Σελίδες

Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

Ὁ Ἅγιος Στάρετς Σεβαστιανός (Φόμιν) τῆς Καραγκάντα


ΟΣΜΟΝΤΕΜΙΑΝΣΚ λεγόταν το χωριό της επαρχίας Ορλώφ, όπου γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1884 ο ομολογητής Σεβαστιανός. Στο άγιο Βάπτισμα ονομάστηκε Στέφανος. Οι αγρότες γονείς του Βασίλειος και Ματρώνα Φόμιν είχαν άλλους δύο γιούς, μεγαλύτερους από τον Στέφανο, τον Ιλαρίωνα και τον Ρωμανό.

Το 1888 πέθανε ο Βασίλειος και τον επόμενο χρόνο η Ματρώνα. Οι τρεις αδελφοί έμειναν ορφανοί στις ηλικίες των δεκαεπτά, έντεκα και πέντε ετών. Έπειτα από λίγο ο μεγαλύτερος, ο Ιλαρίων, νυμφεύθηκε. Ό δεύτερος, ο Ρωμανός, αναχώρησε το 1892 για τη Μονή της ’Όπτινα και έγινε δεκτός ως δόκιμος μοναχός στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Ο Στέφανος, πολύ μικρός ακόμα, έμεινε μαζί μέ τον Ιλαρίωνα και το βοηθούσε στις δουλειές του.

Όταν ο Στέφανος έγινε είκοσι πέντε χρόνων, αποφάσισε να μιμηθεί το παράδειγμα του αδελφού του Ρωμανού και ν’ ακολουθήσει το στενό μονοπάτι της μοναχικής πολιτείας. Εγκατέλειψε, λοιπόν, κάθε εγκόσμιο δεσμό και πήγε κι αυτός στη Μονή της Όπτινα, πού την εποχή εκείνη ήταν φημισμένη για τη φιλοκαλική της παράδοση και τούς μεγάλους γέροντες (στάρετς).

Εκεί ο νεαρός δόκιμος ορίστηκε διακινητής του πνευματοφόρου στάρετς Ιωσήφ (Λιτόφκιν) . Ζούσα μέ τον στάρετςθυμόταν αργότερα, “όπως το παιδί μέ τον πατέρα του. Είχε άλλον ένα διακινητή, τον Πέτρο. Προσευχόμασταν και οι τρεις μαζί, τρώγαμε και οι τρεις μαζί, διαβάζαμε και οι τρεις μαζί. Και συχνά απολαμβάναμε τις πνευματικές νουθεσίες του”.
Δύο χρόνια μετά την έλευση του Στεφάνου στην Όπτινα, στις 9 Μαΐου του 1911, ο στάρετς Ιωσήφ κοιμήθηκε οσιακά και στο κελί του εγκαταστάθηκε ο στάρετς Νεκτάριος (Τύχονωφ) , ο οποίος και τον διαδέχθηκε. Ο Στέφανος και ο Πέτρος διακόνησαν μέ την ιδία προθυμία και τον νέο στάρετς.
Πολυάριθμοι πιστοί έρχονταν καθημερινά στον στάρετς Νεκτάριο, προκειμένου να πάρουν την ευλογία του και να τον συμβουλεύουν. Αυτοί, λοιπόν, είχαν δώσει στον Στέφανο το παρωνύμιο “καλοκαίρι”, επειδή ήταν ευγενικός και σπλαχνικός, και στον Πέτρο το παρωνύμιο “χειμώνας”, επειδή ήταν απότομος και αυστηρός.

Συχνά οι επισκέπτες, καθώς περίμεναν πολλές ώρες έξω από το κελί, αδημονούσαν και στενοχωρούνταν. Τότε ο στάρετς έστελνε τον Στέφανο, για να τούς καθησυχάσει. ’Αν, όμως, άρχιζαν να φωνάζουν και να κάνουν θόρυβο, έστελνε τον Πέτρο, πού μέ την αυστηρότητα του επέβαλλε την τάξη.

Όταν έβγαινε ο Στέφανος, οι συγκεντρωμένοι πιστοί του έλεγαν:
– Πες στον γέροντα ότι τον περιμένουμε ώρες. Πολλοί, μάλιστα, αναγκάστηκαν
να φύγουν.
Όταν ο Στέφανος το έλεγε στον στάρετς, εκείνος αποκρινόταν:
– Ετοιμάζομαι. Θ’ αλλάξω ρούχα και θα βγω.

Ωστόσο, καθυστερούσε πολύ ακόμα. Όταν, επιτέλους, έβγαινε, έλεγε στον Στέφανο μπροστά σε όλους:
– Τόσος κόσμος μέ περιμένει. Γιατί δεν μού το είπες;
Ο Στέφανος, αντί για άλλη απάντηση. έβαζε βαθιά μετάνοια και ζητούσε συγχώρηση από τον γέροντα.
Στο μεταξύ, ο Ρωμανός, πού είχε ήδη γίνει μοναχός μέ το όνομα Ραφαήλ, προσβλήθηκε από φυματίωση. Κοιμήθηκε ειρηνικά την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου, στις 13 Απριλίου τού 1913, λίγο μετά την κουρά του σε μεγαλόσχημο.
Ο Στέφανος έγινε μοναχός το 1917 και ονομάστηκε Σεβαστιανός. Τη χρονιά αυτή πού για τον νέο μοναχό ξεκινούσε μια φωτεινή περίοδος της ζωής του για τη Ρωσία άρχιζε η σκοτεινή και μεγάλη νύχτα των διωγμών.
Το Σάββατο, παραμονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρας του 1923, στις 2 μ., εμφανίστηκαν στην Όπτινα εκπρόσωποι της σοβιετικής εξουσίας και πρόσταξαν τούς μοναχούς να εγκαταλείψουν το μοναστήρι μέσα σε δύο ήμερες.
Οι πατέρες άρχισαν τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής στις 12 τά μεσάνυχτα. Στις 6 το πρωί εξαγριωμένοι άνδρες της Γκε- Πε-Ου έκλεισαν και σφράγισαν τούς ναούς και τά κτίρια της Όπτινα. Μέ αβάσταχτη θλίψη οι αδελφοί εγκατέλειψαν τον τόπο της μετάνοιας τους και σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην πόλη Κοζέλσκ. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Σεβαστιανός, ο οποίος εκείνο τον χρόνο είχε γίνει διάκονος. 

Το 1928, αφού χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, διορίστηκε στον Ναό του Προφήτου Ήλιου της πόλης Κοζλώφ, στην επαρχία Ταμπώφ. Από το 1929, όμως, λόγω των διώξεων και των συλλήψεων, πήγαινε σπάνια στον ναό. Τελούσε τις ιερές ακολουθίες και τη θεία Λειτουργία στο διαμέρισμα, όπου έμενε, μέ τη βοήθεια των μοναζουσών Φεβρωνίας, Αγριππίνας και Βαρβάρας. Οι μοναχές αυτές είχαν εξαναγκαστεί από τις σοβιετικές αρχές να εγκαταλείψουν τά μοναστήρια τους και βρήκαν καταφύγιο κοντά στον ευσεβή ιερομόναχο.

Στις 25 Φεβρουάριου του 1933, καθώς ο διωγμός της Εκκλησίας συνεχιζόταν μέ αμείωτη ένταση, ο π. Σεβαστιανός και οι τρεις μοναχές συνελήφθησαν και κλείστηκαν στη φυλακή του Ταμπώφ.
Για μιαν ολόκληρη νύχτα άφησαν τον γέροντα όρθιο στην αυλή της φυλακής, μέσα στη χειμωνιάτικη παγωνιά, ζητώντας του ν’ αρνηθεί την πίστη. Εκείνος, όμως, μέ τη χάρη του Θεού, ούτε τον Χριστό πρόδωσε ούτε αρρώστησε. Το πρωί τον οδήγησαν στον ανακριτή, ο οποίος του είπε στεγνά:
– Αφού δεν αρνήθηκες τον Χριστό, πήγαινε στη φυλακή.

Οι ανακρίσεις, βέβαια, συνεχίστηκαν και κράτησαν τρεις μήνες. Παρ’ όλες τις ψυχολογικές πιέσεις και τις επώδυνες δοκιμασίες πού δέχτηκε, ο π. Σεβαστιανός διατήρησε την ακεραιότητα του και το θάρρος του.

Σε κάποια ανάκριση του κατέθεσε: «Στο διαμέρισμά μου έρχονταν διάφορα πρόσωπα, τά περισσότερα άγνωστα, για ιεροτελεστίες, συμβουλές ή εξομολόγηση. Κάποιοι μέ ρωτούσαν αν πρέπει να συμμετέχουν στα κολχόζ, και τούς απαντούσα: “Κάντε ότι νομίζετε. Εγώ, πάντως, όλα όσα γίνονται από τη σοβιετική εξουσία, τά βλέπω σαν οργή του Θεού.Η εξουσία αυτή δεν είναι παρά μια θεία τιμωρία για τούς ανθρώπους”.
Τέτοιες απόψεις διατύπωνα όχι μόνο σ’ εκείνους πού μέ επισκέπτονταν, άλλα και στους άλλους πολίτες, γενικά, όποτε γινόταν σχετική συζήτηση. Δεν παρέλειπα, επίσης, να επισημαίνω ότι οφείλουμε όλοι οι πιστοί να ζούμε μέ Αγάπη και να προσευχόμαστε στον Θεό για την αλλαγή της καταστάσεως. Ομολογώ πώς είμαι πολύ δυσαρεστημένος μέ τη σοβιετική εξουσία, επειδή καταδιώκει την Ορθόδοξη Εκκλησία και κλείνει τούς ναούς και τά μοναστήρια».

Στις 2 Ιουνίου του 1933 η τρόικα της ΓκεΠεΟυ καταδίκασε τον π. Σεβαστιανό σε εγκλεισμό επτά χρόνων σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας για «συμμετοχή σε αντεπαναστατική οργάνωση». Τον έστειλαν στο Καζακστάν, στο στρατόπεδο Καραγκάντα, κοντά στο χωριό Ντολίνκα.
Τον πρώτο καιρό, οι φύλακες του στρατοπέδου επιφύλαξαν σκληρή και βάναυση μεταχείριση στον νεοφερμένο ιερομόναχο. Τον χτυπούσαν καθημερινά και τον προπηλάκιζαν, ζητώντας του ν’ αρνηθεί τον Θεό. Όταν είδαν ότι δεν λύγιζε, τον έστειλαν στην παράγκα των βαρυποινιτών εγκληματιών.
– Εκεί θα σε ξεπαστρέψουν γρήγορα, του είπαν.
Ό Θεός, όμως, τον φύλαξε σώο.

Στην αρχή τον έβαλαν να κόβει το ψωμί. Αργότερα τον όρισαν φύλακα της αποθήκης. Στη θέση αυτή εκμεταλλευόταν τις νύχτες για να προσεύχεται απερίσπαστα και ν’ ανανεώνει τις πνευματικές του δυνάμεις. Έτσι, κάθε φορά πού οι επόπτες έκαναν αιφνιδιαστικό έλεγχο, τον έβρισκαν ξύπνιο.
Όταν πέρασαν τά τέσσερα πρώτα χρόνια της ποινής του, του ανέθεσαν να μεταφέρει μέ βόδια νερό στους κατοίκους του χωριού Ντολίνκα. Από τότε, λόγω της εργασίας του. έβγαινε συχνά από το στρατόπεδο.

Τον χειμώνα ζέσταινε τά παγωμένα χέρια του, ακουμπώντας τα πάνω στα βόδια. Αρκετές φορές οι χωρικοί του χάρισαν μάλλινα γάντια. Μέσα σε μια-δύο μέρες, έπρεπε να ζεσταίνει πάλι τά χέρια του στα ζώα, γιατί τά γάντια τά είχε δώσει σε κάποιον φτωχό ή σ’ έναν συγκρατούμενό του. Αλλά και τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες κουλουριαζόταν ανάμεσα στα βόδια για να ζεσταθεί, καθώς τά ρούχα του ήταν παλιά και σχεδόν κουρελιασμένα της.

Από τις αναμνήσεις των πνευματικών του παιδιών θα παραθέσουμε στη συνέχεια δύο χαρακτηριστικές και αποκαλυπτικές των βασάνων τους.

Ή Μαρία Αντρεέφσκαγια θυμόταν:
“Μέναμε στο Σαράτωφ, απ’ όπου μάς εξόρισαν το 1931. Μάς μετέφεραν μέχρι την Οσακαρόβκα μέ τρένο, μέσα στα βαγόνια τών ζώων, και εκεί μάς πρόσταζαν να κατεβούμε… Έβρεχε ραγδαία. Μαζεύαμε το βρόχινο νερό και το πίναμε. Την οικογένειά μας την αποτελούσαν εννέα ψυχές: ο πατέρας, η μητέρα, ο παππούς, η τυφλή γιαγιά και πέντε παιδιά –ο επτάχρονος αδελφός μου, εγώ, πού ήμουν πέντε ετών, η τρίχρονη αδελφή μου και δύο νήπια.

Στο Σαράτωφ ζούσαμε από τον τίμιο μόχθο των γεωργών γονιών μου, μέ τους οποίους κάθε Κυριακή και εορτή πηγαίναμε στην εκκλησία. Και να πού τώρα μάς έφεραν μέ το τρένο σαν ζώα στην Οσακαρόβκα, στη γυμνή στέπα, όπου για δύο εικοσιτετράωρα μείναμε άγρυπνοι, καθισμένοι στο χώμα και πιασμένοι από τά πόδια του πατέρα και της μητέρας μας

“Ύστερ’ από δύο ημέρες, κατέφθασαν κάποιοι ντόπιοι μέ άμαξες, για να μάς μεταφέρουν, όπως μάς είπαν, στον πέμπτο οικισμό ειδικών μεταναστών. Στον δρόμο ρωτούσαμε τον πατέρα:
Μπαμπά, μπαμπά, πού θα είναι το σπίτι μας;
Τώρα, τώρα θα το δείτε, περιμένετε, απαντούσε εκείνος.
Όταν κατεβήκαμε από την άμαξα, ξαναρωτήσαμε:
Πού είναι το σπίτι; Πού;
“Σπίτι δεν υπήρχε. Δεν είδαμε παρά ένα μεγάλο κοντάρι μπηγμένο στη γη μέ μιαν επιγραφή στην κορυφή του: «5ος οικισμός». Μάς κύκλωσαν οπλισμένοι στρατιώτες, για να εμποδίσουν την απομάκρυνσή μας από την περιοχή. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι θα έπρεπε να φτιάξουμε μόνοι μας τά οικήματα, στα οποία θα μέναμε…

’Ό πατέρας πήγε κι έκοψε κλαδιά. Ύστερα έσκαψε ένα μεγάλο τετράγωνο όρυγμα. Σκεπάζοντάς το μέ τά κλαδιά, έφτιαξε ένα καλύβι, αν θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε έτσι. Εκείζήσαμε σαν τά ποντίκια μέχρι τον Οκτώβριο του 1931. Τη νύχτα εκείνη έριξε πολύ χιόνι- το έστρωσε μισό μέτρο. Ο αδελφός μου, πού κοιμόταν δίπλα στον παππού, ξυπνώντας το πρωί, είπε:
Μαμά, ο παππούς πάγωσε- πάγωσα κι εγώ απ’ αυτόν.
”Σκύψαμε όλοι πάνω από τον παππού. Ήταν νεκρός…

“Την άλλη μέρα μάς μετέφεραν στις παράγκες, πού είχαν κατασκευαστεί στο μεταξύ από τούς ’ίδιους τούς εξόριστους. Ξεπαγιάζαμε, καθώς δεν είχαν πόρτες και τζάμια στα παράθυρα. Ο πατέρας έριχνε σε μια μεγάλη σκάφη λίγο νερό και, όταν αυτό πάγωνε, το έπαιρνε και το τοποθετούσε σ’ ένα παράθυρο αντί για τζάμι.
”Σε κάθε παράγκα έμεναν διακόσιοι άνθρωποι. Απ’ αυτούς καθημερινά πέθαιναν από πέντε ως δέκα. ’Έτσι, μέχρι την άνοιξη τού 1932, οπότε πέθανε και ο πατέρας μου, από δεκαοκτώ χιλιάδες ειδικούς μετανάστες -τόσος ήταν ο αρχικός πληθυσμός του πέμπτου οικισμού- δεν απέμειναν παρά πέντε μόνο χιλιάδες.
”Ένα μήνα μετά τον θάνατο του πατέρα, η μητέρα γέννησε το έκτο παιδί της. Πώς θα ζούσαμε; Βγήκαμε στη ζητιανιά. Άλλα παιδιά έκλεβαν, εμείς όμως όχι- η μητέρα μάς το είχε απαγορέψει ρητά:

Μέ ξένα και κλεμμένα δεν θα χορτάσουμε! Καλύτερα ν’ απλώσουμε τά χέρια μας.
”Έπαιρνα, λοιπόν, τούς δρόμους και άπλωνα το χέρι μου. Άλλος μου έδινε κάτι, άλλος μέ προσπερνούσε αδιάφορα, άλλος μ’ έσπρωχνε μακριά του.
“Σύντομα πέθανε ο νεογέννητος αδελφός μου, έπειτα η μικρότερη αδελφή μου και τέλος η γιαγιά. Τά υπόλοιπα παιδιά, μεγαλώνοντας, πήγαμε να δουλέψουμε στη λεγάμενη Παιδική Ταξιαρχία.

”Το 1937 πρόσταξαν τη μητέρα να πάει στο κολχόζ, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Την τιμώρησαν, χωρίζοντάς την από τά παιδιά της και στέλνοντάς την για τρία χρόνια σε σκληρότερη εξορία στην Άπω Ανατολή. Τότε ο αδελφός μου ήταν δεκατεσσάρων ετών, εγώ ήμουν δώδεκα, η αδελφή μου ήταν δέκα και ο μικρός αδελφός μου οκτώ. Για να ζήσουμε, εξακολουθούσαμε να δουλεύουμε στην Παιδική Ταξιαρχία. Κάναμε και άλλες δουλειές, όπου μάς δέχονταν, άλλα και ζητιανεύαμε. Όσα τρόφιμα μάς έδιναν. τά φέρναμε στην παράγκα και τά μοιραζόμασταν. ’Έτσι περάσαμε τρία χρόνια δίχως τη μητέρα μας. Μόλις γύρισε εκείνη, ξέσπασε ο πόλεμος. Ο μεγάλος αδελφός μου επιστρατεύτηκε και λίγο αργότερα σκοτώθηκε στο μέτωπο…
”Ή ζωή μας κυλούσε μέσα στη φτώχεια, τις ταλαιπωρίες και τά δάκρυα. ‘Ώσπου, το 1955, γνωρίσαμε τον γέροντα Σεβαστιανό. Μετακομίσαμε στην Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα. Από τότε αρχίσαμε να ζούμε σαν στον παράδεισο. Μέ την ευλογία του, μέσα σ’ έναν χρόνο χτίσαμε το σπιτάκι, όπου εγκατασταθήκαμε. Στον παππούλη αποθέταμε όλες μας τις θλίψεις, όλα μας τά βάσανα…”.

Ο Βασίλειος Σαμάρτσεφ διηγιόταν:
“Ζούσα στο ’Όρενμπουργκ μέ τούς ευσεβείς γονείς μου και τά πέντε αδέλφια μου, όλα αγόρια.
”Τον Μάιο τού 1931 όλα τά περιουσιακά στοιχεία τού πατέρα μου δημεύθηκαν και ο ίδιος φυλακίστηκε. Τη μητέρα μου κι εμάς, τα έξι παιδιά, μάς εκτόπισαν στην Καραγκάντα. Μάς μετέφεραν μέ τρένο και μάς εγκατέλειψαν στον λεγόμενο ένατο οικισμό. Δεν υπήρχε κανένα οίκημα για να μείνουμε. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου ήταν τότε έντεκα ετών και ο μικρότερος ενός έτους. Εγώ, τρίτος στη σειρά, ήμουν τεσσάρων ετών. Είχαμε μαζί μας μια προβιά κι ένα σεντούκι. Ανοίξαμε έναν λάκκο στη γη, απλώσαμε την προβιά και, αφού διαλύσαμε το σεντούκι, φτιάξαμε μια πρόχειρη σκεπή. Αυτό ήταν το σπίτι μας! Όταν έβρεχε ή χιόνιζε, σκεπάζαμε τον λάκκο μας μέ την προβιά. Εκεί στριμωχνόμασταν γύρω από τη μητέρα μας και τά έξι παιδιά σαν τά κλωσσόπουλα…

”Μετά οι εξόριστοι άρχισαν να χτίζουν μεγάλα οικήματα μέ πλιθάρια, τά όποια έφτιαχναν οι ίδιοι από πηλό. Οι επόπτες, καβάλα στ’ άλογα, επιτηρούσαν τις εργασίες μέ τά καμουτσίκια στα χέρια. Σ’ εμάς, τά παιδιά, ανέθεσαν να κόψουμε τά χόρτα και τούς θάμνους από την περιοχή τού οικισμού. 
Τά οικήματα έπρεπε να είναι έτοιμα πριν έρθει ό χειμώνας, γι’ αυτό όλοι δούλευαν εντατικά. Σύντομα υψώθηκαν οι τοίχοι, κατασκευάστηκαν οι σκεπές, τοποθετήθηκαν οι πόρτες και τά παράθυρα -φτιαγμένα κι αυτά από εξόριστους τεχνίτες- και εγκαταστάθηκαν ξυλόσομπες. Έτσι, πριν πιάσουν τά κρύα και πριν έρθουν τά χιόνια, μπήκαμε κάτω από στέγη. Κοιμόμασταν σε στρατιωτικά κρεβάτια, πού ήταν σχεδόν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, καθώς σε κάθε οίκημα έμεναν είκοσι περίπου οικογένειες.

”Ό χειμώνας τού 1932, πάντως, ήταν πολύ βαρύς. Πολλοί πέθαναν από το κρύο, άλλα και από την πείνα και από διάφορες αρρώστιες, καθώς και το φαγητό ήταν πολύ λιγοστό και η υγειονομική περίθαλψη σχεδόν ανύπαρκτη. Μέσα σε μια εβδομάδα πέθαναν τότε τέσσερα αδέλφια μου, ο Παύλος, ο Ιβάν, ο Ευγένιος και ο Γένοτσκα…
”Το 1933 ο πατέρας αποφυλακίστηκε και ήρθε να μάς βρει. Λίγο αργότερα πέθανε η μητέρα από την πείνα…
”Πριν από τον πόλεμο άλλα και στη διάρκειά του παίρναμε ψωμί μέ το δελτίο. Πήγαινα στην πόλη και στεκόμουνα για ώρες στην ουρά μαζί μέ πολλούς άλλους. Εκεί συνάντησα τον π. Σεβαστιανό, για τον οποίο είχα ακούσει πολλά. Τον πλησίασα. Γνωριστήκαμε και πιάσαμε συζήτηση. Απερίγραπτη ήταν η χαρά μου, όταν μέ πήγε στο σπίτι του, στην Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα. Από τότε συνδέθηκα πνευματικά μαζί του…”.


Κάποτε ο π. Σεβαστιανός πήγε μέ τις μοναχές Μαρία και Μάρθα στο κοιμητήριο του χωριού Τυχώνοφκα. Στο κέντρο του υπήρχε ένα κοινοτάφιο, όπου παλαιότερα έριχναν ίσαμε διακόσιους νεκρούς εξόριστους κάθε μέρα –όσους πέθαιναν από την πείνα και τις αρρώστιες. Ο γέροντας στάθηκε εκεί και είπε:
– Έδώ. στους τάφους των μαρτύρων, μέρα και νύχτα καίνε κεριά από τη γη μέχρι τον ουρανό.

Μέ τον καιρό οι κάτοικοι της Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα άρχισαν να τον καλούν στα σπίτια τους για ιεροτελεστίες. Πήγαινε πρόθυμα, μολονότι δεν είχε την απαιτούμενη άδεια των αρχών. Είχε διαπιστώσει πώς ο λαός της περιοχής Καραγκαντά ήταν πιστός, και γι’ αυτό δεν φοβόταν ότι θα τον πρόδιδαν. Ό γέροντας αγαπήθηκε από τούς χωρικούς τού τόπου για την αρετή του, τη φιλανθρωπία του και τη δύναμη των προσευχών του. Καθώς η φήμη του απλώθηκε μακριά, από πολλά μέρη άρχισαν να καταφθάνουν μοναχοί και λαϊκοί, ζητώντας του πνευματική καθοδήγηση.

Τον Νοέμβριο του 1946 οι πιστοί της Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα υπέβαλαν αίτηση στις τοπικές αρχές για την επίσημη αναγνώριση εκκλησιαστικής κοινότητας. Επειδή η αίτησή τους έμενε αναπάντητη, απευθύνθηκαν στον πληρεξούσιο για τά θρησκευτικά θέματα του Καζακστάν, στην πόλη Άλμα Άτα. Ή απάντηση ήρθε τον Νοέμβριο του 1947 από την Εκτελεστική Επιτροπή της Καραγκάντα και ήταν λακωνική: «Απαγορεύεται στον ιερέα Σεβαστιανό Φόμιν να λειτουργεί στον ναό πού άνοιξε αυθαίρετα».


Ακολούθησαν κι άλλες αιτήσεις τά επόμενα χρόνια. Οι πιστοί ταξίδεψαν μέχρι τη Μόσχα για να τις υποστηρίξουν μέ προσωπικές επισκέψεις στούς αρμόδιους αξιωματούχους. Τελικά, το 1953, οι αρχές, αν και δεν αναγνώρισαν την εκκλησιαστική κοινότητα, επέτρεψαν την τέλεση εκκλησιαστικών Μυστηρίων και ακολουθιών -βαπτίσεων, γάμων, εξομολογήσεων, κηδειών κ.λπ.- στο εκκλησάκι του σπιτιού του π. Σεβαστιανού. Δεν επέτρεψαν, όμως, την τέλεση της θείας Λειτουργίας.
Έτσι, ο παππούλης
λειτουργούσε κρυφά τις νύχτες στα σπίτια τών πιστών. Σηκωνόταν λίγο μετά τά μεσάνυχτα κι έκανε τον μοναχικό του κανόνα. Έπειτα, φορώντας το μακρύ μαύρο παλτό του και τον σκούφο του, κινούσε για το σπίτι όπου θα τελούνταν ο Όρθρος και η Λειτουργία. Μαζεύονταν πολλοί πιστοί, οι οποίοι, για λόγους ασφάλειας, έρχονταν από νωρίς ένας- ένας ή το πολύ δύο-δύο. Τις καθημερινές η ακολουθία άρχιζε στις 3 και τις εορτές στη 1 μετά τά μεσάνυχτα. Τά παράθυρα ήταν όλα καλυμμένα μέ χοντρές κουβέρτες. Ή Λειτουργία τελείωνε προτού ξημερώσει. Οι πιστοί έφευγαν πάλι ένας-ένας ή δύο-δύο προφυλαγμένοι από το σκοτάδι.

Επιτέλους, το 1955, έπειτα από συνεχείς και επίμονες προσπάθειες των πιστών, οι αρχές αναγνώρισαν επίσημα την εκκλησιαστική κοινότητα της Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα.
Αμέσως άρχισαν, μέ την καθοδήγηση του καν οι εσωτερικοί τοίχοι και στη σκεπή τοποθετήθηκε ένας γαλάζιος τρούλος. Επειδή οι τοπικές αρχές απαγόρευσαν κατηγορηματικά την αύξηση του ύψους του οικοδομήματος, οι πιστοί μαζεύτηκαν κρυφά μια νύχτα και, αφαιρώντας μέ τα φτυάρια πενήντα κυβικά μέτρα χώμα, κατέβασαν ένα μέτρο το πάτωμα και το έστρωσαν μέ σανίδια. Έτσι, το πρωί κιόλας έκαναν Παράκληση.

Στην αυλή του ναού έχτισαν άλλο σπίτι για τον π. Σεβαστιανό και τις μοναχές, καθώς και μεγάλη ναόσχημη φιάλη, όπου θα τελούσαν, σύμφωνα με το τυπικό, τον Όρθρο του Πάσχα και τον Μεγάλο Αγιασμό των Θεοφανείων.

Οι χωρικοί έφεραν πολλές εικόνες, πού τις έκρυβαν στα σπίτια τους σχεδόν τριάντα χρόνια. Τις είχαν διασώσει, όταν οι άθεοι εξουσιαστές, το 1928, έκλεισαν τον ναό της παλαιάς Μιχαήλοφκα.

Στις 22 Δεκεμβρίου τού 1957 ο άρχιεπίσκοπος Πετροπαβλόφσκ και Κουστανάισκ Ιωσήφ (Τσερνώφ) απένειμε στον π. Σεβαστιανό το οφίκιο
Το δέχτηκε μέ βαθιά ταπείνωση.

Κάποια φορά, μετά τη Λειτουργία, κρατώντας στα χέρια του τη μίτρα , είπε στούς πιστούς, πού ήταν γύρω του:
– Να η μίτρα! Νομίζετε ότι αυτή σώζει; Όχι! Σώζουν μόνο ή πίστη και τά καλά έργα.

Στη Θεία λατρεία ήθελε να τηρείται πάντοτε η εκκλησιαστική τάξη, χωρίς παραλείψεις ή συντομεύσεις. Οι ιερές ακολουθίες αποτελούσαν γι’ αυτόν αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση της εσωτερικής πνευματικής του ζωής.
Αγαπούσε την κατανυκτική ψαλμωδία, όπως τη θυμόταν από την ’Όπτινα. Γι’ αυτό δημιούργησε μια χορωδία από τις μοναχές και άλλες πιστές κοπέλες, πού έψαλλαν στον ναό μέ πνεύμα και ύφος μοναστικό.

– Δεν είναι θεάρεστο, έλεγε, όταν ψάλλουμε, να κραυγάζουμε ή να κρατάμε τον ρυθμό χτυπώντας τά πόδια. Ο Θεός δεν είναι κουφός. Όλα τά ακούει, ακόμα και μέ τη σιγανή ψαλμωδία ή ομιλία μας, και όλα τά γνωρίζει, ακόμα και τούς λογισμούς μας.

Παρακολουθούσε μέ προσοχή και επιμέλεια τους αναγνώστες και τη χορωδία, απαιτώντας να διαβάζουν και να ψάλλουν μέ φόβο Θεού, ευλαβικά και προσευχητικά.

Από τον Χερουβικό Ύμνο μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας δεν επέτρεπε καμιά κίνηση μέσα στον ναό, ούτε καν την πώληση κεριών από το παγκάρι. Σ’ όσους συνομιλούσαν στη διάρκεια των άκολουθιών έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, καμιά φορά, μάλιστα, βγαίνοντας γι’ αυτό από το Ιερό. Συνιστούσε στούς πιστούς να μη φεύγουν ποτέ πριν από το τέλος της Παρακλήσεως, την όποια τελούσε πάντοτε μετά τη Λειτουργία. Και όταν, μετά την απόλυση, καθώς οι πιστοί πλησίαζαν για να φιλήσουν τον σταυρό, άκουγε κάποια μουρμουρητά δυσαρέσκειας για την πολύωρη ακολουθία, έλεγε ταπεινά:

– Τί να κάνουμε; Είμαι γέρος, αδύναμος. άρρωστος και δυσκίνητος. Γι’ αυτό και η ακολουθία αργεί να τελειώσει. Όπου υπάρχουν ιερείς νέοι, δυνατοί και γεροί, η ακολουθία τελειώνει γρήγορα.

Κάπου-κάπου έρχονταν στον ναό πράκτορες της σοβιετικής εξουσίας ή αστυνομικοί, άλλοτε φανερά, μέ την υπηρεσιακή τους στολή, και άλλοτε κρυφά, μέ πολιτική περιβολή. Ο π. Σεβαστιανός ήξερε ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορούσαν να διακόψουν την ακολουθία και να τον συλλάβουν μέ κάποια πρόφαση. Ωστόσο, δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του, καθώς όλες του τις ελπίδες τις είχε αποθέσει μέ εμπιστοσύνη στον Θεό.
Καμιά φορά τον πλησίαζε κάποιος πιστός, τού έδειχνε μέ τρόπο έναν άγνωστο, πού στεκόταν ανάμεσα στον εκκλησίασμα μέ παγερό ύφος, και του ψιθύριζε:

– Παππούλη, αυτόν τον άνθρωπο τον φοβάμαι.

– Ναι; έλεγε εκείνος χαμογελώντας. Εγώ δεν τον φοβάμαι. Κανέναν άνθρωπο δεν φοβάμαι. Φοβάμαι μόνο μην κλείσουν την εκκλησία. Φοβάμαι και για σάς. Για τον εαυτό μου δεν φοβάμαι. ’Εγώ ξέρω τί θα κάνω. Δεν ξέρω, όμως, τί θα κάνετε εσείς.

Στον ναό έρχονταν πολλοί νέοι. Μόνο στη χορωδία συμμετείχαν δεκαεπτά κοπέλες, πού κρύβονταν, όταν κατέφθανε για έλεγχο ο τοπικός επίτροπος θρησκευμάτων μέ τούς συνεργάτες του. Μερικοί πιστοί παραφύλαγαν στην είσοδο τού ναού. Και μόλις ακουγόταν ή λέξη “εξουσία”, οι νέες εξαφανίζονταν. Ό επίτροπος, μπαίνοντας, δεν έβλεπε στον χορό παρά μόνο γριούλες.

Κατά καιρούς οι τοπικοί άρχοντες αποφάσιζαν να κλείσουν την εκκλησία και να απαγορεύσουν τις ιεροπραξίες στον π. Σεβαστιανό. Καλούσαν, λοιπόν, τον γέροντα για να τού ανακοινώσουν την απαγόρευση. Αλλά μόλις εκείνος εμφανιζόταν μπροστά τους, καθηλώνονταν και βουβαίνονταν από το ταπεινό και συνάμα επιβλητικό παρουσιαστικό του. Μέ δύο λόγια του τούς αφόπλιζε.
– Μα τί άνθρωπος είναι αυτός ο γεράκος; έλεγαν εντυπωσιασμένοι, όταν ό παππούλης έφευγε. Δεν μπορούμε να τά βγάλουμε πέρα μαζί του. Ας είναι! Ας κάνει τώρα τη γεροντοδουλειά του, και, μόλις πεθάνει, θα κλείσουμε την εκκλησία.
Την Μεγ.Τεσσαρακοστή του έτους 1966 η υγεία του άρχισε να φθίνει.Εκοιμήθη στις 6 Απριλίου

Από το βιβλίο ''Άγιοι κατάδικοι.Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του εικοστού αιώνα''Ιερά Μονή Παρακλήτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου