ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ
10 Ιανουαρίου
ΠΗΓΗ:ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ
Τέταρτος γιος του Βασιλείου του πρεσβυτέρου και της αγίας Εμμέλειας [1 Ιαν.] και μικρότερος αδελφός της αγίας Μακρίνας [19 Ιουλ.] και του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου [1 Ιαν.], ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε γύρω στο 331 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ανατράφηκε μέσα στο κλίμα της αρετής και της ευσέβειας που καλλιεργούσαν οι τόσοι άγιοι της οικογένειας. Δεν πήγε όπως ο Βασίλειος στα μεγάλα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού για να παρακολουθήσει τα μαθήματα προικισμένων διδασκάλων, αλλά έλαβε τη θύραθεν παιδεία από τον πατέρα του, δάσκαλο της ρητορικής, αφομοίωσε απεριόριστες φιλοσοφικές, λογοτεχνικές και επιστημονικές γνώσεις και κατέστη πρωτεργάτης της μεταστροφής της αρχαιοελληνικής παιδείας στον Χριστιανισμό. Βαπτίσθηκε σε νεαρή ηλικία, χειροτονήθηκε αναγνώστης και προοριζόταν για εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά αιφνίδια άλλαξε σχέδια, στράφηκε προς τα εγκόσμια, έγινε δάσκαλος της ρητορικής και παντρεύτηκε τη νεαρή και ευσεβή Θεοσέβεια. Οι παραινέσεις της αδελφής του Μακρίνας, που είχε πείσει τη μητέρα της και τους αδελφούς της να ασπασθούν τη μοναστική ζωή, καθώς και εκείνες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τον έπεισαν τελικά να συμβιώσει για ένα διάστημα μαζί του και με τον άγιο Βασίλειο στο ησυχαστήριό τους στα Άννησα στις όχθες του ποταμού Ίριδα. Δοκίμασε εκεί τις χαρές της ησυχαστικής ζωής, τη σιωπή, την απελευθέρωση από τις βιοτικές μέριμνες, τη βαθιά μελέτη στα μυστήρια της Αγίας Γραφής και των ιερών δογμάτων, το ανεμπόδιστο πέταγμα του πνεύματος προς τον Θεό διά της προσευχής. Ο Βασίλειος, που είχε αρχίσει να διοργανώνει τη ζωή των μοναχών της Καππαδοκίας δημοσιεύοντας τους «Ὅρους κατὰ πλάτος», τον επιφόρτισε μετά από λίγο να συγγράψει συμπληρωματική πραγματεία περί παρθενίας και χριστιανικής τελειότητος. Ποιος άλλος θα εγκωμίαζε με μεγαλύτερο ζήλο την παρθενία από εκείνον που θρηνούσε ότι παραδόθηκε στα δίχτυα της κοινής ζωής και, κατά συνέπεια, αποχωρίσθηκε με χάσμα μέγα από τη δόξα της βιοτής εκείνης που καθιστά τον άνθρωπο ισάγγελο και τον κάνει μέτοχο ήδη από τον παρόντα βίο της θείας αφθαρσίας;
Κατά το 370 ο άγιος Βασίλειος έγινε αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, συγκέντρωσε γύρω του φίλους οι οποίοι θα αντιστέκονταν στους διωγμούς του Ουάλη εναντίον των ορθοδόξων υπερασπιστών της διδασκαλίας της Συνόδου της Νικαίας. Επέλεξε τον Γρηγόριο και, παρά τις αντιρρήσεις του, τον τοποθέτησε επίσκοπο στην ταπεινή πόλη Νύσσα. Χωρίς τις διοικητικές ικανότητες και δεξιότητες που απαιτούν τα εκκλησιαστικά ζητήματα, πολύ ταπεινός και αγαθός για να αντισταθεί στη δολιότητα κάποιων κακόβουλων ανθρώπων, γρήγορα έπεσε θύμα των ραδιουργιών των αρειοφρόνων, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ως μη κανονικώς εκλεγέντα και ως σφετεριστή της εκκλησιαστικής περιουσίας, συγκάλεσαν εν απουσία του σύνοδο και πέτυχαν διά του επάρχου Δημοσθένη, ενός δηλωμένου εχθρού των Ορθοδόξων, την καθαίρεση και τον εκτοπισμό του (376). Βουβά υποταγμένος, «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν» (Ησ. 53, 7), ο άγιος επίσκοπος αφέθηκε στις διώξεις. Επανήλθε θριαμβευτικά στη Νύσσα δύο χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο Ουάλης (378). Δεν μπόρεσε όμως να απολαύσει την ειρήνη παρά για λίγο καιρό. Ο θάνατος του αγίου Βασιλείου (αρχές 379), τον οποίο θεωρούσε πάντα περισσότερο ως πνευματικό πατέρα παρά ως κατά σάρκα αδελφό, τον κατέστησε κληρονόμο και διάδοχο του υπερμάχου της Ορθοδοξίας. Τότε ο Γρηγόριος, ο φιλόσοφος, ο πράος και συγκρατημένος, επιδόθηκε με ζήλο στον δογματικό αγώνα και επέβαλε σε όλους το κύρος του, χάρη στο βάθος της θεολογικής του σκέψης και στην ευγλωττία του. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Αντιόχειας, που συνήλθε για να λύσει το σχίσμα που διαιρούσε αυτή την Εκκλησία για περισσότερα από πενήντα χρόνια, και κατάφερε να θριαμβεύσει η πλευρά του Μελετίου [12 Φεβρ.]. Κατόπιν, άρχισε περιοδείες για να αναδιοργανώσει την Εκκλησία του Πόντου και της Αρμενίας και τοποθέτησε τον αδελφό του Πέτρο [9 Ιαν.] επίσκοπο Σεβαστείας. Συνέταξε επίσης σειρά πραγματειών αναιρετικών των θέσεων του ακραίου αρειανιστή Ευνομίου, ώστε να υπερασπιστεί το ακατάληπτο της θείας ουσίας, καθώς και άλλων συγγραμμάτων κατά του Απολλιναρίου ώστε να καταδείξει ότι ο Χριστός προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, ψυχή και σώμα. Και προπαντός συμμετείχε το 381 στην αγία και μεγάλη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, στη διάρκεια της οποίας ανέτρεψε τα επιχειρήματα των αιρετικών αρειανών και πνευματομάχων και έκανε τα πάντα για να θριαμβεύσει το ορθόδοξο δόγμα της Αγίας Τριάδος, για το οποίο τόσο πολύ είχε αγωνισθεί ο Μέγας Βασίλειος σε όλη του τη ζωή. Αποκλήθηκε τότε «Στύλος της Ορθοδοξίας» από τους Πατέρες της Συνόδου και αναγνωρίσθηκε ως άξιος διάδοχος του αγίου Αθανασίου [18 Ιαν.] και του Μεγάλου Βασιλείου. Ο Γρηγόριος έλαβε μέρος κατόπιν σε όλες τις συνόδους και τις εκκλησιαστικές συνάξεις και στάλθηκε σε αποστολή στην Αραβία και την Παλαιστίνη, για να λύσει τις διαφορές που δίχαζαν αυτές τις Εκκλησίες. Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεύουσα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος τον τοποθέτησε πνευματικό του σύμβουλο και του ανέθεσε να εκφωνήσει τους επικήδειους λόγους για τη σύζυγό του Πλακίλλα και την κόρη του Πουλχερία (385).
Γύρω στο 386, αφού εξασφαλίσθηκε η ειρήνη στην Εκκλησία και καθώς ήταν ελεύθερος από κάθε δεσμό με τα εγκόσμια μετά την κοίμηση της αγίας Θεοσεβείας, η οποία από χρόνια είχε γίνει πνευματική αδελφή του και σύντροφος, και μετά την αναχώρηση του Θεοδοσίου και της αυλής του για το Μιλάνο, ο άγιος Γρηγόριος μπόρεσε επιτέλους να αφοσιωθεί ολόψυχα στην πνευματική ζωή και στη διεύθυνση και διαποίμανση των μονών που ίδρυσε ο άγιος Βασίλειος έως την κοίμησή του. Όπως συνέχισε το δογματικό και εκκλησιαστικό έργο του αδελφού του και συμπλήρωσε ορισμένα από τα ερμηνευτικά και θεολογικά συγγράμματα εκείνου, έτσι ολοκλήρωσε και το μοναστικό έργο του οποίου ο Βασίλειος υπήρξε θεμελιωτής, οργανωτής και νομοθέτης. Συνέγραψε πραγματείες μυστικής θεολογίας («Ὁμιλίες εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων», «Ὁ βίος τοῦ Μωϋσέως», «Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ»), των οποίων το βάθος και το κάλλος αυξάνονταν όλο και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Τα συγγράμματα αυτά αποτελούν μεγαλόπρεπη και τολμηρή έκθεση της ορθόδοξης πνευματικής διδασκαλίας, της κατ’ εξοχήν μυστικής θεολογίας, που εφαρμόζεται κυρίως και πρωτίστως στον μοναχισμό και την οποία ο άγιος Γρηγόριος εκφράζει με όρους και κατηγορίες δοκιμασμένες μέσα από τις συζητήσεις για τα δόγματα.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, ως απαύγασμα των ιδιοτήτων Του και όλως ιδιαίτερα της κραταιάς ελευθερίας Του. Υπέπεσε ο άνθρωπος στη φθορά και περιβλήθηκε τους «δερμάτινους χιτώνες» της θνητότητας και των παθών, εξαιτίας της κακής χρήσης που έκανε αυτής της θεόσδοτης ελευθερίας και, έτσι, δεν μπόρεσε να αποκατασταθεί στην προτεραία κατάσταση, να εισέλθει δηλαδή εκ νέου σε κοινωνία με τον Θεό, για να ξαναβρεί τη διακεκριμένη θέση του ιερέως και βασιλέως της κτίσεως, παρά μονάχα διά της Ενανθρωπήσεως του Χριστού. Εμβολιζόμενος διά του Βαπτίσματος στο Σώμα του Χριστού, και εμβαθύνοντας αδιάκοπα την παρουσία του Κυρίου εντός του, στη ψυχή διά των αρετών και στο σώμα διά των Μυστηρίων, ο άνθρωπος μπορεί στο εξής να προοδεύσει άπειρα, ενούμενος ασύγχυτα με τον άπειρο Θεό, φέροντας μαζί του το ανθρώπινο γένος και τον κόσμο ολόκληρο, που τον μεταμορφώνει εσωτερικά σε ζώσα και έμψυχη Εκκλησία.
«Σ’ όλη την ατελεύτητη διάρκεια του αιώνος, όποιος έρχεται σ’ Εσένα, γίνεται πάντοτε μεγαλύτερος και ανώτερος από τον εαυτό του, και η αύξησή του είναι πάντοτε ανάλογη με την προσχώρησή του από αγαθό σε αγαθό. Γιατί αυτό που κάθε φορά κατανοούμε, είναι βέβαια οπωσδήποτε μεγαλύτερο από όσα έχουμε κατανοήσει, δεν περιορίζει όμως μέσα του αυτό που ζητούμε, αλλά γίνεται αρχή για την επιτυχία των μειζόνων για όσους ανεβαίνουν. Διότι, ποτέ δεν μένει η επιθυμία εκείνου που ανεβαίνει σε όσα έχει γνωρίσει, αλλά με μια άλλη μεγαλύτερη επιθυμία, αναβαίνοντας πάλι η ψυχή διαδοχικά σε μια άλλη ανώτερη, οδεύει πάντοτε διά μέσου των υψηλοτέρων προς το άπειρον» του παναγίου Θεού («Ὁμιλία Η΄ εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων», ΕΠΕ 7, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 271, 273).
«Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
https://wra9.blogspot.com/2020/01/blog-post_10.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου