτι πολύ ἁπλό στήν κάθε μέρα. Σήμερα βοηθᾶς ἕναν γέροντα νά περάσει ἀπέναντι τό πεζοδρόμιο, μιά γιαγιά πού κουβαλάει ψώνια.. Καί λέει, αὐτά τά πράγματα μᾶς ἁγιάζουν. Τό συγκράτησα, γιατί μέ βοήθησε πάρα πολύ αὐτό. 

Θέλω νά σᾶς ρωτήσω, τελικά ὁ φόβος τοῦ θανάτου θά πρέπει νά εἶναι τό πρῶτο θέμα, ἡ πρώτη σκέψη μας, ἤ ἡ κάθε μέρα πού μᾶς δίνεται ὡς δῶρο πῶς μποροῦμε νά τήν ἀξιοποιήσουμε ἔτσι ἁπλά, μέ τούς γείτονές μας, μέ τούς ἀνθρώπους πού εἶναι γύρω μας; Αὐτό, εὐχαριστῶ… γιά νά μήν ἔχουμε τρόμο, αὐτό ἤθελα νά πῶ. 

Ἀπ. : «Ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου»[57], λέει. Ἡ ἀρχή τῆς σοφίας, καί ἡ ἀληθινή σοφία, ἡ ἐνυπόστατη Σοφία εἶναι ὁ Κύριός μας. Θέλεις νά ἑνωθεῖς μέ τόν Κύριο, πού εἶναι καί ἡ σωτηρία; Πρέπει νά ἀρχίσεις ἀπό τόν φόβο. Τόν φόβο ὄχι τοῦ θανάτου καθεαυτοῦ, ἀλλά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ σεβασμός τοῦ Θεοῦ, ὁ σεβασμός τῶν ἐντολῶν. Καί ὅταν κανείς πιστεύει στόν Θεό, πιστεύει καί αὐτά πού ἔχει πεῖ ὁ Κύριος γιά τήν Κρίση, γιά τήν αἰώνια κόλαση, γιά τήν αἰώνια βασιλεία. Καί ἀφοῦ τά πιστεύεις, ἀγωνίζεσαι νά ἐφαρμόσεις τίς ἐντολές, ἔτσι ὥστε νά ἀποφύγεις τήν αἰώνια κόλαση καί νά πᾶς στήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα. Δέν φοβόμαστε τόν θάνατο ὡς γεγονός, ἀλλά φοβόμαστε αὐτό πού θά ἀκολουθήσει, ἄν θά εἶναι αἰώνια χαρά ἤ θά εἶναι αἰώνια κόλαση. Καί ἐπειδή τό φοβόμαστε, γιατί ὁ Θεός μᾶς εἶπε νά τό φοβόμαστε.. λέει, «μή φοβειθεῖτε ἀπό τῶν ἀποκτενόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι»[58]. Μή φοβᾶστε αὐτούς πού σᾶς ἀπειλοῦνε τό σῶμα. Θά σᾶς τιμωρήσουμε, θά σᾶς βάλουμε πρόστιμο, θά σᾶς φυλακίσουμε, θά σᾶς δείρουμε… ἀλλά νά φοβᾶστε, λέει, Αὐτόν πού ἔχει ἐξουσία νά σᾶς βάλει στήν αἰώνια ζωή ἤ στήν αἰώνια κόλαση, τόν Κύριο. Αὐτόν νά φοβόμαστε. Ἑπομένως, ἀγωνιζόμαστε γιά τό καλό, ὅπως εἴπατε, ἀλλά τό ἀληθινά καλό ποιό εἶναι; Αὐτό πού ξεκινάει ἀπό τόν Θεό. Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἀγάπη στόν Θεό, καί ἀπό αὐτό πηγάζει αὐτό τό καλό πού εἴπατε, ἡ ἀγάπη στόν πλησίον. Ἄν κανείς δέν ἀγαπάει σωστά τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει σωστά καί τόν πλησίον. Ἔχει σύνθημα ἄς ποῦμε καί ὁ προσκοπισμός, νά κάνουνε μία καλή πράξη τήν ἡμέρα, δυό καλές πράξεις. Εἶναι κι αὐτό κάτι; Δέν εἶναι κάτι καλό, ἄν δέν πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη στόν Χριστό. Τί νά τό κάνω ἐγώ… πού αὐτοί τήν Κυριακή τό πρωί ἀντί νά πᾶνε στήν ἐκκλησία, πᾶνε στά βουνά καί κάνουνε δράσεις; 

Ἐρ. : ………………………… 

Ἀπ. : Μάλιστα, εἶναι ἀλληλένδετα αὐτά. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος, «ἡ δευτέρα ἐντολή εἶναι ὅμοια μέ τήν πρώτη»[59]. Ἄν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ἀγαπᾶς καί τόν πλησίον σου. Καί ἀγαπώντας τόν πλησίον σου, ἀποδεικνύεις ὅτι ἀγαπᾶς καί τόν Θεό. Ἑπομένως τό πᾶν βέβαια σ’ αὐτό κεῖται, στά δύο αὐτά, τά ὁποῖα εἶναι τά δύο σκέλη τοῦ σταυροῦ. Τό κάθετο σκέλος ἡ ἀγάπη στόν Θεό καί τό ὁριζόντιο ἡ ἀγάπη στόν πλησίον. Καί ὁ χριστιανός γίνεται σάν σταυρός μετά∙ ἀγαπάει τόν Θεό κατακόρυφα καί τόν πλησίον ὁριζοντίως καί εἶναι ἕνας ζωντανός σταυρός πού μέ τήν ἀγάπη του θυσιάζεται συνεχῶς. 

Ἐρ. : ………………………. 

Ἀπ. : Εὐλογεῖται, χρόνια πολλά καί αἰώνια. Ὁ Κύριός μας μᾶς εἶχε πεῖ ὅτι δέν θά κριθεῖτε γιά τίς ἁμαρτίες σας, ἀλλά θά κριθεῖτε γιά τήν ἀμετανοησία σας καί γιά τήν σκληροκαρδία σας. Μετά ὁ Κύριός μας ἀποστρέφεται πάρα πολύ καί τήν βδελύσσεται, γι’ αὐτό πρέπει νά κάνουμε τά ἔργα τοῦ Κυρίου καί νά εἴμαστε μαζί Του αἰωνίως.. 

Ἀπ. : Γιά τίς ἁμαρτίες μας θά κριθοῦμε, γιά τίς πράξεις μας. Καθένας θά δώσει λόγο γιά τίς πράξεις του. Θά κριθεῖ ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, τά ὁποῖα μπορεῖ νά εἶναι καλά, μπορεῖ νά εἶναι καί ἁμαρτωλά. Θά κατακριθοῦμε, ἐάν δέν μετανοοῦμε γιά τά κακά μας ἔργα. Μέ αὐτή τήν ἔννοια τό εἶπες, «θά κριθοῦμε γιά τήν ἀμετανοησία μας». Ἕνας πού κρίνεται ἐνῶ εἶναι ἀμετανόητος, κατακρίνεται, καταδικάζεται. Μέ αὐτή τήν ἔννοια τό εἶπες. Ἑπομένως, βεβαίως θά πρέπει νά μετανοοῦμε. Γιατί ἡ ἀμετανοησία θά μᾶς καταδικάσει. Δέν «φοβᾶται» ὁ Θεός τήν ἁμαρτία, ἀλλά «φοβᾶται» τήν ἀμετανοησία, γιατί αὐτό πού μᾶς καταδικάζει τελικά εἶναι ὄχι τό ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί∙ ἀλλά τό ὅτι θέλουμε νά παραμείνουμε ἁμαρτωλοί. Αὐτό εἶναι τό φοβερό! Νομιμοποιοῦμε τήν ἁμαρτία! Τήν ἀγαπᾶμε, δέν τήν ἀρνούμαστε, αὐτό σημαίνει δέν μετανοῶ. Ἀκοῦς τόν ἄλλον καί σοῦ λέει, «ἔ, γίνονται αὐτά σήμερα πού λέει ὁ Χριστός;.. δέν γίνονται!». Δέν γίνονται.. παραμένει ἀμετανόητος. Θέλει νά παραμείνει ἀμετανόητος. Δέν προσπαθεῖ κἄν. Ἔ, αὐτό εἶναι πού κολάζει τόν ἄνθρωπο. Αὐτό εἶναι βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δέν συγχωρεῖται. Γιατί; Γιατί δέν μετανοεῖς. Εἶναι σάν νά λές, «τί εἶναι αὐτά πού μᾶς λές τώρα Ἐσύ, Χριστέ μου;». Εἶναι σάν νά λέει αὐτός ὁ ἄνθρωπος (συγχωρέστε με γιά τήν ἔκφραση), «μᾶς λές πράγματα πού δέν μποροῦμε νά κάνουμε καί μετά μᾶς ἀπειλεῖς ὅτι θά μᾶς κολάσεις, ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε!». Εἶναι βλασφημία στόν Χριστό. Ὁ Χριστός αὐτά πού μᾶς ζητάει γνωρίζει πολύ καλά ὅτι μποροῦμε νά τά κάνουμε. 

Ἐρ. : Συγγνώμη καί πάλι, εἶναι γιά τήν ἐπικαιρότητα. Θέλω νά τό μοιραστῶ μέ ὅλους ἐδῶ, γιατί εἶναι κάτι πού τό ἔχετε πεῖ ἀπό καιρό πρίν, τό τί μήνυμα ἀφήνει σ’ ἕνα παιδάκι ἡ μάσκα, κάποιον πού βλέπει μέ μάσκα μέσα στόν ναό. Μίλησα μέ μιά κοπέλα, ἐν Χριστῷ ἀδελφή ἀπό Ἀθήνα, ἔχει ἕνα ἀγοράκι ἑννἐα χρονῶν καί γύρισε καί τῆς λέει, μαμά, δέν φιλάω τήν εἰκόνα, γιατί φοβᾶμαι, θά κολλήσω. Ἐπειδή ἔβλεπε ὅλους τούς ὑπόλοιπους μέ μάσκες. Ἔκατσε ἡ κοπέλα, τό κατήχησε, δόξα τῷ Θεῷ, τό ξεπέρασε τό παιδί.. Αὐτό ἄς τό πάρουνε ἔτσι στά σοβαρά ὅλοι αὐτοί πού μπαίνουνε μέ τίς μάσκες, τί λόγο θά δώσουμε σ’ αὐτά τά μικρά παιδάκια. 

Καί τό ἄλλο π. Σάββα, διαβάσαμε χθές καί ἀπό τόν μητροπολίτη Κυθήρων, …….. γιατί λένε, στοῦ κουφοῦ τήν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα.. καί ἔχει δίκαιο. Ἡ ἀγανάκτηση αὐτή τήν στιγμή πού ἔχει, δέν εἶναι ἁμαρτία ὡς ἀγανάκτηση. Τό ἴδιο αἰσθάνομαι καί ἐγώ. Κάποια στιγμή μιλᾶμε, μιλᾶμε στούς μασκοφόρους, μιλᾶμε .. λέμε, χτυπᾶμε πόρτες, καμιά φορά παίρνουμε τηλέφωνα. Φτάσαμε σ’ ἕνα σημεῖο πού δέν ὑπάρχουνε λόγια, ἀλλά δέν ὑπάρχουνε καί ἀντιδράσεις γιά μᾶς. Θά ἤθελα νά μᾶς πεῖτε τώρα, ἀπό ἐδῶ καί πέρα, ὅπως ἔχει ἡ κατάσταση σήμερα, λίγο-πολύ τήν γνωρίζουμε ὅλοι, καί μέ τούς ἐμβολιασμούς καί ὅλα αὐτά, πῶς πρέπει νά κινηθοῦμε ἐμεῖς. Αὐτό θά ἤθελα νά ρωτήσω. Συγγνώμη. 

Ἀπ. : Ἐμεῖς θά λέμε πάντα τήν ἀλήθεια, θά ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μας καί θά ρίχνουμε σωσίβια. Θά προσευχόμαστε νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός σέ κάθε περίπτωση πῶς νά ἐνεργοῦμε. Γιατί ἐξαρτᾶται καί ἀπό τό ποιόν ἔχεις ἀπέναντί σου, πόσο δεκτικός εἶναι αὐτός πού ἔχεις ἀπέναντί σου, γιά νά τοῦ πεῖς αὐτό πού ἔχεις νά τοῦ πεῖς καί τόν τρόπο, καί μέ ποιόν τρόπο θά τοῦ τό πεῖς. Θέλει διάκριση, θέλει προσοχή καί θέλει προσευχή γιά νά κάνουμε τό σωστό. 

Σέ καμιά περίπτωση δέν θά κάνουμε πίσω. Θά λέμε πάντοτε τό σωστό, τό ἀληθινό, αὐτό πού μᾶς λέει ὁ Χριστός μας, πού μᾶς λέει ἡ πίστη μας, θά ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μας καί δέν θά ὑποκύψουμε στόν ὀρθολογισμό, σέ ὅλη αὐτή τήν βλάσφημη αἵρεση τοῦ νεοβααρλαμισμοῦ, ὅτι τάχατες μολυνόμαστε ἀπό τήν ἐκκλησία καί ἀπό τά τῆς ἐκκλησίας. «Τά ἁγιάσματα μᾶς μολύνουν», αὐτό λένε τώρα! Ὅταν, λέει, προσκυνᾶς τίς εἰκόνες, ἐνῶ ὑπάρχει ἀρρώστια, ἔλεγε κάποιος παπάς, δέν ἰσχύει πλέον ὁ ἀναθεματισμός τῆς Ἕβδομης Οἰκουμενικῆς Συνόδου! Ἄν εἶναι δυνατόν! Γιατί τώρα, λέει, ἔχουμε ἀρρώστια… Τί θά πεῖ αὐτό; Ὅποιος δέν προσκυνᾶ, δέν ἀσπάζεται τίς Ἅγιες Εἰκόνες, εἶναι ἀναθεματισμένος ἀπό τήν Ἕβδομη Οἰκουμενική Σύνοδο! Δέν λέει «ἐξαίρεση ἄν ὑπάρχει ἐπιδημία»! Ἴσα-ἴσα ἄν ὑπάρχει ἐπιδημία ἤ πανδημία, πού δέν ὑπάρχει πανδημία, τό ἔχουμε πεῖ πολλές φορές, ἀφοῦ οἱ θάνατοι οἱ συνολικοί εἶναι λιγότεροι φέτος ἀπό ὅ,τι πέρυσι πού δέν εἴχαμε τίποτα ἀπό αὐτά πού λένε ὡς πανδημία. Λοιπόν.. ἀλλά κι ἄν ὑπάρχει πανδημία, εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερη ἀνάγκη νά ἀσπάζεσαι, νά προσκυνᾶς τίς Ἅγιες Εἰκόνες, νά προσεύχεσαι, νά μετέχεις τῶν Ἀκολουθιῶν. Ὄχι νά κλείνεις τόν λαό ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία… καί μέ τήν ἔγκριση τῆς Συνόδου! Ἄν εἶναι δυνατόν αὐτό! Μεγαλύτερη ἀνάγκη ὑπάρχει τότε νά καταφεύγουμε στά ἁγιάσματα τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ἐξοβελιστεῖ ὁ ἐχθρός τῆς ὑγείας, τό ὅποιο μικρόβιο, ὁ ὅποιος ἰός ἀπειλεῖ τήν ὑγεία μας, ἐάν βέβαια πάντα θέλει ὁ Θεός. Γιατί ὁ Θεός δίνει καί ὁ Θεός παίρνει. Ὅλα ὅσα συμβαίνουν εἶναι ἀπό τόν Θεό, εἴτε κατά εὐδοκία εἴτε κατά παραχώρηση. Καί δίνονται πάντοτε γιά τή σωτηρία μας. 

Ἀκόμα καί αὐτά πού ἔχουνε σχεδιάσει οἱ κακοί ἄνθρωποι, γιατί αὐτό κυκλοφορεῖ, ὅτι ὁ ἰός εἶναι κατασκευασμένος σέ κάποιο ἐργαστήριο καί τόν διέσπειραν, καί ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι μιά ἄσκηση, τό λένε ἄλλωστε οἱ πολιτικοί μας, μᾶς κάνουνε μιά ἄσκηση τώρα.. λές καί εἴμαστε παιδάκια πού γράφουμε τέστ, γιά νά δοῦμε ἄν θά περάσουμε τήν ἄσκηση… Καί θά τήν τελειώσουνε τήν ἄσκηση τό ’25. Ἔτσι τό ἔχουνε σχεδιάσει αὐτοί. Ἔχουνε βγάλει καί κονδύλιο ἀπό τήν Παγκόσμια Τράπεζα! Ἀλλά ὁ Θεός θά τήν τελειώσει, ὅποτε Αὐτός θέλει! Πίσω ἀπό ὅλους εἶναι ὁ Θεός. Καί ἄν θέλει ὁ Θεός νά σταματήσει, θά σταματήσει, καί πότε θά σταματήσει καί πῶς θά σταματήσει. 

Λοιπόν, ἐμεῖς αὐτό πιστεύουμε καί αὐτό λέμε καί Αὐτόν ἀκολουθοῦμε, τόν Κύριο τῆς δόξης! Καί δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε τίποτε. Ἀλλά δέν θά πάψουμε νά λέμε τήν ἀλήθεια πρός πᾶσα κατεύθυνση καί ὅποιος θέλει νά ἀκούσει, ἄς ἀκούσει! Βλέπετε οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη πέθαναν οἱ περισσότεροι μέ μαρτυρικό θάνατο. Γιατί; Γιατί λέγοντας τήν ἀλήθεια, γινόντουσαν ἀντιπαθητικοί ἀπό τούς «βολεμένους», ἀπό τούς ράθυμους, ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἴχανε ἰδανικό τήν καλοζωία, τήν καλοπέραση. Δέν τούς ἄρεσαν τά κηρύγματα τῶν Προφητῶν. Τούς ξεβόλευαν! Καί γιά νά ἔχουνε ἥσυχα ὑποτίθεται τά αὐτιά τους καί τήν συνείδησή τους καί τήν σκέψη τους, λέει «βγάλε αὐτόν ἀπό τή μέση». Τούς ἐξολόθρευαν, τούς φόνευαν, καί μάλιστα μέ οἰκτρό, μέ φοβερό θάνατο! Ἀλλά οἱ Ἅγιοι δέν σταματοῦσαν νά μιλοῦν, γιατί ἤτανε ἐντεταλμένοι ἀπό τόν Θεό νά φανερώνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά καλοῦν σέ μετάνοια διά τῶν ἐπερχομένων ἀπειλῶν. Βλέπετε ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς λέει, τρεῖς μέρες καί θά καταστραφεῖτε! Ἦταν καλοί ὅμως οἱ ἄνθρωποι καί καλοδιάθετοι καί τό δέχτηκαν τό κήρυγμα καί μετανόησαν καί σώθηκαν. Καί δέν ἦρθε ἡ καταστροφή. Γιατί ὅλα αὐτά πού προφητεύονται, προφητεύονται γιά νά μετανοήσουμε. Κι ἄν μετανοήσουμε, ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα ὁ Θεός νά τά πάρει πίσω ἤ νά ἔρθουν ἀλλά σέ πολύ μικρότερη ἔνταση. Γι’ αὐτό εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη καί τώρα καί μέ τήν νέα χρονιά πού μπαίνουμε νά παρακινοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον σέ βαθύτερη μετάνοια. Καί νά μήν τήν ψάχνουμε τήν μετάνοια, νά μή τήν ζητᾶμε μόνο ἀπό τούς ἄλλους, πρῶτα νά τήν ζητήσουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας. Αὐτό εἶναι τό πιό βασικό, νά ἐργαστοῦμε στόν ἑαυτό μας, νά δῶ ποῦ ὑστερῶ ἐγώ, τηρῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;.. κάνω τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ;.. ζῶ ὅπως θέλει ὁ Θεός σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μου; Κι αὐτό εἶναι τό σπουδαιότερο κήρυγμα. Λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, περισσότερο ἀπό τό νά ἀναστήσεις νεκρούς ἤ νά γυρίσεις χιλιάδες ἀνθρώπους στήν πίστη καί στήν Ἐκκλησία καί στή σωτηρία, νά τούς ἐπιστρέψεις μέ τά λόγια σου, πολύ περισσότερο ὁ Θεός θέλει νά κόψεις μιά ἀδυναμία σου, ἕναν ἐγωισμό σου, ἕνα πάθος σου. Γιατί αὐτό ἀκριβῶς θά τό δεῖ καί ὁ ἄλλος καί θά συνετιστεῖ, θά προβληματιστεῖ καί θά ἑλκυστεῖ στόν Χριστό. 

Γιατί σήμερα δέν ἑλκύουμε τούς ἀνθρώπους στήν Ἐκκλησία, στόν Χριστό; Γιατί δέν ζοῦμε σωστά ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, πού ὑποτίθεται εἴμαστε τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἔχουμε αὐτή τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ: «μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»[60], λέει ὁ Κύριος. Ἄν μάθουμε αὐτό τό μάθημα ἀπό τόν Χριστό, θά βροῦμε ἀνάπαυση. Καί ἄν βροῦμε ἀνάπαυση, ὁ ἄλλος ὁ ὁποῖος εἶναι μέσα στό ἄγχος, μέσα στήν ἀγωνία, μέσα στήν θλίψη, μέσα στήν κατάθλιψη, μέσα στήν ἀπελπισία, ὁ κοσμικός ἄνθρωπος, ὅταν θά δεῖ ἐμᾶς νά ἔχουμε τέτοια ἀνάπαυση καί χαρά, θά προβληματιστεῖ ἄν μή τί ἄλλο, καί θά σέ ρωτήσει, «πῶς εἶσαι ἔτσι;.. γιατί εἶσαι τόσο χαρούμενος;.. τί συμβαίνει μέ σένα;.. πές μου.. μήπως μπορῶ νά γίνω καί ἐγώ σάν ἐσένα;». Νά τί ἀξία ἔχει νά κόψουμε τά πάθη μας, ἔ; Ἔρχεται ἡ Χάρις, ἔρχεται ἡ ἀνάπαυση τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, καί αὐτό ἀκτινοβολεῖ καί γύρω καί ἔρχονται κι ἄλλοι μετά. Ἔτσι κέρδισαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, πού ἦταν πολύ λίγοι, κέρδισαν σιγά-σιγά ὅλο τόν κόσμο. Γιατί βλέπανε οἱ εἰδωλολάτρες τήν χαρά πού εἶχαν μεταξύ τους οἱ χριστιανοί, βλέπανε τήν ἀγάπη πού εἶχαν, τήν εἰρήνη πού εἶχαν, βλέπανε πῶς ζοῦσαν, βλέπανε καί πῶς πέθαιναν. Μέ τί θάρρος στεκόντουσαν ἀπέναντι στόν θάνατο, ἀπέναντι στά θηρία. Καί ὅλα αὐτά τούς συγκλόνιζαν. Βλέπανε νά προσεύχονται γιά τούς δημίους τους, νά ἔχουν αὐτή τήν τέλεια ἀνεξικακία. Νά θυσιάζονται ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον. Καί αὐτό ἀκριβῶς τούς εἵλκυσε στήν Ἐκκλησία. Σήμερα δέν τά ἔχουμε αὐτά δυστυχῶς καί γι’ αὐτό ἀπωθοῦμε τούς ἀνθρώπους καί στού λέει «τί νά πάω νά κάνω στήν ἐκκλησία;.. αὐτοί εἶναι σάν καί ἐμᾶς ἤ μπορεῖ νά εἶναι καί χειρότεροι ἀκόμα, γιατί εἶναι ὑποκριτές». Καλή λοιπόν μετάνοια σέ ὅλους μας. 

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 



[1] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, ἐκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὄρους, 2011, (στό ἑξῆς: Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου). 


[2] Α΄ Τιμ. 2, 4. 


[3] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. 


[4] Ὅ.π. 


[5] Ἰακ. 2, 26. 


[6] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. 


[7] Ὅ.π. 


[8] Α΄ Κορ. 10, 31. 


[9] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. 


[10] Ὅ.π. 


[11] Ὅ.π. 


[12] Πρβλ. Ἑβρ. 11, 13. 


[13] Σοφ.Σειρ 7, 36. 


[14] Πνευματικό Ἀλφάβητο, Ἁγίου Δημητρίου Ροστώφ, Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 2013, (στό ἑξῆς: Πνευματικό Ἀλφάβητο, Ἁγίου Δημητρίου Ροστώφ). 


[15] Νεκρώσιμος Ἀκολουθία. 


[16] Ἀποκ. 21, 27. 


[17] Πνευματικό Ἀλφάβητο, Ἁγίου Δημητρίου Ροστώφ. 


[18] Ψαλμ. 56, 8. 


[19] Πνευματικό Ἀλφάβητο, Ἁγίου Δημητρίου Ροστώφ. 


[20] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. 


[21] Ὅ.π. 


[22] Ὅ.π. 


[23] Ὅ.π. 


[24] Ὅ.π. 


[25] Ψαλμ. 88, 49. 


[26] Ματθ. 24, 42 


[27] Ματθ. 24, 44. 


[28] Λουκ. 12, 20. 


[29] Λουκ. 12, 21. 


[30] Πνευματικό Ἀλφάβητο, Ἁγίου Δημητρίου Ροστώφ. 


[31] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. 


[32] Ὅ.π. 


[33] Ὅ.π. 


[34] Ὅ.π. 


[35] Ὅ.π. 


[36] Ὅ.π. 


[37] Ὅ.π. 


[38] Ὅ.π. 


[39] Παρ. 18, 3 


[40] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. 


[41] Ὅ.π. 


[42] Ὅ.π. 


[43] Πρβλ. Α΄Πέτρ. 3, 10. 


[44] Ἡσ. 1, 19-20. 


[45] Ὅ.π. 


[46] Α΄Ἰωάν. 5, 19. 


[47] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. 


[48] Ἑβρ. 2, 2. 


[49] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. 


[50] Ματθ. 7, 7. 


[51] Πνευματικά Γυμνάσματα, Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. 


[52] Ὅ.π. 


[53] Ὅ.π. 


[54] Ὅ.π. 


[55] Ὅ.π. 


[56] Πνευματικό Ἀλφάβητο, Ἁγίου Δημητρίου Ροστώφ. 


[57] Παρ. 9, 10. 


[58] Ματθ. 10, 28. 


[59] Πρβλ. Ματθ. 22, 39. 


[60] Ματθ. 11, 29.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου