Σελίδες

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Ἀλήτης τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ (Περί Μοναχισμοῦ Β΄), Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης



(Λουκ. 11, 14-23)

Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅταν μικρό παιδάκι ἀκόμα ἔμαθε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ ἐργαζότανε σέ ἕνα μπακάλικο εἰς στήν Ἀθήνα, εἶχε πολλή μέριμνα στό πῶς θά μπορέσει νά πάει στό Ἅγιον Ὄρος, καί περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν ζωή του τότε: «Μέρες ὁλόκληρες ἤμουν σκυθρωπός καί σκεπτικός. Τό ἀφεντικό μου μέ πρόσεξε. Μέ πλησίασε. Μοῦ λέει λοιπόν: Γιατί εἶσαι ἔτσι; Τί σοῦ συμβαίνει; Ἔ, κι ἐγώ τότε ἀναγκάστηκα νά πῶ ἕνα ψέμα. Εἶπα ὅτι ἔμαθα ἀπό κάποιον χωριανό μου, ὅταν εἶχα κατέβει κάτω ἀπό τό μπακάλικο νά πάρω διάφορα τρόφιμα, ὅτι ἡ μητέρα μου εἶναι ἄρρωστη καί θά ἤθελα νά πάω νά τήν δῶ. Ἐκεῖνος τό πίστεψε καί μοῦ ἔδωσε χρήματα γιά τό εἰσιτήριο νά πάω στήν μητέρα μου. Μοῦ ἔδωσε καί τρόφιμα νά τῆς πάω καί μέ συμπόνια μέ κατευόδωσε ὡς ἔξω.

Ἔτρεξα στό καράβι. Ξεκίνησα γιά τό Ἅγιον Ὄρος! Ἄρχισε νά πραγματοποιεῖται τό ὄνειρό μου». Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἦταν πολύ μικρός ἀκόμα στήν ἡλικία. «Τό καράβι θά περνοῦσε ἀπό τή Χαλκίδα, τόν Βόλο καί μετά ἀπό Θεσσαλονίκη. Ὅταν ὅμως ἐπροχώρησε λίγο, μέσα μου μ' ἔπιασε μιά στενοχώρια. Ἤθελα νά φθάσω στόν προορισμό μου, ἀλλά φοβόμουνα καί λυπόμουνα τούς γονεῖς μου, πού μή ξέροντας ποῦ εἶμαι, θ' ἀγωνιοῦσαν. Δέν ἄντεξα καί, ὅταν τό καράβι ἔφτασε στήν Λίμνη Εὐβοίας, κατέβηκα καί γύρισα πίσω μέ ἄλλο καράβι στόν Πειραιᾶ. Βλέπουμε πῶς παλεύει μικρό παιδί μέ τό δέσιμο πού ἔχει μέ τούς γονεῖς του, τό συναισθηματικό δέσιμο, τό ὁποῖο ἐμποδίζει πολλούς στό νά ἀφήσουν τόν κόσμο καί νά ἀφιερωθοῦν στόν Θεό.

Ἐγύρισε πίσω. Ἐκεῖ ἐπῆγα, λέει, στά ἀφεντικά μου καί τούς εἶπα ὅτι ἔγινε καλά ἡ μητέρα μου. Ἔτσι συνέχισα τή δουλειά ὅπως πρῶτα. Ἄλλα ὄχι ἀκριβῶς ὅπως πρῶτα. Ἤμουν σκεπτικός, προσευχόμουνα συνέχεια, ἔτρωγα λίγο, ἔκανα μετάνοιες. Ἀλλ' ὅμως ἀπό τή ζωή αὐτή ἀδυνάτισα, ἄλλαξα. - Τί ἔχεις, Ἄγγελε, μέ ρωτοῦσαν, τί ἔχεις; Σέ βλέπουμε πού εἶσαι σκεπτικός καί ἀδυνάτισες πολύ, παιδί μου. Ἐμεῖς σέ ἀγαπᾶμε καί σέ θέλουμε νά εἶσαι ἐδῶ, ἀλλά μήπως θέλεις νά πᾶς στούς γονεῖς σου; - Ναί, τούς λέω, θέλω νά πάω. - Πήγαινε, ἄν θέλεις, νά τούς δεῖς καί ὅταν ἔλθεις, νά μᾶς φέρεις κανένα καλό παιδί σάν ἐσένα γιά τό μαγαζί. Ἔτσι μοῦ ἔδωσαν πάλι χρήματα, τρόφιμα, γλυκά, κάτι μπουκάλες μέ λικέρ πίπερμαν καί ἄλλα διάφορα, καί μ' ἔφερε τό ἀφεντικό μου στό καράβι καί μοῦ ἔβγαλε εἰσιτήριο γιά τήν Χαλκίδα.

Ἦταν ἕνα καράβι πού ἔφευγε γιά Χαλκίδα, Αἰδηψό, Βόλο, Θεσσαλονίκη, Ἅγιον Ὄρος, Δάφνη. Αὐτό τό καράβι λεγόταν «Ἀθῆναι». Μπῆκα μέσα. Τό καράβι ἔφυγε. Ἦταν νύχτα ὅταν ξεκινήσαμε. Ταξιδεύαμε ὅλη τήν νύχτα. Κάποια ὥρα ἐφθάσαμε στήν Χαλκίδα. Ὅταν τό καράβι σταμάτησε, οἱ ναῦτες φωνάζανε: - Ποιός γιά Χαλκίδα; Ποιός γιά Χαλκίδα; Ἐγώ μιλιά, δέν ἔλεγα τίποτα. Εἶχα ριζώσει σέ μιά γωνιά καί δέν μιλοῦσα. Τό καράβι ἔφυγε ἀπ' τήν Χαλκίδα. Ὅταν, ὅμως, ἐφθάσαμε στήν Αἰδηψό, οἱ ναῦτες μέ βρήκανε, γιατί ἐξετάζανε ἐκεῖ τά εἰσιτήρια. - Γιατί δέν βγῆκες στήν Χαλκίδα; μοῦ λένε. - Κοιμόμουνα ἀπάντησα. - Τώρα τί θά γίνει; μέ ρωτᾶνε. Πρέπει νά πληρώσεις. - Ἄ, λίγα λεφτά ἔχω, τούς λέω. - Καλά, μοῦ ἀπαντᾶνε. Μέ τραβήξανε ἔτσι, χωρίς λεφτά. Τότε τά λεφτά ἤτανε πεντάρες, δεκάρες.. καμιά δραχμή θά εἶχα ὅλα ὅλα ἐκεῖ πέρα.

Ὅταν ἐβγήκαμε στόν Βόλο, μ' ἔπιασε μεγάλη μελαγχολία. Ἔκλαιγα, ἔκλαιγα πολύ. Σκεπτόμουν ὅτι θά ἔφευγα γιά πάντα ἀπό τόν κόσμο καί οἱ γονεῖς μου θά μέ χάνανε καί ὅτι θά στεναχωριόντουσαν. Σκεπτόμουνα τ' ἀδέλφια μου. Κάτι μ' ἔπνιγε στόν λαιμό. Ἤθελα νά γυρίσω πίσω. Στόν Βόλο ἔμεινε μερικές ὧρες τό καράβι καί βγήκαμε ἔξω. Σφύριξε καί κίνησε γιά Θεσσαλονίκη. Ἐγώ ἔμεινα ἔξω, μέ σκοπό νά γυρίσω πίσω. Τήν νύχτα τήν ἐπέρασα σ' ἕνα βουνό. Ἔκλαιγα καί προσευχόμουνα.

Τήν ἄλλη μέρα, βρῆκα τό καράβι πού ἐπήγαινε στήν ἴδια γραμμή γιά Θεσσαλονίκη. Μπῆκα μέσα, ἀλλά τά χρήματά μου εἶχαν τελειώσει, καί γι' αὐτό χωρίς εἰσιτήριο κρυβόμουν στήν πρύμνη, γιά νά μήν μέ κατεβάσουν. Σέ κάποια στιγμή μοῦ ζήτησαν οἱ ναῦτες εἰσητήριο. Δέν εἶχα καί μέ μάλωσαν. Καθόμουνα σέ ἕναν πάγκο ἀπό τό ἀριστερό μέρος τοῦ καραβιοῦ καί κοίταζα τό πέλαγος. Ἔλεγα ἕναν εἱρμό πού μέ εἶχε μάθει ὁ πατέρας μου πού ἦταν ψάλτης καί τόν ἔλεγε ὅταν γινότανε τό Ψυχοσάββατο. Καί ὁ εἱρμός αὐτός ἔλεγε: «Τοῦ βίου τήν θάλασσαν, ὑψουμένην καθορῶν, τῶν πειρασμῶν τῷ κλύδωνι, τῷ εὐδίῳ λιμένι Σου προσδραμών, βοῶ Σοι∙ Ἀνάγαγε ἐκ φθορᾶς, τήν ζωήν Πολυέλεε».

Ἔλεγα: «Θεέ μου, ἡ ζωή μου εἶναι μιά θάλασσα φουρτουνιασμένη καί Σοῦ ζητάω, ὅπως εἶμαι καί ἐγώ ταξιδιώτης αὐτῆς τῆς φουρτουνιασμένης θαλάσσης, νά οἰκονομήσει ἡ Θεία Σου Πρόνοια νά πάω σέ ἕνα λιμάνι, νά ἡσυχάσει ἡ ψυχή μου ἐκεῖ, στό λιμάνι πού θά εἶσαι Ἐσύ, ἡ εἰρήνη». Καί τά ἔλεγα αὐτά, μᾶλλον τά ἔψαλλα σιγανά κι ἔκλαιγα, γιατί τό αἴσθημά μου ἦταν βαθύ, πού θά ἄφηνα τόν κόσμο, δηλαδή ἄφηνα τούς γονεῖς μου. Δέν μέ πείραζε γιά τόν κόσμο, δέν εἶχα ἔγνοια ἐγώ γιά τόν κόσμο. Μόνο γιά τούς γονεῖς. Ἤμουνα μικρός καί μόνο τούς γονεῖς θυμόμουνα καί λυπόμουνα πού τούς ἄφηνα»[1]. Βλέπουμε ἔτσι αὐτή τήν πάλη πού κάνει μικρό παιδί, γιά νά μπορέσει νά ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπό τό δέσιμο μέ τούς γονεῖς του καί νά ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικά στόν Θεό.

«Ἔφθασε μεσημέρι καί ἐτρώγανε στό κατάστρωμα∙ ἐκείνη τήν ἐποχή ἔτσι γινότανε. Εἴχανε καθίσει οἰκογένειες-οἰκογένειες. Ἀπέναντί μου ἦταν μιά γυναίκα μέ τόν ἄντρα της καί τά τρία τους παιδιά. Ἐγώ ἤμουνα ἐκεῖ καί κοίταζα τήν θάλασσα. Σέ μιά στιγμή ἔρχεται μιά κυρία -ἐπειδή εἶχαν ἔρθει οἱ ναῦτες καί εἶχαν ζητήσει εἰσιτήριο καί δέν εἶχα, εἴδανε ὅτι ἤμουν φτωχό παιδί- μέ τραβάει ἀπό τόν ὦμο καί μοῦ δίνει ἕνα κομμάτι ψωμί καί πάνω σέ αὐτό εἶχε τρία μάτσα μαρίδες. Παλιά στό τηγάνι ψήνανε τίς μαρίδες τρεῖς-τρεῖς ἑνωμένες μέ σκουπόχορτο πού τό περνοῦσαν ἀπό τά ματάκια τους, τίς ἀλευρώνανε καί τίς τηγανίζανε.

Τῆς λέω: - Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ πολύ! Κάποιες ἄλλες κυρίες, πού ἦταν δίπλα, τῆς λένε: -Μπράβο, πολύ καλά! Πῶς τό σκέφθηκες; Ἐμεῖς δέν τό σκεφθήκαμε. Καί τότε ἐκείνη γυρίζει καί τούς λέει: -Τέτοια παιδιά, ἀλητόπαιδα, δέν πρέπει νά τά κοιτάζει κανείς, οὔτε νά τούς προσφέρει τίποτα, ἀλλά τί νά κάνουμε; Εἴμαστε καί ἄνθρωποι.

Ἐγώ ὁ καημενούλης, ὅταν ἄκουσα τήν λέξη «ἀλητόπαιδο», μές στήν ψυχούλα μου ἐχάρηκα, γιατί σκέφτηκα ὅτι ὄντως ἀλητόπαιδο εἶμαι. Ἔγινα ἀλήτης τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, καί ἔλεγα: - Χριστέ μου, σῶσε με, ὁδήγησέ με!

Ἐφθάσαμε κάποια ὥρα στή Θεσσαλονίκη. Βγήκαμε ἀπό τό καράβι. Δέν ἤξερα ποῦ νά πάω. Πῆγα στόν Ἅγιο Δημήτριο, προσκύνησα. Γονάτισα καί ἔκλαιγα καί τόν παρακαλοῦσα τόν Ἅγιο νά μέ βοηθήσει νά πάω νά γίνω ἐρημίτης. Αὐτό ἤτανε τό ὄνειρό μου. Μετά πῆγα ψηλά, σ' ἕναν λόφο καί ἔφθασα σ' ἕνα ἐκκλησάκι, σ' ἕνα ξωκλήσι. Ἦταν κλειστό. Ἔξω ὅμως εἶχε ἕνα παγκάκι. Ἐκεῖ ἔμεινα ὅλη τήν νύχτα. Ἔκλαιγα πολύ, ἤθελα πάλι νά γυρίσω στό σπίτι, στούς γονεῖς μου. Ἦταν πειρασμός γιά μένα αὐτό. Τρεῖς φορές ἐγύρισα πίσω. Ἐκεῖ πού ἔκλαιγα, ἔλεγα καί λόγια τῆς παρακλήσεως τῆς Παναγίας μας, πού μέ εἶχε μάθει ὁ πατέρας μου. Συνέχεια ἐπαναλάμβανα: «μήν μοῦ παρίδεις τήν δέηση, τό συμφέρον ποίησον...». Τό ἔλεγα συνέχεια καί ἔκλαιγα. Ἔτσι μέ πῆρε ὁ ὕπνος.

Ἐξέχασα νά σᾶς πῶ, ὅτι τά δῶρα πού μοῦ ἔδωσαν τά ἀφεντικά μου, γιά νά πάω στό σπίτι μου τάχα, τά μοίρασα σέ κάτι φαντάρους μέσα στό καράβι. Ἐκεῖνοι ἀπορούσανε πῶς τούς τά ἔδωσα! Τά πήρανε ὅμως. Ὅπως σᾶς εἶπα, μέ πῆρε ὁ ὕπνος ἔξω ἀπό τό ἐξωκλήσι. Ἐξύπνησα τό πρωί, κατέβηκα στή θάλασσα, ἐπῆρα τό καράβι -δέν ἄντεξα στόν πειρασμό- καί ἐγύρισα πάλι στόν Πειραιᾶ»[2]. Βλέπουμε πόσο ἀγωνίστηκε ὁ σύγχρονος αὐτός Ἅγιος ἀπό πολύ μικρό παιδί νά ξεπεράσει τόν φυσικό δεσμό μέ τούς συγγενεῖς -καί μέ τούς γονεῖς του μάλιστα- γιά νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό καί νά γίνει μοναχός.

Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι «παρακινεῖται νά γίνει κάποιος μοναχός, γιά τίς ἑξῆς τρεῖς παρακάτω αἰτίες: εἴτε γιά τήν μέλλουσα Βασιλεία, (πρῶτος λόγος), εἴτε γιά τά πολλά του ἁμαρτήματα, (δεύτερος λόγος), καί τρίτον, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐάν κάποιος γίνει μοναχός χωρίς νά τόν ἔχει παρακινήσει μιά ἀπό τίς παραπάνω αἰτίες, τότε ἡ ἀναχώρησή του εἶναι παράλογη»[3], λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, προφανῶς ἀπό τήν ἀγάπη πού εἶχε πρός τόν Θεό, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο.

«Ἀποκρύπτει ὁ Κύριος ἀπό αὐτούς πού ζοῦν στόν κόσμο τήν δυσκολία -ἤ μᾶλλον τήν εὐκολία- τοῦ μοναχικοῦ ἀγῶνος, γιατί ἄν τήν γνώριζαν, κανείς δέν θά ἀποφάσιζε νά γίνει μοναχός. Αὐτός πού ἀπαρνήθηκε τόν κόσμο», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «αὐτός πού ἀπαρνήθηκε τόν κόσμο καί ἔγινε μοναχός ἀπό τόν φόβο τῆς κολάσεως εἶναι ὅμοιος μέ τό θυμίαμα, πού ἐνῶ καίγεται στίς ἀρχές καί ἀναδίδει εὐωδία, στό τέλος ὅμως καπνίζει. Ἐκεῖνος πού τόν ἀπαρνήθηκε μέ τήν ἐλπίδα τοῦ μελλοντικοῦ μισθοῦ καταντάει μία μυλόπετρα πού γυρίζει συνεχῶς στό ἴδιο μέρος. Ὅποιος ὅμως ἀναχώρησε ἀπό τόν κόσμο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εὐθύς ἐξαρχῆς ἔχει μέσα του φλόγα, ἡ ὁποία ἄν τυχόν πέσει σέ ξύλα ἤ σέ δάσος αὐξάνει ὑπερβολικά καί συνεχῶς ἐπεκτείνεται πρός τά ἐμπρός»[4].

Ἔτσι ὅπως συνέβη μέ τόν Ἅγιο Πορφύριο, ὁ ὁποῖος ἀπαρνήθηκε τόν κόσμο καί τούς γονεῖς του, μέ ἀρκετή δυσκολία ὅπως εἴδαμε, ἀλλά ἐπειδή εἶχε αὐτή τήν ἀγάπη στόν Θεό, τόν Θεῖο ἔρωτα, γι' αὐτό καί καρποφόρησε πλουσιότατα καί γέμισε μέ ἀρετές καί μέ τά θεῖα χαρίσματα.

«Ἄς προσέξουμε», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, «μήπως ἐνῶ μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριος στήν οὐράνια παράταξη τῶν μοναχῶν, ἀρνηθοῦμε τήν πρόσκληση ἀπό ὀκνηρία καί ραθυμία καί σταθοῦμε ἔτσι ἀναπολόγητοι στό μεγάλο βῆμα τῆς Κρίσεως.

Μοναχός εἶναι ἐξαγνισμένο σῶμα καί καθαρό στόμα καί φωτισμένος νοῦς. Μοναχός σημαίνει ἀδιάκοπη ἔκσταση τοῦ νοῦ καί ἀκατάπαυστη λύπη γιά τήν παροῦσα ζωή. Μοναχός εἶναι βία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως συνεχής καί μιά ἀδιάκοπη φυλακή τῶν αἰσθήσεων»[5]. Δηλαδή συνεχῶς ὁ μοναχός βιάζει τόν ἑαυτό του νά βγεῖ ἀπό τήν ἀμέλεια, ἀπό τήν ραθυμία, ἀπό τή σωματική ἀνάπαυση, καί νά ἐργαστεῖ γιά τόν Θεό, νά προσευχηθεῖ καί νά κάνει τήν κατά Θεόν ἄσκηση, καί συγχρόνως προσέχει τίς αἰσθήσεις του, τίς φυλάγει, ὥστε τίποτε τό ἐπιβλαβές νά μήν εἰσέλθει στήν ψυχή του.

«Μοναχός σημαίνει ἄνθρωπος πού ἔγινε ἕνα μέ τίς ἀρετές, ὅπως ἕνας ἄλλος ἔγινε ἕνα μέ τίς ἡδονές. Μοναχός σημαίνει ἄβυσσος ταπεινώσεως, πού γκρέμισε καί ἔπνιξε μέσα της κάθε πονηρό πνεῦμα»[6].

«Ξέρεις τί θά πεῖ μοναχός; ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος. Πρῶτον, ν’ ἀγαπᾶς τόν Θεό καί δεύτερον νά κλαῖς καί νά θρηνεῖς σέ ὅλη σου τή ζωή γιά τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ προσέλευση σέ μοναστήρι ἀπό κάποιον πού θέλει νά γίνει μοναχός, δέν πρέπει νά γίνεται ἀπό ἀνάγκη καί ἀπελπισία, ἀλλά ἀπό ἐλπίδα καί ἀγάπη στόν Χριστό».

«Τό σχῆμα τον μοναχῶν», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ὀνομάζεται ἀγγελικό, γιά τήν ἀγγελική ζωή πού πρέπει νά ζοῦν οἱ μοναχοί∙ καί ὅπως οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό δέν κάνουν ἄλλο ἔργο παρά νά δοξολογοῦν ἀπαύστως τόν Θεό, ἔτσι παρομοίως καί οἱ μοναχοί στή γῆ πρέπει νά ἔχουν ἀκατάπαυστο ἔργο τό νά προσεύχονται καί νά δοξολογοῦν τόν Θεό»[7].

«Ἐκεῖνος πού ἐγκατέλειψε τά ἐξωτερικά μόνο πράγματα, π.χ. γυναῖκες, χρήματα κλπ., ἔγινε μοναχός μόνο ἐξωτερικά, ὄχι καί ὅμως ἐσωτερικά. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἀπαρνήθηκε καί τίς ἐμπαθεῖς σκέψεις τοῦ νοῦ, αὐτός εἶναι ἀληθινός μοναχός»[8].

«Τό νά γίνει κανείς μοναχός», λέει ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος, «δέν σημαίνει νά φύγει ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τόν κόσμο ἀλλά νά ἀφήσει τόν ἑαυτό του, νά φύγει ἀπό τά θελήματα τῆς σάρκας καί νά πάει στήν κατάσταση τήν ἔρημη ἀπό πάθη»[9]. Νά γίνει καθαρός δηλαδή ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες.

«Μακάριος ὁ μοναχός», λέει ὁ Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, «πού μετά τόν Θεό θεωρεῖ κάθε ἄνθρωπο σάν θεό. Μακάριος ὁ μοναχός πού βλέπει μέ ὅλη του τή χαρά σάν δική του τή σωτηρία καί τήν προκοπή τῶν ὅλων. Μακάριος ὁ μοναχός πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σάν τό παλιοσκούπιδο ὅλων»[10].

«Ὅπως ἀκριβῶς τά ψάρια πεθαίνουν, ὅταν μένουν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα στήν στεριά, ἔτσι καί οἱ μοναχοί», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «ὅταν καθυστεροῦν ἔξω ἀπό τό κελί, ἤ περνοῦν τήν ὥρα τους μέ κοσμικούς, χαλαρώνει μέσα τους ὁ ρυθμός τῆς ἄσκησης. Ὅπως λοιπόν τό ψάρι βιάζεται νά ἐπιστρέψει στή θάλασσα, ἔτσι καί ἐμεῖς νά βιαζόμαστε νά γυρίσουμε στό κελί μας, γιατί ἀργοπορώντας ἔξω ὑπάρχει κίνδυνος νά λησμονήσουμε τήν ἐσωτερική ἀγρύπνιση».

«Ὅποιος θέλει νά γίνει μοναχός», λέγει καί Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου, «πρέπει νά ταπεινωθεῖ καί νά μήν ἔχει θέλημα. Ἔγινες μοναχός καί ἔχεις θέλημα; Ἔχεις τόν σατανᾶ συνήγορο. Ἔγινες μοναχός καί ἀκολουθεῖς τόν λογισμό σου καί νομίζεις ὅτι εἶσαι ἀλάνθαστος; Ὅλο λάθη θά εἶσαι καί κανένα ὀρθό δέν θά κάνεις ποτέ. Ὁ μοναχός πρέπει νά κάθεται πάνω σέ μιά βελόνα καί νά μήν πέφτει. Εἶναι ποτέ δυνατόν νά κάθεται πάνω στή βελόνα; Εἶναι, διότι σοῦ δίνει φτερά καί σέ σηκώνει ἡ Θεία Χάρις καί δέν σέ ἀφήνει νά πέσεις ποτέ»[11].

«Ἄν ὁ Θεός σέ καλέσει καί γίνεις μοναχός», λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης, «αὐτά τά δύο νά ἔχεις μέσα σου, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη γιατί αὐτά θά μᾶς πᾶνε στόν Παράδεισο».

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης




[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).

[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[3] Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου.

[4] Ὅ.π.

[5] Ὅ.π.

[6] Ὅ.π.

[7] https://agioreitika.net/2020/02/12/%CF%80%CE%B5%CF%81%E1%BD%B6-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%87%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%E1%BF%A6-%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%87%CF%85%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%87/

[8] Ὅ.π.

[9] Ὅ.π.

[10] Ὅ.π.

[11] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου