(Λουκ. 12,13:31)
«Καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»[1]. Ποιά εἶναι ὅλα αὐτά τά «πάντα»; Εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος πού τρέφει τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί ντύνει τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ μέ μιά στολή ὑπέρλαμπρη καί πανέμορφη, Αὐτός φροντίζει καί γιά τόν κάθε ἕνα ὁ ὁποῖος ἀφήνεται στήν Θεία Του Πρόνοια. Αὐτό ἔκανε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἀπό μικρό παιδί, ὅταν βρισκότανε εἰς τό Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλά καί πρίν ἀκόμα μεταβεῖ ἐκεῖ, ὅπως ὁ ἴδιος τό ὁμολογεῖ, ἡ Θεία Πρόνοια ἐργάστηκε σέ αὐτόν ἕνα τεράστιο θαῦμα. Γιατί ἐνῶ ἀπηγορεύοντο μικρά παιδιά νά ὑπάγουν στό Ἅγιον Ὄρος, ὁ ἴδιος μέ τήν θαυμαστή ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἡλικίας 14 ἐτῶν περίπου, ἤτανε στό Ἅγιον Ὄρος. Καί ἐκεῖ μέ πολλή ἀφοσίωση ὑπηρέτησε τόν Θεό. Συνήθιζα, λέγει, νά μήν ἀφήνω τό μυαλό μου ἐλεύθερο, γιά νά ἔχω καθαρότητα νοός. Ἐπειδή κατάλαβε ὅτι τό σπουδαιότερο πράγμα σέ ἕναν μοναχό εἶναι νά ἔχει καθαρή προσευχή. Γιά νά ἔχει καθαρή προσευχή, δηλαδή προσευχή χωρίς λογισμούς, πρέπει νά ἔχει νοῦ καθαρό ἀπό λογισμούς. Γι' αὐτό φρόντιζε νά ἀποστηθίζει, ὅπως ὁ ἴδιος τό λέει, κομμάτια ὁλόκληρα ἀπό τά Ἱερά Εὐαγγέλια, γιά νά εἶναι ὁ νοῦς του καθαρός ἀπό ἄλλους λογισμούς.
«Ἐκεῖ πού ἐργαζόμουνα, ἐκεῖ πού ἔφτιαχνα τά ξυλόγλυπτα», λέγει, «εἶχα καί τήν Ἁγία Γραφή. Τήν ἄνοιγα καί ἐδιάβαζα. Εἶχα τό Εὐαγγέλιο καί διάβαζα ἀπό τήν ἀρχή τό κατά Ματθαῖον, «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ...». Τό διάβαζα, ἐργαζόμουν καί τό ἔλεγα μέσα μου. Πολλές φορές τά ἔλεγα τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου καί τά θυμᾶμαι μάλιστα καί τώρα! Μ' ἐνδιέφερε νά ἔχω στόν νοῦ μου ἅγια λόγια. Δέν μέ κούραζε πού τά ἔλεγα πολλές φορές. Ἀγαποῦσα τά θεῖα λόγια, τά ἔνιωθα, ἐμβάθυνα. Δέν χόρταινα νά τά λέγω ὅλη τήν ἡμέρα. Καί κάθε μέρα νά τά ἔλεγα, δέν κουραζόμουνα.
«Εἶχα μεγάλη λαχτάρα», ἐννοεῖ λαχτάρα γιά τόν Θεό, «κι ὅταν οἱ Γέροντές μου φεύγανε τό πρωί καί ἐρχόντουσαν τό βράδυ, ἐγώ, ἐλεύθερος πιά, πήγαινα στό ἐκκλησάκι στόν Ἅγιο Γεώργιο καί δινόμουν στήν προσευχή». Βλέπουμε πῶς ἀπό μικρός ζοῦσε τόν Θεῖο ἔρωτα καί ἡ χαρά του ἤτανε νά μιλάει στόν Θεό. «Τόσο πολύ εὐφραινόμουν, πού δέν ἔτρωγα. Δέν μοῦ ἄρεσε νά ἀποσπασθῶ. Ἔλεγα τήν εὐχή, ἔψαλλα, καί ἐδιάβαζα.
Ὅταν ἐπέρασε ὁ πρῶτος καιρός καί μεγάλωσα λίγο καί δυνάμωσα, ἀρχίσανε καί μέ στέλνανε οἱ Γέροντές μου καί ἔξω ἀπό τό κελλί. Στό κελλί, στά Καυσοκαλύβια, δέν εἴχαμε χῶμα καί τό φέρναμε ἀπό μακριά κουβαλώντας το στόν ὦμο. Ὅταν ἐπήγαινα νά κουβαλήσω χῶμα κάνοντας ὑπακοή καί βάδιζα πρός τήν σπηλιά τοῦ Ἁγίου Νήφωνος», εἶναι ἡ σπηλιά ἑνός ἀσκητοῦ ὁ ὁποῖος ἔζησε στήν περιοχή, «συνήθιζα νά μήν ἀφήνω τό μυαλό μου ἐλεύθερο, ἀλλά νά ἀποστηθίζω τήν Ἁγία Γραφή, τό Ψαλτήρι, τούς Κανόνες. Αὐτό τό ἔκανα γιά νά ἔχω καθαρότητα νοός. Οὔτε ποτέ φαντάστηκα νά χρησιμοποιήσω αὐτή τήν ἀποστήθιση ὅπως συνήθως κάνουν οἱ ἱεροκήρυκες, γιά νά τά πῶ στόν κόσμο, νά κάνω ὁμιλίες καί κηρύγματα. Ποτέ δέν φαντάστηκα ὅτι θά ἔβγαινα ἀπό την ἔρημα. Ποτέ δέν μοῦ ἦλθε ἕνα τέτοιο πράγμα στόν νοῦ. Αἰσθανόμουν ὅτι ἐκεῖ θά ἔμενα καί ἐκεῖ θά ἀπέθνησκα. Ἀλλά ὅμως, χωρίς νά τό καταλάβω, χωρίς νά τό θέλω, ἐβγῆκα -λέγει- ἔξω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.
Καί κάποια μέρα», περιγράφει ἔτσι ἕνα συγκινητικό περιστατικό τῆς ζωῆς του, «μέ στείλανε οἱ Γέροντές μου νά φέρω χῶμα στή Σκήτη. Ὅταν ἔκανα πέρα, πρός τόν Ἅγιο Νήφωνα, ὅπως συνήθιζα, ἔλεγα μέ τό μυαλό μου τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καί κοίταζα τό Αἰγαῖον Πέλαγος πού ἁπλωνότανε χωρίς ὁρίζοντα. Στάθηκα γιά μιά στιγμή σ' ἕναν βράχο, μύριζα τό θυμάρι κι ἔτσι, ὅπως ἤμουν ἐνθουσιασμένος ἀπ' τή φύση, ἄρχιζα νά φωνάζω. Ἅπλωσα μάλιστα καί τό χέρι μου κι ἔκανα κήρυγμα καί μέ δυνατή φωνή ἔλεγα: «αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς∙ ἦν γάρ αὐτῶν πονηρά τά ἔργα. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ …»[2]. Τό εἶπα μέχρι τό τέλος. Ποῦ τό εἶπα τό κήρυγμα αὐτό; Στό κενό, στή θάλασσα, σ' ὅλο τόν κόσμο. Χωρίς κανείς νά μέ ἀκούει, τό εἶπα μές στήν ἐρημιά»[3]. Μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅλη αὐτή ἡ ζωή καί ἡ ἀφοσίωση τοῦ Ἁγίου ἀπό μικρό παιδί στόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα τό αἰτιολογεῖ, ὅτι ἀποστήθιζε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἔχει καθαρότητα νοός.
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματος», λέγει ὁ Κύριος, «εἶναι ὁ ὀφθαλμός, καί ἄν ὁ ὀφθαλμός εἶναι ἁπλός, ὅλο τό σῶμα σου εἶναι φωτεινό∙ ἄν ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι πονηρός καί ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι σκοτεινό. Ἐάν οὖν τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί, τό σκότος πόσον;»[4]. Ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. Ὅταν ὁ νοῦς λοιπόν, εἶναι βρώμικος, εἶναι πονηρός, τότε καί ὁ ὅλος ἄνθρωπος, καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή του, εἶναι σκοτεινά. Καί ἄν τό φῶς τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ὁ νοῦς, εἶναι σκοτισμένο, τότε πόσο σκοτάδι ἔχει ὁ ἄνθρωπος; Ἔχει φοβερό σκοτάδι.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς δίδαξαν ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπει νά εἶναι καθαρός, καί στραμμένος συνεχῶς στόν Θεό. Καί ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου φύγει ἀπό τόν Θεό, τότε γίνεται ἤ κτηνώδης ἤ δαιμονιώδης. Δηλαδή, ἤ ὑποτάσσεται στά βρωμερά σαρκικά πάθη καί ἀσχολεῖται μέ τούς αἰσχρούς λογισμούς, ἤ γίνεται δαιμονιώδης, δηλαδή θυμώνει ὁ ἄνθρωπος, ταράζεται, ζηλεύει, εἶναι γεμάτος κακίες, καί ἔτσι πάλι ἐμπλέκεται στούς πονηρούς λογισμούς. «Νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ, ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης», μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅλος δοσμένος στόν Θεό, τότε ὁ κόσμος, λησμονεῖται ἐντελῶς.
«Μόλις ἀποσκίρτησε ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων», λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «ἀπό τόν Θεό, ἄρχισαν οἱ ἄνθρωποι νά καταπίπτουν κατά τήν σκέψη καί τήν κρίση». Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, γίνεται ἀνόητος, καί κάνει καί πράγματα ἀνόητα.
«Τά πουλιά ἔχουν φτερά», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «γιά νά ἀποφεύγουν τίς παγίδες∙ καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τόν νοῦ γιά νά ἀποφεύγουν τά ἁμαρτήματα»[5]. Ἄν δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος, δέν ἁμαρτάνει. Εἶναι αὐτεξούσιος, καί ὅλες οἱ ἁμαρτίες ξεκινοῦν ἀπό τόν νοῦ. Ὅταν ὁ νοῦς φεύγει ἀπό τόν Θεό, τότε ἀνοίγουμε τήν πόρτα στά διάφορα πάθη καί τίς ἁμαρτίες. «Ἡ λύπη, ἡ ἀγωνία, ὁ θυμός καί οἱ πολλές μέριμνες», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «σκοτίζουν τόν νοῦ καί δέν τόν ἀφήνουν νά κάνει λογικές σκέψεις». Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος πού θέλει νά ἔχει καθαρό νοῦ, φωτισμένο νοῦ, θά πρέπει νά καταπολεμήσει ὅλα αὐτά, τή λύπη πού εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα, τήν ἀγωνία, τό ἄγχος, πού πηγάζει ἀπό τήν ὀλιγοπιστία, καί τόν θυμό ὁ ὁποῖος συνταράζει τόν ὅλον ἄνθρωπο, καί τίς πολλές μέριμνες, τίς πολλές φροντίδες οἱ ὁποῖες εἶναι ἄχρηστες.
«Εἶσαι ἄρρωστος;», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «νά εἶσαι χαρούμενος, γιατί ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόν παιδαγωγεῖ». «Ὅν ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει»[6]. «Εἶσαι φτωχός; Νά εὐφραίνεται ἡ ψυχή σου, γιατί σέ περιμένουν τά ἀγαθά τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου. Σέ συκοφαντοῦν καί σέ κακομεταχειρίζονται γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Εἶσαι μακάριος, γιατί ἡ καταισχύνη σου θά μετατραπεῖ σέ δόξα ἀγγελική. Εἶσαι δοῦλος; Εὐχαρίστησε τόν Θεό, καί ἔτσι θά ἔχεις μαζί σου πάντα Ἐκεῖνον πού ταπεινώθηκε περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Εὐχαρίστησέ Τον, γιατί εἶσαι σέ καλύτερη κατάσταση ἀπό κάποιον ἄλλον. Γιατί οὔτε σέ καταναγκαστικά ἔργα δέν σέ ἔστειλαν οὔτε σέ μαστιγώνουν. Ὁ νοῦς πού δέν διασκορπίζεται στά ἐξωτερικά πράγματα, οὔτε διαχέεται ἐξαιτίας τῶν αἰσθητηρίων στόν κόσμο, ἐπιστρέφει στόν ἑαυτό του καί μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνυψώνεται πρός τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ»[7]. Γι' αὐτό βοηθᾶ πάρα πολύ ἡ ἡσυχία, τό ἡσυχαστικό περιβάλλον. Ὁ ἄνθρωπος εὐκολότερα μπορεῖ νά μαζέψει τόν νοῦ τοῦ στόν ἑαυτό του, νά συγκεντρωθεῖ δηλαδή, καί τότε, ὅταν γίνει αὐτή ἡ ἐπαναφορά τῆς ἐνέργειας τοῦ νοός στήν οὐσία του, στήν καρδιά, τότε διά τοῦ ἑαυτοῦ του ὁ νοῦς ἀνυψώνεται πρός τόν Θεό.
«Ἐπειδή ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εὔκολα ἁμαρτάνουμε μέ τίς σκέψεις, ὁ Πλάστης μας», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «μᾶς πρόσταξε νά ἔχουμε, ὡς πρωταρχική φροντίδα, τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ, πού εἶναι ὁ ἡγεμόνας τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου»[8]. «Πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με»[9], λέγει ὁ Προφήτης Δαβίδ. Ὅταν ὁ ἡγεμόνας εἶναι σώφρων, συνετός, τότε καί τό σῶμα καί ὁ ὅλος ἄνθρωπος κυβερνιέται σωστά.
«Οἱ πράξεις τοῦ σώματος γιά νά πραγματοποιηθοῦν», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «χρειάζονται καί χρόνο καί κόπο καί συνεργάτες καί τίς κατάλληλες εὐκαιρίες. Οἱ κινήσεις ὅμως τοῦ νοῦ, ἐπιτελοῦνται ταχύτατα καί σέ κάθε καιρό, δίχως κόπους καί ἰδιαίτερες φροντίδες. Ὅπου ἡ ἁμαρτία εἶναι εὔκολη καί γρήγορη, ἐκεῖ ἀπαιτεῖται καί αὐξημένη ἐπαγρύπνηση»[10].
«Φυλάξου, μᾶς φωνάζει ὁ Θεός, μήν ἁμαρτήσεις μέ καμιά κρυφή σκέψη τῆς ψυχῆς σου»[11]. Πρῶτο πρᾶγμα, ἄξιο μακαρισμοῦ, εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς διανοίας μας. Γιατί ἡ ρίζα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ σώματός μας εἶναι ἡ διάθεση τῆς καρδίας. Ὁ μετεωρισμός προέρχεται ἀπό τήν ἀργία τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἀσχολεῖται μέ τά ἀναγκαῖα, μέ αὐτά πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν σωτηρία μας. Ἔ, τότε μετεωρίζεται, δηλαδή πηγαίνει ἐδῶ καί ἐκεῖ. Καί ὁ νοῦς ἀργεῖ καί ἀδιαφορεῖ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας στήν ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ.
«Ἐκεῖνο πού πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι ὅταν ὁ νοῦς μας περιπλανιέται σέ μάταια πράγματα, δέν μποροῦμε νά ἐφαρμόσουμε καμιά ἐντολή», λέει πάλι ὁ Μέγας Βασίλειος. «Τίποτε ἄλλο δέν σκοτίζει τόν νοῦ τόσο, ὅσο ἡ πονηρία. Καί τίποτε δέν φωτίζει τόν νοῦ τόσο, ὅσο ἡ ἀνάγνωση στήν ἡσυχία». Γι' αὐτό πρέπει νά ἀγαπήσουμε καί τήν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Καί μάλιστα νά τό κάνουμε σέ ἡσυχία, καί τότε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου φωτίζεται.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὅταν περιστρέφεται συνεχῶς γύρω ἀπό τίς κοσμικές μέριμνες, εἶναι ἀνίκανος νά διακρίνει καθαρά τήν ἀλήθεια. Γι' αὐτό ἄριστα ἔπραττε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅταν ἤτανε ἀκόμα μικρό παιδί ὅπως εἴπαμε, πού συνεχῶς μέ τόν νοῦ του μελετοῦσε τά ἱερά εὐαγγέλια καί τήν Ἁγία Γραφή, καί ἔτσι εἶχε καθαρότητα νοός, ἀλλά καί φωτισμό.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Λουκ. 12, 31.
[2] Ἰωάν. 3, 19-20.
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς.
[4] Ματθ. 6, 22-23.
[6] Παρ. 3, 12.
[9] Ψαλμ. 50, 14.
[11] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου