Ο Πατήρ Άνθιμος πατρίδα είχε την Σόφια της Βουλγαρίας, όπου και εφημέρευε σαν έγγαμος Ιερεύς σε ενορία. Μετά τον θάνατο της πρεσβυτέρας του, γύρω στα 1841, ήρθε στο Περιβόλι της Παναγίας και φυτεύθηκε σαν καλός βολβός, όπως θα ιδούμε πιο κάτω, και άνθισε και ευωδίασε. Η πρώτη του μετάνοια ήταν η Ι. Μονή της Σίμωνος Πέτρας, όπου εκάρη Μοναχός. Μετά όμως που άρχισε να κάνη τον δια Χριστόν σαλό, να κρύβη τον εσωτερικό του πλούτο, είχε κάνει μετάνοια και όλον τον Άθωνα, γιατί συνέχεια γύριζε στην έρημο και έμενε άλλοτε σε σπηλιές και άλλοτε σε κουφάλες δένδρων.
Κατά καιρούς δε, εμφανιζόταν στην Ι. Μονή του Αγίου Παντελεήμονος (το Ρωσικό), γιατί εκεί καταλάβαινε τις ακολουθίες, που γίνονταν στα Ρωσικά. Συνήθως κρυβόταν στο Νάρθηκα του Ναού και από εκεί παρακολουθούσε. Όταν έβλεπε όμως κανέναν Πατέρα να τον παρακολουθή και να τον προσέχη με ευλάβεια, άρχιζε να κάνη ανοησίες ή να παραμιλάη μόνος του και πολλές φορές να κάνη και αστεία και έτσι τος χαλούσε τον λογισμό. Παρέμενε δε στην Μονή ανάλογα, άλλοτε λίγες ημέρες και άλλοτε περισσότερες, και μετά εξαφανιζόταν πάλι στον Άθωνα, τελείως μόνος του, δύο ή τρεις μήνες, και ξανά εμφανιζόταν στον Άγιο Παντελεήμονα, το Ρωσικό.
Στην αρχή της θείας τρέλας, επί πέντε χρόνια, φορούσε ένα παλιό ράσο και μετά μπαλωμένα. Αργότερα κατέληξε να φοράη ένα παλιό τσουβάλι, στο οποίο άνοιγε μια τρύπα στην κορυφή, για να βγάζη το κεφάλι του, και δυο για τα χέρια του και έτσι πια εμφανιζόταν παντού. Γι’ αυτόν τον λόγο και τον ονόμασαν «Τσουβάλντη». Αλλά και αυτό ακόμη το τσουβάλι το προφύλαγε, όταν γύριζε μέσα στο δάσος, για να μη σχιστή, και έσχιζε το κορμί του στα κλαριά. Όσοι φυσικά δεν είχαν βάθος εσωτερικό, αλλά έκριναν εξωτερικά, τον έλεγαν παλαβό. Αλλά ο Πατήρ Άνθιμος τους προβλημάτιζε, όταν τους έλεγε τους λογισμούς που είχαν. Έτσι οικοδομούσε πνευματικά αυτούς που είχαν καλή διάθεση, αποκαλύπτοντας τους λογισμούς τους.
Βλέπει κανείς τους δια Χριστόν σαλούς, επειδή έχουν πολλή ταπείνωση, να έχουν και πολλή καθαρότητα, δηλαδή πνευματική διαύγεια, και έτσι γνωρίζουν και τις καρδιές των ανθρώπων αλλά ακόμη και τα Μυστήρια του Θεού. Έτσι και ο Πατήρ Άνθιμος, ο οποίος την δική του καθαρή καρδιά την είχε σκεπασμένη με ένα παλιό τσουβάλι!
Στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, όταν πήγαινε, δεν έμπαινε μέσα, αλλά έμενε και αυτός εκεί που έμεναν οι εργάτες της Μονής και στην ίδια τράπεζα των εργατών καθόταν να φάη. Ο Ηγούμενος της Μονής φαίνεται κάτι πληροφορήθηκε και είπε στον διακονητή Μοναχό να φροντίζη τον Γέροντα Ασκητή, Πατέρα Άνθιμο. Έκτοτε ο Διακονητής, ο τραπεζάρης των εργατών, τον είχε σε ευλάβεια και τον βοηθούσε και τον παρακολουθούσε. Έτσι απέκτησε και ιδιαίτερη εμπιστοσύνη και μπορούσε να καταλάβη και ορισμένες απ’ τις κρυφές αρετές του.