ΜΝΗΜΗ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ[:Α΄ Κορ. 4.9-16]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Είδες πώς φανερώνει συγχρόνως και την σοβαρότητα και την πατρική φροντίδα του και τον φιλόσοφο νου του; Είδες πώς αφαιρεί την αλαζονεία; «Δοκῶ γάρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις (:Κάθε άλλο όμως παρά βασιλεία απολαμβάνουμε εμείς οι απόστολοι· διότι νομίζω ότι ο Θεός εμάς τους απόστολους μάς παρουσίασε δημόσια και στα μάτια όλων ως τελευταίους, ως καταδίκους που πρόκειται να θανατωθούν· διότι γίναμε θέαμα σε όλο τον κόσμο, και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. Και από τη μια μας θαυμάζουν οι ενάρετοι άνθρωποι ενώ, από την άλλη, μας περιφρονούν και μας χλευάζουν οι άλλοι)» [Α΄Κορ.4,9], δείχνει πάλι πολλή έμφαση και βαρύτητα με το να πει «ἡμᾶς». Και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά προσθέτει και το αξίωμα, ελέγχοντας έντονα τους Κορίνθιους προς τους οποίους απευθυνόταν η επιστολή: «ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους(:εμάς τους αποστόλους)», δηλαδή εμάς οι οποίοι υπομένουμε μύρια κακά, που σπείρουμε το κήρυγμα της ευσεβείας, που σας οδηγούμε σε αυτήν την φιλοσοφία[:ως φιλοσοφία για τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς νοείται γενικά η χριστιανική θεολογία και η κατά Χριστό άσκηση και ζωή], σε αυτήν τη φιλοσοφημένη χριστιανική ζωή που θα σας χαρίσει τα αιώνια ουράνια αγαθά· αυτούς, τους Αποστόλους δηλαδή, τους παρουσίασε δημοσίως ως τελευταίους στη σειρά ανθρώπους, ως μελλοθάνατους, δηλαδή ως καταδίκους.
Επειδή δηλαδή παραπάνω ο Παύλος τούς είχε πει ελέγχοντάς τους για την αλαζονεία καθώς και για τη λανθασμένη συμπεριφορά τους, τη φράση: «ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν (:για να είμαστε και εμείς βασιλείς μαζί σας)» [βλ. Α΄Κορ.4,8: «Ἢδη κεκορεσμένοι ἐστέ, ἤδη ἐπλουτήσατε, χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε· καὶ ὄφελόν γε ἐβασιλεύσατε, ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν(:Και εσείς οι Κορίνθιοι έχετε αυτήν την ιδέα, ότι είστε μεγάλοι και επίσημοι. Τώρα πλέον είστε χορτασμένοι από όλα! Τώρα πλέον έχετε πλουτίσει από τις πνευματικές δωρεές! Χωρίς να έχετε μαζί σας εμάς, τους διδασκάλους σας, έχετε πλέον μόνοι σας κατακτήσει τη βασιλεία των ουρανών! Και μακάρι να βασιλεύατε, για να βασιλεύσουμε και εμείς μαζί σας...)»] και μείωσε με τον λόγο αυτό την αυστηρότητα του ελέγχου, για να μην τους κάνει να χαλαρώσουν, επανέρχεται πάλι σε αυτό με περισσότερη πικρία και λέει: «διότι νομίζω ότι ο Θεός εμάς τους αποστόλους μας έδειξε τελευταίους ως μελλοθάνατους». Δηλαδή «από ό,τι βλέπω», λέγει, «και από ό,τι εσείς λέγετε, οι πλέον περιφρονημένοι και καταδικασμένοι είμαστε εμείς, οι οποίοι πάντοτε είμαστε εκτεθειμένοι στις ταλαιπωρίες, ενώ εσείς φαντάζεστε ήδη κατακτημένη τη βασιλεία και τις τιμές και τα έπαθλα».
Και επειδή ήθελε με τον λόγο του να δείξει ότι η κατάσταση είναι παράλογη και υπερβολικά απίθανη δεν είπε απλώς ότι εμείς είμαστε οι τελευταίοι, αλλά ότι «ο Θεός μας έκανε τελευταίους». ότι «εμείς είμαστε οι έσχατοι» αλλά ότι «ο Θεός μάς έκανε εσχάτους». Και δεν αρκέστηκε στο να πει «εσχάτους», αλλά πρόσθεσε και «μελλοθανάτους», για να δει και ο πλέον ανόητος το απίθανο των όσων ειπώθηκαν και ότι τα λεγόμενα προέρχονταν από άνθρωπο πολύ στενοχωρημένο, ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους κάνει να ντραπούν.
Και κοίταξε τη σύνεση του Παύλου. Με τους ίδιους λόγους, που όταν το απαιτεί η περίσταση, υψώνει τον εαυτό του και τον παρουσιάζει σπουδαίο και μέγα, με τους λόγους αυτούς τώρα ελέγχει εκείνους ονομάζοντας τον εαυτό του «κατάδικο». Έτσι είναι δυνατόν να κάνει τα πάντα, όταν το καλεί η περίσταση. Εδώ βεβαίως «επιθανατίους» ονομάζει τους καταδίκους, που είναι άξιοι μυρίων θανάτων.