ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Ὁμοφυλοφιλία, μόνον ἡ μετάνοια σώζει
Ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος τονίζει:
«Πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται» (Α΄ Τιμ. α΄, 10). (: Ὁ νόμος ὡρίσθη διὰ τοὺς πόρνους, τοὺς ἀρσενοκοίτας, δι’ ἐκείνους ποὺ πωλοῦν ὡς ἀνδράποδα τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τοὺς ψεύστας, τοὺς ἐπιόρκους καὶ ἐν γένει διὰ τοὺς ἐνόχους εἰς κάθε τι, ποὺ ἀντιστρατεύεται πρὸς τὴν διδασκαλίαν τὴν ἀληθῆ καὶ ἐλευθέραν ἀπὸ τὴν ἀρρώστιαν καὶ τὸ θανατηφόρον µίασµα τῆς αἱρέσεως καὶ πλάνης).
Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ὁμοφυλόφιλους) ἐγὼ τοὺς λέγω πὼς εἶναι χειρότεροι κι ἀπ’ τοὺς δολοφόνους, γιατὶ εἶναι καλύτερο νὰ πεθάνη κανείς, παρὰ νὰ ζῆ καὶ νὰ προσβάλλεται ἔτσι. Γιατὶ ὁ δολοφόνος ἀπέσπασε τὴν ψυχὴ ἀπ’ τὸ σῶμα, ἐνῶ αὐτὸς κατέστρεψε τὴν ψυχὴ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Κι ὅποιο ἁμάρτημα κι ἄν πῆς, δὲν θὰ πῆς κανένα ἴσο μὲ τὴν παρανομία αὐτή. Κι ἄν ἐκεῖνοι ποὺ παθαίνουν αὐτὰ τὰ αἰσθάνονταν, θὰ δέχονταν ἄπειρους θανάτους, προκειμένου νὰ μὴ πάθουν αὐτό».
Καὶ συνεχίζει: «Δὲν ὑπάρχει λοιπόν, δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνόητο καὶ πιὸ φοβερὸ πρᾶγμα ἀπ’ τὴν προσβολὴ αὐτὴ (τῆς ὁμοφυλοφιλίας). Γιατί, ἄν ὁ Παῦλος, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν πορνεία, ἔλεγε ὅτι «κάθε ἁμάρτημα ποὺ θὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἔξω ἀπ’ τὸ σῶμα του, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα» (Α΄ Κορ. 6, 18), τί θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴ μανία αὐτή, ποὺ εἶναι τόσο πολὺ χειρότερη ἀπ’ τὴν πορνεία, ὅσο δὲν εἶναι δυνατὸ οὔτε νὰ τὸ ποῦμε; Γιατὶ δὲν λέγω αὐτὸ μόνο, ὅτι δηλαδὴ ἔγινες γυναίκα, ἀλλ’ ὅτι ἔχασες καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἄνδρα, κι οὔτε ἀπέκτησες αὐτὴ τὴ φύση, οὔτε διατήρησες ἐκείνη ποὺ εἶχες, ἀλλ’ ἔγινες κοινὸς προδότης κάθε φύσεως, καὶ ἄξιος νὰ καταδιώκεσαι καὶ νὰ λιθοβολῆσαι ἀπὸ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἐπειδὴ ἀδίκησες καὶ τὰ δύο φῦλα».Νὰ δοῦμε τί ἀναφέρεται στὴ Γένεση (κεφ. 18, στ. 16, 20, 22) γιὰ τὸ ἱστορικὸ τῆς μεγάλης αὐτῆς καὶ φρικτῆς ἁμαρτίας. Μετὰ τὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραὰμ διαβάζουμε:
«18. Οἱ τρεῖς φιλοξενούμενοι, ἀφοῦ ἐσηκώθηκαν ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔστρεψαν τὸ πρόσωπόν των κάτω πρὸς τὰ Σόδομα καὶ τὴν Γομόρραν μὲ θυμὸν καὶ ὀργήν. Ὁ Ἀβραὰμ δὲ ἐπροχωροῦσε μαζί τους καὶ τοὺς προέπεμπε μὲ εὐλάβειαν καὶ ταπείνωσιν.Καὶ ἀμέσως ὁ Κύριος ἀρχίζει τὴν ἀποκάλυψίν του εἰς τὸν Ἀβραάμ, λέγων: «Φωνὲς πολλὲς καὶ μεγάλες· κραυγὲς δυνατές, ἀγωνιώδεις ἀνεβαίνουν εἰς τὸν οὐρανὸν πρὸς ἐμὲ ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ τὴν Γομόρραν· εἶναι οἱ κραυγὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ πολλὲς ἀδικίες των. Οἱ ἁμαρτίες τῶν κατοίκων τῶν δύο αὐτῶν πόλεων εἶναι τόσον μεγάλες, ὥστε δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὶς βαστάσῃ πλέον ἡ μακροθυμία μου».
Στὴν Γένεση (ιη΄ 23-33) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἀβραὰμ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὴ καταστραφοῦν τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ τὸν ρώτησε ἄν ἦταν 50, ἤ 40, ἤ 20 ἤ 10 δίκαιοι θὰ τοὺς συγχωροῦσε; Ἀλλὰ δυστυχῶς οὔτε δέκα δεν ἦταν παρὰ μόνο ἡ οἰκογένεια τοῦ Λώτ. Σήμερα ὑπάρχουν δέκα;
«22. Καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τοὺς τρεῖς φιλοξενουμένους τοῦ Ἀβραὰμ προχώρησαν πρὸς τὰ Σόδομα καὶ ἔφθασαν ἐκεῖ. Ὁ Ἀβραὰμ συνέχιζε νὰ στέκεται ὄρθιος ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν εὐσεβῆ δοῦλον του».
Καὶ συνεχίζεται στὸ κεφ. 19: «1. Ἐνῷ ὁ Κύριος συνωμιλοῦσε ἀκόμη μὲ τὸν Ἀβραάμ, οἱ δύο ἄγγελοι, ποὺ ἐχωρίσθησαν ἀπό αὐτούς, ἔφθασαν εἰς τὰ Σόδομα κατὰ τὸ βράδυ, διὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴν ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεόν. Παρ’ ὅλον ὅτι ἐτελείωσε ἡ ἡμέρα, ὁ Λὼτ ἐκάθητο κοντὰ εἰς τὴν πύλην τῶν Σοδόμων ἕτοιμος νὰ προσφέρῃ φιλοξενίαν, διότι ἐγνώριζε τὴν κακότητα καὶ τὸ ἀφιλόξενον τῶν Σοδομιτῶν. Ὅταν εἶδε τοὺς δύο ἀγγέλους, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ ἔτρεξε πρὸς συνάντησίν των καὶ τοὺς προσκύνησε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, ἂν καὶ δὲν ἐγνώριζε ὅτι ἦσαν ἄγγελοι,καὶ τοὺς εἶπε: «Κύριοι, νά· περάστε, παρακαλῶ, εἰς τὸ σπίτι τοῦ δούλου σας, καὶ διανυκτερεύσετε κοντά μου καὶ πλύνετε τὰ πόδια σας, ποὺ εἶναι κουρασμένα καὶ λερωμένα ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, καὶ ἀφοῦ σηκωθῆτε ἐνωρίς αὔριον τὸ πρωΐ συνεχίζετε τὸν δρόμον σας». Οἱ δύο ἄγγελοι ὅμως ἀπάντησαν: «Ὄχι· θὰ περάσωμεν τὴν νύκτα εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως, εἰς τὸ ὕπαιθρον».
Ὅταν ὁ Λὼτ εἶδεν ὅτι ἀρνοῦνται, ἐπέμεινε· τοὺς ἐβίαζε μὲ παρακλήσεις καὶ τοὺς ἐπίεζε μὲ ἱκεσίες νὰ δεχθοῦν τὴν πρόσκλησίν του. Οἱ δύο ἄγγελοι, κατόπιν τῆς ἐπιμονῆς του, ὑπεχώρησαν, ἐλοξοδρόμησαν καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ ὁ Λὼτ τοὺς παρέθεσε δεῖπνον, τοὺς ἔδωκε νὰ πιοῦν, τοὺς ἔψησεν εἰς τὴν φωτιὰν ἄζυμες κουλοῦρες (λαγάνες) καὶ ἔφαγαν.
Προτοῦ ὅμως κοιμηθοῦν οἱ δύο φιλοξενούμενοι, οἱ Σοδομῖτες, ἀπό τοῦ νεωτέρου μέχρι τοῦ γεροντοτέρου, ὅλος ἀνεξαιρέτως ὁ λαός τῶν Σοδόμων, ἐκύκλωσαν τό σπίτι τοῦ Λώτ.
Καί ἐνῷ ἐστέκοντο ἔξω ἀπό αὐτό, ἐφώναζαν πρός τόν Λώτ καί τοῦ ἔλεγαν: «Ποῦ εἶναι οἱ δύο ἄνδρες πού ἦλθαν τήν νύκτα εἰς τό σπίτι σου; Βγάλε τους ἔξω, παράδωσέ τους εἰς ἡμᾶς διά νά ἀσελγήσωμεν εἰς αὐτούς»!
Ὁ Λώτ ἐβγῆκε ἔξω καί ἦλθε πρός αὐτούς καί ἐπειδή ἐφοβεῖτο διά τήν ἀσφάλειαν τῶν ξένων ἐτράβηξε πίσω του τήν πόρτα, ὥστε νά κλείση καλά.
Καί τούς εἶπε: «Ἀδελφοί· κατ’ οὐδένα τρόπον, καθόλου δέν πρέπει νά προβῆτε εἰς αὐτήν τήν αἰσχράν πρᾶξιν.
Διά νά καθησυχάσετε τήν ἔξαρσιν τῆς μανίας σας καί διά νά εἶναι ἐλαφροτέρα ἡ ἁμαρτία πού τολμᾶτε, ἔχω δύο θυγατέρες παρθένους, πού δέν ἐγνώρισαν ἄνδρα, μέσα εἰς τό σπίτι· θά σᾶς παραδώσω αὐτές καί χρησιμοποιήσετέ τες ὅπως σᾶς ἀρέσει· χορτάσετε τήν πονηράν ἐπιθυμίαν σας μέ αὐτές. Μόνον μή ἀδικήσετε τούς δύο ἄνδρες, πού φιλοξενῶ, διά νά μή θεωρηθῶ ἐγώ αἴτιος τῆς προσβολῆς αὐτῆς· διότι ἐμβῆκαν εἰς τό σπίτι μου κάτω ἀπό τά δοκάρια τοῦ σπιτιοῦ μου, ὡς φιλοξενούμενοι, καί πρέπει νά τούς προστατεύσω.
Οἱ ἀκόλαστοι ὅμως Σοδομίτες τοῦ ἀπάντησαν: «Φῦγε ἀπό ἐκεῖ· δέν εἶσαι μόνιμος κάτοικος ἐδῶ. Ἦλθες ἀπό ἄλλην χώραν, μένεις μαζί μας ὡς ξένος καί θέλεις νά γίνης δικαστής καί κριτής μας; Τώρα λοιπόν θά κακοποιήσωμεν περισσότερον ἐσένα παρά τούς φιλοξενουμένους σου». Καί ὥρμησαν ὡς λύκοι κατά τοῦ Λώτ καί ἐπλησίασαν εἰς τήν πόρταν, διά νά τήν σπάσουν καί νά μποῦν μέσα εἰς τό σπίτι.
Ἀφοῦ ὁ Λώτ ἔκαμεν ὅ,τι τοῦ ἦταν δυνατόν, οἱ δύο φιλοξενούμενοι ἐφανέρωσαν τήν δύναμίν των καί τόν ὑπερασπίσθηκαν. Ἄπλωσαν τά χέρια των, τόν ἐτράβηξαν κοντά τους μέσα εἰς τό σπίτι τόν Λώτ καί ἔκλεισαν τήν πόρταν μέ τόσην εὐκολίαν, ὡσάν νά μή ἦταν κανείς ἀπ’ ἔξω.
Τούς δέ ἄνδρες τούς Σοδομίτες, πού ἦσαν συγκεντρωμένοι ἐμπρός εἰς τήν πόρταν τοῦ σπιτιοῦ, τούς ἐτιμώρησαν ὅλους μέ ἀορασίαν, ἀπό μικροῦ μέχρι μεγάλου· τότε ὅλοι ἐκεῖνοι ἕνεκα τῆς ἀορασίας παρέλυσαν καί ἀπέκαμαν εἰς τήν ἀναζήτησιν τῆς πόρτας τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Λώτ».
12. Οἱ δύο ἄνδρες, ποὺ ἐφιλοξενοῦσε ὁ Λώτ, τοῦ εἶπαν: «Μήπως ὑπάρχουν ἐδῶ εἰς τὴν πόλιν γαμβροί σου ἢ υἱοί σου ἢ θυγατέρες σου; Μήπως ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος ἰδικός σου εἰς τὴν πόλιν ἢ ἐπιθυμεῖς νὰ σώσῃς κάποιον ἄλλον γνωστόν σου, ποὺ νὰ μὴ εἶναι ἁμαρτωλὸς ὡσὰν τοὺς ἄλλους Σοδομίτες; Ὁδήγησέ τους γρήγορα ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον αὐτόν,ἐπειδὴ πρόκειται νὰ καταστρέψωμεν τὴν περιοχὴν αὐτὴν διότι ἡ βοὴ καὶ ἡ κατακραυγὴ ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς αὐτῆς εἶναι μεγάλη καὶ ἀνυπόφορος ἐνώπιον καὶ αὐτοῦ τοῦ μακροθύμου Κυρίου, καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἀπέστειλε διὰ νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσωμεν»,
Κατὰ τὴν αὐγὴν οἱ δύο ἄγγελοι ἐβίαζαν τὸν Λὼτ καὶ τὸν ἐπίεζαν λέγοντες: «Μὴ καθυστερῇς καθόλου· σήκω ἀμέσως καὶ πάρε τὴν γυναῖκα σου καὶ τὶς δύο θυγατέρες σου, τὶς ὁποῖες ἔχεις μαζί σου εἰς τὸ σπίτι, καὶ φῦγε γρήγορα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, διὰ νὰ μὴ τιμωρηθῇς καὶ σὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατοίκους της».
Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὅσοι ἦσαν μὲ τὸν Λὼτ ἐγέμισαν φόβον, τοὺς κατέλαβε τρόμος, ἔνοιωσαν ἀγωνίαν διὰ τὴν ἀπειλὴν καὶ ἔμεναν ἀναποφάσιστοι. Ἀλλὰ οἱ δύο ἄγγελοι ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν δίκαιον καὶ διὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσουν καὶ στηρίξουν, ἔπιασαν καὶ ἐκράτησαν τὸ χέρι τοῦ Λώτ, τὸ χέρι τῆς γυναίκας του καὶ τὰ χέρια τῶν δύο θυγατέρων του, διότι ὁ Κύριος ἐλυπήθη τὸν Λὼτ καὶ δεν ἤθελε νὰ τὸν καταστρέψῃ,
Ὅταν πλέον οἰ δύο ἄγγελοι τοὺς ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Σοδόμων, εἶπαν εἰς τὸν Λώτ: «Κοίταξε πῶς θὰ γλυτώσῃς· μὴ συλλογίζεσαι τώρα τίποτε. Φῦγε καὶ σῶσε τὴν ζωήν σου· μὴ γυρίσῃς νὰ κοιτάξῃς πίσω σου, διὰ νὰ ἰδῇς τὶ γίνονται τὰ Σόδομα· οὔτε νὰ σταματήσῃς εἰς τὰ περίχωρα τῶν Σοδόμων, εἰς τὴν ὡραίαν αὐτὴν πεδιάδα. Τρέξε καὶ κατάφυγε μακρυὰ εἰς ἐκεῖνο τὸ ἀπέναντι βουνόν, διὰ νὰ μὴ συμπεριληφθῇς καὶ σὺ εἰς τὴν τρομερὰν καταστροφήν, ποὺ ἔρχεται»…
Μόλις ὁ Λὼτ ἔφθασε ἀσφαλὴς εἰς τὴν Σηγώρ, ὁ Κύριος ἔβρεξεν εἰς τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα θειάφι καὶ ἔρριξε φωτιὰν ἀπὸ τὸν οὐρανόν· ἀπὸ τὸν Θεὸν προῆλθε ἡ μοναδικὴ τιμωρία.
Τὸ θειάφι καὶ ἡ φωτιὰ κατέστρεψαν τὶς πόλεις αὐτὲς καὶ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ ὅλους, ὅσοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὶς πόλεις καὶ ὅλην τὴν βλάστησιν τῆς ὡραίας καὶ πλουσίας ἐκείνης περιοχῆς.
Ἡ γυναίκα ὅμως τοῦ Λὼτ παρήκουσε τὴν ἐντολὴν καὶ δὲν ἐφύλαξε τὴν παραγγελίαν τῶν ἀγγέλων· ἐγύρισε πίσω διὰ να ἴδῃ τὴν θεομηνίαν ποὺ ἐξέσπασε εἰς τὴν πόλιν της καὶ διὰ τὴν παρακοὴν αὐτὴν ἐτιμωρήθη ἀμέσως. Καθὼς ἐκοίταξε πίσω της ὀρθία, ἔγινε ὡς ἄγαλμα ἄψυχον καὶ μαρμάρινον, διότι τὸ σῶμα της μετεβλήθη εἰς στῦλον ἀπὸ ἁλάτι.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ δίκαιος Ἀβραάμ, λυπούμενος τοὺς Σοδομίτες καὶ ἐνδιαφερόμενος διὰ τὴν τύχην τοῦ ἀνεψιοῦ του Λώτ, ἐσηκώθη πολὺ πρωΐ ἀνήσυχος καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν τόπον, ὅπου εὑρίσκετο χθὲς ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον καὶ τὸν παρακαλοῦσε.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του κάτω πρὸς τὴν πεδιάδα, ὅπου ἦσαν οἱ πόλεις τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρας, καὶ τὸ περιέφερε γύρω – γύρω εἰς ὅλα τὰ περίχωρα τῶν πόλεων αὐτῶν μὲ προσοχὴν καὶ εἶδε. Καὶ νά· ἀνέβαιναν φλόγες ἀπὸ τὴν γῆν, ὡς νὰ ἔβγαινε καπνὸς φωτιᾶς ἀπὸ ἀσβεστοκαμίνι.
Τοῦτο ἔκαμε φωτισθεὶς ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, διότι ὅταν ὁ Θεὸς ἐπρόκειτο νὰ καταστρέψῃ ὅλες τὶς πόλεις τῆς περιοχῆς αὐτῆς, ἐνεθυμήθη τὴν ἱκεσίαν τοῦ πιστοῦ δούλου του Ἀβραὰμ διὰ τοὺς δικαίους καὶ ἔσωσε τὸν Λώτ, ὅταν κατέστρεφε τὶς πόλεις, εἰς τὶς ὁποῖες κατοικοῦσε ὁ Λώτ».Ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ὁ Σόλων εἶχε νομοθετήσει ἀντίθετα τῶν νόμων περὶ ὁμοφυλοφιλίας, ποὺ ἀπειλοῦν νὰ περάσουν σήμερα. Ἐκ τοῦ 5ου κεφαλαίου τοῦ 5ου βιβλίου του παραθέτουμε τὸ ἄρθρο 332:
«Ἄν κάποιος Ἀθηναῖος συνάψη ὁμοφυλοφιλικὴ σχέση μὲ ἄλλον, θὰ ἔχει τὶς ἑξῆς κυρώσεις:Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ γίνη μέλος τῶν 9 ἀρχόντων.
Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἐκλεγῆ ἱερέας.
Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι συνήγορος τοῦ λαοῦ.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀσκῆ ἐξουσία ἐντὸς ἢ ἐκτός τῆς Ἀθήνας.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σταλῆ ὡς κήρυκας πολέμου.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐκθέση γνώμη (ὡς ἄμουσος – ἀνισόρροπος).
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μπῆ σὲ (δημόσιους) Ναούς.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ στεφανωθῆ στὶς στεφανοφορίες.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μπαίνη στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς ἀγορᾶς.
“Ὅποιος λοιπὸν ἔχει καταδικασθῆ ὡς ὁμοφυλόφιλος, ἀλλὰ ἐνεργήσει ἀντίθετα τῶν διατάξεων τοῦ νόμου θὰ τιμωρῆται μέ… Θάνατο.”
Αὐτὰ γιὰ νὰ τελειώνη ἐπιτέλους τὸ ψέμα ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία στὴν Ἑλλάδα ἦταν κάτι συνηθισμένο!Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος τόνιζε, ὅτι ὑπάρχει προφητεία τῶν πατέρων, ὅτι ἡ ἐξάπλωσις τῆς ὁμοφυλοφιλίας θὰ εἶναι σημεῖον τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἡ ὁμοφυλοφιλία ὄχι μόνο προβάλλει ἀδιάντροπα στοὺς δρόμους, ἀλλὰ μπαίνει καὶ διὰ τῶν ἐκπαιδευτικῶν προγραμμάτων στὰ σχολεῖα, γιὰ νὰ γίνῃ πρότυπο τῶν μικρῶν παιδιῶν, ἐπικροτεῖται στὶς Βουλές, ἀποκτᾷ δικαιώματα γάμου καὶ υἱοθεσίας. Καὶ ἂν κανεὶς μιλήσῃ ἀντιθέτως κινδυνεύει νὰ ὁδηγηθῇ στὸ δικαστήριο μὲ τὴν καταγγελία γιὰ «ῥητορικὴ μίσους».
Ποῦ φθάσαμε! Νὰ νομιμοποιοῦν τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία καὶ δυστυχῶς προσπαθοῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἐλεύθερη θρησκευτικὴ ἔκφραση, κατὰ βάση ποινικοποιοῦν τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ προσπαθοῦν νὰ κλείσουν τὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας! Στὸ τέλος ὅπως φαίνεται καὶ τὸν Θεόν θὰ βγάλουν ρατσιστή, ἄπαγε τῆς βλασφημίας. Τέτοια διαστροφὴ ποιὸς τὴν περίμενε, ἡ ὁμοφυλοφιλία νὰ μὴ θεωρῆται ἁμαρτία καὶ νὰ γίνη νόμος τοῦ κράτους;Εἶναι τόσο μεγάλο καὶ βδελυρὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ποὺ εἶπε ὁ Θεός: «Πρέπει λοιπὸν νὰ κατέβω ἐκεῖ διὰ νὰ δῶ, ἐὰν οἰ ἁμαρτίες των γίνωνται πράγματι, ὅπως ἀκριβῶς ἀνεβαίνουν πρὸς ἐμὲ οἱ θρηνητικὲς κραυγὲς τῶν ἀδικουμένων ἢ ὄχι. Θέλω νὰ πληροφορηθῶ, νὰ μάθω ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως, ἐάν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πράττουν τόσες ἀνομίες» (Γεν. ιη΄ 21).
Στὸ Πηδάλιο στὸν Ζ΄ Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τοὺς ἀρσενοκοῖκες ἀναφέρονται καὶ τὰ ἑξῆς:
Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος λέγει ὅτι διὰ μόνη τὴν ἁμαρτία αὐτὴ ἀργοπόρησε τόσες χιλιάδες χρόνια ὁ Θεὸς νὰ γίνη ἄνθρωπος! Γι’ αὐτὸ οἱ εὐσεβεῖς Βασιλεῖς ἀκολουθοῦντες τὸν θεῖο νόμο ἐθανάτωναν τοὺς ἀρσενοκοῖτες. Καὶ ὁ μὲν Ἰουστινιανός, κατὰ τὸν Ζωναρᾶ (βιβλ. γ΄) καὶ ὁ μέγας Θεοδόσιος πρῶτα ξεγύμνωναν τοὺς ἄθεους ἀρσενοκοῖτες ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους, μετὰ τοὺς ἐπόμπευαν καὶ ἔπειτα τοὺς ἔδιναν πικρὸ θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Νύσσης Γρηγόριος λέγει: «Ρίξωμεν, ἀδελφοὶ καὶ τρόμῳ περισχεθῶμεν, δὲν εἶναι μικρὸς ὁ κίνδυνος, διότι αὐτὴ ἡ ἁμαρτία λέγει ὁ Θεός, εἶναι μεγάλη». Ὁ Πλάτων εἶπε ὅτι ἡ παιδεραστία δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινο ἀλλὰ θηριῶδες τῶν τετραπόδων, διότι μήτε αὐτὰ τὰ τετράποδα κάνουν τέτοιο παρὰ φύση ἔργο».
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος
https://aktines.blogspot.com/2024/02/blog-post_365.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου