Σελίδες

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Ὁ ἔπαινος κάνει κούφιο τόν ἄνθρωπο καί ἐγωιστή, Βίος καί λόγοι Ἁγ. Πορφυρίου.Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης



Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τά παιδιά μέ τούς συνεχεῖς ἐπαίνους δέν οἰκοδομοῦνται». Καί ὄχι μόνο τά παιδιά ἀλλά καί οἱ μεγάλοι, ἀφοῦ μᾶς λέει καί τό Πατερικό ὅτι «ὁ ἐπαινῶν μοναχον παραδίδει αὐτόν εἰς τόν σατανᾶ». Ὅποιος ἐπαινεῖ ἕναν μοναχό, εἶναι σάν νά τόν κάνει ἕνα πακέτο καί νά τόν δίνει δῶρο στόν πονηρό. Γιατί πάρα πολύ δύσκολα ὁ ἄνθρωπος ξεφεύγει τήν ἁμαρτία, ὅταν ἐπαινεῖται∙ γιατί ὁ ἔπαινος αὐξάνει τόν ἐγωισμό. Ὅσοι ἐπαινοῦνται, «γίνονται ἐγωιστές καί κενόδοξοι. Θά θέλουν σ' ὅλη τους τή ζωή νά τούς ἐπαινοῦν ὅλοι διαρκῶς, ἔστω κι ἄν τούς λένε ψέματα. Δυστυχῶς, σήμερα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μάθανε ὅλοι νά λένε καί ψέματα καί τά δέχονται οἱ κενόδοξοι εἶναι ἡ τροφή τους. «Πέστο, κι ἄς εἶναι ψέμα, κι ἄς εἶναι εἰρωνεία», λένε. Ὁ Θεός αὐτό δέν τό θέλει. Ὁ Θεός θέλει τήν ἀλήθεια», γιατί ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ ὑποστατική Ἀλήθεια. «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[1]. «Δυστυχῶς, αὐτό δέν τό καταλαβαίνουν ὅλοι καί κάνουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο». Λένε ψέματα καί κολακεύουν μέ ψέματα τούς ἄλλους. «Τά παιδιά, ὅταν τά ἐπαινεῖς συνεχῶς, χωρίς διάκριση, τά πειράζει ὁ ἀντίθετος»[2].

Μόνο, λέγει ἡ Ἁγία Συγκλητική, ὅταν ἡ ψυχή εἶναι τελείως καταβεβλημένη, ἐκεῖ πρός ἐνίσχυσή της, μπορεῖς νά διογκώσεις κάποιο μικρό της κατόρθωμα, γιά νά τῆς δώσεις θάρρος. Ὅταν ὑπάρχει ἀδιάκριτος ἔπαινος, αὐτός πάρα πολύ βλάπτει. «Ξεσηκώνει τόν μύλο τοῦ ἐγωισμοῦ καί τά παιδιά συνηθισμένα ἀπό μικρά στούς ἐπαίνους, ἀπό γονεῖς καί διδασκάλους, προχωροῦν ἴσως στά γράμματα, ἀλλά τί τό ὄφελος; Στή ζωή θά βγοῦν ἐγωιστές κι ὄχι χριστιανοί. Καί τά γράμματα, ἄν τά μάθουν κι αὐτά, θά εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο γιά τήν καταστροφή τους. Οἱ ἐγωιστές δέν μποροῦν νά εἶναι ποτέ χριστιανοί. Οἱ ἐγωιστές θέλουν διαρκῶς ὅλοι νά τούς ἐπαινοῦν, ὅλοι νά τούς ἀγαπᾶνε, ὅλοι νά λένε καλά γι' αὐτούς, πράγμα πού ὁ Θεός μας, ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ Χριστός μας δέν τό θέλει. Ἡ θρησκεία μας δέν θέλει αὐτό τόν τρόπο, αὐτή τήν ἀγωγή»[3], ἡ ὁποία βασίζεται πάνω στόν ἔπαινο, πάνω στήν αὐτοεκτίμηση, πάνω στήν αὐτοπεποίθηση. Ὅλα αὐτά τά «αὐτό», οὐσιαστικά εἶναι μιά εἰδωλολατρία τοῦ ἀνθρώπου, μιά θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά μέ τίς δυνάμεις του, ἡ ὁποία εἶναι φυσικά ψεύτικη θέωση. Γιατί δέν μπορεῖ ποτέ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά θεωθεῖ.

Ἡ πίστη μας «θέλει τά παιδιά ἀπό μικρά νά μαθαίνουν στήν ἀλήθεια», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ τονίζει ὅτι, ἅμα ἐπαινεῖς ἕναν ἄνθρωπο, τόν κάνεις ἐγωιστή. Ὁ ἐγωιστής εἶναι ὁ μπερδεμένος, ὁ ὁδηγούμενος ὑπό τοῦ διαβόλου, καί τοῦ κακοῦ πνεύματος». Δέν ἔχει ἀληθινή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔχει μιά ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του καί ζεῖ σέ ἕνα φανταστικό κόσμο, σέ ἕναν ψεύτικο κόσμο, στόν ὁποῖο καί ὁ ἴδιος καταστρέφεται καί τούς ἄλλους ταλαιπωρεῖ. «Μεγαλώνοντας μέσα στόν ἐγωισμό τό παιδί, ἡ πρώτη του δουλειά εἶναι ν' ἀρνεῖται τόν Θεό καί νά εἶναι ἕνας ἐγωιστής ἀπροσάρμοστος μέσα στήν κοινωνία»[4]. Γιατί ὁ ἐγωκεντρικός δέν μπορεῖ καί νά συνεργαστεῖ μέ τούς ἄλλους, νά ἐργαστεῖ γιά τό κοινό καλό.

«Πρέπει νά πεῖς τήν ἀλήθεια», λέει ὁ Ὅσιος, «νά τή μάθει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλιῶς τόν ὑποστηρίζεις στήν ἀμορφωσιά του», ὅταν προσπαθεῖς μέ ψεύτικα λόγια νά τοῦ ὑψώσεις τήν ἐκτίμηση πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του. «Ὅταν πεῖς στόν ἄλλον τήν ἀλήθεια, αὐτός κατατοπίζεται, προσέχει, ἀκούει καί τούς ἄλλους καί ἐγκρατεύεται. Ἔτσι καί στό παιδί θά πεῖς τήν ἀλήθεια, θά τό μαλώσεις, γιά νά κατατοπισθεῖ ὅτι αὐτό πού κάνει δέν εἶναι καλό. Τί λέγει ὁ σοφός Σολομών; «Ὅς φείδεται τῆς βακτηρίας, μισεῖ τόν υἱόν αὐτοῦ, ὁ δέ ἀγαπῶν, ἐπιμελῶς παιδεύει»[5]». Αὐτός πού λυπᾶται τήν μαγκούρα του, μισεῖ τό παιδί του. Αὐτός πού τό ἀγαπᾶ, μέ ἐπιμέλεια τό παιδαγωγεῖ. «Ὄχι, ὅμως, νά τό δέρνεις μέ τή μαγκούρα. Τότε φεύγουμε ἀπ' τά ὅρια καί γίνεται τό ἀντίθετο»[6].

Ἀλλά θά πρέπει νά ὑπάρχει μιά ἀγωγή, αὐστηρή καί καθοδηγητική στό καλό. «Μέ τόν ἔπαινο τά μικρά παιδιά μας», λέει ὁ Ὅσιος, «τά ὁδηγοῦμε στόν ἐγωισμό. Καί τόν ἐγωιστή μπορεῖ καί νά τόν κοροϊδεύεις, ἀρκεῖ νά τοῦ λέεις ὅτι εἶναι καλός, νά τοῦ φουσκώνεις τό ἐγώ του. Κι ἔτσι σοῦ λέει: «Ἄ, αὐτός πού μ' ἐπαινεῖ, αὐτός εἶναι καλός». Αὐτά δέν εἶναι σωστά πράγματα. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει μέ τόν ἐγωισμό, ἀρχίζουν τά μπερδέματα μέσα του, ὑποφέρει, δέν ξέρει τί νά κάνει. Αἰτία τῆς ψυχικῆς ἀκαταστασίας εἶναι ὁ ἐγωισμός. Αὐτό τό πράγμα καί οἱ ἴδιοι οἱ ψυχίατροι, ἅμα τό μελετήσουν, θά τό βροῦν, ὅτι ὁ ἐγωιστής εἶναι ἄρρωστος». Ζεῖ μέ μία ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι κάτι τό σπουδαῖο. «Ποτέ δέν πρέπει νά ἐπαινοῦμε τούς συνανθρώπους μας καί νά τούς κολακεύουμε, ἀλλά νά τούς ὁδηγοῦμε στήν ταπείνωση καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ»[7], δηλαδή στήν ἀληθινή αὐτογνωσία, ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο ταπεινό, δεκτικό τῆς Χάρις καί ἱκανό νά ἀγαπήσει τόν Θεό καί τούς ἄλλους.

«Κι οὔτε νά ἐπιζητοῦμε», λέει ὁ Ὅσιος, «ἐμεῖς, νά μᾶς ἀγαπᾶνε, λέγοντας ἐπαίνους στούς ἄλλους». Νά μαθαίνουμε ν´ ἀγαπᾶμε κι ὄχι νά ζητοῦμε νά μᾶς ἀγαπᾶνε. Ἄλλωστε αὐτή εἶναι κι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»[8], «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, και καρδίας σου καὶ διανοίας σου καὶ ἰσχύος σου, ἀγαπήσεις και τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν»[9]. Δέν λέει καμία ἐντολή κάνετε ὅ,τι μπορεῖτε γιά νά σᾶς ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι, νά μάθουμε, ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση. «Ν' ἀγαπᾶμε ὅλους καί νά κάνομε θυσίες, ὅσο μποροῦμε μεγάλες, γιά ὅλους τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά περιμένουμε ἐπαίνους κι ἀγάπη ἀπ' αὐτούς. Αὐτοί θά κάνουνε γιά μας ὅ,τι ὁ Θεός τούς λέει. Ἄν εἶναι κι ἐκεῖνοι Χριστιανοί, θά δώσουν δόξα στόν Θεό, πού βρεθήκαμε καί τούς βοηθήσαμε ἤ τούς εἴπαμε ἕναν καλό λόγο»[10]. Κι αὐτό εἶναι τό σημαντικό, νά συνεργοῦμε στό νά δοξάζεται ὁ Θεός καί ὄχι τό «ἐγώ» μας.

«Ἔτσι νά ὁδηγεῖτε καί τά παιδιά τοῦ σχολείου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀλλιῶς γίνονται ἀπροσάρμοστα». Ὁ ἐγωιστής εἶναι ἀπροσάρμοστος καί ἀντικοινωνικός, ἀκοινώνητος οὐσιαστικά. «Δέν ξέρουνε τί κάνουν», τά παιδιά τά ὁποῖα τρέφονται μέ ψέματα, μέ κολακεῖες καί μέ ἐπαίνους. «Δέν ξέρουν ποῦ βαδίζουν καί αἰτία εἴμαστε ἐμεῖς πού τά κάναμε ἔτσι. Δέν τά ὁδηγήσαμε στήν ἀλήθεια, στήν ταπείνωση, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τά κάναμε ἐγωιστές καί νά τό ἀποτέλεσμα τώρα!

Ὑπάρχουν, ὅμως, καί παιδιά πού προέρχονται ἀπό γονεῖς ταπεινούς καί ἀπό μικρά ὅταν εἶναι, τούς μιλᾶνε γιά τόν Θεό, γιά τήν ἁγία ταπείνωση. Αὐτά τά παιδιά δέν δημιουργοῦν προβλήματα στούς συνανθρώπους τους. Δέν θυμώνουν, ὅταν τούς ὑποδεικνύεις τό λάθος τους, ἀλλά προσπαθοῦν νά τό διορθώσουν καί προσεύχονται ὁ Θεός νά τούς βοηθήσει νά μήν γίνουν ἐγωιστές»[11]. Αὐτά εἶναι ἀληθινά, συνετά παιδιά πορευόμενα στήν ἁγιότητα.

«Ἐγώ, τί νά σᾶς πῶ, ὅταν εἶχα πάει στό Ἅγιον Ὄρος», «πῆγα σέ κάτι γέροντες ἁγιότατους. Αὐτοί ποτέ δν μου εἴπανε μπράβο. Πάντα μέ συμβούλευαν πῶς ν´αγαπάω τόν Θεό, καί πῶς νά εἶμαι πάντα ταπεινός. Νά ἐπικαλοῦμαι τόν Θεό νά μέ ἐνισχύει στήν ψυχή μου καί νά Τόν ἀγαπάω πολύ. Οὔτε τό ἤξερα αὐτό τό «μπράβο», οὔτε ποτέ τό ἐζήτησα. Ἀντίθετα στενοχωριόμουν ἄν οἱ Γέροντές μου δέν μέ μαλώνανε. Ἔλεγα: «Νά πάρει ἡ εὐχή, δέν ηὗρα γέροντες καλούς!». Ἤθελα νά μέ παιδεύουνε, νά μέ μαλώνουνε, νά μοῦ φέρονται σκληρά». Κι αὐτό βέβαια τό ἤθελε ὁ Ὅσιος, γιατί ὅταν κανείς ταπεινώνεται ἀπό τόν πνευματικό του, ἀπό τόν γέροντά του, ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μετά ἡ ταπεινωμένη του ψυχή. «Ἤθελα νά μέ παιδεύουν, νά μέ μαλώνουνε κι ἔτσι νά κερδίζω τήν Χάρη», οὐσιαστικά αὐτό θέλει νά πεῖ ὁ Ὅσιος. «Αὐτά πού σᾶς λέω τώρα, νά τ' ἀκούσει ἕνας χριστιανός, τί θά πεῖ; Θά τά χάσει καί θά τ' ἀπορρίψει. Κι ὅμως αὐτό εἶναι τό σωστό, τό ταπεινό, τό ἀκραιφνές», τό ξεκάθαρο. «Οὔτε οἱ γονεῖς μου μοῦ εἴπανε ποτέ «μπράβο». Οὔτε τό ἤθελα τό μπράβο», λέει ὁ Ὅσιος. «Γι' αὐτό ὅ,τι ἔκανα, τό ἔκανα ἀνιδιοτελῶς», χωρίς νά ἐπιδιώκω κάποιον ἔπαινο. «Τώρα πού μ´ ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι, αἰσθάνομαι πολύ ἄσχημα. Τί νά σᾶς πῶ... Κλωτσάω μέσα μου, ὅταν οἱ ἄλλοι μοῦ λένε "μπράβο". Ἀλλά δέν μ' ἔβλαψε πού ἔμαθα τήν ταπείνωση. Καί τώρα γιατί δέν θέλω νά μ' ἐπαινοῦν; Διότι ξέρω ὅτι ὁ ἔπαινος τόν κάνει κούφιο τόν ἄνθρωπο καί διώχνει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ»[12]. Ἄν δέν προσέξει ὁ ἐπαινούμενος καί κολακευτεῖ καί ὑψηλοφρονήσει, ὁπωσδήποτε ὁ Θεός ἀντιτάσσεται σέ αὐτόν, «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται»[13], καί ἡ θεια χάρις φεύγει ἀπό τήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Γι' αὐτό λέει ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ ὑπερηφανευόμενος, ὁ ἐπαινούμενος καί δεχόμενος τόν ἔπαινο, γίνεται κούφιος, δηλαδή κενός ἀπό Χάρη. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μόνο μέ τήν ἁγία ταπείνωση. «Ὁ ἄνθρωπος ὁ ταπεινός εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος. Σ' ὅποιον τά πεῖς αὐτά, θά πεῖ: «Τί λές, καλέ; Ἅμα δέν ἐπαινέσεις τό παιδί, οὔτε νά διαβάσει μπορεῖ, οὔτε, οὔτε...». Μά συμβαίνει αὐτό, γιατί ἔτσι εἴμαστε ἐμεῖς καί κανομε καί τό παιδί μας ἔτσι». Δηλαδή ἔχομε ξεφύγει ἀπ' τήν ἀλήθεια, λέει ὁ Ἅγιος. Δέν ζοῦμε ζωή πνευματική δηλαδή.

«Ὁ ἐγωισμός ἔβγαλε τόν ἄνθρωπο ἀπ' τόν Παράδεισο, εἶναι μεγάλο κακό. Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ἦταν ἁπλοί καί ταπεινοί, γι' αὐτό ζοῦσαν στόν Παράδεισο. Δέν εἶχαν ἐγωισμό. Εἶχαν, ὅπως λέμε στή θεολογική γλώσσα, τό ἀρχέγονον. Ὅταν λέμε «ἀρχέγονον», ἐννοοῦμε τά χαρίσματα πού ἔδωσε ὁ Θεός ἀρχικά, ὅταν ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπο. Δηλαδή τή ζωή, τήν ἀθανασία, τήν συνείδηση, τό αὐτεξούσιο, τήν ἀγάπη, τήν ταπείνωση, κ.ἄ»[14]. Αὐτό εἶναι τό ἀρχέγονον, τό πῶς πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό. Τέλειος, ἔτσι «λίαν καλός» πιό σωστά, μέ τήν προοπτική νά γίνει τέλειος. Νά προχωρήσει ἀπό τό κατ' εἰκόνα στό καθ' ὁμοίωση.

«Μετά ὁ διάβολος, κατόρθωσε μέ τόν ἔπαινο καί τήν κολακεία καί τούς ἐπλάνησε» τούς Πρωτοπλάστους. «Τούς ἐνεφύσησε τήν ἰδέα ὅτι μποροῦν μόνοι τους νά θεωθοῦν, χωρίς τόν Θεό». Τούς γέμισε δηλαδή μέ μία αὐτοπεποίθηση, πού εἶναι δαιμονική ἐνέργεια. «Τό φυσικό, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός εἶναι κάτι τό ἀφύσικο, εἶναι ἀρρώστια, εἶναι παρά φύσιν. Ὅταν, ὅμως, ἐμεῖς στό παιδί μέ τούς ἐπαίνους δημιουργοῦμε αὐτό τό «ὑπερεγώ»», ἕνα ἐγώ δηλαδή πάνω ἀπό τό πραγματικό, «τοῦ φουσκώνουμε τόν ἐγωισμό, τοῦ κάνουμε μεγάλο κακό. Τό κάνομε νά γίνεται πιό ἐπιρρεπές στά διαβολικά πράγματα». Γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μέ τήν ὑψηλή ἰδέα πού ἔχει, εἶναι κενός ἀπό Χάρη Θεοῦ καί ἑπομένως ὁ διάβολος μπορεῖ νά τόν πειράξει. Γιατί ὁ διάβολος, ἐπειδή εἶναι ἄκρως ὑπερήφανος, συγγενεύει μέ τούς ὑπερήφανους καί ἐγωιστές καί εὔκολα τούς ἐπηρεάζει. «Μεγαλώνοντας τό παιδί», τό ὁποῖο ἔχει γεμίζει μέ ἐπαίνους καί ἔχει διαμορφώσει αὐτό τό ὑπερεγώ, αὐτό τό παιδί «ἀπομακρύνεται ἀπ' ὅλες τίς ἀξίες τῆς ζωῆς.

Αὐτή δέν εἶναι ἡ αἰτία», λέει ὁ Ὅσιος, «πού τά παιδιά χάνονται, πού οἱ ἄνθρωποι ἀνταρτεύουν; Εἶναι ὁ ἐγωισμός, πού τούς ἔχουν ἀπ' τήν μικρή ἡλικία ἐμφυτεύσει οἱ γονεῖς. Ὁ διάβολος εἶναι ὁ μέγας ἐγωιστής, ὁ μέγας ἑωσφόρος. Ζοῦμε τόν ἑωσφόρο μέσα μας, ζοῦμε τόν διάβολο. Δέν ζοῦμε τήν ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση εἶναι τοῦ Θεοῦ, εἶναι κάτι τό ἀπαραίτητο γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι κάτι τό ὀργανικό. Κι ὅταν λείπει, εἶναι σάν νά λείπει ἀπ' τόν ὀργανισμό ἡ καρδιά. Ἡ καρδιά δίνει ζωή στόν ὀργανισμό καί ἡ ταπείνωση δίνει ζωή στήν ψυχή. Μέ τόν ἐγωισμό ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλέον μέ τό μέρος τοῦ κακοῦ πνεύματος, δηλαδή ἀναπτύσσεται μέ τό κακό πνεῦμα καί ὄχι μέ τό ἀγαθό.

Αὐτό κατόρθωσε ὁ διάβολος νά κάνει. Ἔκανε την γῆ λαβύρινθο, γιά νά μήν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε μεταξύ μας». Αὐτή ἡ ἀσυνεννοησία εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ὑπερηφάνειας, τοῦ μεγάλου ἐγωισμοῦ. «Καταντήσαμε τήν γῆ μας καί τήν ἐποχή μας σωστό ψυχιατρεῖο», λέει ὁ Ὅσιος. «Καί δέν καταλαβαίνομε τί μᾶς φταίει. Ὅλοι ἀποροῦμε: «Τί γίναμε, ποῦ πᾶμε, γιατί τά παιδιά μας πήρανε τούς δρόμους;, γιατί φύγανε ἀπ' τά σπίτια τους; Γιατί παρατήσανε τή ζωή, γιατί παρατήσανε τήν μόρφωσή τους;». Γιατί γίνεται αὐτό; «Ὁ διάβολος», λέει ὁ Ὅσιος, «κατόρθωσε νά ἐξαφανίσει τόν ἑαυτό του καί νά κάνει τούς ἀνθρώπους νά χρησιμοποιοῦν ἄλλα ὀνόματα». Ἐνῶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ὅλη ἡ πατερική γραμματεία μᾶς μιλάει γιά δαιμόνια ἐξειδικευμένα, τά ὁποῖα δημιουργοῦν τήν λύπη, τήν κατάθλιψη, τήν ἀκηδία καί ὅλες αὐτές τίς ψυχικές ἀσθένειες. Ὁ διάβολος στήν ἐποχή μας κατάφερε νά κρυφτεῖ, νά μήν πλέον ὀνομάζεται διάβολος ἤ αἰτία τῶν διαφόρων ψυχολογικῶν νοσημάτων, ἀλλά νά ἔχει ἄλλα ὀνόματα, τά ὁποῖα δίνονται ἀπό τούς «λεγόμενους ψυχιάτρους», ὅπως τούς ἀποκαλοῦσε πάλι ὁ Ἅγιος Πορφύριος.

«Οἱ γιατροί», λέει, «οἱ ψυχολόγοι, λένε συχνά, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος πάσχει: «Ἄ, νεύρωση ἔχεις! Ἄ, ἄγχος ἔχεις!» καί τά τοιαῦτα. Δέν παραδέχονται ὅτι ὁ διάβολος ὑποκινεῖ καί διεγείρει στόν ἄνθρωπο τόν ἐγωισμό». Κι ἔτσι ὁ διάβολος κάνει πολύ ἄνετα τό ἔργο του, ἀφοῦ καταφέρνει νά κρυφτεῖ. «Ὁ διάβολος ὑπάρχει, εἶναι τό πνεῦμα τοῦ κακοῦ. Ἄν ποῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει, εἶναι σάν νά ἀρνούμαστε τό Εὐαγγέλιο πού μιλάει γι' αὐτόν». Εἶναι σάν νά λέμε ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μᾶς λέει, «ἦρθε στήν γῆ γιά νά καταλύσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου»[15], ἦρθε γιά νά παλέψει μέ κάτι τό ἀνυπόστατο, τό ἀνύπαρκτο. Ὅμως δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Ὅταν πέσει ἡ διδασκαλία γιά τούς δαίμονες, πέφτει καί ἡ διδασκαλία γιά τόν Χριστό. Ὁ Χριστός, ὅμως εἶπε, ὅτι ἐγώ ἦρθα γιά νά καταλύσω τά ἔργα τοῦ διαβόλου. «Ἄν ποῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει ὁ διάβολος, ἀρνούμαστε τό Εὐαγγέλιο. Αὐτός εἶναι ὁ ἐχθρός μας, ὁ πολέμιός μας στήν ζωή, ὁ ἀντίθετος τοῦ Χριστοῦ καί λέγεται ἀντίχριστος. Ὁ Χριστός, ἦλθε στή γῆ, γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τόν διάβολο καί νά μᾶς χαρίσει σωτηρία. Τό συμπέρασμα πού βγαίνει εἶναι ὅτι πρέπει νά μάθουμε στά παιδιά νά ζοῦν ταπεινά καί ἁπλά καί νά μήν ζητοῦν τόν ἔπαινο καί τό «μπράβο». Νά τά μάθουμε ὅτι ὑπάρχει ἡ ταπείνωση πού εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ζωῆς, καί ὄχι ἡ αὐτοπεποίθηση καί ἡ ὑψηλή αὐτοεκτίμηση»[16], πού οὐσιαστικά κάνουν τόν ἄνθρωπο, ἐγωιστή, ὑπερήφανο καί οὐσιαστικά χωρισμένο ἀπό τόν Θεό. Ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Προφήτης Ἰερεμίας τόν κάνουν καταραμένο: «ἐπικατάρτος πᾶς ὁ ἐλπίζων ἐπ' ἄνθρωπον καί στηρίζει βραχίονα αὐτοῦ»[17]. Καταραμένος καθένας πού ἔχει τήν ἐλπίδα του σέ ἄλλον ἄνθρωπο ἤ στηρίζεται στά μπράτσα του, στούς βραχίονές του, στίς ἱκανότητές του δηλαδή, εἴτε σωματικές εἴτε διανοητικές. Πιστεύει ἑπομένως στόν ἑαυτό του, ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του. Κι αὐτό βεβαίως δέν εἶναι ὑγεία τῆς ψυχῆς, ἀλλά εἶναι μεγίστη ἀσθένεια. Ἡ ὑγεία εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ὁποία ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

«Ἡ νοοτροπία τῆς σημερινῆς κοινωνίας», λέει ὁ Ὅσιος, «κάνει κακό στά παιδιά. Ἔχει ἄλλη ψυχολογία, ἄλλη παιδαγωγική, πού ἀπευθύνονται σέ παιδιά ἀθέων», σέ παιδιά ἀπίστων, σέ παιδιά τά ὁποῖα ζοῦνε σέ περιβάλλοντα εἰδωλολατρικά. «Ἡ νοοτροπία αὐτή ὁδηγεῖ στήν ἀσυδοσία. Καί βλέπετε στά παιδιά καί στούς νέους τ' ἀποτελέσματα. Φωνάζουν σήμερα οἱ νέοι. Λένε: «Πρέπει νά μᾶς καταλάβετε!». Δέν πρέπει, ὅμως, νά πᾶμε ἐμεῖς σ' αὐτούς. Ἀντίθετα, θά προσευχόμαστε γι' αὐτούς, θά λέμε τό σωστό, θά τό ζοῦμε, θά τό κηρύττουμε, ἀλλά δέν θά προσαρμοσθοῦμε μέ τό πνεῦμα τους. Νά μήν χαλάσομε τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας». Δέν πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἐκκοσμικευτεῖ, νά γίνει κόσμος, ἀλλά ὁ κόσμος νά ἐκκλησιοποιηθεῖ, νά γίνει Ἐκκλησία. «Δέν γίνεται, γιά νά τούς βοηθήσουμε, ν´ ἀποκτήσουμε τή δική τους νοοτροπία». Ὅπως λένε κάποιοι, πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἐκσυγχρονιστεῖ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε σύγχρονη, γιατί εἶναι πάντοτε διαχρονική καί οἱ ἀλήθειες της εἶναι αἰώνιες, ὅπως καί ἡ κεφαλή της ὁ Χριστός, ἀναλλοίωτος εἰς τούς αἰῶνες. «Πρέπει νά εἴμαστε αὐτοί πού εἴμαστε καί νά κηρύττουμε τήν ἀλήθεια, τό φῶς. Ἀπό τούς Πατέρες θά μάθουν τά παιδιά»[18].

Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος τονίζει αὐτή τήν ἀλήθεια, ὅτι πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τούς Πατέρες. Ὅπως καί τίς παλαιότερες ἐποχές, ἔτσι καί σήμερα. Δέν ἄλλαξαν οὐσιαστικά τά πράγματα, γιά νά ποῦμε ὅτι ἄλλαξε καί ἡ διδασκαλία πού χρειαζόμαστε καί χρειαζόμαστε ἄλλῃ διδασκαλίᾳ καί ἄλλῃ θεραπείᾳ. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι πάντα ἐπίκαιροι. «Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων θά μάθει στά παιδιά μας γιά τήν ἐξομολόγηση, γιά τά πάθη, γιά τίς κακίες, πῶς νικοῦσαν οἱ ἅγιοι τόν κακό ἑαυτό τους. Κι ἐμεῖς θά εὐχόμαστε ὁ Θεός νά ἐγκύψει μέσα τους»[19].

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

[1] Ἰωάν. 14, 6.

[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).

[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[4] Ὅ.π.

[5] Παρ. 13, 24.

[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[7] Ὅ.π.

[8] Ἰωάν. 15, 12.

[9] Μᾶρκ. 12, 30.

[10] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[11] Ὅ.π.

[12] Ὅ.π.

[13] Παρ. 3, 34 καί Ἰακ. 4, 6 καί Α΄ Πέτρ. 5, 5.

[14] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[15] Α΄ Ἰωάν. 3, 8.

[16] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[17] Ἱερ. 17, 5.

[18] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[19] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου