Εἶπε Γέρων: «Στοῦ Γρηγορίου οἱ παλαιοί πατέρες εἶχαν πολλή ἀγάπη γιά τήν Μονή καί τά τῆς Μονῆς, νά μή ζημιωθῆ ἐξ αἰτίας τους ἡ Μονή καί ὁ Ἅγιός μας. Εἶχαν πολλή φιλοπονία. Ἀσκοῦνταν στή νηστεία. Εἶχαν πολλή προθυμία γιά τήν ἀκολουθία. Ἀπό τήν ἀρχή ἦταν στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀκολουθία ἦταν ἡ ζωή τους καί παρακολουθοῦσαν μέ πολλή προσοχή. Ὅλοι τους, ἀκόμη καί μέχρι τά βαθειά γηράματά τους, πού ἔσερναν τά πόδια τους, δέν σταματοῦσαν νά δουλεύουν καί νά ἔρχωνται στήν ἀκολουθία. Ὅλοι οἱ παλαιοί ξυπνοῦσαν δύο ὧρες πρίν ἀπό τήν ἀκολουθία, γιά νά κάνουν τόν κανόνα τους. Ἔνιωθαν πολύ ἔντονη τήν ἀνάγκη νά ἐξομολογοῦνται. Ἤθελαν νά εἶναι ἀνά πᾶσα στιγμή ἕτοιμοι γιά τήν ἄλλη ζωή. Γιά τό παραμικρό, μόλις εὕρισκαν τόν Πνευματικό, τοῦ ἐξωμολογοῦντο καί τά παραμικρά καί ἐπουσιώδη.
»Τίς ἀναγνώσεις τίς παρακολουθοῦσαν μέ πολλή προσοχή. Ὑπῆρχαν καί δύο τρεῖς πού δέν ἤξεραν νά διαβάζουν, ἀλλά ὅλοι τους ἔδιναν πολλή προσοχή στίς ἀναγνώσεις. Μάλιστα ὑπῆρχε καί στό ναό ἀνάγνωση πατερικοῦ ἀπό τόν Σεπτέμβριο μέχρι τῶν Βαΐων, ἐνῶ στήν τράπεζα συνήθως διάβαζαν Συναξάρια.
»Τόν θεσμό τοῦ Γέροντος τόν εὐλαβοῦντο πολύ, ἐνῶ στήν ἡλικία θά μποροῦσε νά εἶναι καί ἐγγόνι τους ὁ Ἡγούμενος. Ἐνῶ εἶχαν μισόν αἰῶνα καί περισσότερο στήν καλογερική φέρονταν στόν Γέροντα σάν νέα καλογεράκια.
»Πάντα στό μάζεμα τῶν ἐλιῶν, πού διαρκοῦσε δυό τρεῖς μῆνες καί δούλευαν ἐπί 10–12 ὧρες τήν ἡμέρα, ἕνας δέν δούλευε, ἀλλά στεκόταν καί τραβοῦσε κομποσχοίνι, λέγοντας ἐκφώνως τήν εὐχή γιά νά ἀκοῦν καί οἱ ἄλλοι πατέρες. Κάθε τρία κομποσχοίνια ἔλεγε “Δόξα… καί νῦν…” καί ἄλλαζε. Ἔπαιρνε τήν θέση του κάποιος ἄλλος καί συνέχιζε αὐτός νά λέη τήν εὐχή. Ἐπίσης στίς παγκοινιές ἔλεγαν ἕξι φορές τούς Χαιρετισμούς. Ὅλα τά γεροντάκια συμμετεῖχαν στίς παγκοινιές, ἀκόμη καί στίς βαρύτερες.
»Στά κελλιά τους οἱ πατέρες δέν εἶχαν σόμπες. Μόνο στήν Ἐκκλησία ἄναβαν μία σόμπα στήν Λιτή. Ὑπῆρχε μόνο ἕνας μεγάλος χῶρος δίπλα στήν τράπεζα, ὅπου ὑπῆρχε ἕνας τόπος πού ἄναβαν φωτιά, τό λεγόμενο φωτάναμμα, σάν τζάκι ἀνοιχτό γύρω γύρω μέ μία καμινάδα ἐπάνω του. Ὁ διακονητής εἶχε ὑποχρέωση νά τό κρατᾶ ἀναμμένο, καί ὅποιο γεροντάκι κρύωνε ἤ ἀσθενοῦσε, πήγαινε καί ἔμενε ἐκεῖ. Εἶχαν ὅμως μπερντέδες γύρω ἀπό τά κρεββάτια, γιά νά ἀπομονώνωνται καί νά μήν περισπῶνται.
»Οἱ παλαιοί ἀποσύρονταν νωρίς στά κελλιά τους, γιά νά σηκωθοῦν στήν ὥρα τους. Οἱ Ἐπίτροποι συγκεντρώνονταν δύο ὧρες πρίν ἀπό τόν Ἑσπερινό, γιά νά συζητήσουν τά θέματα τῆς Μονῆς, ὥστε μετά τό Ἀπόδειπνο νά εἶναι ἐλεύθεροι νά ἀποσυρθοῦν στά κελλιά τους.
»Παλαιά στοῦ Γρηγορίου πολλά γεροντάκια εἶχαν κρεμαστῆρες. Τίς νύχτες δέν ἐκοιμῶντο στό κρεββάτι, ἀλλά κρεμασμένοι ἀπό τίς μασχάλες μέ τά σχοινιά.
»Πολλοί παλαιοί Γρηγοριᾶτες τίς νύχτες βίαζαν πολύ τόν ἑαυτό τους στήν ἀγρυπνία καί στήν προσευχή. Γιά νά πολεμοῦν τόν ὕπνο, γύριζαν τή νύχτα στήν αὐλή καί στούς διαδρόμους καί ἔλεγαν τήν εὐχή. Ἕνα γεροντάκι ὀγδόντα πέντε ἐτῶν συνήθιζε κάθε νύχτα νά προσεύχεται γιά πολλή ὥρα ἔξω ἀπό τό παρεκκλήσι τῆς ἁγίας Ἀναστασίας μέ ὑψωμένα χέρια.
»Ὡς ἄνθρωποι εἶχαν μέν ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ἀλλά ὅλος ὁ νοῦς τους ἦταν στό Ἅγιον Ὄρος, στήν μετάνοιά τους, καί ὅλη ἡ προσπάθειά τους ἦταν ἡ σωτηρία τους. Τηροῦσαν μέ ἀκρίβεια τό πρόγραμμα καί τό τυπικό τῆς Μονῆς. Δούλευαν πολύ, ἀλλά μέριμνα περιττή δέν εἶχαν.
»Οἱ παλαιοί πατέρες εἶχαν σάν τρίπτυχο ἀγάπης καί ἀφοσιώσεως τήν Μονή μέ τόν Ἅγιό τους, τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Πατρίδα».
https://enromiosini.gr/arthrografia/to-pneyma-ton-palaion-19/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου