Σελίδες

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Ὅσιος Εὐμένιος Σαριδάκης: Ὁ κρυφός ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας ( 23 Μαΐου 1999 †)

Καταγωγή

Ἡ Ἐθιά, ἡ πατρίδα τοῦ πατρός Εὐμενίου, εἶναι ἕνα ὀρεινό χωριό στά νότια τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου Κρήτης. Βρίσκεται σέ ὑψόμετρο 740μ. καί ἀπέχει ἀπό τό Ἡράκλειο 38 χλμ. Εἶναι πολύ ἄγονο μέρος, γι' αὐτό καί οἱ κάτοικοί του μετοίκησαν σ' ἕνα χαμηλότερο μέρος, στό χωριό Ροτάσι.

Στήν Ἐθιά ὑπάρχουν δύο ἐκκλησίες: Ἡ κεντρική εἶναι ἀφιερωμένη στήν Παναγία μας καί φυλάσσει θαυματουργό εἰκόνα της. Ἐκεῖ ἡ Παναγία εἶχε ἐμφανισθεῖ σάν γυναῖκα ντυμένη στά μαῦρα κάποια ἡμέρα, πού ὁ πατήρ Εὐμένιος, μικρό παιδί τότε, ἄναβε τά κανδήλια τοῦ ναοῦ, καί τοῦ εἶπε: Ἐσύ μιά μέρα θά γίνης ἱερεύς». Ἐκεῖ, στόν αὔλιο χῶρο της, ἔμελλε νά εἶναι καί ὁ τάφος, ὅπου ἀναπαύεται τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Γέροντος μᾶς. Ἡ ἄλλη εἶναι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Ἐκεῖ.... κοντά ὑπάρχει καί ἁγίασμα.

Ὑπάρχουν καί πολλά μικρά ἐκκλησάκια, γιά τήν ἀνακαίνισι τῶν ὁποίων ὁ πατήρ Εὐμένιος ἔστελνε χρήματα.

Ὁ πατήρ Εὐμένιος ἦταν γόνος μιᾶς πολυμελοῦς καί πάμπτωχης οἰκογενείας. Γεννήθηκε την 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1931.

Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καί Σοφία Σαριδάκη, ἦταν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι. Εἶχαν ὀκτώ παιδιά. Τό ὄγδοο καί τελευταῖο τους παιδί ἦταν ὁ πατήρ Εὐμένιος, πού στήν βάπτισί του πῆρε τό ὄνομα Κωνσταντῖνος. Τά ἀδέλφια του, κατά σειρά ἡλικίας, ἦταν: Ἑλένη, Μιχαήλ, Αἰκατερίνη, Βασίλειος, Ἀμαλία, Μαρία καί Εὐγενία.

Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος ὀρφάνεψε ἀπό πατέρα σέ ἡλικία μόλις δύο ἐτῶν, δηλαδή ἡ οἰκογένειά του ἔχασε τόν προστάτη της πολύ νωρίς. Ἦταν πού ἦταν φτωχή, χάνοντας καί τό στήριγμά της βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη κατάστασι. Ἡ χήρα μάνα του μέ τί δυνατότητες νά θρέψη τόσα στόματα; Ξενοδούλευε γιά νά τά φέρη κάπως βόλτα. Μετά ἦρθε καί ἡ γερμανική κατοχή, ἡ ὁποία χειροτέρευσε κατά πολύ τά πράγματα. Σ' αὐτό τό περιβάλλον καί μέ πολλές στερήσεις μεγάλωσε ὁ Παππούλης μας. Παπούτσια φόρεσε στά δώδεκά του χρόνια. Παρ' ὅλα αὐτά, δηλαδή τίς στερήσεις, τήν πεῖνα καί τήν ἀνέχεια, τό ἦθος καί τό φρόνημα τοῦ μικροῦ αὐτοῦ παιδιοῦ δέν ἀλλοιώθηκαν.

Γιά παράδειγμα, ὁ Ἱερεύς τοῦ χωριοῦ τους ἤθελε νά τοῦ δίνη μιά μικρή βοήθεια, ἐπειδή πήγαινε καί τόν βοηθοῦσε στόν ναό. Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος, ὅμως, τοῦ ἔλεγε: «Ὄχι, Παπα-Γιάννη, δέν παίρνουμε ποτέ χρήματα ἀπό τήν Ἐκκλησία». (Μαρτυρία Ἀριστέας Σαριδάκη).

Ἡ, ὅταν τοῦ ἔδιναν μισή κουλούρα ψωμί γιά κάποια δουλειά πού ἔκανε, ποτέ δέν τήν ἔτρωγε μόνος του, ἀλλά τήν πήγαινε στό σπίτι του καί τήν ἔτρωγε μέ τ' ἀδέλφια του, ὅλοι μαζί.

Χαρισματικό παιδί

Ἡ Ἐκκλησία ἀγάλλεται καί καυχᾶται, διότι ἐγέννησε καί ἀνέδειξε ἕνα τέτοιο λαμπρό ἀστέρι καί κόσμημα τής˙ καί ἡ Κρήτη πρέπει νά σεμνύνεται γιά τό ἡγιασμένο τέκνο της. Ὁ Παππούλης, ἀπό τήν νηπιακή του ἡλικία, ἔδειχνε ὅτι ἦταν σκεῦος ἐκλεκτόν τοῦ Κυρίου μας. Ἀπό τήν βρεφική του ἡλικία, ὅταν ἀκόμα δέν καταλάβαινε, προσπαθοῦσε νά εὐχαριστῆ τόν Κύριό μας, ἀφοῦ δέν θήλαζε Τετάρτη καί Παρασκευή, ἀλλά κοιμόταν ὅλη τήν ἡμέρα, σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τῆς ἀδελφῆς του Εὐγενίας, ἡ ὁποία τό εἶχε ἀκούσει ἀπό τήν μητέρα τους νά τό ὁμολογῆ.

Οἶνον καί μεθύσματα οὐδέποτε ἐγεύθη ὁ πατήρ Εὐμένιος, δηλαδή οἰνοπνευματώδη ποτά, μπύρα, κρασί καί ἀλκοολούχα ποτά δέν ἤπιε ποτέ στήν ζωή του.

Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι, ὅταν λειτούργησε γιά πρώτη φορά μόνος του ὡς Ἱερεύς, ζαλίστηκε λίγο ἀπό τήν κατάλυσι τῆς Θείας Κοινωνίας καί γι' αὐτό, μετά, ἔβαζε λιγώτερο νάμα καί περισσότερο ζέον.

Ὁ Κωστάκης, ὅπως τόν ἔλεγαν, ἦταν ἕνα χαριτωμένο καί χαρισματικό παιδί, ἀκόμα καί γιά τά κοσμικά δεδομένα, ἐνῶ δέν εἶχε μάθει σχεδόν καθόλου γράμματα.

Οἱ δυσκολίες, ἡ Κατοχή, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας τά σχολεῖα ὑπολειτουργοῦσαν, δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά γευθῆ τό ἀγαθόν τῆς μαθήσεως. Παρ' ὅλα αὐτά μποροῦσε, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, νά κάνη πράξεις μαθηματικές, λογαριασμούς δύσκολους, ὅλα ἀπό μνήμης, γι' αὐτό οἱ χωριανοί του, ὅταν ἤθελαν κάτι σχετικό, τόν φώναξαν: «Ἔλα, Κωστάκη, νά μᾶς πής πόσο κάνει αὐτό κι αὐτό», ἡ κάτι πιό δύσκολο. Κι ὅταν τους τά ἔκανε, μετά τόν γέμιζαν λουκούμια.

Κάποια φορά, ὅταν ὁ Παππούλης ἦταν μικρό παιδί ἀκόμη, πέθανε στό χωριό τους ἕνα κοριτσάκι ὀκτώ-ἐννέα ἐτῶν. Οἱ γονεῖς καί oι συγγενεῖς τοῦ κοριτσιοῦ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι γιά τόν χαμό τοῦ παιδιοῦ τους. Ὁ Παππούλης μας ἔλεγε σχετικά:

«Κάποτε, εἶχε πεθάνει ἕνα κοριτσάκι καί περνοῦσε ἀπό μπροστά μας ἡ νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι ἀπό τήν δική μας αὐλή. Ἔτσι ἔκαναν τότε. Ἔκαναν τήν βόλτα, γιά νά γίνη πιό ἐπίσημη ἡ κηδεία. Ἔκλαιγαν ὅλοι κι ἐγώ ἔβλεπα τά στολίδια, πολλά στολίδια, πού εἶχε τό φέρετρο. Κι αὐτοί ἔκλαιγαν. Κι ἐγώ ἔτρεχα κι ἔβλεπα τά στολίδια, πού εἶχε τό φέρετρο. Ἤμουν ἕξι-ἑπτά χρόνων τότε. Δέν εἶχα δεῖ καλύτερα καί ὡραιότερα στολίδια. Οἱ ἄλλοι ἔκλαιγαν κι ἐγώ χαιρόμουν, πού ἔβλεπα τά στολίδια. Ἔβλεπα τά στολίδια καί χαιρόμουν. Μοῦ ἄρεσαν.δέν ἦταν στολισμένα ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὅμως ἐγώ τά ἔβλεπα ἔτσι. Στολίδια... στολίδια... ὄχι ὅτι τά ἔβαλαν οἱ ἄνθρωποι. Κι αὐτοί ἔκλαιγαν, πού ἔχασαν τό παιδί, κι ἐγώ ἔβλεπα τά στολίδια, πού εἶχε πάνω του, τά στολίδια τοῦ Θεοῦ, καί χαιρόμουν».

Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος θυμᾶται, σχετικά μέ την Χάρι, πού ἀπό νωρίς εἶχε δοθεῖ στόν Παππούλη μας: «Ὁ πατήρ Εὐμένιος, ὅταν ἦταν μικρός, εἶχε δεῖ γιά πρώτη φορά την χάριν τῆς ἀρχιερωσύνης. Τήν εἶχε δεῖ στό πρόσωπο ἑνός Ἀρχιεπισκόπου, πού εἶχε πάει στό χωριό του. «Ἔβλεπα», μοῦ εἶπε, «τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στό πρόσωπό του. Τό φῶς τῆς ἀρχιερωσύνης, την χάρι τῆς ἀρχιερωσύνης. Τήν ἔβλεπα καί πήγαινα συνεχῶς μπροστά του». Καί εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος: «Αὐτό τό παιδί τί βλέπει;». «Ἐγώ δέν ἔλεγα τί ἔβλεπα, ἀλλά μοῦ ἄρεσε νά βλέπω την χάρι τῆς ἀρχιερωσύνης».

Μοναχός Θεόκλητος δια φωτοφανείας

Ὁ πατήρ Εὐμένιος ἦταν θεόκλητος στόν μοναχισμό. Ὁ ἴδιος μας ἔλεγε:«Ἐγώ, δεκαεπτά χρόνων πῆγα στό μοναστήρι. Ἤμουν δεκαέξι χρόνια στό χωριό μου. Ἀγαποῦσα τόν Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές νά γίνω καλόγερος. Μιά μέρα μου λέει ὁ παπᾶς: «Ἔλα νά σέ κάνω νεωκόρο». Πῆγα κι ἐγώ. Ἄναβα τά καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ὅ,τι βιβλία ἔβλεπα τά διάβαζα. Ἀνήμερα τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1944, τό ἀπόγευμα, πῆγα, ἄναψα τά καντήλια στήν ἐκκλησία καί, μετά, πῆγα στό σπίτι μας. Ἦταν ἐκεῖ ἡ ἀδελφή μου ἡ Εὐγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες καί μακαρόνες. Ἐκεῖ πού τρώγαμε, ἦρθε μιά λάμψι καί μέ τύφλωσε καί μπῆκε μέσα στά βάθη τῆς ψυχῆς μου. Κι ἀμέσως, τήν ἴδια στιγμή, φώναξα τῆς Εὐγενίας: «Εὐγενία, θά γίνω καλόγέρος». Τήν ἴδια στιγμή. Ἐκείνη τήν στιγμή μέ φώτισε ὁ Θεός. Τήν εἶδα μέ τά μάτια μου ἐκείνη τήν λάμψι, πού μπῆκε μέσα μου.

Μόλις εἶδα αὐτή τήν λάμψι, εἶπα κατ' εὐθεῖαν: «Θά γίνω καλόγερος».

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν κλῆσι ἀπό τόν Θεό γιά νά κάνη κάτι καλό, ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί τόν βοηθᾶ».

Στό ἴδιο θέμα ἀναφέρεται καί ὁ Μιχαήλ Χατζηγεωργίου:

«Τόλμησα, κάποτε, νά τόν ρωτήσω: «Γέροντα, εἶχες δίλημμα γιά τό ποιόν δρόμο θά ἀκολουθήσης; Σκέφθηκες νά γνωρίσης κάποια γυναῖκα, νά τήν ἐρωτευθῆς, νά κάνης οἰκογένεια;»

Τότε μοῦ ἀποκάλυψε τήν ἀπόλυτη ἀπόφασί του νά ἀκολουθήση τήν παρθενική ζωή, πού τήν σηματοδότησε ἕνα ἐξαιρετικό γεγονός.

«Χειμῶνας τοῦ 1944, Κωστῆς τότε, δεκατριῶν ἐτῶν», μοῦ εἶπε. «Ἤμουν στό πατρικό μου σπίτι. Ζεσταινόμαστε στό τζάκι. Τότε εἶδα μιά τεράστια φωτιά, πού μπῆκε μέσα μου. Καί ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή, γεμᾶτος χαρά, ἔλεγα: Ἐγώ θά γίνω μοναχός. Θά γίνω μοναχός». Καί μοῦ συμπλήρωσε: «Ἄν μέ πίεζαν ἀργότερα νά παντρευτῶ, θά πέθαινα, θά πέθαινα!».

Ἀπό τό 1944 ἡ ψυχή τοῦ νεαροῦ Κωστῆ εἶχε ἕνα μόνο προσανατολισμό: τήν ἀφιέρωσι στόν Χριστό. Ἡ κλίσι ὑπῆρχε. Ἡ κλῆσι μέ ἐμφατικό τρόπο συντελέστηκε καί ὁ μικρός Κωστῆς βιαζόταν νά ἐνηλικιωθῆ, νά λάβη ζωή ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του.

Ἡ φλόγα ἔκαιγε ἄσβεστος μεσά του. Στά 1951 ὁ Κωνσταντῖνος κείρεται Σωφρόνιος μοναχός».

Μέ ζῆλο στόν μοναχικό ἀγῶνα

Σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν ὁ Κωνσταντῖνος ἀφήνει τά ἐγκόσμια καί ὁδεύει ἐκεῖ, πού τόν ὁδηγεῖ ἡ καρδιά του, ἡ ψυχή του καί ὅλο του τό εἶναι. Ἐκεῖ, πού τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐν εἴδει λαμπροῦ φωτός, τόν φωτίζει, στήν πλήρη ἀφιέρωσί του στόν Χριστό, στόν ἀγαπημένο του Ἰησοῦ, Τόν ὁποῖο ἀπό μικρός λατρεύει καί ὑπηρετεῖ, εἴτε στά ἐξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ του, εἴτε κατά μόνας.

Τά βήματά του τόν ὁδηγοῦν στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Νικήτα, στά νότια τῆς Κρήτης, κάπως κοντά στό χωριό του, ἀφοῦ ἀπέχει μόνο δύο-δυόμισυ ὧρες μέ τά πόδια.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Ἡγούμενο π. Ἰερόθεο (Κωστομανωλάκη), στόν ὁποῖο ἔβαλε μετάνοια καί ἄρχισε ἡ δοκιμή του.

Στήν Μονή τότε ὑπῆρχαν, ἐκτός τοῦ Ἡγουμένου, καί δύο ὑπερήλικες καί τυφλοί μοναχοί, τούς ὁποίους ὁ Κωνσταντῖνος φρόντιζε παντοιοτρόπως καί ποικιλοτρόπως, λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του, ἀλλά, κυρίως καί πρωτίστως, λόγῳ τῆς ὑπέρμετρου ἀγάπης πού εἶχε.

Ὡς νέος, δόκιμος μοναχός, ἔκανε σχεδόν ὅλα τά διακονήματα τῆς Μονῆς, ἦταν πρόθυμος καί φιλότιμος.

Μετά τήν τριετῆ του δοκιμασία, ἐκάρη μοναχός, μετονομασθείς Σωφρόνιος. Ὡς μοναχός, ὁ Σωφρόνιος ἔβαλε θεμέλιο τῆς μοναχικῆς του ζωῆς τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ὑπακοή καί τήν ἐργατικότητα. Ἐπιδόθηκε σέ νέους ἀγῶνες. Τίς ἡμέρες ἐκοπίαζε σωματικά καί τίς νύκτες παρέμενε ἄϋπνος καί προσευχόμενος. Αὐτό τό τυπικό τό κράτησε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του.

Καθημερινά ὁ πατήρ Σωφρόνιος ἔδινε ἀγῶνα σέ ὅλα τά διακονήματα, σέ ὅλες τίς ἐργασίες, στό ν' ἀνοίξουν καλύτερους δρόμους γιά νά διευκολυνθῆ ἡ ἔλευσι τῶν προσκυνητῶν, στούς κήπους, στό νά καλλιεργοῦν τά κτήματα, στό νά φέρνουν νερό ἀπό μακρυά, γιατί δέν ἐπαρκοῦσε τό ὑπάρχον.

Αὐτά ἔβλεπε ὁ διάβολος καί ἐμηχανεύετο τρόπους γιά νά ρίξη τόν ἀγωνιστή. Δέν ἀρκεῖτο μόνον στόν πόλεμο τῶν λογισμῶν, ἀφοῦ μόνον μέ αὐτούς δέν μποροῦσε νά ἀνακόψη τήν ἀγωνιστικότητα τοῦ πατρός Σωφρονίου. Γι' αὐτό τοῦ παρουσιαζόταν, καί αἰσθητῶς καί ὀφθαλμοφανῶς, καί τοῦ μιλοῦσε. Κάποια μέρα, μάλιστα, καθώς ὁ ἴδιος ὁ Παππούλης μας ἔλεγε, ὁ διάβολος ἐμφανίσθηκε μπροστά του καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἄγγελος καί πέσε κάτω νά μέ προσκύνησης». Ὅταν, ὅμως, ἐκεῖνος τά ἔλεγε αὐτά, ὁ πατήρ Σωφρόνιος πρόσεξε ὅτι τοῦ ἔλειπε ἕνα δόντι καί τοῦ λέει γελῶντας καί κοροϊδευτικά: «Δέν εἶσαι ἄγγελος, δέν εἶσαι ἄγγελος, γιατί σοῦ λείπει ἕνα δόντι!». Τότε ὁ διάβολος γυρίζει ἐξαγριωμένος καί τοῦ δίνει ἕνα δυνατό χαστούκι καί ἀμέσως ἐξαφανίζεται ἀπό μπροστά του.
Θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας, Ἐθιά Ἡρακλείου Κρήτης

Κάποια ἄλλη μέρα, ὁ πατήρ Σωφρόνιος κατέβηκε κοντά στήν θάλασσα, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, καί ἄκουσε μέσα ἀπό τήν θάλασσα τήν Παναγία μας νά τοῦ μιλάη καί νά τοῦ λέη, μέ τήν γλυκειά φωνή της: «Παιδί μου, μή φοβᾶσαι κι ἐγώ δέν θά σέ ἀφήσω νά χαθῆς». Σέ ἐρώτησι, πώς κατάλαβε ὅτι ἦταν ἡ Παναγία μας, ἀπάντησε πολύ φυσικά: «Ε, τήν Παναγία μας δέν γνωρίζω;».

Καί ἄλλοτε πάλι, ἔλεγε ὅτι ἡ Παναγία μας τόν ἀγκάλιασε. «Ἡ Παναγία μου ἔκανε μιά ἀγκαλιά», μᾶς ἔλεγε.


Εἶδε τήν Ἁγία Μαρίνα

«Ἀπό ἐνωρίς ὁ εὐλογημένος Κωνσταντῖνος ἐκάρη μοναχός. Ἡ ὡριμότητα καί ἡ ἀποφασιστικότητά του φάνηκε ἀμέσως. Τό αἴσθημα καί τό χρέος τῆς ξενιτείας τόν συνεῖχε ἀπόλυτα. Ἐπεδίωκε νά μήν ξενυχτάη ποτέ ἔξω ἀπό τό μοναστήρι. Ὅταν, κάποια φορά, αὐτό στάθηκε ἀδύνατο καί ἀναγκάσθηκε νά παραμείνη στό πατρικό του σπίτι, εἶδε στό εἰκονοστάσι νά βγαίνει ἡ Ἁγία Μαρίνα ἀπό τήν εἰκόνα της, κρατῶντας τόν πειρασμό ἀπό τά κέρατα καί δείχνοντάς του τον, τοῦ εἶπε: «Αὐτός σᾶς βάζει τούς λογισμούς, νά μήν ἀκοῦτε τόν Γέροντα καί νά νυστάζετε στίς Ἀκολουθίες».


Στρατιωτική θητεία

Ὁ πατήρ Σωφρόνιος, ὅταν ἔφθασε τήν ἡλικία τῶν εἰκοσιτριῶν ἐτῶν, ἔπρεπε νά πάη στρατιώτης, διότι τότε οἱ μοναχοί δέν ἀπαλλάσσοντο τῶν στρατιωτικῶν τους ὑποχρεώσεων.

Ἡ Μονή τόν ἑτοίμασε σχετικά, τόν ἐκούρεψε, τοῦ ἔκοψε δηλαδή τά μαλλιά καί τά γένεια, καί του τά φύλαξε, γιατί ἔτσι γινόταν τότε.

Παρουσιάσθηκε στό Μεγάλο Πεῦκο, στίς 24 Ἰανουαρίου τοῦ 1954. Ὑπηρέτησε στό Μηχανικό καί ἦταν βοηθός μαγείρου. Κατόπιν, πῆρε μετάθεσι γιά τήν Θεσσαλονίκη.

Στόν στρατό ὁ Γέροντας ἦταν ὑπόδειγμα ὑπακοῆς καί ἐργατικώτατος, γι' αὐτό τόν ἀγαποῦσαν ὅλοι, ἀπό τόν Διοικητή ἕως τόν πιό ἁπλό στρατιώτη. Ποτέ δέν θεώρησε ἀγγαρεία ὁποιαδήποτε ἐργασία του ἀνέθεταν, ἀλλά τήν ἔκανε μέ ἀγάπη, σωστά καί καλά. Ὁ ἀξιωματικός ὑπηρεσίας τόν σταματοῦσε πολλές φορές μέ τό ζόρι, γιά νά ξεκουρασθῆ.

Τό ἦθος καί ὁ ἀκέραιος χαρακτῆρας τοῦ πατρός Σωφρονίου ἔκανε ἀκόμη καί τά πειραχτήρια τοῦ στρατοῦ νά ἀργοῦν, παρ' ὅλο πού ξέρανε ὅτι εἶναι καλόγερος.

Τίς νηστεῖες τίς κρατοῦσε ὅλες: Πάσχα, Χριστούγεννα, 15 Αὐγούστου, Ἁγίων Ἀποστόλων καί, φυσικά, Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή. Πῶς τά κατάφερνε; Ἕνας συνάδελφός του, μάγειρας, ἔλεγε σχετικά: «Μέχρι καί ἐλιές, ψωμί καί κρεμμύδι ἔτρωγε μόνον, ἀρκεῖ νά μή χαλοῦσε τίς διατεταγμένες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας».

Κάθε ἡμέρα, ὁ Διοικητής του ἐπέτρεπε νά ἀποσύρεται γιά λίγο νά προσεύχεται, πέραν τῆς γενικῆς Προσευχῆς, ἐπειδή ἐγνώριζε ὅτι ἦταν καλόγερος. Τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές του ἔδινε ἄδεια νά πηγαίνη στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου Θεσσαλονίκης, νά ἐκκλησιάζεται καί νά ψέλνη.

Τό ἐπίδομα τῶν στρατιωτῶν, τότε, ἦταν 53 δραχμές τόν μῆνα. Φυσικά, τοῦ Παππούλη αὐτό τό ἐλάχιστο ποσό ὄχι μόνο του ἔφθανε, ἀλλά μέ αὐτό ἔκανε ἐλεημοσύνες, «δάνειζε» τούς συναδέλφους του, ἔδινε σ' ὅποιον τοῦ ζητοῦσε.

Στόν στρατό ὁ πατήρ Σωφρόνιος ἀρρώστησε βαρειά. Ἔκανε ὑψηλό πυρετό 40°-41°, πού δέν ἔπεφτε. Ἡ κατάστασί του ἦταν ἀπελπιστική. Τότε τοῦ ἔκαναν ἔφοδο χιλιάδες δαίμονες, γιά νά τόν τρομάξουν καί νά τόν τρομοκρατήσουν. Ὅμως, μόνο μέχρι γύρῳ,γύρω-γύρῳ,γύρω στό κρεββάτι μποροῦσαν νά φθάσουν. «Ἀγγίζανε τό κρεββάτι», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, «ἀλλά ἐπάνω δέν μποροῦσαν νά ἀνέβουν. Γύρῳ,Γύρω-γύρῳ,γύρω μόνο».

Οἱ γιατροί δέν μποροῦσαν νά βροῦν τήν αἰτία. Νοσηλεύθηκε στό 424 Στρατιωτικό Νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα. Ἡ κατάστασί του, ἀντί νά βελτιώνεται, χειροτέρευε. Τόν ἔφεραν στήν Ἀθήνα καί νοσηλεύθηκε σέ διάφορα νοσοκομεῖα. Τελικά, βρέθηκε ὅτι πάσχει ἀπό τήν νόσο τοῦ Χάνσεν, τήν γνωστή λέπρα, καί μεταφέρθηκε στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό Ἀθηνῶν.

Ὁ πατήρ Εὐάγγελος Παπανικολάου, ὁ καί ἰατρός, θυμᾶται πού τοῦ ἔλεγε ὁ Παππούλης μας:

«»Μέ παίρνουν φαντάρο καί μέ στέλνουν στήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἀρρώστησα κι ἄλλο. Μέ πᾶνε στόν στρατιωτικό γιατρό, μοῦ λέει: «Ἔχεις ἀφροδίσια».»Τί ἔχω;».»Ἀφροδίσια, τά κόλλησες ἀπό γυναῖκα». Γελῶ, Βαγγέλη μου, γελῶ. «Γιατρέ μου, ἄλλο πρᾶγμα ἔχω», τοῦ λέω. «Δέν ἔχω ἀφροδίσια». Ἀκοῦς, Βαγγέλη, ἀφροδίσια», καί γέλαγε, γέλαγε. «Καί τί ἔγινε, Γέροντα;», ἐρώτησα. «Εἶμαι στό λεωφορεῖο καί ἔλεγα: «Παναγία μου, Καλυβιανή, τί ἀρρώστια ἔχω ἐγώ;».Μέ πλησιάζει ἕνας ἄνθρωπος καί μοῦ λέει: «Πάτερ, νά σοῦ πῶ, εἶσαι ἄρρωστος ἀπό λέπρα, νά πᾶς στό νοσοκομεῖο, στήν Ἀθήνα. Εἶμαι κι ἐγώ ἄρρωστος ἄπ' αὔτό.να πάς στό νοσοκομεῖο στήν Ἁγία Βαρβάρα». Ἐπῆγε ὁ πατήρ Εὐμένιος στό νοσοκομεῖο, τόν εἶδαν καί τοῦ ἄρχισαν τήν θεραπεία. Ἐκεῖ συνάντησε τόν πατέρα Νικηφόρο, πού εὐωδιάζουν τά λείψανά του».

Καί ὁ Μόρφου Νεόφυτος μᾶς ἔλεγε:

«Ὑπῆρχε τότε ἕνας νόμος, πού ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε οἱ καλόγεροι, ὅταν ἦταν σέ νεανική ἡλικία, νά πᾶνε στρατιωτικό. Καί τόν ξύρισαν. Φανταστεῖτε τώρα, τόν κούρεψαν. Κι αὐτός πῆγε. Πῆγε στόν στρατό, στήν Θεσσαλονίκη, κι ἐκεῖ, γιά πρώτη φορά, φάνηκε τό πρόβλημα τῆς ἀσθένειας τοῦ Χάνσεν, τῆς λέπρας.

«Καί ἤμουν», λέει, «ξαπλωμένος σ' ἕνα κρεββάτι καί εἶχα πάρα πολύ πυρετό. Κι ἐκείνη τήν ὥρα μου εἶπαν: «Ἄκουσε, πάτερ Σωφρόνιε, εἶσαι ἄρρωστος, πολύ βαρειά ἄρρωστος, καί δέν μπορεῖς πιά νά ἐπιστρέψης στό μοναστήρι σου. Ἄν πᾶς, θά πρέπη νά πᾶς γιά λίγο καί μετά θά πρέπη νά σέ πᾶνε στό Νοσοκομεῖο».

Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἔπασχε ἀπό λέπρα, ἔλεγε: «Χάρηκα πάρα πολύ». «Χάρηκες;», τοῦ λέω. «Ναί, μέ γέμισε ἀπέραντη χαρά. «Ὀσο πιό μεγάλη ἀσθένεια, τόσο πιό μεγάλος σταυρός, τόσο πιό μεγάλη Ἀνάστασι. Καί εἶπα: Πώ, πώ, πώ, μεγάλο δῶρο μου ἔδωσες, Θεέ μου. Σ' εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, πού μοῦ ἔδωσες μεγάλο σταυρό. Θά ἔχω μαζί Σοῦ μεγαλύτερη συμμετοχή στά πάθη Σου, ἀλλά καί μεγαλύτερη συμμετοχή στήν Ἀνάστασί Σου». Ἄκου ὁ ἄνθρωπος! Καί ἦταν μόλις 20 χρόνων».

Ἀδιάλειπτος ἀγῶνας

Στόν ἀντιλεπρικό Σταθμό Ἀθηνῶν, ὁ πατήρ Σωφρόνιος νοσηλεύτηκε ἐπιτυχῶς καί θεραπεύτηκε τελείως. Ἡ ἀσθένεια δέν τοῦ ἄφησε καμμία παραμόρφωσι, οὔτε τό παραμικρό σημάδι.

Μετά τήν θεραπεία του ἀπό αὐτή τή σοβαρή ἀσθένεια, παρέμεινε μέσα στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό, ἀπό ἀγάπη γιά τούς πάσχοντας ἀδελφούς του. Ἡ Διεύθυνσι τοῦ Σταθμοῦ, ἐπειδή ἦταν μοναχός, τοῦ παρεχώρησε ἀτομικό κελλάκι, δίπλα στό ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Στό κελλάκι αὐτό ὁ Παππούλης πέρασε ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή του.

Ἐκεῖ ξανάρχισε τούς πνευματικούς ἀγῶνες, πού εἶχε στερηθεῖ λόγῳ τοῦ στρατοῦ καί τῆς ἀσθενείας του.

Καθημερινές ἀσχολίες τοῦ πατρός Σωφρονίου ἦταν ἡ φροντίδα γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ Ναοῦ, στόν ὁποῖο ἀνέλαβε καί καθήκοντα ἱεροψάλτου, καί ἡ περιποίησι ἀσθενῶν, πού ἦταν παράλυτοι καί δέν εἶχαν κανένα νά τούς φροντίση.

Ἀκόμη, ἔφτιαχνε λιβάνι καί τό μοίραζε σέ μοναστήρια καί ναούς, καί γέμισε τούς θαλάμους μέ ἱερές εἰκόνες καί πνευματικά βιβλία.

Τά καλοκαίρια πήγαινε γιά μῆνες στό Ἅγιο Ὄρος, στό ὁποῖο ἀναπαυόταν πολύ.

Πήγαινε ἐπίσης στήν Κρήτη, στήν Μονή τῆς μετανοίας του καί στήν Ἱερά Μονή Καλυβιανής, ὅπου συνεδέθη μέ τόν ἱδρυτή της Μητροπολίτη Τιμόθεο, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης.

Ὅταν ἔκλεισε τό Λωβοκομεῖο τῆς Χίου, τοῦ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος τόν Ὀσιώτατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό καί παράλυτο. Ὁ πατήρ Σωφρόνιος τόν ὑπηρέτησε μέ ὅλη του τήν ψυχή καί καρδιά καί τόν εἶχε πνευματικό πατέρα καί ὁδηγό.

Ὁ ἀντίδικος, ὅμως, διάβολος φθόνησε τήν καλή πολιτεία τοῦ ἀγωνιστοῦ Σωφρονίου καί τόν πολέμησε μέ σφοδρότητα καί τόν ταλαιπώρησε πολύ. Τόν ἀπάλλαξε διά παντός ἄπ' αὐτόν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου.

Τό 1975, σέ ἡλικία σαραντατεσσάρων ἐτῶν, ὁ μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε εἰς πρεσβύτερον καί πῆρε τό ὄνομα Εὐμένιος. Ὁ πατήρ Εὐμένιος συνέχισε τή ζωή του στό Λοιμωδῶν ὡς Ἱερεύς, διεκρίθη δέ καί ὡς ἄριστος πνευματικός.

Μετά τήν πτῶσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στήν Ρωσσία, πῆγε προσκυνηματικό ταξείδι στή Μόσχα, στήν Πετρούπολη καί στό Κίεβο.

Μέ τήν ἐπιστροφή ἀπό ἐκεῖ, ἄρχισαν τά ἄλλα μεγάλα προβλήματα ὑγείας: σάκχαρο, ἀνεπάρκεια νεφρῶν, προβλήματα ὁράσεως καί τά πόδια του, πού ἔλεγαν οἱ γιατροί νά του τά κόψουν. Ἔμπαινε καί ἔβγαινε συνεχῶς σέ νοσοκομεῖα.

Παρ' ὅλα αὐτά, ὅμως, ἔκανε ἀκόμη μερικά ταξείδια καί συνέχιζε τά ἱερατικά του καθήκοντα εἰς τό ἀκέραιον: Ἱερές Ἀκολουθίες καί ἀτελείωτες ἐπισκέψεις σέ σπίτια πνευματικῶν του παιδιῶν γιά ἁγιασμούς, εὐχέλαια καί ἐξορκισμούς.

Αὐτό κράτησε πάνω ἀπό ὀκτώ-δέκα χρόνια, ὁπότε μπῆκε γιά τελευταία φορά στό νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμός, ὅπου, στίς 23 Μαΐου 1999, ἀπεδήμησε εἰς Κύριον σέ ἡλικία ἔξηνταοκτώ ἐτῶν.

Ἀκολουθοῦν κάποιες μαρτυρίες ἀπό τίς τελευταῖες ἐκεῖνες ὧρες.

Ὁ Γέροντας Εὐμένιος Σαριδάκης μέ τόν μετέπειτα μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο τότε ὡς διάκονο στή Ρωσία


Στήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τους...

Τόν σεβαστό Πατέρα Εὐμένιο, τόν ἀγαπημένο μας «Παππούλη», ἐκάλεσε ὁ Κύριός μας κοντά του στίς 23 Μαΐου τοῦ ἔτους 1999, ἡμέρα Κυριακή, στήν μνήμη τῶν Ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, τῆς ἕν Νικαία Ἀ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γύρῳ,γύρω στίς τέσσερεις τό ἀπόγευμα, ἐνῶ εὑρισκόταν στό θεραπευτήριον Εὐαγγελισμός.

Ἄς σημειωθῆ, ὅτι ὁ Πατήρ Εὐμένιος ἀνῆκε στήν Μητρόπολι Νικαίας καί εἶναι ἄξιον θαυμασμοῦ τό ὅτι ἐφάνη ὡσάν νά ἦλθαν οἱ Ἅγιοι προστάτες τῆς μητροπολιτικῆς του περιφέρειας νά παραλάβουν τό ἐκλεκτό καί ὑπερευλογημένο τέκνο τους, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τους.

Ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία ἐψάλη εἰς τόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, τόν ὁποῖο διεκόνησε ἡ ἁγιότητά του μέ περίσσια αὐταπάρνησι.

Ὁ ἐνταφιασμός του ἔγινε τήν ἑπομένη ἡμέρα στήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα, τό χωριό Ἐθιά, τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου.

Ἀποχαιρετισμός

«Δέν μπορῶ νά περιγράψω τήν θλῖψι, πού εἶχε στό πρόσωπό του, ὅταν γιά τελευταία φορά κλείδωνε τήν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, τῶν γλυκύτατων καί ἀγαπημένων του Ἁγίων, ὅπως συνήθιζε νά λέη, καί ἀποχαιρετοῦσε τό ἅγιο κελλί του. Καί τίς τελευταῖες εὐχές γιά τό Ἵδρυμα: «Τήν εὐχή μου νά ἔχετε ὅλοι, τήν εὐχή μου νά ἔχετε ὅλοι», ἐπαναλάμβανε, ἐνῶ τόν ἔπνιγε ἕνα βουβό κλάμα, καθώς περνούσαμε γιά τελευταία φορά τούς δρόμους τῆς ἀγαπημένης του Ἀθήνας.

Εὐλογοῦσε συνέχεια καί ἔλεγε: «Ὡραῖα πού εἶναι ἡ Ἀθήνα! Ὡραία Ἀθήνα, εὐλογημένη Ἀθήνα! Τίποτε ἄλλο δέν ὑπάρχει πιό ὡραῖο ἀπό τήν Ἀθήνα». Εὐλογοῦσε τούς δρόμους, τήν Ὁμόνοια, τήν Ἀγορά, τήν Μητρόπολι, τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τους πάντες καί τά πάντα.

Ἀνεξίτηλα ἔχουν μείνει στήν μνήμη μου τά λόγια, πού εἶπε τήν Πέμπτη 29 Ἀπριλίου τοῦ 1999, τά μεσάνυκτα: «Σήμερα ἤθελαν πάλι νά μοῦ κάνουν αἱμοκάθαρσι δύο ὧρες. Μέ τρύπησαν ἑπτά-ὀκτώ φορές. Μέ τρύπαγαν αὐτές, μέ τρύπαγαν σάν τόν Δεσπότη Χριστό. Μαρτύρησα, μαρτύρησα σάν τόν Δεσπότη Χριστό. Γιατί τό κάνουν αὐτές αὐτό;» «Γέροντα», τοῦ ἀπαντῶ, «δέν θά ἤξεραν οἱ νοσοκόμες». «Θέλετε νά ἀλλάξουμε γιατρούς καί νοσοκομεῖο», τοῦ πρότεινα. «Μπά, δέν χρειάζεται», μοῦ ἀπαντάει. «Μοῦ ἀρέσει πολύ ὁ Εὐαγγελισμός...»

Ὁ τελευταῖος Ἑσπερινός


«Γιά τελευταία φορά ὁ Γέροντας εἰσήχθη στόν Εὐαγγελισμό στίς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 (ἑορτή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου).

1η Μαΐου τοῦ 1999. Δέν αἰσθάνεται καθόλου καλά.

2α Μαΐου. Τόν θυμᾶμαι τό βράδυ ἐκεῖνο τῆς Κυριακῆς, μέ τό ραδιοφωνάκι στά χέρια, νά παρακολουθῆ τόν Ἑσπερινό τοῦ Ἁγίου Πέτρου, πολιούχου Ἄργους. Ἦταν ὁ τελευταῖος Ἑσπερινός, πού ἄκουγε.

3η Μαΐου, 4η Μαΐου, ὁ Γέροντας χειροτέρευε. Ἀπό τούς γιατρούς καμμία βοήθεια. Ἔλεγε συνέχεια: » Ἐλᾶτε, πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω...»....

5η Μαΐου ἕως 23η Μαΐου, πονοῦσε φοβερά ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες.

Στίς 23 Μαΐου τοῦ 1999, τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων, στίς 4:10 μ.μ., ἐκοιμήθη».

Μετά τήν κοίμησί του ἐπιτελεῖ πολλά καί μεγάλα θαύματα, ὅπως τό ὁμολογοῦν ἄνθρωποι πού ὑεργετήθηκαν ἡ αὐτόπτες μάρτυρες. Ὁ βίος του ὑπῆρξε ἀρετή καί ἡ ἀρετή βίος.

Πηγή: Σίμωνος Μοναχοῦ, Πατήρ Εὐμένιος - Ὁ κρυφός ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, Ἐπιμέλεια κειμένου: Μαίρη Ἀποστολάρα, Πρώτη Ἔκδοσι, Δεκέμβριος 2009.

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2022/05/23-1999.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου