Γεννήθηκε το 1888 στο χωριό Νεοχωράκι Φλωρίνης. Ήταν πρωτότοκος και είχε άλλα δύο αδέλφια και μία αδελφή. Όταν ήταν 15 ετών περίπου, οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό, σκότωσαν τον πατέρα του μαζί με άλλους δύο κι έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν για το Αμμοχώρι όπου είχαν μία θεία. Στην τοποθεσία «Άσπρη Εκκλησία» το Νεοχωράκι ξαναχτίστηκε μεν, αλλά ο Νικόλαος δεν γύρισε πίσω.
Ακόμη τότε δεν είχε απελευθερωθή η Μακεδονία από τους Τούρκους και ο Νικόλαος υπηρέτησε στρατιώτης στον τουρκικό στρατό. Ενώ οπισθοχωρούσε η μονάδα του στο Πρίλεπ, αυτός κρύφτηκε σ’ ένα μύλο. Απ’ έξω άκουσε συνομιλίες Σέρβων. Βγήκε και παραδόθηκε. Ήθελαν να τον σκοτώσουν, άλλα ένας είπε: «Αφού δεν πείραξε και παραδίνεται, γιατί να τον σκοτώσουμε;». Τον κράτησαν αιχμάλωτο και τον απελευθέρωσαν όταν έγινε ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Ο Νικόλαος άφησε όλη την περιουσία του και τα κτήματά του στο Νεοχωράκι, και όταν τον ρώτησαν «δε θα πας να τα πάρης;», απάντησε: «Όχι, θα τα αφήσω εκεί. Θα δουλέψω και ο Θεός θα μου τα δώσει πίσω κάποια στιγμή».
Ύστερα ο Νικόλαος πήγε στην Αμερική με τον αδελφό του να εργασθή. Εκεί ο αδελφός του πέθανε και άφησε πίσω ορφανά. Έτσι ο Νικόλαος επέστρεψε στην Ελλάδα. Με τα χρήματα που έβγαλε αγόρασε λίγα κτήματα και έτσι έζησε την οικογένεια του αδελφού του.
Στην Αμερική εργαζόταν σε κουρείο. Ο ιδιοκτήτης για να τον δοκιμάση του άφηνε επίτηδες χρήματα, αλλά ο Νικόλαος δεν τα έπαιρνε. Του έλεγε ότι είναι δικά του, γιατί δήθεν έπεσαν από τους πελάτες, αλλά ο Νικόλαος έλεγε: «Όχι, δεν είναι δικό μου το κατάστημα». Εργάστηκε και σε εστιατόριο και αφού γνώρισε την τιμιότητά του το αφεντικό του, του έδωσε τα κλειδιά λέγοντας: «Κάνε ότι θέλεις, σε εμπιστεύομαι».
Ύστερα ο Νικόλαος ήρθε στην Ελλάδα νυμφεύθηκε, απέκτησε ένα κοριτσάκι και πήγε στην Αμερική. Χήρεψε και επέστρεψε στην πατρίδα του. Ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε τρία κορίτσια και έναν γυιό· αξιώθηκε να δη εννιά εγγόνια εκ των οποίων ένας έγινε ιερέας.
Ο Νικόλαος από μικρός αγαπούσε πάρα πολύ τον Θεό και την Εκκλησία. Σε όλη του την ζωή όταν άκουγε την καμπάνα να χτυπά, άφηνε την δουλειά του και πήγαινε στην Εκκλησία. Έκανε προσευχή και διάβαζε μόνο το Ευαγγέλιο και βίους Αγίων. Σ’ αυτούς εύρισκε την ανάπαυσή του. Άλλα βιβλία δεν διάβαζε. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν πολλά εκκλησιαστικά βιβλία. Ότι υπήρχε προσπαθούσε να το βρη, το ακριβοπλήρωνε και πεζοπορούσε ώρες για να το αγοράση.
Ερχόταν το μεσημέρι από τα ζώα και μερικές φορές ηλικιωμένος πια, πήγαινε πεζός στην Φλώρινα να αγοράση βιβλία πνευματικά, και γύριζε πεζός. Μία καλοκαιρινή ημέρα χάθηκε. Δεν ήξερε κανείς που ήταν. Γύρισε το βράδυ με τον βίο του αγίου Παντελεήμονος και είχε φάει μόνο δύο αγριοκορόμηλα. Με χαρά, σαν να έφερε μαζί του θησαυρό, φώναξε τα εγγονάκια του: «Ελάτε, ελάτε να δήτε τι σας έφερε ο παππούς». Η σύζυγός του τον μάλωνε γιατί έλειπε όλη την ημέρα και ζώα ήταν κλεισμένα. Απάντησε ήρεμα: «Μη μιλάς γυναίκα, μη φωνάζης. Εδώ τον άγιο Παντελεήμονα σε τροχό τον γύριζαν». Και άρχισε να τους διηγήται τον βίο του αγίου Παντελεήμονος, τον οποίο πρόλαβε και διάβασε στον δρόμο. Η σύζυγός του σταμάτησε να φωνάζη, άκουγε με ενδιαφέρον και δεν είπε λέξη.
Ο Νικόλαος εργαζόταν πολύ και ζούσε ασκητικά. Αλλά την πνευματική του ζωή την έκρυβε, γιατί η γυναίκα του ήταν άλλου πνεύματος και τον παρεξηγούσε. Όταν ετοίμαζε το φαγητό το μεσημέρι και τον καλούσε να φάη, αυτός έπαιρνε ένα κομμάτι ξερό ψωμί και τυρί, και έβγαζε τα ζώα για βοσκή. Έλεγε στην γυναίκα του: «Μάζεψε τα παιδιά εσύ και φάτε, εγώ θα φάω το βράδυ».
Όταν έτρωγαν μαζί και τελείωναν το φαγητό, μετά την προσευχή έλεγε στην γυναίκα του πρώτα να μαζέψη τα ψίχουλα να μην πατιούνται, γιατί, όπως έλεγε, «το ψωμί είναι ευλογημένο και δεν πρέπει να το πατάμε».
Όποιον εύρισκε στον δρόμο τον χαιρετούσε. Ακόμη και στα μικρά παιδάκια έλεγε «καλημέρα». Η σύζυγός του έλεγε ότι τον κοροϊδεύουν στο χωριό, που λέγε σ’ όλους καλημέρα. Αυτός απαντούσε: «Μη μιλάς γυναίκα. Η καλημέρα-καλησπέρα είναι του Θεού. Εγώ στον Θεό λέω καλημέρα».
Ήταν πολύ φιλήσυχος και ποτέ δεν μάλωνε τα παιδιά του. Η ζωή του ήταν σπίτι, εκκλησία και δουλειά. Δεν πήγαινε πουθενά αλλού, ούτε ποτέ πήγε στο καφενείο. Δεν τον άκουσε ποτέ κανείς να πη κακή κουβέντα για κανέναν.
Ήταν πάντα αισιόδοξος και είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Πότε δεν στενοχωριόταν για τυχόν ζημιές που πάθαινε. Όταν έπιανε βροχή και χαλούσε το τριφύλλι, φώναζε η γυναίκα του «πω, πω τι θα κάνουμε, δε θα έχουμε να ταΐσουμε τα ζώα!» ο μπαρμπα-Νικόλας όμως απαντούσε: «Δεν πειράζει, ο Θεός θα μας δώσει την σοδειά, δε θα μας αφήσει νηστικούς».
Έμαθε για κάποιον άγνωστο από διπλανό χωριό ότι χρειάζεται χρήματα για να στείλη τον γυιό του στην Γερμανία, και ότι για να πάρη δάνειο βάζει ενέχυρο το χωράφι του. Ο Νικόλαος του έδωσε τα χρήματα και ο άνθρωπος του είπε να υπογράψη χαρτί. Ο Νικόλαος αρνήθηκε λέγοντας: «Δεν θέλω τίποτα, έτσι τα δίνω».
Στο χωριό τους υπήρχαν πολλοί φτωχοί που δεν είχαν ψωμί τον χειμώνα. Πήγαιναν στον μπαρμπα-Νικόλα και του ζητούσαν από ένα τσουβάλι σιτάρι. Τους έλεγε να πάνε μόνοι τους στην αποθήκη να το γεμίσουν. Τον ευχαριστούσαν και του υπόσχοντο ότι θα του το επιστρέψουν την επόμενη χρονιά. Τους απαντούσε: «Πηγαίνετε παιδιά, κάντε την δουλειά σας και φέρτε το».
Του έλεγε η γυναίκα του:
– Θ’ αφήσεις νηστικά τα παιδιά σου. Όλα τα δίνεις. Αυτός απαντούσε:
– Μου είπαν ότι το καλοκαίρι θα φέρουν το σιτάρι.
– Σε κοροϊδεύουν· αυτοί δεν έχουν ούτε ένα στρέμμα χωράφι. Πού θα βρούνε να το φέρουν;
– Εμείς θα σπείρουμε τα χωράφια και θα μας το δώσει ο Θεός το σιτάρι.
Πολλές φορές αυτοί «οι κάτω» (ποτέ δεν τους έλεγε οι γύφτοι) ζητιάνευαν· πήγαιναν στην Εκκλησία και ζητούσαν από τους πλουσίους λίγο καλαμπόκι, λίγο σιτάρι και αυτοί τους έδιωχναν λέγοντας «δεν έχω». Άκουγε ο μπαρμπα-Νικόλας και έλεγε:
– Ελάτε, εγώ θα σας δώσω.
Υποτίθεται δανεικό αλλά πολλοί απ’ αυτούς δεν τα γυρίζανε πίσω. Φώναζε η γυναίκα του:
– Στα καλά σου είσαι; Θα αφήσεις τα παιδιά σου να πεινάσουν. Δώσε στον ένα, δώσε στον άλλο, από πού θα βρούνε αυτοί να στο επιστρέψουν, αφού δεν έχουν δική τους περιουσία;
– Το ξέρω πως δεν έχουν, απαντούσε. Εγώ δεν τους το δίνω για να το επιστρέψουν. Τους δίνω για να φάνε τα παιδιά τους.
Ακόμη πήγαιναν οι «κάτω» σε πολλούς που ήταν πολύ πλούσιοι, αφού είχαν και υπηρέτες στο σπίτι τους, ζητιάνευαν αλλά τους έδιωχναν. Πήγαιναν μετά στο μπαρμπα-Νικόλα και παρακαλούσαν:
– Μπαρμπα-Νικόλα, το κορίτσι μου θα παντρέψω. Δός μου κανένα φράγκο. Και τους έδινε.
Μετά άλλος θα πήγαινε για Γερμανία· ξανά για χρήματα στον μπαρμπα-Νικόλα. Αφού του έδινε ρωτούσε ο μπαρμπα-Νικόλας.
– Σου φτάνουν, παιδί μου;
– Πάρε ακόμη λίγα να σου βρεθούν για τον δρόμο γιατί δεν ξέρεις αν φτάσουν.
Από το χωριό Φλάμπουρο κάθε πρωΐ έφταναν άνθρωποι με ζώα φορτωμένα ξύλα για πούλημα. Όταν χιόνιζε ή έβρεχε, πήγαιναν στο σπίτι του να ξεκουραστούν και να ζεσταθούν. Ο Νικόλαος έβαζε την σύζυγό του να τους δίνη στεγνές μάλλινες κάλτσες να αλλάξουν τις βρεγμένες και τους τάϊζε. Ύστερα τους έλεγε: «Άντε, παιδιά, πηγαίνετε να πωλήσετε τα ξύλα, για να μην στέκωνται τα ζώα φορτωμένα, και μετά να περάσετε πάλι από εδώ». Όταν επέστρεφαν, τους έδινε τις δικές τους κάλτσες (τσουράπια) που τα είχε στεγνώσει στην φωτιά, αλλά δεν έπαιρνε πίσω τις δικές του. Έλεγε στην γυναίκα του να τους βάζη και τυρί μαζί τους. Μια μέρα οι άνθρωποι από ευγνωμοσύνη ξεφόρτωσαν τα ξύλα στην αυλή του. Αλλά είχε τόση ευαισθησία που δεν τα δέχθηκε. Ήξερε την φτώχεια τους και τους είπε να φορτώσουν τα ξύλα και να πάνε να τα πουλήσουν, γιατί άλλη φορά την αυλόπορτα του μπαρμπα-Νικόλα δεν θα την ξαναέβλεπαν. Για να μην τον στενοχωρήσουν του έκαναν υπακοή.
Μάζευε ξύλα από δω και από κει, από το βουνό και από το ποτάμι και τα πήγαινε σε όποιον είχε ανάγκη. Τον κορόϊδευαν πελαργό, αλλά αυτός δεν έδινε σημασία.
Μια νύχτα κρυφά είχε πάει ένα φορτίο ξύλα σε μία γυναίκα με τέσσερα παιδιά, που ο άνδρας της ήταν στην φυλακή. Η ταλαίπωρη δεν είχε ξύλα να ψήση ψωμί για τα παιδιά της. Μόλις είδε τα ξύλα εδόξασε τον Θεό, και σκεφτόταν ποιος να έκανε αυτήν την καλωσύνη. Τελικά κατέληξε στον μπαρμπα-Νικόλα, που όλοι ήξεραν ότι έκανε πολλές ελεημοσύνες, και μετά το εξακρίβωσε.
Κάθε χειμώνα φιλοξενούσε στο σπίτι του έναν γυρολόγο μικροπωλητή, τον μπαρμπα-Δημήτρη, που ήταν μόνος στον κόσμο και χωρίς στέγη. Τον έβαζε μάλιστα στο καλύτερο δωμάτιο με σόμπα και του έδινε την άδεια να καίη όσα ξύλα ήθελε. Τον γυιό του με την γυναίκα του, που ήταν νιόπαντροι, τους έβαζε σε χειρότερο δωμάτιο.
Όταν ήταν Ψυχοσάββατο όλες οι οικογένειες έκαναν για τις ψυχές των κεκοιμημένων τους «μέρασμα». Διάφορα φαγώσιμα, δηλαδή τα μοίραζαν στους φτωχούς για να συγχωρέσουν τα πεθαμένα τους. Ο μπαρμπα-Νικόλας έλεγε στην γυναίκα του: «Εσύ γυναίκα, το καλάθι θα το φέρεις άδειο. Θα τα δώσεις σε φτωχούς όλα».
Ο μπαρμπά-Νικόλας ήταν πολύ αθώος και αγαθός άνθρωπος. Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους· με κανένα δεν είχε έχθρα και αντιδικία. Ήταν ειρηνικός και ποτέ δεν πήγε σε δικαστήριο. Κάποτε λύθηκε το γαϊδουράκι του και έφαγε δύο ρίζες φυστικιές από ένα γείτονα, ο οποίος ήθελε να του κάνη μήνυση. Ο μπαρμπα-Νικόλας τον παρακαλούσε: «Δεν θέλω να με πάτε στο δικαστήριο. Ότι θέλετε να σας πληρώσω. Μου λύθηκε· δεν βλέπετε ότι είναι με το καπίστρι;». Πλήρωσε εκείνη την εποχή ένα πολύ μεγάλο ποσό και ήταν ευχαριστημένος που δεν πήγε στο δικαστήριο.
Άλλος τον είχε αδικήσει. Όταν έμαθε ότι το πρόσωπο αυτό είχε αρρωστήσει, πήγε να τον επισκεφθή και να συγχωρεθούν.
Όταν έρχονταν στο σπίτι το βράδυ κλέφτες και έκλεβαν ξύλα από την αποθήκη του, αυτός τους έβλεπε και έλεγε στην γυναίκα του και στα παιδιά του: «Αφήστε να τα πάρουν και να μη φωνάξη κανείς. Αυτοί έχουν περισσότερη ανάγκη από εμάς».
Κάποιες φορές που πήγαινε με το κάρο στα χωράφια και περνούσαν από το κοιμητήριο, η μικρή του εγγονή ηλικίας πέντε-έξι ετών, έβλεπε εκεί πολύ κόσμο, μικρά παιδιά να χορεύουν, τάφους ανοιχτούς, ωραία παπλώματα, ακόμη και σατανάδες. Ο μπαρμπα-Νικόλας, που τα έβλεπε και ο ίδιος, της έλεγε να μην κοιτάη προς το νεκροταφείο, για να μη φοβηθή επειδή είναι μικρή.
Στα παιδιά και στα εγγόνια του έδινε πρακτικές και ωφέλιμες συμβουλές: «Να μην κάνετε κακές παρέες, να μην μαλώνετε και να έχετε αγάπη για όλους. Να προσέχετε τον εαυτό σας και να μην φέρνετε «πράγματα» απ’ έξω και σχολιάζουμε. Να βοηθάτε φτωχούς. Την ώρα του φαγητού να είστε όλοι στο σπίτι». Ποτέ δεν ανέφερε για τον πατέρα του, που ήταν, όπως μαρτυρούν, πολύ δυνατός και θαρραλέος και δεν έκανε λόγο στα παιδιά του και στα εγγόνια του για όσα δυσάρεστα πέρασε, προφανώς για να μη προκαλέση αισθήματα μίσους στα παιδιά του για τους Τούρκους ή για συγχωριανούς που είχαν εμπλακή.
Δεν ήθελε να ντύνωνται καρναβάλια στις Αποκριές, και δεν επέτρεπε να μπη στην αυλή του σπιτιού καρναβάλι ή αρκούδα να χορέψη. Τους έδινε κάτι και τους έλεγε με καλωσύνη και πραότητα: «Στο σπίτι μου δεν θέλω να κοροϊδεύετε. Πάρτε αυτό που σας ανήκει και πάτε αλλού. Διάβολο στο σπίτι μου δεν θέλω». Επίσης την τράπουλα την έλεγε και αυτήν διαβολικήν. Αν έβλεπε καμμία φορά τα παιδιά του να παίζουν την έρριχνε στην φωτιά.
Δεν ήθελε να μαζεύουν πλούτο. Ο ίδιος ήταν πολύ φτωχός. Αν και πήγε στην Αμερική, γύρισε πίσω χωρίς περιουσία. Σπίτι δικό του δεν είχε μέχρι την κοίμησή του. Ύστερα όμως τα παιδιά του και τα εγγόνια του με την ευχή του έκαναν σπίτια και όλα αποκαταστάθηκαν. Πιστεύουν ότι ο Θεός τους ευλόγησε για χάρη του μπαρμπα-Νικόλα.
Το έτος 1962 αρρώστησε. Νοσηλεύτηκε για δύο εβδομάδες στο Νοσοκομείο, αν και δεν ήθελε να εισαχθή. Όλες τις μέρες νήστευε και είχε προσηλωμένα τα μάτια στην πόρτα και έλεγε: «Αρχάγγελε Μιχαήλ, έλα να με πάρης», και έτσι κοιμήθηκε ειρηνικά.
Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή του συνέβησαν τα εξής: Σε κάποια γιορτή ήταν πολλοί συγγενείς στο σπίτι του γυιού του Χρήστου και ρώτησε η εγγονή του για τον παππού Νικόλαο. Ενώ διηγείτο για την ζωή του ωραία περιστατικά, ένας συγγενής απίστησε και έβαλε κακό λογισμό. «Σίγα, έτσι όπως τον περιγράφουν θα τον βγάλουν και άγιο», είπε μέσα του. Από εκείνη την στιγμή μέχρι το τέλος της συζητήσεως ευωδίασε όλο το σπίτι και πείστηκε ότι ο λογισμός του ήταν άδικος και ότι ο παππούς Νικόλαος ήταν πράγματι άνθρωπος ενάρετος, άνθρωπος του Θεού.
Το έτος 2007 στην κυρία Φλώρα Βέλιου, που μένει στην Αυστραλία και ποτέ της δεν γνώρισε τον παππού Νικόλαο Νεοκάζη, συνέβη το εξής: Είχε αρρωστήσει από καρκίνο και έκανε τρεις εγχειρήσεις, είχε αδυνατίσει πολύ και δεν μπορούσε να σταθή στα πόδια της. Ένα βράδυ είδε στο όνειρό της ότι πήγε στο ιατρείο και εκεί είδε τον παππού Νικόλαο με ιατρική άσπρη μπλούζα μαζί με άλλους γιατρούς, και του είπε σαν να τον γνώριζε: «Παππού Νικόλα, είμαι πολύ άρρωστη, δεν με κρατούν τα πόδια μου. Δεν μου δίνεις κανένα φάρμακο, τουλάχιστον να μπορώ να σταθώ στα πόδια μου;». Ο παππούς απάντησε: «Ακόμη δεν είμαι γιατρός, αλλά πάρε αυτή την βιταμίνη και θα σου κάνει καλό, θα σε δυναμώσει». Μετά η γυναίκα στο όνειρό της, από το ιατρείο πήγε στο σπίτι του παππού στο Αμμοχώρι και εκεί είδε τον παππού με την γυναίκα του, την Άννα, και τα εγγονάκια του.
Η κυρία Φλώρα ανέφερε το όνειρό της στους γονείς της και εκείνοι της είπαν ότι γνώριζαν τον παππού Νικόλαο γιατί ήταν γείτονες στο χωριό. Περιέγραψε ακριβώς το σπίτι του και είπε ότι η γυναίκα του ήταν πιο ψηλή, όπως ήταν πράγματι.
Η κυρία Φλώρα άρχισε να παίρνη την βιταμίνη που την υπέδειξε και ενισχύθηκε. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ένα μήνα μετά το όνειρο άρχισε να διαφημίζεται η βιταμίνη αυτή στην τηλεόραση.
Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.
(“Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄“, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012)
(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiosgeorgioskorydallou.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου