Ἀποστολικό
ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτ. ιη΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Ἐφεσ. δ΄ 25-32).
Εφ. 4,25 Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη.
Εφ. 4,25 Δι' αυτό, αφού πετάξετε από επάνω σας, οριστικώς και αμετακλήτως, το ψέμα, να λαλήτε ο καθένας με τον πλησίον του αλήθειαν, διότι συγκροτούμεν όλοι ένα σώμα και είμεθα μέλη ο ένας του άλλου (πως δε είναι δυνατόν τα μέλη του αυτού σώματος να εξαπατούν και να επιβουλεύωνται το ένα το άλλο;).
Εφ. 4,26 ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν,
Εφ. 4,26 “Οργίζεσθε, όχι όταν θίγεται ο εγωϊσμός σας και το συμφέρον σας, αλλά όταν διαβάλλεται ο Θεός και η αλλήθεια του, οπότε η οργή σας θα έχη ιερόν κίνητρον, θα στρέφεται κατά της αμαρτίας και δεν θα αποτελή αμαρτίαν”. Εάν όμως συμβή και εξοργισθήτε μεταξύ σας, ας μη προφθάση να δύση ο ήλιος, πριν συμφιλιωθήτε.
Εφ. 4,27 μηδὲ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ.
Εφ. 4,27 Και μη δίδετε τόπον και ευκαιρίαν στον διάβολον, να εισχωρή μεταξύ σας.
Εφ. 4,28 ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω, μᾶλλον δὲ κοπιάτω ἐργαζόμενος τὸ ἀγαθὸν ταῖς χερσίν, ἵνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι.
Εφ. 4,28 Εκείνος που έκλεπτε, ας μη κλέπτη πλέον, αλλά πρέπει να κοπιάζη περισσότερον και να εργάζεται με τα ίδια του τα χέρια το έντιμον έργον του, ώστε να είναι εις θέσιν να μεταδίδη και εις εκείνον, που ευρίσκεται εις ανάγκην.
Εφ. 4,29 πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴ τις ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι.
Εφ. 4,29 Καθε ρυπαρός λόγος ας μη βγαίνη ποτέ από το στόμα σας, αλλ' αντιθέτως να βγαίνη κάθε καλός λόγος, κατάλληλος να θεραπεύη και να οικοδομή την παρουσιαζομένην ανάγκην, δια να δώση χάριν εις αυτούς που τον ακούουν.
Εφ. 4,30 καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως.
Εφ. 4,30 Και μη λυπείτε με τα απρεπή λόγια σας το Αγιον Πνεύμα του Θεού, με το οποίον έχετε σφραγισθή και προορισθή, δια να λάβετε την πλήρη απολύτρωσιν κατά την ημέραν της δευτέρας παρουσίας.
Εφ. 4,31 πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἀρθήτω ἀφ᾿ ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ.
Εφ. 4,31 Καθε εσωτερική πικρία εναντίον του άλλου και θυμός και οργή και θυμώδης ξεφωνητά και ύβρις εναντίον του πλησίον ας φύγη και ας λείψη εντελώς από σας, όπως και κάθε άλλη κακοβουλία και κακοτροπία εις βάρος του άλλου.
Εφ. 4,32 γίνεσθε δὲ εἰς ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ἡμῖν.
Εφ. 4,32 Να γίνεσθε δε αγαθοί και ευεργετικοί μεταξύ σας, εύσπλαγχνοι και συμπονετικοί, συγχωρούντες ο ένας τον άλλον, όπως και ο Θεός δια του Χριστού μας έχει συγχωρήσει.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτ. δ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ζ΄ 36-50).
Λουκ. 7,36 Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη.
Λουκ. 7,36 Τον παρακαλούσε δε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάγη μαζή του. Και αφού εισήλθεν στο σπίτι του Φαρισαίου, εξηπλώθη, κατά συνήθειαν που επικρατούσε τότε, πλησίον της τραπέζης του φαγητού.
Λουκ. 7,37 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου
Λουκ. 7,37 Και ιδού μία γυναίκα της πόλεως αυτής, η οποία ήτο αμαρτωλή, όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς τρώγει εις την οικίαν του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον.
Λουκ. 7,38 καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ.
Λουκ. 7,38 Και αφού εστάθη πίσω, πλησίον στους πόδας του Ιησού, ανελύθη εις δάκρυα και ήρχισεν να βρέχη τους πόδας του με τα δάκρυά της, και να τους σπογγίζη με τας τρίχας της κεφαλής της. Συγρόνως δε εφιλούσε συνεχώς με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τους ήλειφε με μύρον.
Λουκ. 7,39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι.
Λουκ. 7,39 Οταν δε ο Φαρισαίος, που τον είχε καλέσει στο γεύμα, είδε το γεγονός αυτό, είπε μέσα του· Εάν αυτός ήτο προφήτης, θα εγνώριζε ποίας διαγωγής είναι η γυναίκα αυτή που τον εγγίζει, θα εγνώριζε δηλαδή ότι είναι αμαρτωλή.
Λουκ. 7,40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν, ὁ δέ φησι· διδάσκαλε, εἰπέ.
Λουκ. 7,40 Και ο Ιησούς απαντών στους διαλογισμούς αυτούς του Σιμωνος είπε· “Σιμων, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος δε είπε· “διδάσκαλε, λέγε”.
Λουκ. 7,41 δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι. ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα.
Λουκ. 7,41 “Ησαν δύο χρεωφειλέται προς κάποιον δανειστήν. Ο ένας του εχρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια ο δε άλλος πενήντα.
Λουκ. 7,42 μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο· τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει;
Λουκ. 7,42 Επειδή δε δεν είχαν αυτοί να εξοφλήσουν το χρέος των, ο δανειστής το εχάρισε και στους δύο. Πες μου. ποιός από τους δύο θα τον αγαπήση περισσότερον;”
Λουκ. 7,43 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ὀρθῶς ἔκρινας.
Λουκ. 7,43 Απεκρίθη δε ο Σιμων και είπε· νομίζω, ότι εκείνος στον οποίον εχάρισε το μεγαλύτερον χρέος”. Ο δε Ιησούς του είπε· “ορθή είναι η κρίσις σου”.
Λουκ. 7,44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε.
Λουκ. 7,44 Και αφού εγύρισε προς την γυναίκα, είπε στον Σιμωνα· “βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Ηλθα στο σπίτι σου και δεν μου έδωσες νερό να δια το πλύσιμο των ποδιών μου. Αυτή όμως έβρεξε τα πόδια μου με τα δάκρυα της και τα εσπόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της.
Λουκ. 7,45 φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας.
Λουκ. 7,45 Συ δεν μου έδωσες φίλημα, όπως συνηθίζουν δια τον κάθε φιλοξενούμενον· αυτή δε από την ώραν που εμπήκε στο σπίτι, δεν έπαυσε με πολλήν ευλάβειαν να καταφιλή τους πόδας μου.
Λουκ. 7,46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας.
Λουκ. 7,46 Συ δεν μου άλειψες την κεφαλήν ούτε με απλό λάδι. Αυτή δε μου άλειψε τους πόδας με πανάκριβο μύρον.
Λουκ. 7,47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ.
Λουκ. 7,47 Ενεκα δε τούτου ακριβώς σου λέγω ότι είναι συγχωρημέναι αι πολλαί αυτής αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ εμέ τον Λυτρωτήν, και επόθησε βαθύτατα την λύτρωσίν της. Εκείνος δε που νομίζει ότι ολίγον χρέος έχει απέναντι του Θεού, ολίγον αγαπά”.
Λουκ. 7,48 εἶπε δὲ αὐτῇ· ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι.
Λουκ. 7,48 Είπε δε προς αυτήν ο Ιησούς· “είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου”
Λουκ. 7,49 καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν;
Λουκ. 7,49 Και αυτοί, που παρεκάθηντο μαζή του στο τραπέζι ήρχισαν να σκέπτωνται και να λέγουν από μέσα των· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος και αμαρτίας ακόμη συγχωρεί;”
Λουκ. 7,50 εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Λουκ. 7,50 Είπε δε προς την γυναίκα ο Ιησούς· “η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρηνική και καθαράν την καρδίαν σου στον δρόμον της ειρήνης”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου