Γεννήθηκε τό ἔτος 1891 στό χωριό Σεϊμενέδων Περιφερείας Τσαχαρσαμπᾶ Νομοῦ Ἀμισσοῦ Πόντου. Τό Δημοτικό σχολεῖο τό τελείωσε στήν γενέτειρά του. Τό Σχολαρχεῖο τό τελείωσε στό Τσινίκ Περιφερείας Ἀμισσοῦ. Στό Γυμνάσιο Ἀμισσοῦ συνέχισε μέχρι τήν 28η Μαΐου 1914. Μαθήματα διδάχθηκε στά Ἑλληνικά, Γαλλικά καί Τουρκικά στό Σχολαρχεῖο. Στό Γυμνάσιο διδάχθηκε Λατινικά.Τό 1914 μέ καράβι, 130 ἄτομα καί ὁ ἀδελφός του Δημήτριος, δάσκαλος, ἔφυγαν γιά τήν Ρωσία. Στήν περιφέρεια Σουχούμ Μερχαούλ ἔμεινε δάσκαλος γιά 11 σχολικά ἔτη.
Ἐνυμφεύθη τήν εὐλαβεστάτη Ὄλγα μέ τήν ὁποία ἀπέκτησαν ἐννέα παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων τά τρία ἐκοιμήθησαν. Ἀπό τά παιδιά του μία κόρη ἔγινε μοναχή καί ἕνας γιός του ἱερέας, τοῦ ὁποίου δύο γυιοί του ἔγιναν ἱερεῖς.
Τό 1929 ἦρθε οἰκογενειακῶς στήν Ἑλλάδα φέρνοντας μαζί του καί τόν ἅγιο Γεώργιο Καρσλίδη μέ τόν ὁποῖο εἶχαν πνευματική σχέση καί ἀγάπη μεταξύ τους. Τό 1940 χειροτονήθηκε Ἱερέας ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτης Δράμας κ. Βασίλειο γιά τό χωριό Μικροκλεισούρα, κάτω Νευροκοπίου. Ἐπειδή ἐπρόκειτο ἡ Γερμανία νά κηρύξη πόλεμο, τό κράτος τούς μετέφερε στά ἐσωτερικά καί ἔτσι τό 1941 πῆγε στό Ἐλαιοχώρι ὡς ἱερέας καί δάσκαλος ἕως τό 1945. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1945 συμφώνησε ὡς ἱερέας στά Ἀμισιανά Καβάλας.
Στά Ἀμισιανά τόν περίμενε μεγάλος ἀγώνας. Δέν εἶχαν Ἐκκλησία. Μέσα σέ μεγάλη αἴθουσα (ἀχυρώνα) γινόταν ἡ θ. Λειτουργία. Δύσκολα χρόνια, μικρό χωριό, ἦταν ἡ ἐποχή πού μόλις ἔφυγαν οἱ Βούλγαροι. Οἱ γυναῖκες τόν ἀγαποῦσαν καί ὑπάκουαν σέ ὅσα τούς ἔλεγε. Αὐτές τόν βοηθοῦσαν στό κτίσιμο τοῦ Ναοῦ. Ὁ π. Εὐστάθιος ἔκανε ἐράνους στήν Καβάλα καί στά χωριά καί οἱ γυναῖκες μάζευαν αὐγά καί τά χρήματα πού ἔπαιρναν ἀπό τήν πώληση τῶν αὐγῶν τά διέθεταν γιά τόν Ναό. Ἔτσι ἀποπερατώθηκε ὁ Ναός καί ἕνα διώροφο κτίριο καί αἴθουσα γιά τά κατηχητικά.
Εἶχε καλή συνεργασία μέ τούς δασκάλους καί τόν πρόεδρο τοῦ χωριοῦ. Ἔκανε προέκταση τοῦ Σχολείου καί βοήθησε νά κτισθῆ Νηπιαγωγεῖο. Φρόντισε νά ἀνοίξουν ἀρτεσιανό κοντά στό σχολεῖο καί βρῆκαν νερό καί κάθε σπίτι εἶχε τήν βρύση του.
Εἶχε κάνει βιβλιάρια σέ φτωχά κορίτσια, πού ἡ βασίλισσα Φρειδερίκη ἔβαλε ἕνα χιλίαρικο στό κάθε ἕνα. Ἀγαποῦσε πολύ τόν Προφήτη Ἠλία καί ἔκτισε ἕνα μικρό Ἐκκλησάκι στό βουνό. Ὅταν ἤθελαν βροχή στό χωριό, πήγαιναν καί μέ πίστη θερμή ἔκαναν Παράκληση καί ἡ βροχή ἐρχόταν πλούσια. Τώρα τό Ἐκκλησάκι τό μεγάλωσαν. Στό χωριό εἶχαν ἀκόμη τό μικρό Ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Στό βουνό ὑπάρχει ἡ Ἁγία Παρασκευή μέ Ἁγίασμα. Ἔξω ἀπό τό χωριό ἦταν ἡ Ἁγία Μαρκέλλα, ὅπου πήγαινε καί λειτουργοῦσε.
Ἐκεῖνα τά χρόνια δέν ὑπῆρχαν γιατροί ὅπως σήμερα. Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί τά ζῶα τους ἄν πάθαιναν κάτι ἔτρεχαν στόν παπα-Στάθη καί ὅ,τι τούς ἔλεγε τό ἐκτελοῦσαν. Ἦταν ταπεινός. Εἶχε πίστη. Ὅταν διάβαζε Εὐχή μέ τήν καρδιά του ἔπιανε.