Σελίδες

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

«Σημεῖο σωζόμενης ψυχῆς εἶναι ἡ μὴ κατηγόρια κανενός» Ἀρχιμανδρίτου Σάββα Ἁγιορείτου




Κήρυγμα 30/07/21


«Σημεῖο σωζόμενης ψυχῆς εἶναι ἡ μὴ κατηγόρια κανενός»

Ἀρχιμανδρίτου Σάββα Ἁγιορείτου

Κήρυγμα 30/07/21

«Ὁ θεοφιλὴς ἄνθρωπος κανένα ἄλλον δὲν κατηγορεῖ γιὰ ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἁμαρτάνει παρὰ μόνο τὸν ἑαυτὸν του», λέγει ὁ Μέγας Ἀντώνιος στὶς Παραινέσεις του περὶ Ἤθους ἀνθρώπων καὶ Χρηστῆς Πολιτείας, ποὺ ὑπάρχουν στὴ Φιλοκαλία. Καὶ εἶναι μάλιστα τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Φιλοκαλίας αὐτό. Καὶ τὰ λέγει αὐτὰ εἰς τὴν πζ’ Παραίνεσή του. «Ὁ θεοφιλὴς ἀνὴρ οὐδένα ἄλλον μέμφεται ἐφ’ οἷς αὐτὸς ἁμαρτάνει· τοῦτο δέ, σωζομένης ψυχῆς ἐστὶ σημεῖον». Αὐτὸ δέ, εἶναι σημεῖο ψυχῆς ποὺ πρόκειται νὰ σωθεῖ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ δηλαδή, σωζομένης ψυχῆς τὸ νὰ μὴν κατηγορεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κανένα ἄλλον γιὰ ὅσα ἐκεῖνος ἁμαρτάνει, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει εὐσέβεια τὸ νὰ αὐτομέμφεται, νὰ αὐτοκατηγορεῖται καὶ ποτὲ νὰ μὴ δικαιολογεῖται καὶ νὰ μὴν κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους γιὰ ὅσα αὐτὸς φταίει.

Σωζόμενος εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν δικαιολογεῖται, δηλαδή, δὲν μεταθέτει τὴν εὐθύνη του σὲ ἄλλον, γιατὶ ἀκριβῶς αὐτὸ ἐμποδίζει τὴ μετάνοια· καὶ ἡ μετάνοια εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Γιατὶ ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἐπανένταξη στὴν Ἐκκλησία, στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐντὸς τῆς ὁποίας καὶ μόνο ἐντὸς Αὐτῆς μπορεῖ κάποιος νὰ σωθεῖ. Γιατὶ ὅπως γνωρίζουμε, ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία.


Οἱ Πρωτόπλαστοι ἁμάρτησαν καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὸν Παράδεισο διότι δὲν παραδέχτηκαν τὸ λάθος τους ἀλλὰ δικαιολογήθηκαν. Ὁ μὲν Ἀδὰμ κατηγόρησε τὸν Θεὸ μέσῳ τῆς Εὔας καὶ εἶπε στὸν Θεὸ ὅτι «δὲν θὰ ἁμάρτανα ἐὰν δὲν μοῦ ἔδινες, ἐὰν δὲν μὲ παρέσυρε ἡ Εὔα, τὴν ὁποίαν ἐσὺ μοῦ ἔδωσες». Καὶ ἡ Εὔα, πάλι, δικαιολογήθηκε καὶ κατηγόρησε τὸ φίδι, καὶ ἐμμέσως καὶ αὐτὴ πάλι τὸν Θεό, ποὺ ἦταν ὁ Δημιουργὸς τοῦ φιδιοῦ. Καὶ ἔτσι καὶ οἱ δυὸ χωρίστηκαν ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἡ ἀπόσυρση τῶν εὐθυνῶν μας ἐμποδίζει τὴν ἀναγνώριση τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ τὸ προχώρημα στὴ διαδικασία τῆς αὐτοκατάκρισης, τῆς συντριβῆς καὶ τῆς μετάνοιας. Τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴ μετάνοια εἶναι νὰ παραδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν εὐθύνη του, τὴν ἐνοχή του· νὰ παραδεχθεῖ ὅτι ἔσφαλε, ὅτι ἁμάρτησε. Καὶ στὴ συνέχεια, ἀφοῦ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του, νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν συντριβὴ τῆς καρδίας καὶ στὴν πλήρη καὶ ὁλοκληρωμένη μετάνοια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ κάνει αὐτὸ κατακρίνει τὸν ἄλλον, αὐτὸ φανερώνει ὅτι δὲν ἔχει ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του, τῆς ἐνοχῆς του, τῆς εὐθύνης του. Δὲν ἀγαπᾶ ἀληθινὰ τὸν Θεὸ οὔτε τὸν πλησίον καὶ ἀντίθετα ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὑψηλοφροσύνη καὶ ὑπερηφάνεια. Ὁπότε, σπεύδει νὰ δικαιολογηθεῖ καὶ νὰ κατηγορήσει τοὺς ἄλλους ὡς αἰτίους τῶν σφαλμάτων του.

Δὲν ἀγαπάει, λοιπόν, τὸν Θεὸ ἀληθινὰ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὸν πλησίον. Στερεῖται ἀληθινῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ἔχει πολὺ μεγάλη ὑπερηφάνεια καὶ οἴηση. Αὐτὸς ποὺ δὲν κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του, κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ σφάλματα ποὺ ἔχει κάνει ὁ ἴδιος. Χωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους , χωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς του καὶ ἑπομένως καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς δίδαξε νὰ ἀγαπᾶμε ὅλους, ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς μας, καὶ ποτὲ νὰ μὴν κατακρίνουμε καὶ νὰ μὴν κατηγοροῦμε κανένα οὔτε δίκαια, πολὺ περισσότερο ἄδικα, ἀλλὰ πάντοτε νὰ παίρνουμε, νὰ λαμβάνουμε τὴν εὐθύνη τοῦ σφάλματός μας.

Ἄν ὁ ἄνθρωπος δικαιολογεῖται καὶ δὲν αὐτομέμφεται, δὲν αὐτοκατηγορεῖται, χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὅταν σφάλλει, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ αὐτομέμφεται, αὐτὸς μετανοεῖ πραγματικὰ, ταπεινώνεται γνήσια, ἐπανεντάσσεται στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι σώζεται. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, «εἶναι σημεῖον τῶν σωζομένων», εἶναι σημάδι αὐτῶν ποὺ σώζονται τὸ νὰ κατηγοροῦν τὸν ἑαυτόν τους γιὰ ὅσα σφάλλουν καὶ ποτὲ τὸν πλησίον.

«Δίκαιος ἑαυτοῦ κατήγορος», θὰ μᾶς πεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ συγκεκριμένα στὶς Παροιμίες, στὸ ιη’ κεφάλαιο. Δηλαδή, ὁ δίκαιος, πρῶτος αὐτὸς ὁ ἴδιος κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του. Ὅταν σφάλλει, πρῶτος αὐτὸς ὁμολογεῖ τὸ λάθος του καὶ δὲν περιμένει νὰ ἔρθει κάποιος ἄλλος νὰ τὸν κατηγορήσει, νὰ τὸν ἐλέγξει. Καὶ ἀκόμα, λέγει στὸν Ἰὼβ ὅτι «ἀκόμα κι ἄν λουστῶ πνευματικῶς καὶ γίνω λευκότερος ἀπ’ τὸ χιόνι κι ἄν καθαριστῶ μὲ χέρια ὁλοκάθαρα, καὶ πάλι θὰ εἶμαι ρυπαρὸς ἐνώπιόν Σου Κύριε. Τόσο ρυπαρὸς ὥστε καὶ αὐτὴ ἡ ἐνδυμασία μου, τὰ ροῦχα ποὺ φορῶ, καὶ αὐτὴ νὰ μὲ σιχαίνεται»· «Ἐὰν γὰρ ἀπολούσωμαι χιόνι καὶ ἀποκαθάρωμαι χερσὶ καθαραῖς ἱκανῶς ἐν ῥύπῳ με ἔβαψας, ἐβδελύξατο δέ με ἡ στολή».

Καὶ συνεχίζει στὸν Ἰὼβ καὶ λέει, «ἐὰν πάλι γίνω καὶ μείνω δίκαιος, δὲν μπορῶ νὰ σηκώσω τὸ κεφάλι μου ἐνώπιόν σου, διότι καὶ τότε θὰ εἶμαι γεμάτος ἀπὸ ἐξευτελισμὸ καὶ ἀθλιότητα». Δηλαδὴ, ὁ ἄνθρωπος πάντοτε εἶναι ἀκάθαρτος μπροστὰ στὸν Θεό. «Ἐὰν δὲ ὧ δίκαιος, οὐ δύναμαι ἀνακύψαι, πλήρης γὰρ ἀτιμίας εἰμὶ». Γιατὶ μπροστὰ στὸν ὑπὲρ πᾶσα καθαρότητα Θεό, ἡ δική μας ἡ ἀρετὴ εἶναι πάλι ὡς βδέλυγμα.

Ἀρχὴ σωτηρίας, θὰ μᾶς πεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητὴς, εἶναι ἡ αὐτοκατηγορία, τὸ νὰ κατηγορήσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ παραδεχθεῖ τὰ σφάλματά του. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας. «Νὰ συνηθίζεις», διαβάζουμε πάλι στὴ συλλογὴ «Φῶς στὰ φῶτα», «νὰ συνηθίζεις», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, «νὰ αὐτοκατακρίνεσαι, νὰ αὐτομέμφεσαι, νὰ ἐξετάζεις τὸν ἑαυτό σου μὴ τυχὸν διέπραξες κάποιο ἁμάρτημα μὲ τὸν λογισμό σου. Μήπως ἡ γλῶσσα ἔτρεξε πρὶν ἀπὸ τὸν νοῦ σου ἤ γλίστρησε σὲ λόγο ἄτοπο». Μήπως μιλᾶς δηλαδή, χωρὶς νὰ σκέπτεσαι, ἀπερίσκεπτα· μήπως καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλεις ἔπραξες ἁμαρτία.

Κάθε στιγμή, λοιπόν, νὰ αὐτοκατηγορούμαστε, νὰ αὐτοελεγχόμεθα, νὰ αὐτοεξεταζόμεθα. «Νὰ κατηγορεῖς τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὰ σφάλματά σου», λέει πάλι ὁ Μέγας Βασίλειος, «καὶ νὰ μὴν περιμένεις τοὺς ἐλέγχους τῶν ἄλλων. Ἄν πρῶτος ἐσὺ κατηγορεῖς τὸν ἑαυτό σου καὶ ζητᾶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τότε ὄντως θὰ βρεῖς ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεό».

Ἡ αὐτομεμψία, θὰ μᾶς πεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Ἠσύχιος ὁ Πρεσβύτερος, ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴ απὸ τὴν φιλαυτία, τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια· τὰ φοβερὰ αὐτὰ πάθη ποὺ καταδυναστεύουν σχεδὸν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ αὐτοκατηγορία, τὸ νὰ κατακρίνει κανείς, νὰ καταδικάζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ μόνος του γιὰ τὰ λάθη του, αὐτὸ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἄλογη ἀγάπη στὸ σῶμα ποὺ λέγεται φιλαυτία· ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὰ μπράβο τῶν ἀνθρώπων, τὴν κενοδοξία, καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλη ἰδέα καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ φαινόμαστε ἀνώτεροι τῶν ἄλλων ποὺ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος κατηγορεῖ καὶ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στὸν Κύριο, μᾶς διδάσκει καὶ ὁ διακριτικότατος Ὅσιος Ποιμὴν, τὸν ἀγαπᾶ ὁ Κύριος αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ αὐτομεμψία, ἡ αὐτοκατηγορία, εἶναι, θὰ λέγαμε, μιὰ μέθοδος ἀρίστη γιὰ νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος στὸ ταπεινὸ φρόνημα, στὴν ταπείνωση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέμφεται τὸν ἑαυτό του, λέει πάλι ὁ Ὅσιος Ποιμὴν, βλέπει τὸν συνάνθρωπό του ἄξιο ἐπαίνων, ἐνῷ ὅταν ὁ ἑαυτός του φαίνεται καλός, τότε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ βλέπει τὸν ἑαυτό του καλό, βλέπει τὸν συνάνθρωπό του κακό· ἐνῷ αὐτὸς ποὺ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του, βλέπει τοὺς ἄλλους ὡς ἀξίους ἐπαίνων. Ἄν κατηγορεῖς τὸν ἑαυτό σου, θὰ ἔχεις πάντοτε εἰρήνη, ποτὲ δὲν θὰ ταράζεσαι, λέει ὁ Ὅσιος Ποιμὴν. Ἐκεῖνος ποὺ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του, ποτὲ δὲν ταράζεται. Ἄν εἶσαι δίκαιος πραγματικὰ, πρῶτος θὰ κατηγορήσεις τὸν ἑαυτό σου.

Ὁ δίκαιος, λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, πρῶτος γίνεται κατήγορος τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτὸς ποὺ κακολογεῖ τὸν ἑαυτό του, ποὺ τὸν κατακρίνει, τὸν καταδικάζει, ἐξευμενίζει τὸν Κύριο καὶ συμφιλιώνεται μαζί Του. Καὶ τὸν μὲν δίκαιο, ὁ Κύριος τὸν κάνει περισσότερο δίκαιο ἐνῷ τὸν ἁμαρτωλὸ τὸν σώζει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὸν κάνει ἄξιο γιὰ συγχώρεση. Γι’αὐτὸ πάντοτε ὑπάρχει κέρδος. Ὅταν κανεὶς κατακρίνει, κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του, αὐτομέμφεται, συμφιλιώνεται μὲ τὸν Θεό, ἐξευμενίζει τὸν Κύριο, καὶ ἄν εἶναι δίκαιος γίνεται ἀκόμα πιὸ δίκαιος, καὶ ἄν εἶναι ἁμαρτωλὸς σώζεται γιατὶ συγχωρεῖται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του.

Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κατηγορήσει τὸν ἑαυτό του διότι δὲν τήρησε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, φροντίζει νὰ τὸν τηρήσει στὸ μέλλον. « Ἄν δὲν ἔχεις κανένα καλὸ ἔργο, τοὐλάχιστον κατηγόρησε τὸν ἑαυτόν σου. Παραδέξου ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλὸς, ὅτι δὲν τήρησες τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ εἶναι μία πολὺ καλὴ ἀρχὴ γιὰ νὰ τὸν τηρήσεις στὸ μέλλον». Αὐτὰ λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. «Ἄν πεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὅτι ἔχεις καλὴ φήμη, ἄν προβάλλεις τὸν ἑαυτό σου ὡς ἐνάρετο, ἔγινες ἄχρηστος ἔστω καὶ ἄν πράγματι εἶσαι καλός. Ἄν ὅμως χαρακτηρίσεις τὸν ἑαυτὸ σου ὡς ἀχρεῖο, τότε ἔγινες εὔχρηστος, ἔστω καὶ ἄν δὲν εἶσαι καλός». Ἄς μὴν ἀποκαλοῦμε ἁπλῶς τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ καὶ ἄς ἀναλογιζόμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας ἐξετάζοντάς τα ἕνα πρὸς ἕνα. Δηλαδή, νὰ λέμε μὲ συνείδηση τοῦ τὶ λέμε, ὅτι εἴμαστε ὄντως ἁμαρτωλοί, γιὰ νὰ ξέρουμε ἀκριβῶς ποιά εἶναι τὰ ἁμαρτήματά μας.

Ἡ αὐτομεψία, λέει ὁ Ἅγιος Παῒσιος, μὲ τὴν αὐτοκριτική, πολὺ βοηθάει γιὰ νὰ πέσουν τὰ λέπια ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ δοῦμε καθαρὰ. Τὴν αὐτομεμψία οἱ εὐαίσθητοι θὰ πρέπει νὰ τὴν προσέξουν πολὺ γιατὶ ὁ πονηρὸς προσπαθεῖ νὰ τὴν κάνει ἀπελπισία μὲ τὴν ὑπερευαισθησία. Ἡ αὐτομεμψία θὰ πρέπει νὰ συνοδεύεται πάντα μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Ὅταν βλέπει κανεὶς ἄγχος, σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση θὰ πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι ἔβαλε τὴν οὐρά του τὸ ταγκαλάκι. Δηλαδή, θὰ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ παραδέχεται τὰ λάθη του, νὰ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν καταδικάζει ἀλλὰ συνάμα νὰ ἔχει τὴν τέλεια ἐλπίδα του στὸν Θεό. Καὶ νὰ πιστεύει ὅτι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ μπορέσει νὰ ξεπεράσει ὅλα τὰ λάθη του καὶ τὰ πάθη του. Τέλεια ἀπελπισία ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ καὶ τέλεια ἐλπίδα στὸν Θεό.

«Ἐγώ», λέει ὁ Ἅγιος Παῒσιος, «ὅταν κάποιος μὲ πόνο μοῦ λέει εἶμαι τέτοιος, τέτοιος, τὸ χαίρομαι. Γιατὶ ἀφοῦ ἀναγνωρίζει τὰ σφάλματά του, θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ αὐτά. Παρόλο ποὺ εἶμαι ἕνα κολοκύθι, ὁ κόσμος, ὁ πολὺ διψασμένος, ἔρχεται μὲ λαχτάρα νὰ δροσιστεῖ ἐπειδὴ περιμένει νὰ βρεῖ καρπούζι», λέει ὁ Ἅγιος Παῒσιος, αὐτομεμφόμενος. «Εἶμαι ἕνα κονσερβοκοὺτι ποὺ γυαλίζει στὸν ἥλιο καὶ φαίνεται χρυσὸ ἀλλὰ εἶναι ἄδειο. Ἄν μὲ ἐγκαταλείψει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνω ὁ πιὸ μεγάλος ἀλήτης καὶ θὰ γυρίζω μέσα στὴν Ὁμόνοια, ποὺ καὶ σὰν λαϊκὸς δὲν πάτησα ποτὲ σὲ καφενεῖο».

Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς καθιστᾶ ἀληθινὰ καλοὺς εἶναι ὁ καλὸς Θεός, ἡ Θεία Χάρις Του καὶ ὄχι τὰ ἔργα μας καὶ οἱ προσπάθειές μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ σπουδαιότερη πνευματικὴ ἐργασία, ἔλεγε καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ποὺ ἔχει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος μέσα του. Νὰ ἐπωμίζεται τὰ λάθη του ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ νὰ προετοιμάζεται γιὰ τοὺς πειρασμοὺς μέχρι τὴν τελευταία του ἀναπνοή. Κάθε στιγμὴ, λοιπὸν, ἀναλαμβάνουμε τὶς εὐθύνες μας, καὶ μόνο τὸν ἑαυτό μας νὰ κατακρίνουμε καὶ νὰ καταδικάζουμε γιὰ τὰ λάθη μας, καὶ ποτὲ νὰ μὴν ψάχνουμε νὰ βρίσκουμε δικαιολογίες καὶ νὰ λέμε φταίει ὁ ἕνας ἤ καὶ ὁ ἄλλος ἤ ἡ τάδε κατάσταση ἤ τὸ περιβάλλον μου ἤ ἡ κοινωνία, κ.λ.π.

Ὅταν ἀρχίσουμε νὰ ἐργαζόμαστε ἔτσι στὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν αὐτοκατάκριση καὶ τὴν αὐτομεμψία, σύντομα θὰ ἑλκύσουμε τὸ ἔλεος καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὴν γνήσια ταπείνωση καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ φθάσουμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Τῷ δὲ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου