Σελίδες

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

26 Νοεμβρίου. Ἀλυπίου ὁσίου (+ ζ' αἴ,), Νίκωνος τοῦ μετανοεῖτε. Στυλιανοῦ Παφλαγόνος, Γεωργίου νεομάρτυρος τοῦ Χιοπολίτου (+1807). Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα.

Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Παρ. κγ´ ἑβδ. ἐπιστ. (Α´ Θεσ. β´ 14-20).

Α Θεσ. 2,14        ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων,

Α Θεσ. 2,14               Διότι σεις, αδελφοί, εγίνατε μιμηταί των Εκκλησιών του Θεού, που ευρίσκονται εις την Ιουδαίαν και είναι θεμελιωμέναι εν τω ονόματι του Χριστού· επειδή και σεις επάθατε από τους ομοεθνείς σας τα ίδια, τα οποία έπαθαν και αυτοί από τους απίστους Ιουδαίους.

Α Θεσ. 2,15        τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων,

Α Θεσ. 2,15               Αυτοί δε οι άπιστοι Εβραίοι είναι εκείνοι, οι οποίοι εθανάτωσαν τον Κυριον Ιησούν και τους προφήτας του και ημάς τους Αποστόλους κατεδίωξαν και εξεδίωξαν και στον Θεόν δεν αρέσουν και είναι προς όλους τους ανθρώπους αντίθετοι και πολέμιοι.

Α Θεσ. 2,16        κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε. ἔφθασε δὲ ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος.

Α Θεσ. 2,16               Αυτοί δεν ηρκέσθησαν να μας εκδιώξουν από την περιοχήν του έθνους των, αλλά μας εμποδίζουν να κηρύξωμεν τον Χριστόν και στους εθνικούς, δια να σωθούν και αυτοί. Και το κάμνουν αυτό, δια να γεμίση έως επάνω και ξεχειλίση το ποτήριον των αμαρτιών των, παρανομούντες και αμαρτάνοντες πάντοτε. Εφθασεν όμως επάνω τους η οργή του Θεού, που θα σημάνη την τελειωτικήν πλέον καταστροφήν των.

Α Θεσ. 2,17        Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ἀπορφανισθέντες ἀφ᾿ ὑμῶν πρὸς καιρὸν ὥρας, προσώπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ.

Α Θεσ. 2,17               Ημείς δε, αδελφοί, όταν εφύγαμεν από την Θεσσαλονίκην και εμείναμεν σαν ορφανά παιδιά μακρυά από σας, και εχωρίσθημεν προσωρινά κατά το σώμα μόνον και όχι κατά την καρδίαν, επεδιώξαμεν και κατεβάλαμεν κάθε προσπάθειαν να ίδωμεν το πρόσωπον σας με πολλήν και ιεράν επιθυμίαν.

Α Θεσ. 2,18        διὸ ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, ἐγὼ μὲν Παῦλος καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ σατανᾶς.

Α Θεσ. 2,18               Δια τούτο ηθελήσαμεν να έλθωμεν πάλιν προς σας, εγώ δε ειδικώτερα ο Παύλος και μίαν φοράν και δύο φοράς, αλλά μας ημπόδισε (κατά παραχώρησιν βέβαια Θεού) ο σατανάς.

Α Θεσ. 2,19        τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ;

Α Θεσ. 2,19               Εποθήσαμεν δε να σας ίδωμεν, διότι ποίος άλλος παρά και σεις μαζή με τους άλλους είσθε η ελπίδα μας η η χαρά μας η ο στέφανος, δια τον οποίον ημπορούμε να καυχώμεθα έμπροσθεν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν;

Α Θεσ. 2,20        ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά.

Α Θεσ. 2,20              Διότι σεις πράγματι είσθε η δόξα μας και η χαρά μας.

 

Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Παρ. ι´ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ιθ´ 12-28).

Λουκ. 19,12        εἶπεν οὖν· ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι.

Λουκ. 19,12               Είπε λοιπόν· “ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, επήγεν εις μακρυνήν χώραν, δια να πάρη βασιλείαν και κατόπιν να επιστρέψη.

Λουκ. 19,13        καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι.

Λουκ. 19,13               Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα μνας, μίαν στον καθένα, δηλαδή εκατό περίπου δραχμάς της εποχής εκείνης, και τους είπε· Εμπορευθήτε με τα χρήματα αυτά, έως ότου έλθω, οπότε και θα μου δώσετε λογαριασμόν.

Λουκ. 19,14        οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ᾿ ἡμᾶς.

Λουκ. 19,14               Οι συμπολίται του όμως τον εμισούσαν και αμέσως μόλις αυτός ανεχώρησε, έστειλαν μίαν επιτρπήν και έλεγαν· Δεν θέλομεν να γίνη αυτός βασιλεύς μας.

Λουκ. 19,15        καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο.

Λουκ. 19,15               Και όταν αυτός επέστρεψε, αφού πλέον είχε λάβει την βασιλείαν, είπε να φωνάξουν τους δούλους του, στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα δια να μάθη τι ο καθένας των εμπορεύθηκε και τι εκέρδησε.

Λουκ. 19,16        παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς.

Λουκ. 19,16               Ηρθε ο πρώτος και είπε· Κυριε, η μνα σου εκέρδησε δέκα άλλας μνας.

Λουκ. 19,17        καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων.

Λουκ. 19,17               Και είπεν εις αυτόν ο Κυριος· Εύγε καλέ και πιστέ δούλε. Επειδή δε εδείχθης εις τα ολίγα, που σου έδωσα, αξιόπιστος, σου δίνω τώρα εξουσίαν επάνω εις δέκα πόλεις.

Λουκ. 19,18        καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε μνᾶς.

Λουκ. 19,18               Και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· Κυριε, η μνα σου έφερε ως κέρδος άλλας πέντε μνας.

Λουκ. 19,19        εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων.

Λουκ. 19,19               Είπε και στον πιστόν αυτόν δούλον ο κύριος· και συ γίνε διοικητής επάνω εις πέντε πόλεις.

Λουκ. 19,20        καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ.

Λουκ. 19,20              Και άλλος δούλος ήλθε λέγων· Κύριε, ιδού η μνα, που μου έδωσες, την οποίαν είχα φυλαγμένην και ασφαλισμένην εις ένα μανδήλι.

Λουκ. 19,21        ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας.

Λουκ. 19,21               Την εφύλαττα δια να σου την επιστρέψω ασφαλώς, επειδή σε εφοβούμην, διότι είσαι άνθρωπος σκληρός και απαιτητικός. Παίρνεις ως ιδικόν σου, εκείνο που δεν έδωσες και θερίζεις χωράφι που δεν έσπειρες, και μαζεύεις εις αλώνι, στο οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελύχνισες.

Λουκ. 19,22        λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα·

Λουκ. 19,22              Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια σου θα σε κρίνω, πονηρέ δούλε. Εγνώριζες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, που παίρνω ο,τι δεν έβαλα, και θερίζω εκεί που δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί που δεν ελίχνισα.

Λουκ. 19,23        καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό;

Λουκ. 19,23              Τοτε, διατί δεν έδωσες το χρήμα μου εις την τράπεζαν, ώστε όταν εγώ θα ηρχόμην, να το εισέπραττα μαζή με τον τόκον;

Λουκ. 19,24        καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν. ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι.

Λουκ. 19,24              Και εις εκείνους, που εστέκοντο εκεί κοντά είπε· Παρτε από αυτόν την μναν και δώστε την εις εκείνον που έχει τας δέκα μνας.

Λουκ. 19,25        καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς.

Λουκ. 19,25              Και εκείνοι του είπαν· Κυριε έχει δέκα μνας.

Λουκ. 19,26        λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Λουκ. 19,26              Καμετε όπως σας είπα. Διότι σας λέγω τούτο· εις εκείνον που έχει τα χαρίσματα και τα καλλιεργεί και τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, θα δοθή ακόμη περισσότερον. Από εκείνον όμως που δεν έχει ούτε ελάχιστον καλόν έργον να παρουσιάση, θα του αφαιρεθή και το μικρόν χάρισμα, που έχει.

Λουκ. 19,27        πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου.

Λουκ. 19,27              Οσον δε δια τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με ήθελαν βασιλέα των, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου”.

Λουκ. 19,28        Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.

Λουκ. 19,28              Και αφού είπεν αυτά, συνέχισε την πορείαν του, αναβαίνων εις τα Ιεροσόλυμα.

  

http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/03.%20Louk.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου