Ο γερω–Δαμασκηνός ὁ Κομποσχοινᾶς, ἀπό τήν Καλύβη τῆς Ἀναλήψεως τῆς Κουτλουμουσιανῆς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἦταν ἀκτήμων. Στό Κελλί του εἶχε μόνο τίς κουβέρτες πού σκεπαζόταν, τά ροῦχα του, λίγα τρόφιμα καί μαλλί γιά νά πλέκη κομποσχοίνια. Αὐτό ἦταν τό ἐργόχειρό του.
Ἀρχικά ἔκανε στήν ἔρημο στά Κατουνάκια δύο χρόνια σέ κάποιον γερω–Ἰσίδωρο, ἔπειτα ἦρθε στό Κουτλουμούσι καί ὕστερα πῆρε τό Καλύβι στήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὅπου ἔμεινε σ᾿ ὅλη του τήν ζωή. Τόν τελευταῖο καιρό τόν πῆραν στό Κουτλουμούσι, ὅπου ἐκοιμήθη καί ἐτάφη.
Τίς νύχτες ἄναβε τήν λάμπα καί ἔκανε ἀγρυπνία. Ἔλεγε τήν εὐχή, ἔκανε μετάνοιες καί, ὅταν τόν πολεμοῦσε ὁ ὕπνος, ἔπλεκε κομποσχοίνι. Τήν περισσότερη ἀγρυπνία τήν περνοῦσε μέ μετάνοιες. Τό παράθυρό του ἦταν ἀπέναντι ἀπό τό Καλύβι τοῦ γέροντος Παϊσίου καί ὅλη νύχτα φαινόταν τό φῶς. Κάποια φορά πού συναντήθηκαν, τόν ρώτησε ὁ γερω–Παΐσιος: «Καλά, ἐσύ δέν κοιμᾶσαι καθόλου τίς νύχτες;». Ἔκτοτε ἔβαλε ἕνα ὕφασμα στό παράθυρό του, γιά νά μή φαίνεται τό φῶς καί ἔκρυβε τήν πνευματική του ἐργασία.
Ἦταν ἀσκητής. Ἔκανε συνεχῶς ἐνάτες. Ἡ μέση του ἦταν πολύ λεπτή. Γύριζε δύο φορές ἡ ζώνη του. Τό στομάχι του σά νά μήν ὑπῆρχε. Τόν Δεκαπεν- ταύγουστο προσπαθοῦσε νά μήν τρώγη τίποτε ἐκτός τοῦ Σωτῆρος. Ὅταν ἦταν στό Κουτλουμούσι, προτιμοῦσε νά διαβάζη στήν τράπεζα, γιά νά ἐγκρατεύεται στό φαγητό χωρίς νά τόν βλέπουν. Εἶχε μπροστά στό σπίτι του μία μουριά. Κάποιες φορές ἔτρωγε κανένα μοῦρο καί χαλοῦσε τήν ἐνάτη. Γι᾽ αὐτό θέλησε νά τήν κόψη, ἀλλά τόν ἐμπόδισε ὁ γερω–Παΐσιος. Στήν ἀντοχή στήν ὀρθοστασία ἦταν ἄφθαστος. Στήν πανήγυρη τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος ἔμπαινε ἀπό βραδίς στήν Ἐκκλησία καί σάν κολώνα στεκόταν ἀκίνητος, πάντα ὄρθιος στό στασίδι του μέχρι τό πρωΐ. Οὔτε ἔξω ἔβγαινε οὔτε καθόταν καθόλου. Ἐνῶ ἔκανε τόση ἄσκηση, αὐτομεμφόταν λέγοντας ὅτι εἶναι «κρασοπατέρας», γιατί μερικές φορές ἔπινε κρασί.
Ζοῦσε βίον ἡσυχαστικό, ἁπλό καί ἀπράγμονα. Δέν ἔβαζε κῆπο καί σπάνια μαγείρευε. Νερό τό καλύβι του δέν εἶχε. Πήγαινε μέ τό κανάτι καί ἔπαιρνε ἀπό τό ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.
Ἦταν πολύ ἐλεήμων. Ἀπό τό ἐργοχειράκι του ἔκανε καί ἐλεημοσύνες. Πήγαινε στά γεροντάκια καί τούς ψώνιζε φαγώσιμα, παπούτσια, ροῦχα. Ἔδινε χρήματα στόν τσαγκάρη στίς Καρυές καί τοῦ ἔλεγε νά φτειάχνη παπούτσια καί νά τά δίνη σέ ἄτομα πού εἶχαν ἀνάγκη, ἀλλά νά μήν τούς ἀποκαλύπτη ποιός τά κάνει εὐλογία. Ὅποιος τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του πήγαινε νά τοῦ εὐχηθῆ, τοῦ ἔδινε καί 300 δραχμές γιά νά φάη κάτι, ἐπειδή δέν ἔκανε τράπεζα.
Ὅταν ἔκανε Λειτουργίες στό Καλύβι του, ἔψαλλε πολλά Ἀπολυτίκια, ὅσων Ἁγίων εὐλαβεῖτο, καί ζητοῦσε νά διαβάσουν 3–5 Ἀποστόλους καί Εὐαγγέλια. Στό τέλος ἔδινε στόν ἱερέα κομποσχοίνια.
Ὅταν ἀρρώσταινε, κατέφευγε στόν ἅγιο Παντελεήμονα γιά βοήθεια. Δέν ἤθελε γιατρό οὔτε νά βγῆ ἔξω. Φοβόταν μήπως πεθάνη ἔξω ἀπ᾽ τό Ἅγιον Ὄρος. «Ποῦ ξέρεις, εὐλογημένε, τέτοιος πού εἶμαι», ἔλεγε μέ ταπείνωση.
Ἔλεγε: «Ἡ Ἑλλάδα εἶναι τό βασίλειον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Ἅμα χαθῆ ἡ Ἐκκλησία, θά χαθῆ καί ἡ Ἑλλάδα».
Στήν λιτανεία τοῦ Ἄξιόν Ἐστι ἔπαιρνε τό βάθρο πού ἀκουμποῦσαν τήν Εἰκόνα. Μᾶλλον τό ἔκανε ἀπό ταπείνωση. Δέν ἐπεδίωκε νά παίρνη τήν Εἰκόνα ὡς ἀνάξιος ἀλλά τό βάθρο, καίτοι ἦταν βαρύ, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν πολύ καταβεβλημένος καί ἡ διαδρομή ἀρκετά μεγάλη.
https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtikh/apofthegmata-apo-tin-askitiki-4/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου