Σελίδες

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Ἐμπειρίες ἀγγελικῆς παρουσίας ἐν ὥρᾳ Θείας Λειτουργίας!

Μία Κυριακὴ ὁ Ἅγιος Σπυρίδων λειτουργοῦσε μόνος του. Ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα ἔψαλλε. Μετὰ τὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα ἀμέτρητες ἀγγελικὲς φωνὲς ἄρχισαν νὰ ψάλλουν. Οἱ πάντες βουβάθηκαν. Καὶ ἀπὸ τὴν ἔκπληξη, καὶ ἀπὸ τὸν θαυμασμό, καὶ ἀπὸ τὸ δέος, καὶ ἀπὸ τὸν φόβο. Καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶπε πρὸς τὸν λαὸν «Εἰρήνη πάσι», ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, Σεραφεὶμ καὶ Χερουβείμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, μὲ μία φωνὴ ἀπάντησαν: «Καὶ τῷ Πνεύματί Σου». Ἔτσι οἱ πιστοὶ ἐκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, ἐκείνη τὴν ἀξέχαστη Κυριακή, ἔζησαν τὴν οὐράνια λατρεία τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας νὰ ἑνώνεται μὲ τὴν ἐπὶ γῆς Στρατευομένη Ἐκκλησία. Τὴν μία Ἐκκλησία, μὲ τὸν Ἕναν ποιμένα, τὸν Χριστόν.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ ζοῦσε ὁ παπα-Τύχων ὁ Ἁγιορείτης ἀσκητής, στὸν Χερουβικὸ ὕμνο. Ἄγγελοι τὸν ἅρπαζαν στὸν Οὐρανό, γιὰ μισή ὥρα περίπου. Καὶ ᾿κεῖ πάνω ζοῦσε, βίωνε, τὴν οὐράνια Λατρεία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν συνήρχετο... μονολογοῦσε θαμπωμένος, ἀπὸ τὰ Μεγαλεία τοῦ Θεοῦ, Πῶ πῶωω, παράδεισος. Πῶπῶωω, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Χαρὰ Θεοῦ. Δόξα Θεοῦ, πλοῦτος Θεοῦ, ἄγγελος μὲ ἀνεβάζει, ἄγγελος μὲ κατεβάζει. Τί πλοῦτος, τί μεγαλεῖον Θεοῦ. Ὁ παπα-Τύχων εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς νεοτέρους ὁσίους λειτουργούς, καὶ ἀσκητᾶς Ἁγιορείτας τῶν ἡμερῶν μας, καὶ ἐκοιμήθη ὀσιακῶς μόλις τὸ 1968.

Ἀλλὰ μήπως τὸ ἴδιο δὲν συνέβαινε καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, ὅταν ἐλούζετο στὸν Χερουβικὸ ὕμνο καὶ στὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων ἀπὸ ἀνέσπερο, ὁλόλαμπρο, ὁλόλευκο, ἄκτιστο φῶς, μέσα σὲ ἀγγελικὲς ψαλμωδίες;

Καὶ ὁ Ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης ζοῦσε, ὅταν ζοῦσε στὸ μοναστηράκι ἔξω ἀπὸ τὴν Δράμα, ζοῦσε λειτουργικὰ μὲ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Τὰ Λειτουργικὰ Πνεύματα πολλὲς φορὲς ἐθεάθησαν νὰ θυμιάζουν τὴν Μεγάλη Εἴσοδο εὐλαβῶν ἱερέων. Καὶ ἄλλα πάλι νὰ συνωστίζονται στὸ Ἅγιον Βῆμα διὰ τὰ τελούμενα. Πολλὲς οἱ παρόμοιες ἀγγελικὲς καὶ Χερουβικὲς συλλειτουργίες ἀπὸ ἱερεῖς ἀσκητᾶς τοῦ Ἁγίου Ὅρους.

Ὁ ΦΩΣΤΗΡΑΣ τῆς οἰκουμένης, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (4ος αἰ.), μὲ τὸ διορατικό του χάρισμα εἶδε πολλὲς φορὲς τοὺς ἅγιους Ἀγγέλους νὰ ἐπιτηροῦν καὶ νὰ φυλᾶνε ἀκατάπαυστα τὴν ἐκκλησία, καὶ μάλιστα τὴν ὥρα τῆς ἀναίμακτης Θυυσίας.

Ὅταν ἀρχίζει ὁ ἱερέας νὰ προσκομίζει", διηγήθηκε ὁ Ἅγιος στοὺς πνευματικούς του φίλους, "κατεβαίνουν ἀμέσως Ἀγγελικὲς δυνάμεις ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ λαμπρὲς καὶ θαυμαστὲς ἐνδυμασίες. μὲ πόδια γυμνὰ καὶ σκυμμένο πρόσωπο περιτριγυρίζουν τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, καὶ στέκονται ἐκεῖ ἥσυχοι καὶ σιωπηλοὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας.

Ὕστερα σκορπίζονται σ' ὅλον τὸν Ναό, βοηθουν τοὺς κληρικοὺς ποὺ μεταδίδουν στὸν λαὸ τ' ἄχραντα Μυστήρια, καὶ τοὺς δυναμώνουν στὴν πίστη".

Στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου (4ος αἰ) ἀναφέρεται μία ἐντυπωσιακὴ ἐμφάνιση θεϊκῆς φωτιᾶς ἐν ὥρᾳ Θείας Λειτουργίας.

Μία Κυριακὴ λειτουργοῦσε ὁ Ὅσιος μὲ τὸν μαθητὴ του Δομετιανό. Κάποια στιγμὴ ὁ Τερέβωνας, ποὺ ἦταν πρὶν Σαρακηνὸς καὶ στεκόταν ἐκεῖ κοντά, βλέπει νὰ κατεβαίνει φωτιὰ ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ν' ἁπλώνεται πάνω στὸ Θυσιαστήριο σὰν ἕνα μεγάλο λευκό ὕφασμα καὶ νὰ σκεπάζει τὸν Μεγάλο Εὐθύμιο καὶ τὸν Δομετιανό. Βλέποντας τὸ ἐξαίσιο θαῦμα ὁ Τερέβωνας φοβήθηκε κι ἔκανε πίσω. Ἡ θεϊκὴ φωτιὰ διατηρήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τοῦ τρισάγιου ὕμνου.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Μεγάλο Εὐθύμιο καὶ τὸν Δομετιανό, ποὺ βρέθηκαν μέσα στὴν φωτιά, τὸ θαῦμα τὸ εἶδε καὶ ὁ Μοναχὸς Γαρβιήλιος, ποὺ εἶχε τότε εἴκοσι πέντε χρόνια στὸ Μοναστήρι καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ψυχική του καθαρότητα.

Πολλὲς φορές, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ἔβλεπε ἁγίους ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν μαζί του.

Συχνὰ ἐπίσης, ὅταν μετέδιδε στοὺς Μοναχοὺς τὴν Θεία Κοινωνία, ἔβλεπε ἄλλους νὰ φωτίζονται καὶ ἄλλους νὰ κατακρίνονται ἀπ' αὐτὴν σὰν ἀνάξιοι τοῦ θείου φωτισμοῦ.

Ὁ Ὅσιος Σέργιος τοῦ Ραντονὲζ (1392) εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς περίφημης Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὸ Ζαγκὸρσκ τῆς Μόσχας, κι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀγαπημένους ἁγίους του ρωσικοῦ λαοῦ.

Κάθε φορᾶ ποὺ λειτουργοῦσε, τὸν ἀξίωνε ὁ Θεὸς νὰ ἔχει συλλειτουργὸ ἕναν ἄγγελο.

Κάποτε ὁ π. Συμεών, ποὺ ὑπηρετοῦσε σὰν ἐκκλησιαστικὸς, εἶδε μία φλόγα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ νὰ περιβάλλει τὸν Ὅσιο, τὸν εἶδε ὁλόκληρο λουσμένο σ' αὐτὸ τὸ ὑπερκόσμιο Φῶς.

Ὅταν ὁ Ὅσιος ἑτοιμάστηκε νὰ μεταλάβει, ἡ φλόγα ὑψώθηκε, μαζεύτηκε σὰν ἕνα πέπλο καὶ βυθίστηκε στὸ ἅγιο Ποτήριο. Ἀφοῦ κοινώνησε, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ρώτησε τὸν κατάπληκτο Μοναχό:

Γιατί, παιδί μου, φαίνεσαι τόσο ταραγμένος;

- Ἀξιώθηκα, γέροντα, νὰ δῶ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ σὲ περιβάλλει!...

Τότε ὁ Ὅσιος του εἶπε ἐπιτακτικά:. Ὅσο ζῶ, νὰ μὴν φανερώσεις σὲ κανέναν αὐτὸ ποῦ εἶδες!

Ὁ Νεομάρτυς Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἁγιορείτης (lη Νοεμβρίου) διηγήθηκε κάποτε στὸν μαθητὴ του Μαρκιανὸ ὅσα θαυμαστὰ εἶδε στὴν διάρκεια μίας Θείας Λειτουργίας:

Καθὼς φοροῦσε ὁ ἱερέας τὴν ἱερατική του στολή, ἔφεξε μπροστά του τὸ φῶς τῶν ἀγγέλων, ὅπως φέγγει ὁ ἥλιος τὴν αὐγή, πρὶν ἀνατείλει. Ὅταν ἄρχισε νὰ προσκομίζει, τέσσερα ἀγγελικὰ τάγματα πῆγαν καὶ στάθηκαν στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ Ναοῦ.

Τελειώνοντας τὴν Προσκομιδή, σκέπασε μὲ τὰ ἱερὰ καλύμματα τὰ τίμια Δῶρα, ποὺ συνάμα καλύφθηκαν ἀπὸ μία λάμψη.

Τὴν ὥρα τῆς Μεγάλης Εἰσόδου, ὅταν βγῆκαν τὰ Ἅγια, προπορευόταν ἕνα φῶς, ποὺ σκέπαζε τὸν λαό. Τὸ ἴδιο φῶς περικύκλωσε ἀργότερα τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὅταν τοποθετήθηκε τὸ δισκοπότηρο πάνω σ' αὐτήν. Ἔξω ἀπὸ τὸν φωτεινὸ αὐτὸ κύκλο στέκονταν οἱ ἄγγελοι εὐλαβικά, χωρὶς νὰ τολμοῦν νὰ πλησιάσουν. Τὸ φῶς δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸν ἱερέα σ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Λειτουργίας.

Ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαινε ἀόρατη φλόγα, ὅταν ἐκφωνοῦσε τὶς εὐχὲς καὶ διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐπίσης, ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του, ἀπὸ τὰ δάχτυλά του ξεχυνόταν φῶς.

Μετὰ τὸν καθαγιασμό, εἶδα τὸν Κύριο, ὡς βρέφος καθισμένο στὸ Δισκάριο μέσα σὲ φωτεινὴ δόξα. Ὁ ἱερέας τὸν μέλισε σὲ τέσσερα μέρη, καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Του χύθηκε στὸ ἅγιο Ποτήριο, ἀπὸ τὸ ὅποιο μετάλαβε ὁ λειτουργός.

Ὅταν τελείωσε ἡ μυσταγωγία, εἶδα πάλι τὸ θεῖο Βρέφος ἀκέραιο ν' ἀνεβαίνει μὲ δόξα καὶ τιμὴ στὸν οὐρανό, συνοδευόμενο ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους".

Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ (1759-1833), ὁ τόσο προσφιλὴς αὐτὸς ἅγιος τῶν Ὀρθοδόξων, ἐνισχυόταν στοὺς ἀγώνες του ἀπὸ τὴν Θεία πρόνοια μὲ πνευματικὰ ὁράματα, ποὺ παρηγοροῦσαν τὴν ψυχή του.

Σὰν διάκονος ἔβλεπε κατὰ καιροὺς στὶς ἀκολουθίες τοὺς ἁγίους ἀγγέλους νὰ ψάλλουν καὶ νὰ διακονοῦν μαζὶ μὲ τοὺς Μοναχούς.

Κάποτε, διηγεῖται ὁ ἴδιος, λειτουργοῦσα τὴν Μεγάλη Πέμπτη.

Μετὰ τὴν μικρὴ Εἴσοδο καὶ τὰ ἀναγνώσματα, εἶπα, ὁ ταπεινός, πλάϊ στὸ ἅγιο Θυσιαστήριο τὴν ἐκφώνηση: «Κύριε, σῶσον τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐπάκουσον ἡμῶν».

Ὕστερα βγῆκα στὴν ὡραία Πύλη καί, ὑψώνοντας τὸ ὀράριο πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα, συμπλήρωσα τὴν εὐχὴ τοῦ Τρισαγίου ὕμνου: «καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».

Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔλαμψε μπροστά μου ἕνα φῶς.

Κοιτάζω πρὸς τὰ ἐκεῖ, καὶ βλέπω τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὴν μορφὴ τοῦ γιοῦ τοῦ ἀνθρώπου ν᾿ ἀστράφτει πιὸ πολὺ κι ἀπ᾿ τὸν ἥλιο μέσα σὲ ἄπλετο φῶς.

Τὸν τριγύριζαν σὰν σμῆνος ἀπὸ μέλισσες οἱ οὐράνιες δυνάμεις τῶν ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων, χερουβεὶμ καὶ σεραφείμ.

Εἶχε μπεῖ ἀπὸ τὴν δυτικὴ πύλη, καὶ βαδίζοντας ἀνάμεσα στάθηκε ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ἄμβωνα.

Ὑψώνοντας μάλιστα τὸ χέρι Του Εὐλόγησε τοὺς λειτουργοὺς καὶ τοὺς προσευχομένους.

Τέλος, μπῆκε στὴν θέση ποὺ βρίσκεται ἡ εἰκόνα Του, πλάϊ στὴν ὡραία Πύλη.

Ἡ καρδιά μου σκίρτησε ἀπὸ ἀγαλλίαση, ἀπὸ γλυκύτατη ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο".

Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ ὅραμα συνέβη τὴν ὥρα τῆς Εἰσόδου τῶν ἱερέων στὸ ἅγιο Βῆμα, ποὺ συμβολίζει τὴν εἴσοδό τους στὸν ἴδιο τὸν Οὐρανό.

«Ποίησον, Κύριε», δέεται χαμηλόφωνα τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἱερέας, «ποίησον σὺν τῇ εἰσόδῳ ἡμῶν εἴσοδον ἁγίων ἀγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ἡμῖν καὶ συνδοξολογούντων τὴν σὴν ἀγαθότητα.». Ἐξάλλου, μετὰ τὴν Εἴσοδο ψάλεται καὶ ὁ ἀγγελικὸς ὕμνος: «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησαν ἡμᾶς».

Τὸ ὅραμα αὐτὸ φανερώνει πῶς οἱ οὐράνιες δυνάμεις συλλειτουργοῦν ἀόρατα μαζί μας.

Γι' αὐτὸ κάθε πιστὸς ἂς γνωρίζει ὅτι προσεύχεται ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους, σὰν νὰ βρίσκεται στὸν οὐρανό.

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος (1788-1853), ἕνας διὰ Χριστὸν σαλὸς ἱερομόναχος τοῦ ρωσικοῦ βορρᾶ, ποὺ ἀσκήθηκε σὲ διάφορα μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τοῦ Κιέβου, δὲν ἔπαυε, ἀκόμα καὶ ὅταν λειτουργοῦσε, νὰ σκανδαλίζει τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς μὲ τὴν παράξενη συμπεριφορά του.

Ὁ τότε Μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος, ἐνοχλημένος ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, κάλεσε τοὺς συμβούλους του, γιὰ νὰ ἐξετάσει μαζί τους τὴν περίπτωση τοῦ ἱερομονάχου. Σύντομα ὅμως ἔριξε φῶς στὴν ὑπόθεση ἕνας ἀδελφός, στὸν ὅποιο ὁ Στάρετς εἶχε δώσει ἐξηγήσεις γιὰ τὴν «ἀνάρμοστη» συμπεριφορά του στὴν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν:

Ὁ Θεός, τοῦ εἶχε πεῖ ἐμπιστευτικά, βλέπει τὴν ἁπλότητά μου.

Λειτουργῶ σύμφωνα μὲ τὴν σωστὴ τάξη, διαβάζω ὅλες τὶς ἀπαιτούμενες εὐχὲς καὶ τιμῶ τὸν προεξάρχοντα ὡς ἀνώτερό μου.

Ὅσο ὅμως βυθίζομαι στὴν θεωρία τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου, ξεχνῶ τὸν ἑαυτό μου καὶ ὅ,τι εἶναι γύρω μου στὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας βλέπω μία σταυρόσχημη ἀκτίνα νὰ κατεβαίνει ἀπὸ ψηλὰ καὶ νὰ αἰωρεῖται πάνω ἀπὸ τοὺς λειτουργούς.

Βλέπω ἐπίσης κάποια δροσιὰ νὰ κατεβαίνει στὰ τίμια Δῶρα, καὶ λαμπροὺς ἀγγέλους νὰ πετᾶνε πάνω ἀπὸ τὴν Ἁγια Τράπεζα ψάλλοντας: «ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου». Τότε ὅλη μου ἢ ὕπαρξη ἁρπάζεται ἀνέκφραστα, καὶ μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τραβήξω τὴν προσοχή μου ἀπὸ τὸ παντερπνὸ ὅραμα.

Ἀδελφέ, δὲν σοῦ λέω δικαιολογίες, ἀλλά τὴν καθαρὴ ἀλήθεια. Σὲ παρακαλῶ ὅμως νὰ μὴ φανερώσεις ὅσα σοῦ εἶπα, γιὰ νὰ μὴν σκανδαλιστοῦν οἱ ἄλλοι ἀπὸ μένα, τὸν βρωμερὸ ἁμαρτωλό".



Ὁ σύγχρονός μας Ἅγιος Σάββας (1862-1948), προστάτης καὶ πολιοῦχος τῆς Καλύμνου, τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία μὲ τέλεια προσήλωση στὸ Μυστήριο.

Πολλὲς φορὲς συλλειτουργοῦσε καὶ συνομιλοῦσε μὲ ἁγίους, κάποτε μάλιστα μὲ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, ἐνῶ συγχρόνως τὸν περιέβαλλαν χοροὶ ἀγγέλων.

Τὴν ὥρα τῆς Θείας Μεταλήψεως, ὅπως εἶχαν παρατηρήσει συλλειτουργοί του ἢ καὶ ἄλλοι πιστοί, φούσκωνε καὶ ξεχείλιζε τὸ ἅγιο Ποτήριο, χωρὶς ὅμως νὰ χύνεται ἡ Θεία Κοινωνία.

Ἡ Νίκη Κουτελαίνα, ἀργότερα Μοναχὴ Σαλώμη, εἶδε κάποτε τὸν Ὅσιο στὴν Προσκομιδὴ πολὺ ὑψωμένο, ἐνῶ τριγύρω παραστέκονταν ἀγγελικὰ τάγματα. Παρατήρησε μάλιστα κι αὔτη ὅτι τὸ ἅγιο Ποτήριο φούσκωνε.

Φοβήθηκε ἡ γυναίκα, ἀλλὰ δὲν μίλησε. Ἀργότερα φανέρωσε στὸν Ἅγιο Σάββα αὐτὰ ποὺ εἶδε. Ἐκεῖνος ὅμως τῆς εἶπε:

Ώ, παιδί μου, μὴ πρὸς Θεοῦ! Μὴν τὰ πεῖς πουθενά!

Ὁ πατήρ Ἀθανάσιος Χαμακιώτης (1967), ὁ σεμνὸς λευΐτης τῆς «Νεραντζιώτισσας» Ἁμαρουσίου, λειτουργοῦσε κάποια μέρα στὸ παρεκκλήσι τῆς Παναγίας. Μία γυναίκα ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα, ἡ Ε.Μ., ποὺ στεκόταν μπροστὰ στὸ Ἱερὸ βλέπει ἕναν ξανθὸ διάκονο μὲ λευκὴ στολὴ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν π. Ἀθανάσιο μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα.

Μάλιστα στεκόταν πάντα στὰ δεξιά του στὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν βγῆκε καθόλου ἀπὸ τὸ ἅγιο Βῆμα.

Σκέφτηκε ἢ γυναίκα πὼς θὰ ἦταν νεοχειροτονημένος, καὶ τοῦ μάθαινε ὁ ἱερέας τὴν λειτουργικὴ τάξη.

Ἡ Λειτουργία τελείωσε καὶ ὁ κόσμος ἔφυγε. Ἐκείνη ὅμως παρέμεινε γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν περιέργειά της, νὰ δεῖ ποῖος ἦταν ὁ διάκονος. Ὁ π. Ἀθανάσιος κατέλυσε κι ἔφυγε, ἀλλὰ ὁ διάκονος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ Ἱερό.

Τότε ἡ γυναίκα ἄνοιξε τὸ παραπέτασμα. Μὰ δὲν εἶδε κανέναν. Ὁ διάκονος εἶχε ἐξαφανιστεῖ καὶ ἄλλη ἔξοδος δὲν ὑπῆρχε!

Ὅταν ἀργότερα διηγήθηκε στὸν π. Ἀθανάσιο τὸ περιστατικό, ἐκεῖνος μὲ ἁπλότητα τῆς εἶπε:

Αὐτά, παιδί μου, συμβαίνουν, ἀλλὰ μὴ λὲς πουθενὰ τίποτα".



Ὁ Ἅγιος Νήφων, Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανὴς (4ος αἰ.) ἀξιώθηκε νὰ δεῖ πολλὰ θεϊκὰ ὁράματα μὲ τὰ φωτισμένα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μάτια τῆς ψυχῆς του.

Κάποτε, σὲ μία Θεία Λειτουργία, μόλις ὁ λειτουργὸς ἐκφώνησε: «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία...», ὁ Ἅγιος εἶδε φωτιὰ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ καλύπτει τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο καὶ τὸν ἱερέα, χωρὶς ἐκεῖνος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ. Ἀργότερα, ὅταν ἄρχισε νὰ ψάλλεται ὁ τρισάγιος ὕμνος ἀπὸ τὸν λαό, τέσσερις ἄγγελοι κατέβηκαν κι ἔψαλλαν μαζί τους. Στὸν «Ἀπόστολο», φανερώθηκε ὁ μακάριος Παῦλος νὰ καθοδηγεῖ τὸν ἀναγνώστη.

Στὸ «Ἀλληλούια», μετὰ τὸν «Ἀπόστολο», οἱ φωνὲς τοῦ λαοῦ ἀνέβηκαν ἑνωμένες στὸν οὐρανὸ σὰν πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί. Καὶ στὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου κάθε λέξη ἔβγαινε σὰν φλόγα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἱερέα καὶ ὑψωνόταν στὰ ἐπουράνια.

Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Εἴσοδο τῶν τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικὰ ὁ Ἅγιος νὰ ἀνοίγει ὁ Οὐρανὸς καὶ νὰ ξεχύνεται μία ἄρρητη καὶ ὑπερκόσμια εὐωδία. Ἄγγελοι κατέβαιναν ἀπὸ ψηλά, ψάλλοντας ὕμνους καὶ δοξολογίες στὸν Ἀμνό, τὸν Χριστὸ καὶ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νά! Παρουσιάζεται ἕνα πεντακάθαρο καὶ τρισχαριτωμένο Βρέφος! Τὸ κρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι τὸ ἐναπόθεσαν στὸ ἅγιο Δισκάριο, ὅπου βρίσκονταν τὰ τίμια Δῶρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλῆθος ὁλόλαμπροι καὶ λευκοφόροι νέοι, οἱ ὁποῖο ἀτένιζαν μὲ θαυμασμὸ καὶ δέος τὴν θεϊκή Του ὀμορφιά. Ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς μεγάλης εἰσόδου!

Ὁ λειτουργὸς πλησίασε γιὰ νὰ πάρει στὰ χέρια του τὸ ἅγιο Δισκάριο καὶ τὸ ἅγιο Ποτήριο. Τὰ ὕψωσε καὶ τὰ ἔβαλε πάνω στὸ κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους καὶ τὸ Βρέφος. Ὅταν βγῆκαν τὰ Ἅγια, κι ἐνῶ ὁ λαὸς ἔψαλλε κατανυκτικά, εἶδε ἀγγέλους νὰ φτερουγίζουν κυκλικὰ πάνω ἀπὸ τὸν λειτουργό. Δύο Χερουβεὶμ καὶ δύο Σεραφεὶμ προχωροῦσαν μπροστά του καὶ πλῆθος ἀγγέλων τὸν συνόδευαν, ψάλλοντας μὲ ἀγαλλίαση ἄρρητους ὕμνους. Ὅταν ὁ ἱερέας ἔφτασε στὴν Ἁγία Τράπεζα κι ἀκούμπησε τὰ τίμια Δῶρα, οἱ ἄγγελοι τὴν σκέπασαν μὲ τὶς φτεροῦγες τους. Τὰ δύο Χερουβεὶμ στάθηκαν στὰ δεξιὰ τοῦ λειτουργοῦ καὶ τὰ δύο Σεραφεὶμ στὰ ἀριστερά του, χωρὶς ὅμως ἐκεῖνος νὰ τὰ βλέπει. Ἡ θεία Μυσταγωγία συνεχίστηκε. Εἶπαν τὸ «Πιστεύω» κι ἔφτασαν στὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων Δώρων. Ὁ λειτουργὸς τὰ εὐλόγησε καὶ εἶπε τὸ «...μεταβαλῶν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίω. Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν!» Τότε βλέπει πάλι ὁ δίκαιος ἕναν ἄγγελο νὰ παίρνει μαχαίρι καὶ νὰ σφάζει τὸ Βρέφος. Ἔχυσε τὸ αἷμα Του στὸ ἅγιο Ποτήριο, ἐνῶ τὸ σῶμα Του τὸ τεμάχισε καὶ τὸ τοποθέτησε στὸ Δισκάριο.

«Ὅταν ὁ ἱερέας λέει τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις, γιὰ μᾶς ὅλους τὸ λέει, παιδί μου. Σημαίνει: στὰ ἅγια μέλη τοῦ Χριστοῦ νὰ προσέλθει ὅποιος εἶναι ἅγιος!» -«Καὶ τί εἶναι ἁγιοσύνη, πάτερ;» -«Ἂν εἶσαι ἀκόλαστος, μὴν τολμήσεις νὰ γίνεις μέτοχος σὲ τόσο μεγάλο Μυστήριο. Ἂν ἔχεις ἔχθρα μὲ κάποιον, μὴν πλησιάσεις. Ἂν περιγελᾶς ἢ κατακρίνεις τὸν συνάνθρωπό σου, στάσου μακριὰ ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία. Πρῶτα ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου, κι ἂν εἶσαι ἐνάρετος πλησίασε. Ἂν ὅμως δὲν εἶσαι, φύγε…». Στὸ μεταξὺ ὁ λειτουργὸς ἐκφώνησε: «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Ὁ Ἅγιος παρατηροῦσε τώρα ὅσους κοινωνοῦσαν. Ἄλλων τὰ πρόσωπα μαύριζαν μόλις ἐλάμβαναν τὰ Θεία Δῶρα, ἐνῶ ἄλλα ἔλαμπαν σὰν τὸν ἥλιο. Οἱ ἄγγελοι στέκονταν ἐκεῖ κοντὰ καὶ παρακολουθοῦσαν μὲ σεβασμὸ τὴν Μετάληψη. Ὅταν κοινωνοῦσε κάποιος εὐσεβής, τοῦ ἔβαζαν στὸ κεφάλι ἕνα στεφάνι. Ὅταν, ἀντίθετα, πλησίαζε κάποιος ἁμαρτωλός, γύριζαν ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό τους μὲ φανερὴ ἀποστροφή.


http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2023/11/blog-post_51.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου