Σελίδες

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Προϋποθέσεις παραμονῆς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας (Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου).

ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ» (ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΣΑΒΒΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ) ΠΟΥ, ΣΥΝ ΘΕῼ, ΜΟΛΙΣ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ.

ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.


Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μάννα μας. Γι’ αὐτό πρέπει «νά τήν ἀγαπᾶμε πολύ» τόνιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος· καί συνέχιζε: «Νά μή δεχόμασθε νά κατακρίνουν τούς ἀντιπροσώπους της»[1]. Αὐτοί πού κατακρίνουν, αὐτοί πού μέμφονται τἠν Ἐκκλησία δέν Τήν ἀγαποῦν, οὔτε βέβαια τήν Κεφαλή Της, πού εἶναι ὁ Χριστός. «Ὅλοι εἴμαστε Ἐκκλησία», δήλωνε ὁ Γέροντας· καί συμπλήρωνε: «Ὅσοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά τά λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μέ σκοπό δῆθεν νά βοηθήσουν γιά τή διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος»[2]. Ἄν θέλουμε νά διορθωθοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει νά προσευχόμαστε γιά  τήν κάθαρση τοῦ κάθε ἀνθρώπου. «Τότε ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία», παρατηροῦσε ὁ Γέροντας, «ὅταν μέ τήν προσευχή μας ἀγκαλιάζομε κάθε μέλος Της καί κάνομε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνομε τό πᾶν, ὅπως Ἐκεῖνος»[3]. Ὅταν κατηγοροῦμε τήν Ἐκκλησία, οὐσιαστικά χτυπᾶμε τόν ἑαυτό μας, τό σῶμα μας καί Αὐτόν, πού πιό πολύ ἀπό ὁποιονδήποτε, θά ἔπρεπε νά ἀγαπᾶμε: τόν Κύριο Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ πρώτη προϋπόθεση ἑπομένως, γιά νά παραμείνει ὁ ἄνθρωπος σάν ζωντανό κύτταρο μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγάπη πρός Αὐτήν καί ἡ μή κατάκριση τῶν κληρικῶν ἀλλά καί τῶν λαϊκῶν μελῶν Της. «Καί μέ τά μάτια μας νά δοῦμε κάτι ἀρνητικό νά γίνεται ἀπό κάποιον ἱερωμένο», δίδασκε ὁ Γέροντας, «νά μήν τό πιστεύουμε, οὔτε νά τό σκεπτόμαστε, οὔτε νά τό μεταφέρομε. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί κάθε ἄνθρωπο»[4]. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα, πού ὁ Γέροντας τό βρῆκε στό τόπο τῆς πρώτης του μετανοίας, δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τήν κατάκριση. «Στό Ἅγιον Ὄρος», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «τό πνεῦμα πού ἔμαθα ἦταν ὀρθόδοξο, βαθύ, ἅγιο, σιωπηλό, χωρίς ἔριδες, χωρίς καυγάδες καί χωρίς κατακρίσεις»[5].
Μία δεύτερη προϋπόθεση γιά νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Θεανθρώπινου Σώματος, εἶναι τό νά τρεφόμαστε σωστά, νά ζωογονούμαστε μέ τή Θεία Χάρη. Πρέπει νά προσπαθοῦμε νά ζοῦμε τά μυστήρια, τήν ἱερά Ἐξομολόγηση καί μάλιστα τήν Θεία Κοινωνία. Ὀφείλουμε νά μετέχουμε τακτικά σ’ αὐτά, σύμφωνα μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ ὁδηγοῦ μας. «Σ’ αὐτά βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία», δίδασκε ὁ Γέροντας· καί συνέχιζε: «Προσφέρεται ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία μέ τά μυστήρια καί κυρίως μέ τήν Θεία Κοινωνία»[6]. Τά μυστήρια μᾶς μεταδίδουν τήν Θεία Χάρη. Ὁ Γέροντας σάν μικρό παιδάκι χαιρόταν ὅταν, ἔπειτα ἀπό τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου, τοῦ εἶχε φύγει ὁ ἀφόρητος πόνος, πού τοῦ προκαλοῦσε ἕνα σπυρί. Αὐτή ἡ Θεία ἐπίσκεψη τόν εἶχε κάνει νά θαυμάσει τήν Θεία ἀγάπη, πού ἐκχέεται μέσα ἀπό τά Ἅγια Μυστήρια. Σ’ ὅποιον ἐρχόταν ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ἔλεγε: «Πάρε ἀπ’ αὐτό τό Εὐχέλαιο. Ὅ,τι πόνο ἔχεις, ἀπ’ αὐτό νά βάζεις»[7].
Ἕνα ἄλλο ἀπαραίτητο γιά τήν παραμονή μας στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄσκηση: νηστεία, σωματικός κόπος, ἀγρυπνία, μετάνοιες καί γενικά κακοπάθεια. Αὐτά συνδυασμένα μέ τήν ταπείνωση καί τόν Θεῖο Ἔρωτα (ἀδιάλειπτη προσευχή μέ λαχτάρα, καρδιακό δόσιμο στόν Κύριο) καθαρίζουν τήν ψυχή καί τήν διαφυλάσσουν σ’ αὐτήν τήν ἁγνότητα, πού θέλει ὁ Θεός γιά τά μέλη τοῦ Σώματός Του[8].
Γιά νά παραμείνουμε στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά καλλιεργήσουμε τήν προσωπική σχέση μέ τόν Κύριο διά μέσου τῆς γνήσιας ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Δέν πρέπει νά μείνουμε στήν τήρηση κάποιων ἐξωτερικῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων. Ἡ ἀγγαρεία, ἀργά ἤ γρήγορα κουράζει τήν ψυχή. Ἡ ψυχή ἐπαναστατεῖ στήν αὐτοκαταπίεση, στόν ψυχοκαταναγκασμό καί διώχνει τή Θεία Χάρη[9]. «Πολλές φορές», ἔλεγε ὁ διακριτικός π. Πορφύριος, «οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε οἱ σταυροί προσελκύουν τή Χάρη. Ὑπάρχουν μυστικά. Τό οὐσιαστικότερο εἶναι νά φεύγεις ἀπ’ τόν τύπο καί νά πηγαίνεις τήν οὐσία»[10]. Ὅταν κάποιος ἀγαπάει ἕνα πρόσωπο θέλει νά κουράζεται γι’ αὐτό τό πρόσωπο. Ἔτσι καί ὁ κόπος γιά τόν Χριστό, πρέπει νά γίνεται ἀπό ἀγάπη. «Ὅ,τι γίνεται», ἀποφαινόταν ἐμφαντικά ὁ Γέροντας, «νά γίνεται  ἀπό ἀγάπη» · καί συνέχιζε: «Ἡ ἀγάπη ἐννοεῖ πάντα νά κάνει θυσίες. Σ’ ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια, κλωτσάει ἡ ψυχή, ἀντιδρᾶ. Ἡ ἀγάπη ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ»[11].
Ὁ τέλειος δρόμος γιά νά πᾶμε καί νά παραμείνουμε στόν Θεό καί στήν Ἐκκλησία, εἶναι ὁ Θεῖος Ἔρωτας καί ἡ ἀνιδιοτέλεια. Αὐτόν ἀκολούθησε ὁ Γέροντας Πορφύριος[12]. Εἶναι ὁ δρόμος τῶν υἱῶν καί ὄχι τῶν δούλων ἤ τῶν μισθωτῶν. Γιά νά φθάσουμε στόν Θεῖο Ἔρωτα, πρέπει νά καλλιεργήσουμε τήν ζωντανή πίστη, δηλ. τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη καί αὐτοπαράδοση στό ἅγιο Θέλημα Του. Ὁ δρόμος τοῦ Θείου Ἔρωτος καί τῆς ἀνιδιοτέλειας ἐπιτυγχάνεται μέ τήν τέλεια ἐμπιστοσύνη στό Θεό[13].
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά καί νά παραμείνουμε στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, νά γίνουμε «ἕνα μέ ὅλους τούς τοῦ Χριστοῦ»[14]. Αὐτό γίνεται μόνο διά τῆς ταπείνωσης καί τῆς ὑπακοῆς στόν Χριστό, ὁπότε ἀποκτοῦμε, ὅπως δίδασκε ὁ Γέροντας, ὅλοι « κοινό κέντρο τόν Χριστό»[15]. Ἔχουμε τότε τό ἴδιο θέλημα, τό ἴδιο φρόνημα, τό ἴδιο πνεῦμα. Στήν Ἐκκλησία πράγματι γινόμαστε «ἕνα»: 
α) σωματικά (ἀφοῦ ἔχουμε ὅλη τήν ἴδια φύση τήν ἀνθρώπινη, ἀλλά ἐπίσης καί ἀκόμη περισσότερο, διότι κοινωνοῦμε τήν ἴδια Τεθεωμένη Σάρκα καί τό ἴδιο Τεθεωμένο Αἷμα τοῦ Κυρίου).
β) πνευματικά (ἀφοῦ ἔχουμε ὅλοι τό ἴδιο πνεῦμα, τό ἴδιο θέλημα καί φρόνημα: τό Πανάγιον Θέλημα καί Φρόνημα τοῦ Κυρίου). Ἀκόμη γινόμαστε ἕνα καί
γ)  κατά τήν ἐνέργεια (ἀφοῦ ὅλοι ἀποκτοῦμε τήν ἴδια ἐνέργεια : τήν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ).
Ἡ ταπείνωση- ὑπακοή- ἀγάπη μᾶς σταθεροποιεῖ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, παρά τούς ὅποιους πειρασμούς. Ὁ ταπεινός ζεῖ ἀπό τώρα, μέσα στήν ἐπίγεια «ἄκτιστη Ἐκκλησία»[16]. Ὁ Χριστός μας θέλει νά ταπεινωνόμαστε ὁ ἕνας στόν ἄλλο, κάνοντας ὑπομονή καί ὑπακοή, ἐκτός ἁμαρτίας, σέ ὅλους, κατά τό: «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ»[17] τοῦ Ἀπ. Παύλου. Διά τῆς ὑπακοῆς στόν Χριστό ἀποκτοῦμε ὅλοι τό ἴδιο θέλημα καί τό ἴδιο φρόνημα. Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ πληρης ψυχοσωματική ἑνότης μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄν δέν προσέξουμε καί χάσουμε τήν ταπείνωση-ὑπακοή-ἀγάπη  πρός τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς μας, τότε εἶναι ἀδύνατο νά παραμείνουμε στήν Ἐκκλησία, ὅπου ἔχουμε τό Ἁγιοτριαδικό Φῶς. Τό φῶς συντηρεῖται μέ τήν ἔμπρακτη ταπείνωση (πού εἶναι ἡ ὑπακοή) καθώς καί μέ τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη.
Γιά νά παραμείνουμε στήν Ἐκκλησία, θά πρέπει ν΄ ἀγαποῦμε ὅλο καί περισσότερο τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία, καθώς καί αὐτούς, πού εἶναι ἀκόμη ἐκτός Αὐτῆς. Ὁ Χριστός φανερώνεται στήν μεταξύ μας ἑνότητα[18]. Τότε παραμένουμε στήν Ἐκκλησία, ὅταν ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας ἀλλά καί ὅλο τόν κόσμο. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἔκανε σῶμα του. Ἄν δέν ἀγαποῦμε τούς ἄλλους, δέν ἀγαποῦμε οὔτε τόν Χριστό. Ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό γίνεται μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν δέν τά ἔχουμε καλά μέ τούς ἄλλους δέν κοινωνοῦμε μέ τόν Χριστό[19].
Τότε ζοῦμε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀγαποῦμε καί τούς «δυνάμει» ἀδελφούς μας, πού εἶναι ὅλος ὁ κόσμος. Ὅταν ἀγαποῦμε καί τούς εὑρισκομένους μακράν τῆς πίστεως ἀλλά καί τούς διατεθειμένους ἐχθρικά ἀπέναντι στόν Χριστό καί σ’ ἐμᾶς, τότε ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία. Ἐφ’ ὅσον ἀγαποῦμε τόν Χριστό, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαποῦμε ὅ,τι καί Αὐτός ἀγαπᾶ, δηλ. ὅλους τούς ἀνθρώπους. «Κάποτε κάποιοι», σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ, «εἶπαν στό γέροντα Πορφύριο νά προσευχηθεῖ νά πεθάνει ὁ Στάλιν γιά νά γλυτώσει ὁ κόσμος ἀπό τά ἐγκλήματά του. Τούς ἀπάντησε ὅτι αὐτό δέν ἐπιτρέπεται καί πρέπει νά εὐχόμεθα νά μετανοήσει»[20]. Θά πρέπει ν΄ ἀγαπήσουμε τόσο, ὥστε νά θέλουμε νά πεθάνουμε γιά ὅλους, ὅπως ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Στήν Ἐκκλησία παραμένουμε, ὅταν ἀγαπᾶμε, σεβόμενοι τό πρόσωπο, τήν ἰδιαιτερότητα καί τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Στήν Ἐκκλησία ἀγαπᾶμε τόν καθένα μέ ἰδιαίτερο – μοναδικό τρόπο, διότι ὁ καθένας εἶναι μοναδικός. Στήν Ἐκκλησία, καί μόνο σ’ Αὐτήν, διασώζεται καί τελειοποιεῖται τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου· ὁ ἄνθρωπος δέν γίνεται μᾶζα – πολτός. «Ὁ γέρων Πορφύριος», σύμφωνα μέ μαρτυρίες ἐπισκεπτῶν-πνευματικῶν του παιδιῶν, «ἀγαποῦσε ὅλους μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι μοναδική γιά τόν καθένα...Κάθε ἐπισκέπτης διαβεβαίωνε τούς ἄλλους ὅτι αὐτόν εἰδικά ὁ Γέροντας τόν ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπό ὅλους»[21].
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή καί ἡ μόνη, πού μᾶς κάνει νά παραμένουμε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο τήν διαφυλάσσουμε. Ἡ κοσμική ἀγάπη (αὐτή πού ὀνομάζεται «ἀγάπη», ἀλλά εἶναι ἐμπορική ἀνταποδοτική σχέση) μᾶς χωρίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι εἶναι ἰδιοτελής[22], ἐμπαθής καί κάνει διακρίσεις. Ὁ ἐν Χριστῷ ἀγαπῶν, ἀγαπᾶ ἀκόμη καί αὐτούς, πού τόν μισοῦν (δηλ. τούς ἐχθρούς του). Ἡ ἐν Χριστῶ ἀγάπη δέν παύει ποτέ. Εἶναι ἡ ἀγάπη «πού δέν ἐκπίπτει»[23].
Ὅποιος «ἀγαπάει», εὑρισκόμενος ἐκτός Ἐκκλησίας, ψέμματα λέει, ὅτι ἀγαπάει. Στήν πραγματικότητα βιώνει τήν ἀπόλυτη μοναξιά τῆς αὐτοφυλάκισης στή φιλαυτία του, ἡ ὁποία μόνο μέ τήν ζωή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπερβαίνεται. Ὁ μή ζῶν ἐν τῷ Χριστῷ, δηλ. ἐν τῇ Ἐκκλησία, οὐσιαστικά μισεῖ καί ὑποκύπτει σέ ὅλα τά πάθη· μισεῖ ὅλο καί περισσότερο, δηλαδή ἀπομακρύνεται (μισεύει) ἀπό ὅλους τούς ἄλλους. Μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μέ τόν Χριστό, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ξεπεράσει τήν ἄρρωστη ἀγάπη, πού ἔχει στόν ἑαυτό του καί νά ἀδειάσει τήν καρδιά του ἀπό τό ἐγώ του καί τά πάθη του[24]. Μόνο ζώντας μυστηριακά καί ἀσκητικά μέ κέντρο τόν Χριστό, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δημιουργήσει χῶρο στήν καρδιά του, γιά νά χωρέσει ὁ ἄλλος (ὁ συνάνθρωπος) καί ὁ Ἄλλος (δηλ. ὁ Θεός). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ζώντας στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, λέγει μέ πολύ δυναμικό τρόπο, ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπ’ αὐτήν (Ρωμ. 8, 35-39). Καί ἀσφαλῶς οὔτε κάποιος φόβος, οὔτε κάποια ἄλλη ἀγάπη. Γι’ αὐτό οἱ ἀνθρώπινες προσκολλήσεις σέ πρόσωπα, πού στόν κοσμικό τρόπο ζωῆς ὀνομάζονται «ἀγάπες», ἐφ’ ὅσον ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ψεύτικες καί αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι γρήγορα καί εὔκολα μετατρέπονται σέ ἀβυσσαλέο μῖσος[25].
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

[1] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,  σελ. 202.
[2] Ὅ.π.  σελ. 202.
[3] Ὅ.π. σελ. 202.
[4] Ὅ.π. σελ. 202.
[5] Ὅ.π. σελ. 202.
[6] Ὅ.π. σελ. 202-203.
[7] Ὅ.π. σελ. 203.
[8] Ὅ.π. σελ. 332.
[9] Πρβλ. Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 236.
[10] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 208/209.
[11] Ὅ.π. σελ. 208/209.
[12] Πρβλ.Θαυμαστά γεγονότα,σελ. 31.
[13] Ὅ.π. σελ. 31.
[14] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 197.
[15] Ὅ.π. σελ. 278.
[16] Ὅ.π. σελ. 194.
[17] Ἐφ. 5, 21.
[18] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 196.
[19] Κοντά στό Γέροντα Πορφύριο, σελ. 383.
[20] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 32-33.
[21] Ὅ.π. σελ. 33-34.
[22] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 383.
[23] Πρβλ. Α’ Κορινθ. 13, 8.
[24] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 286.
[25] Πρβλ. Θαυμαστά γεγονότα,σελ. 34.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου