Όσιοι Σπυρίδων και Νικόδημος οι Προσφοράρηδες, «οι εν τω σπηλαίω».
28 Σεπτεμβρίου και 31 Οκτωβρίου.
Ό μακάριος Σπυρίδων καταγόταν από φτωχή καί άσημη οικογένεια. Ήταν εντελώς αγράμματος καί τραχύς στους τρόπους, άλλ' αυθόρμητος καί ανεπιτήδευτος. Ένας «χωριάτης» για τους αριστοκράτες, ένας «άγροΐκος» για τους μεγαλωμένους στα σαλόνια, ένας «μωρός» για τους σοφούς του κόσμου τούτου.
Κι όμως ό όσιος ξεπέρασε σε αξία καί τους σοφούς καί τους ίσχυρούς καί τους ευγενείς, με την ανώτερη πνευματική του ζωή, με τα θεάρεστα έργα της αρετής του, με την ασκητική βία, με το φόβο του Θεού, πού είναι ή αρχή καί ή πηγή της πραγματικής σοφίας.
Ό όσιος Σπυρίδων ήρθε στη μονή των Σπηλαίων καί άρχισε την τραχεία ασκητική του ζωή στα 1139. Ήταν ήδη σε ώριμη ηλικία, αλλά δεν ήξερε γράμματα, Γι αυτό καί δεν μπορούσε να μελετά τα ίερά Βιβλία. Αυτό τον γέμιζε θλίψη. Προσευχήθηκε ολόκαρδα στον Κύριο να του δώση φωτισμό καί δύναμη για να μάθη ανάγνωση. Πράγματι, με σκληρή προσπάθεια, σε πολύ λίγο χρόνο έμαθε να διαβάζη. Ήταν απερίγραπτη ή χαρά του πού μπορούσε πια να μελετά τα θεία λόγια του Κυρίου καί τα θεόπνευστα έργατων αγίων. Έμαθε άπ' έξω ολόκληρο το Ψαλτήρι καί το έλεγε μ' ευλάβεια καί ψυχική μέθεξη κάθε μέρα, την ώρα πού εργαζόταν με υπομονή καί επιμέλεια στα διακονήματα του μοναστηρίου.
Ηγούμενος τα χρόνια εκείνα ήταν ένας μεγάλος νηστευτής καί αγωνιστής ιερομόναχος, ό μακάριος Ποιμήν. Βλέποντας την καθαρότητα, την ακακία, την ευσέβεια καί τη φιλοπονία του υποτακτικού του Σπυρίδωνος, του ανέθεσε το ευλογημένο διακόνημα του προσφοράρη. Ό όσιος θα έφτιαχνε τα πρόσφορα για το μεγάλο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καί γι' αυτό ήταν όλόχαρος καί συγκινημένος βαθιά.
Με ψαλμούς, με ύμνους, με ωδές πνευματικές και με την αδιάλειπτη ευχή του Ίησοΰ εκτελούσε τη θεοφιλή διακονία του ό δίκαιος Σπυρίδων: Έκοβε ξύλα, έκαιγε το φούρνο, κοσκίνιζε το αλεύρι, έπλαθε το ζυμάρι.
Κάποια μέρα, εκτελώντας τη συνήθη εργασία του, ό όσιος άναψε φωτιά στο φούρνο, για να ψήση τα πρόσφορα πού είχε ετοιμάσει.