Σελίδες

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

«Μὴ φοβᾶσαι παιδί μου» Ἀββᾶ Ἡσαῒα, 27 κεφάλαια Περὶ τηρήσεως τοῦ νοῦ, Φιλοκαλία τόμος Α΄ Ἀρχιμανδρίτου Σάββα Ἁγιορείτου



Ἀρχιμανδρίτου Σάββα Ἁγιορείτου

Κήρυγμα 30/10/21

«Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν» (Λουκ. 8, 21). Αὐτοὶ εἶναι οἱ συγγενεῖς τοῦ Κυρίου καὶ, ἄν θέλουμε, μποροῦμε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς ὅπως ἡ Μητέρα Του καὶ οἱ ἀδελφοί Του. Οἱ νομιζόμενοι ἀδελφοί Του, γιατὶ ὁ Κύριος, βέβαια, κατὰ σάρκα ἀδελφοὺς δὲν εἶχε, ἀλλὰ ὑπῆρχαν τὰ παιδιὰ τοῦ Ἁγίου Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν γυναίκα του ἡ ὁποία εἶχε κοιμηθεῖ, πρὶν μνηστευθεῖ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ νὰ τὴν προστατεύσει.

Πῶς μποροῦμε νὰ γίνουμε, λοιπόν, συγγενεῖς τοῦ Κυρίου; Ἐὰν ἔχουμε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐὰν γνωρίζουμε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐὰν φροντίζουμε νὰ ἀκοῦμε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν βάζουμε βαθιὰ στὴν καρδιά μας, ἐὰν τὸν μελετοῦμε κάθε στιγμή, ἀλλὰ συνάμα καὶ ἄν τὸν ἐφαρμόζουμε, ἐὰν τὸν τηροῦμε, ἐὰν τὸν ποιοῦμε, ἐὰν τὸν κάνουμε πράξη στὴ ζωή μας καὶ τὸν ἔχουμε ὁδηγὸ σὲ κάθε μας βῆμα. Τότε ὁ ἄνθρωπος φανερώνει ὅτι ἔχει φόβο Θεοῦ, γιατὶ «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10 καί Παρ. 1, 7). Ἡ ἀρχὴ τῆς σοφῆς ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, τῆς σώφρονος ζωῆς, τῆς συνετῆς ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τηρεῖ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Θεός, ἐφαρμόζει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε δὲν φοβᾶται τίποτε ἄλλο. Τότε, ὁ ἄνθρωπος ὑποτάσσεται εἰς τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καθ’ ὅλα. Ὁ νοῦς του ἐργάζεται γιὰ τὸν Θεό, ἡ διάνοιά του, ἡ σκέψη του, ἡ καρδιά του, ὅλες του οἱ ψυχικὲς δυνάμεις ἐργάζονται γιὰ τὸν Θεό. Ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐν μετανοίᾳ, πορεύεται πρὸς τὸν Θεό, συνεχῶς πλησιάζει πρὸς τὸν Θεό, ἑνοῦται μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὄχι μόνο ἡ ψυχὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα, καὶ ὅλες οἱ σωματικὲς δυνάμεις ἐργάζονται γιὰ τὸν Θεό, ὁ ὅλος ἄνθρωπος ἀφιερώνεται στὸν Θεό, ὑποτάσσεται στὸν Θεό. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ τοῦ νοός. Δηλαδή, ὁ νοῦς παύει πλέον νὰ περισπᾶται, νὰ διαχέεται, νὰ διασκορπίζεται, νὰ ἀσχολεῖται μὲ μάταια πράγματα καὶ συγκεντρώνεται στὸν ἑαυτό του. Καὶ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει εἰς τὸν Θεό, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέγει συνεχῶς στὸν ἑαυτό του, «δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ Θεῷ ἡμῶν», ὅταν συνεχῶς, νοερῶς προσκυνᾶ τὸν Κύριο καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται μὲ τὴν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Θείου ὀνόματος, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», τότε φανερώνει ὅτι εἶναι ἀληθινὰ δοῦλος Του, ὑποτακτικός Του. Καὶ τότε, λέει ὁ Ἅγιος Ἡσαῒας ὁ Ἀναχωρητής, ἐὰν δεῖ ὁ Θεὸς ὅτι ὁ νοῦς ὑπετάγη σ’ Αὐτὸν μὲ ὅλη τὴ δύναμή του, καὶ δὲν ἔχει ἄλλη βοήθεια παρὰ μόνον Αὐτόν, τότε τὸν ἐνισχύει, λέγοντας, «μὴ φοβᾶσαι παιδί μου Ἰακώβ, ὀλιγάριθμε Ἰσραὴλ» (Ἡσ. 41, 13-14). Καὶ πάλι, τοῦ λέγει: «Μὴ φοβᾶσαι διότι σὲ λύτρωσα, σὲ κάλεσα μὲ τὸ ὄνομά μου, δικός μου εἶσαι ἐσύ. Καὶ ἄν διαβαίνεις διὰ μέσου τοῦ ὕδατος, εἶμαι μαζί σου καὶ οἱ ποταμοὶ δὲν θὰ σὲ κατακλύσουν. Καὶ ἄν περάσεις μέσα ἀπὸ φωτιά, δὲν θὰ κατακαεῖς καὶ ἡ φλόγα δὲν θὰ σὲ κατακαύσει, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ Ἅγιος Ἰσραὴλ ποὺ σὲ σώζει» (Ἡσ. 43, 1-3).

«Ἐὰν εἶδε ὁ Θεός», λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαῒας στὸ κεφάλαιό του Περὶ τηρήσεως τοῦ νοὸς ποὺ ὑπάρχει στὴν Φιλοκαλία, «ἐὰν ἴδῃ ὁ Θεὸς, ὅτι ὑπετάγη αὐτῷ ὁ νοῦς ὅλῃ δυνάμει», ἐὰν ὁ νοῦς καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ὁ ὅλος ἄνθρωπος ὑποταχθεῖ στὸν Θεὸ καὶ τηρεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, «καὶ οὐκ ἔχει ἄλλην βοήθειαν, εἰμὴ αὐτὸν μόνον», καὶ δεῖ ὁ Θεὸς ὅτι δὲν ἔχει ἄλλη βοήθεια ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸ ἀποδεικνύει αὐτὸ μὲ τὴν ὅλη του στάση, μὲ τὴν καταφυγὴ εἰς τὸν Θεὸ καὶ μόνο, χωρὶς νὰ ἐμπιστεύεται καθόλου οὔτε τὸν ἑαυτό του, οὔτε νὰ καταφεύγει σὲ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο. Ἄν δεῖ αὐτὸ ὁ Θεός, τότε «ἐνδυναμεῖ αὐτόν», τὸν δυναμώνει, «λέγων· μὴ φοβοῦ παῖς μου Ἰακώβ, ὀλιγοστὸς Ἰσραήλ (Ἡσ. 41, 13-14)∙ καὶ πάλιν· μὴ φοβοῦ, ὅτι ἐλυτρωσάμην σε· ἐκάλεσά σε τὸ ὄνομά μου· ἐμὸς εἶ σύ· καὶ ἐἀν διαβαίνῃς δι’ ὕδατος, μετὰ σοῦ εἰμί· καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλείσουσί σε» (Ἡσ. 43, 1-3). Δὲν πρόκειται νὰ σὲ πνίξουν τὰ ποτάμια ὕδατα, γιατὶ ὅταν περνᾶς τὸ ποτάμι, ἐγὼ εἶμαι μαζί σου· «καὶ ἐὰν διέλθῃς διὰ πυρός, οὐ κατακαυθῇς» (Ἡσ. 43, 2), καὶ ἄν περάσεις μέσα ἀπὸ τὴν φωτιά, πάλι, δὲν θὰ κατακαεῖς, «καὶ φλὸξ οὐ κατακαύσῃ σε» (Ἡσ. 43, 2), γιατὶ καὶ ἡ φωτιὰ εἶναι ὑπὸ τὴν ἐξουσία Μου, «ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός σου ὁ Ἅγιος Ἰσραήλ, ὁ σώζων σε» (Ἡσ. 43, 3)· γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ Ἅγιος Ἰσραὴλ ποὺ σὲ σώζει. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Παντεπόπτης, αὐτὸς ὁ ὁποῖος φροντίζει γιὰ τὰ πάντα, καὶ ὁ ἀληθινὰ συνετὸς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑποτάσσεται εἰς τὸν Θεὸ καὶ καταφεύγει εἰς τὸν Θεό, ἔχοντας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅποιος ἔχει αὐτὸν τὸν φόβο, δὲν φοβᾶται πλέον τίποτε.

Ὅπως λέγει πάλι ὁ Κύριος, «μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ» (Ματθ. 10, 28). Μὴ φοβηθεῖτε ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή∙ αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, δὲν μποροῦν νὰ σκοτώσουν. Φοβηθεῖτε περισσότερο αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ σκοτώσει τὴν ψυχή, καὶ νὰ τὴν ρίξει μαζὶ μὲ τὸ σῶμα στὴν κόλαση. Καὶ βεβαίως, αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ φοβερὴ ἁμαρτία, καὶ ἡ ὑποταγὴ στὰ πάθη καὶ στὸν διάβολο. Τότε φονεύεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, καὶ πορεύεται εἰς τὴν αἰώνια κόλαση.

Μὴ φοβηθεῖτε αὐτοὺς ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ζωή σας. Αὐτοὺς ποὺ σᾶς καταδιώκουν, γιατὶ εἶστε δικοί Μου, λέει ὁ Κύριος. «Φοβηθεῖτε μόνο Ἐμένα ποὺ ἔχω ἐξουσία νὰ σᾶς βάλω εἴτε εἰς τὸν Παράδεισο εἴτε εἰς τὴν κόλαση». «Εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» (Ρωμ. 8, 31), λέει πάλι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, ποιός μπορεῖ νὰ εἶναι ἐναντίον μας;

«Αὐτὸς γὰρ εἴρηκεν», λέει πάλι ὁ Ἀπόστολος στὴν Πρὸς Ἑβραίους, «οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ’ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω» ( Ἑβρ. 13, 5). Ἄς μὴ φοβόμαστε. Ὁ Κύριος εἶπε, «δὲν θὰ σ’ ἀφήσω, δὲν θὰ σ’ ἐγκαταλείψω», «ὥστε θαρροῦντας ἡμᾶς λέγειν· Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι· τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;» (Ἑβρ. 13, 6). Ἄς ἔχουμε πίστη εἰς τὸν Θεό, εἰς τὴν Θεία Του Πρόνοια. Ἄς λέμε μὲ θάρρος, «ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου, τίποτε δὲν θὰ φοβηθῶ. Τί θὰ μοῦ κάνει ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος;» (Ψαλμ. 117, 6). Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν φοβᾶται τὸν Θεό, τότε τρέμει τὰ πάντα. Τρέμει καὶ τὴν σκιά του. «Φεύγει ἀσεβής, μηδενὸς διώκοντος» (Παρ. 28, 1). Φεύγει πανικόβλητος ὁ ἀσεβὴς χωρὶς νὰ ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ τὸν καταδιώκει. Ἔνδον ἔχει τὸν ἐλαύνοντα, μέσα του ἔχει αὐτὸν ποὺ τὸν κυνηγάει· εἶναι ἡ συνείδησή του ἡ ἔνοχη ποὺ τοῦ λέει ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, ἀμετανόητος, ὑπόδικος στὴν αἰώνια κόλαση, ἐὰν δὲν μετανοήσεις. «Δίκαιος δὲ ὥσπερ λέων πέποιθε» (Παρ. 28, 1), λέγει στὴ συνέχεια ἡ Παροιμία. Ἐνῷ ὁ δίκαιος εἶναι σὰν τὸ λιοντάρι καὶ δὲν φοβᾶται τίποτε, γιατὶ ἔχει πεποίθηση στὸ δίκαιό του καὶ στὴν συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ. «Δι’ ἁμαρτίας ἀσεβῶν κρίσεις ἐγείρονται» (Παρ. 28, 2). Ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παρανομιῶν ποὺ διαπράττουν οἱ ἀσεβεῖς, συγκροτοῦνται δικαστήρια καὶ γίνονται δίκες. Καὶ θὰ συγκροτηθεῖ, βεβαίως, καὶ ἡ τελικὴ δίκη κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἡ φοβερότερη ἀπὸ ὅλες τὴν ὁποία μᾶς ἔχει προαναγγείλει ὁ Κύριος. Καὶ τότε, ποῦ θὰ φανοῦν οἱ ἁμαρτωλοί; Πῶς θὰ μπορέσουν νὰ σταθοῦν σὲ ἐκεῖνο Καὶ τότε, ποῦ θὰ φανοῦν οἱ ἁμαρτωλοί; Πῶς θὰ μπορέσουν νὰ σταθοῦν σὲ ἐκεῖνο τὸ δικαστήριο; Ἀλλὰ μήπως καὶ ἐμεῖς εἴμαστε μεταξὺ αὐτῶν; Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσει. Νὰ μᾶς δώσει τὸν Ἅγιο φόβο Του γιὰ νὰ μὴ φοβηθοῦμε τίποτε ἄλλο. «Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι» (Ψαλμ. 3, 7), λέει πάλι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο διὰ τοῦ Προφήτου Δαυΐδ. Δὲν θὰ φοβηθῶ ἀπὸ ἀναρίθμητα πλήθη ἐχθρικοῦ λαοῦ ποὺ μὲ ἔχουν περικυκλώσει ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα, καὶ ἐπιτίθενται ὅλοι μαζὶ ἐναντίον μου. «Ἀνάστα, Κύριε, σῶσον με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας» (Ψαλμ. 3, 8). «Σήκω ἐπάνω Κύριε, σῶσε με ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, ἐσὺ ὁ Θεός μου, γιατὶ εἶμαι βέβαιος πλέον ὅτι ἔχεις συντρίψει ὅλους αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐχθρεύονται χωρὶς λόγο καὶ αἰτία. Θεωρῶ ὡς τετελεσμένο γεγονὸς ὅτι συνέτριψες τὰ δόντια τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ σὰν ἄγρια θηρία ἔρχονται νὰ μὲ κατασπαράξουν».

Τί εἶναι ὅμως ὁ φόβος; Λέγει πάλι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο στὴ Σοφία Σολομῶντος: «οὐθὲν γάρ ἐστι φόβος εἰ μὴ προδοσία τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων» (Σοφ. Σολ. 17, 11). Ὁ φόβος δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, λέει, παρὰ μία κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία προδιδόμεθα ἀπὸ τοὺς λογισμούς μας, καὶ δὲν ἔχουμε πλέον καμμιὰ βοήθεια ἀπὸ αὐτούς. Καὶ πότε προδίδεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς λογισμούς του; Ὅταν ὑποκύψει στὴν ὀλιγοπιστία, στὴν ἀπιστία, ὅταν πάψει νὰ ἐμπιστεύεται τὴν Θεία Πρόνοια. Τότε, ἔχει μέσα του φόβο· ὄχι ἕναν, ἀλλὰ πολλοὺς φόβους. Φοβᾶται τὰ πάντα γιατὶ δὲν ἔχει ποῦ νὰ στηριχτεῖ, καὶ βλέπει τὴν ἀνεπάρκειά του καὶ τὴν ἀδυναμία του κάθε στιγμή. Ὅταν ὅμως ὁ λογισμός μας εἶναι στερεωμένος εἰς τὸν Θεό, εἶναι ὑποταγμένος ὁ νοῦς, ὅπως εἶπε προηγουμένως ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, εἰς τὸν Κύριο, τότε δὲν φοβᾶται τίποτε. Ὅταν ὅμως προδοθεῖ ἀπὸ τὸν λογισμὸ καὶ πέσει στὴν ἀπιστία, τότε φοβᾶται. «Ἔνδοθεν δὲ οὖσα ἥττων ἡ προσδοκία, πλείονα λογίζεται τὴν ἄγνοιαν τῆς παρεχούσης τὴν βάσανον αἰτίας» (Σοφ. Σολ. 17, 12). Ὅταν μειωθεῖ μέσα μας ἡ ἐλπίδα, ἡ πίστη εἰς τὸν Θεό, ἡ πεποίθηση στὴν Θεία Πρόνοια, τότε, τί συμβαίνει; Ὁ φόβος ποὺ δημιουργεῖται μέσα μας ἐξ αἰτίας καὶ τῆς ἀγνοίας μας -γιατὶ δὲν γνωρίζουμε πλέον τὶ μᾶς περιμένει- μᾶς κάνει νὰ θεωροῦμε χειρότερα τὰ κακὰ ἀπὸ ὅτι εἶναι στὴν πραγματικότητα. Μεγαλοποιεῖται μετὰ πλέον τὸ ἄδηλο κακό, τὸ ἀγνοούμενο, αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρουμε, αὐτὸ ποὺ ἔρχεται καὶ δὲν τὸ γνωρίζουμε. Καὶ τρομάζουμε περισσότερο ἀπὸ τὴν σκέψη καὶ ἀπὸ τὸν φόβο, καὶ βλαπτόμεθα περισσότερο ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν σκέψη, παρὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύεται πολὺ μικρότερο ἀπὸ ὅ,τι τὸ εἴχαμε φανταστεῖ.

Ἕνα πράγμα μόνο νὰ φοβηθοῦμε, λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τὸ νὰ φοβηθοῦμε κάτι ἄλλο περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ νὰ προσβάλουμε τὴν εἰκόνα Του μὲ τὴν κακία μας. Τί νὰ φοβηθεῖς, σὰν κλείσεις μέσα σου τὸν Θεό; Ἐκεῖνο ποὺ φοβᾶται κανεὶς ὅτι θὰ πάθει, ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, αὐτὰ καὶ παθαίνει. Καὶ ἄν δὲν τὰ πάθει, ἴσως τιμωρεῖται περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, παρὰ ἀπὸ τοὺς δράστες. Γιατὶ ἔχει πεποίθηση στὸν ἑαυτό του, ἔχει ἐγωϊσμό, ὑπερηφάνεια, καὶ δὲν στηρίζεται εἰς τὸν Θεὸ καὶ τρέμει τὰ πάντα. Καὶ παθαίνει περισσότερη ζημιὰ ἀπὸ τὸν φόβο -ὅπως καὶ σήμερα οἱ ἄνθρωποι τὴν μεγαλύτερη ζημιὰ τὴν ἔχουν πάθει ἀπὸ τὸν φόβο- καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὰ καθ’ αὐτὰ τὰ γεγονότα. Καὶ γίνονται ὑποχείρια τῆς νέας τάξης πραγμάτων καὶ τῶν παγκοσμιοποιητῶν καὶ τῶν σιωνιστῶν, γιατὶ ἀκριβῶς, ἄφησαν τὴν ψυχή τους μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γεμίσει ἀπὸ κάθε ἄλλο φόβο· νὰ πάθει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, νὰ φοβηθεῖ ἄλλα πράγματα περισσότερο ἀπ’ ὅτι φοβᾶται τὸν Θεό.

«Σοῦ ἔρχονται φοβίες», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος σὲ κάποιον, «σοῦ ἔρχονται μερικὲς φορὲς φοβίες, γιατὶ δὲν ἀγαπᾶς πολὺ τὸν Χριστό. Θέλω ν’ ἀγαπήσεις τὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι τὸ πᾶν, καὶ τότε, ὅπου καὶ ἄν εἶσαι, δὲν θὰ φοβᾶσαι τίποτα. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπάει πολὺ, μᾶς ἔχει στὸν νοῦ του», ἔλεγε, «κάθε στιγμὴ καὶ μᾶς προστατεύει. Πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ καὶ νὰ μὴ φοβούμαστε τίποτε».

«Ἐγὼ εἶμαι τὸ πᾶν γιὰ σένα καὶ ἐσὺ εἶσαι τὸ πᾶν γιὰ μένα», λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, βάζοντας αὐτὰ τὰ λόγια στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἐμᾶς. Δὲν πρέπει τίποτε νὰ φοβούμαστε. Τί εἶναι ὁ φόβος; Θὰ μᾶς πεῖ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶναι ἡ μεγαλοποίηση ἀναμενομένων συμφορῶν ποὺ συνδέονται μὲ ἔνοχη συνείδηση. Ξεκινάει δηλαδή, ὁ φόβος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ ἡ βάση κάθε ἁμαρτίας εἶναι ἡ ὀλιγοπιστία καὶ ἡ ἀπιστία. Ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινάει κάθε ἀνόητος φόβος, καὶ μετὰ αὐτὸς ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ ἀναμενόμενες συμφορές, γιατὶ ὑπάρχει στὸ ὑπόβαθρο ἡ ἔνοχη συνείδηση.

Ἄς φροντίσουμε νὰ τακτοποιήσουμε τὴν συνείδησή μας μὲ τὴν μετάνοια. Ἄς καθαριστοῦμε ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος, καὶ τότε, τίποτε δὲν θὰ φοβούμαστε. Πολλὲς φορές, δὲν θὰ μπορέσουν τὰ λόγια νὰ πετύχουν τόσο μεγάλα ἀποτελέσματα, ὅσα θὰ πετύχει ὁ φόβος, λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ αυτό, τὸ ξέρουν πολὺ καλὰ οἱ χειριστὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν μαζῶν, καὶ τῶν λαῶν, καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς στοχεύουν: στὸ νὰ τρομοκρατήσουν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἀνθρώπινους πληθυσμοὺς καὶ νὰ περάσουν τὰ σχέδιά τους· νὰ ἐπιβάλουν τὰ σχέδιά τους.

Ὁ φόβος τῆς κολάσεως, αὐτὸς ὁ φόβος πρέπει νὰ μᾶς συνέχει. Καὶ αὐτὸς ὁ φόβος θὰ μᾶς χαρίσει τὸ στεφάνι τῆς Οὐράνιας Βασιλείας. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «κανεὶς καὶ τίποτε μὴ σὲ φοβίζει. Καὶ ἄν ἀκόμα εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ ἐχθροὶ δαίμονες καὶ ἀσεβεῖς ἄνθρωποι, ὁ δικός μας Ὑπερασπιστὴς εἶναι ἰσχυρότερος». Μόνο ἕνα πράγμα πρέπει νὰ φοβηθοῦμε: τὴν ἁμαρτία ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια κόλαση, στὸν αἰώνιο θάνατο, στὸν αἰώνιο χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό. «Ὅποιος φοβᾶται τὴν ἁμαρτία», λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φοβηθεῖ ποτέ, ἀλλὰ θὰ περιφρονήσει τὰ ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς. Θὰ παραβλέψει τὰ λυπηρὰ καὶ τὰ δυσάρεστα. Μόνο ὁ φόβος τῆς ἁμαρτίας θὰ συνταράσσει τὴ σκέψη του. Τίποτε ἀπὸ τὰ ἄλλα δὲν εἶναι φοβερὰ γιὰ ὅποιον ἔχει τὸν φόβο τῆς ἁμαρτίας. Ἀκόμα, οὔτε τὸ ἀποκορύφωμα τῶν φόβων ποὺ εἶναι ὁ θάνατος. Φοβόμαστε τὸν θάνατο σὰν παιδιά, καὶ δὲν φοβόμαστε τὴν ἁμαρτία. Τὰ μικρὰ παιδιὰ φοβοῦνται τὶς μάσκες, καὶ δὲν φοβοῦνται τὴν φωτιά. Καὶ ἐμεῖς φοβόμαστε τὸν θάνατο ποὺ μοιάζει μὲ μάσκα γελοία, καὶ δὲν φοβόμαστε τὴν ἁμαρτία ποὺ εἶναι, ὄντως, φοβερὸ πράγμα· καὶ ὡς φωτιὰ κατατρώγει τὴν συνείδησή μας. Φοβόμαστε τὸν θάνατο, ὄχι ἐπειδὴ ἐκεῖνος εἶναι φοβερός, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν μᾶς θέρμανε ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ δὲν μᾶς τρομοκράτησε ὅσο ἔπρεπε ὁ φόβος τῆς γεέννης τῆς κολάσεως. Καὶ ἐπὶ πλέον, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἀγαθὴ συνείδηση· γι’ αὐτὸ φοβόμαστε τὸν θάνατο».

«Θέλετε», λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ μία τέταρτη αἰτία ποὺ φοβόμαστε τὸν θάνατο; Δὲν ζοῦμε βίο σκληραγωγίας, ὅπως ἁρμόζει στοὺς ἀνθρώπους, στοὺς Χριστιανοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ ζηλέψαμε καὶ ποθήσαμε τὸν μαλθακό, τὸν νωθρὸ βίο. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὸ νὰ μᾶς ἀρέσει νὰ μένουμε στὰ πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου». Αὐτὲς εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ φοβόμαστε τὸν θάνατο. Δὲν ἀγαπᾶμε τὸν Θεό, δὲν φοβόμαστε τὴν κόλαση, δὲν ζοῦμε ἔχοντας συνείδηση ἀγαθή, δὲν ζοῦμε βίο σκληραγωγίας. Ὅποιος δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο, αὐτὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Κανέναν δὲν φοβᾶται, κανέναν δὲν τρέμει. Εἶναι ἀπὸ ὅλα ἀνώτερος, καὶ ἀπὸ ὅλους πιὸ ἐλεύθερος. Ὅποιος Εἶναι ἀπὸ ὅλα ἀνώτερος, καὶ ἀπὸ ὅλους πιὸ ἐλεύθερος. Ὅποιος θυσιάζει τὸ ὕψιστο, τὴ ζωή του, πολὺ περισσότερο θυσιάζει ὅλα τ’ ἄλλα. Ὅταν ὁ διάβολος βρεῖ μιὰ τέτοια ψυχὴ ποὺ δὲν φοβᾶται νὰ πεθάνει γιὰ τὸν Χριστό, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τῆς κάνει.

«Γιά πές μου», λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «θὰ τὴν φοβερίσει μὲ ἀπώλεια χρημάτων; Ἤ μὲ βάσανα καὶ ἐξορία ἀπὸ τὸν τόπο της»; Αὐτὰ εἶναι ἀσήμαντα γιὰ ὅποιον εἶναι ἕτοιμος νὰ θυσιάσει τὴν ζωή του, ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος.

Ἄς φοβηθοῦμε, λοιπόν, τὸν Θεὸ καὶ τὴν γέεννα, καὶ ἄς ἀγωνιστοῦμε νὰ τηρήσουμε τὶς Ἅγιες ἐντολές Του. Ἄς ζήσουμε βίο σκληραγωγίας, ὅπως ἁρμόζει σὲ Χριστιανό. Ἄς ἔχουμε πάντοτε ἀγαθὴ συνείδηση, καὶ τότε, δὲν θὰ ἔχουμε κανένα ἄλλο φόβο, κανένα ἀνόητο φόβο καὶ καμμία φοβία. Θὰ μείνει μόνο ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πουθενὰ ἀλλοῦ παρὰ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, στὴν τέλεια ἀγάπη ἡ ὁποία ἔξω βάλλει τὸν φόβο.

Τῷ δὲ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου