Σελίδες

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Άγιος Νικόλαος Πλανάς Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Η απλότητα τού αγίου παπά-Νικόλα Πλανά ως έκφραση λειτουργικής και ασκητικής εμπειρίας

Ο άγιος Παπά-Νικόλας Πλανάς διακρινόταν για την μακαρία απλότητα στις ενέργειές του, τις κινήσεις του, την συμπεριφορά του και την εν γένει εκκλησιαστική του ζωή. Αυτή η απλότητα ήταν και έκφραση τού χαρακτήρος του, αλλά κυρίως και προ παντός ήταν έκφραση τής λειτουργικής και ασκητικής του εμπειρίας. Δεν επρόκειτο μόνο για μια εξωτερική απλότητα στους τρόπους, αλλά κυρίως για απλότητα πού προερχόταν από την ενότητα και την καθαρότητα τού εσωτερικού του κόσμου.

Θα τονισθούν μερικά σημεία αυτής τής απλότητας τού αγίου Νικολάου Πλανά και στην συνέχεια θα εξηγηθεί θεολογικός και λειτουργικός.





 Η αγία απλότητα

Το βιβλίο πού εξεδόθη γιά τόν άγιο παπα-Νικόλα Πλανά πού είναι βιογραφία τού Αγίου από μιά μαθήτριά του, τήν μοναχή Μάρθα, κατά κόσμο Ουρανία Παπαδοπούλου, φέρει ως τίτλο «ο απλοϊκός ποιμήν τών απλών προβάτων». Ήταν ένας απλός ποιμήν πού παιδαγωγούσε μερικά απλά καί απονήρευτα πρόβατα. Αυτό φαίνεται καθαρά σέ όλο τό βιβλίο. Τόν χαρακτηρισμό αυτόν έδωσε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου καί είναι γραμμένος στήν εισαγωγή τού βιβλίου αυτού.


Πράγματι, ο άγιος Νικόλαος Πλανάς ήταν ένας καλός ποιμήν, αλλά και ένα αγαθό και εκλεκτό πρόβατο τού μεγάλου Ποιμένος Χριστού, και με την απλότητά του, την ακακία του, την ταπείνωση του δόξασε τον μεγάλο Ποιμένα Χριστό, πού είναι συγχρόνως και το «ως εσφαγμένον αρνίον» τής Αποκαλύψεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του μας διασώζει τον λόγο τού Χριστού «εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός» (Ιωάν. θ',11) και ο ίδιος Απόστολος στο βιβλίο τής Αποκαλύψεως μας παρουσιάζει Αυτόν τον καλόν ποιμένα ως εσφαγμένο αρνίο, πού θυσιάζεται για τον κόσμο και τελικά Αυτό το ως εσφαγμένο αρνίο είναι ο κριτής τού κόσμου. Ο Ίδιος ο Χριστός είναι συγχρόνως και ποιμήν και αμνός, και όσοι συνδέονται μαζί Του έχουν και τις δύο αυτές ιδιότητες.

Ο Φώτης Κόντογλου γράφει στην αρχή τού κειμένου του για τον παπά-Νικόλα: «Μακάριος είναι ο ιστορικός του. Αλλά μακάριος είναι και όποιος το διαβάζει και χαίρεται από τη βλογημένη απλότητά του. Απλός στάθηκε ο ιστορούμενος, απλός ο ιστορικός του, απλοί πρέπει να είναι κι’ εκείνοι πού θα το διαβάσουν… Καρδιά πονηρή και άπιστη ας μην απλώσει ν’ ανοίξει τούτο τα βιβλίο». Έτσι ένοιωθε και ο Παπαδιαμάντης τον άγιο παπά-Νικόλα Πλανά, γι’ αυτό έγραφε: «Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων». Και ο Φώτης Κόντογλου, ο ιστορικός των ταπεινών και απλών ανθρώπων, θα γράψει: «Γνώρισμα τής Ορθοδοξίας είναι η απλότητα τής καρδιάς πού φέρνει την πίστη». Όλη η βιογραφία τού αγίου Νικολάου Πλανά δείχνει αυτόν το απλό Κληρικό, πού ξέρει να ποιμαίνει, να ανέχεται, να αγαπά, να είναι μια καύση καρδίας υπέρ όλης τής κτίσεως.

 Η απλότητα τής καρδίας

Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τούς Χριστιανούς να αποκτήσουν την απλότητα πού είναι ένα βασικό στοιχείο τής κατά Χριστόν ζωής. Στους Κορυνθίους εύχεται να πλουτίζουν σε αυτήν την απλότητα στην οποία ευαρεστείται ο Θεός: «εν παντί πλουτιζόμενοι εις πάσαν απλότητα, ήτις κατεργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν τώ Θεώ» (Β', Κορινθ. ι', 11). Τον απασχολεί να μη εξαπατηθούν οι Χριστιανοί από τον διάβολο και φθαρούν τα νοήματά τους «από τής απλότητος τής εις τον Χριστόν» (Β', Κορ. ια', 3). Αυτή η απλότητα δεν είναι μια εξωτερική αρετή, αλλά συνδέεται με την αναγέννηση τού ανθρώπου πού γίνεται με την ένωσή του με τον Χριστό, γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος συνιστά στους Χριστιανούς την υπακοή πού πρέπει να γίνεται «εν απλότητι τής καρδίας υμών ως τώ Χριστώ» (Εφ. στ', 5).

Αυτός ο σύνδεσμος τής απλότητας με την χριστιανική ζωή και την καρδιακή εμπειρία δείχνει ότι η χριστιανική απλότητα διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη ανθρωπιστική απλότητα. Μπορεί κανείς να είναι απλός στους τρόπους, λόγω καταγωγής ή χαρακτήρος, αλλά αυτό μπορεί να είναι μια φυσική κατάσταση, πού δεν σώζει. Στην Εκκλησία η απλότητα συνδέεται με την δεύτερη γέννηση και όχι με την πρώτη γέννηση, είναι καρπός του εύ είναι και όχι απλώς τού βιολογικού είναι. Έτσι, μπορεί κάποιος να είναι πτωχός και αγράμματος, αλλά να έχει υψηλό φρόνημα και να είναι πολύπλοκος σύνθετος, καθώς επίσης να είναι σοφός κατά κόσμον και όμως, επειδή τον έχει διαποτίσει η αγάπη τού Χριστού, να είναι απλός στην καρδιά και συγκαταβατικός στους αδελφούς του. Πώς μπορεί κανείς να είναι εγωιστής και υπερήφανος, όταν, παρά την εσωτερική του κατάσταση, έχει βιώσει την αγάπη και το έλεος τού Θεού;

Ο μακαριστός π. Παΐσιος μιλούσε για την κατά Χριστόν απλότητα πού την συνέδεε με την αγιασμένη ζωή. Κάποτε πού αναφερόταν στην απλότητα είπε: «Αν είναι παιδάκι, θα έχει απλότητα. Αν είναι Άγιος, θα έχει απλότητα». Άλλοτε είπε: «Για να ζήση κανείς τα μυστήρια τού Θεού, πρέπει να απεκδυθεί τον παλαιό του άνθρωπο, να επανέλθει κατά κάποιον τρόπο στην κατάσταση προ τής πτώσεως. Να έχει αθωότητα και απλότητα, για να είναι η πίστη του ακλόνητη και να πιστεύει απόλυτα ότι δεν υπάρχει τίποτε πού να μην μπορεί να το κάνει ο Θεός». Και άλλοτε είπε: «Αν έχει κανείς απλότητα, έχει ταπείνωση, υπάρχει θείος φωτισμός, λαμποκοπάει». Έτσι, η απλότητα πού προέρχεται από την ενέργεια τής θείας Χάριτος και την συνέργεια τού ανθρώπου συνδέεται με την αγιότητα.

 Η θεολογία τής απλότητας

Αν θελήσουμε να δώσουμε μια θεολογική ερμηνεία τής πνευματικής απλότητας θα λέγαμε ότι ο Θεός είναι απλούς και γι’ αυτό ο άνθρωπος πού συνδέεται με τον Χριστό αποκτά αυτήν την μακαρία κατάσταση τής απλότητας.

Ο Θεός, κατά τούς Πατέρας τής Εκκλησίας, δεν έχει καμιά σύνθεση, αλλ’ είναι απλούς. Η δυτική σχολαστική θεολογία, για να διαφυλάξει την απλότητα τού Θεού εισήγαγε το λεγόμενο actus purus (καθαρά ενέργεια), δηλαδή την αιρετική άποψη ότι στον Θεό ταυτίζεται η άκτιστη ουσία Του με τις άκτιστες ενέργειές Του, και κατά συνέπεια ο Θεός έρχεται σε επαφή με την κτίση, αλλά και τον άνθρωπο με κτιστές ενέργειες. Η αιρετική άποψη ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες διατυπώθηκε για να διαφυλαχθεί η διδασκαλία περί τής απλότητας Του, γιατί οι σχολαστικοί θεολόγοι πίστευαν ότι δήθεν η διάκριση μεταξύ ακτίστου ουσίας και κτιστής ενέργειας στον Θεό εισάγει σύνθεση και καταργεί την απλότητά Του.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τις απόψεις αυτές πού είχε και ο Βαρλαάμ, διδάσκει ότι «κατ’ ουσίαν έν καί απλούν τό θείον» και ότι η άκτιστη ενέργεια τού Θεού δεν καταργεί την απλότητά Του, αφού η άκτιστη ενέργειά Του δεν εισάγει κάποια σύνθεση στον Θεό, διότι ο Θεός νοείται από μας «όλος αγαθότης και όλος σοφία και όλος δικαιοσύνη και όλος δύναμις». Άλλωστε, οι ενέργειες τού Θεού δεν είναι κάτι άλλο διαφορετικό από την ουσία Του, αλλά είναι η ουσιώδης κίνηση τής φύσεως-ουσίας, γι’ αυτό και ονομάζονται ουσιώδεις ενέργειες.

Έπειτα, ο Θεός, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, δεν είναι μόνον απλούς, αλλά και απλότης. Κάθε άγγελος και η λογική ψυχή τού ανθρώπου είναι απλά, αλλά δεν έχουν απλότητα, γιατί είναι απλά εκ μεθέξεως και συγκρίσεως προς τα σώματα. Όμως, ο Θεός δεν είναι απλούς από σύγκριση και
μέθεξη, γιατί αυτός μεταδίδει από τον εαυτό Του απλότητα καταλλήλως σε καθένα. Έτσι, ο Θεός δεν είναι μόνον και κυρίως απλούς, αλλά και απλότης.

Επομένως, ο Θεός είναι απλούς και απλότης. Ο άνθρωπος είναι σύνθετος γιατί αποτελείται από ψυχή και σώμα. Η ψυχή τού ανθρώπου είναι απλή από την φύση της, ενώ το σώμα είναι σύνθετο, γιατί αποτελείται από διάφορα στοιχεία. Τα πάθη είναι εκείνα πού εισάγουν την σύνθεση στην ψυχή. Όταν ο άνθρωπος ελευθερωθεί από την ενέργεια των παθών, δηλαδή όταν με την δύναμη τού Θεού και την δική του συνέργεια μεταμορφώνει τις δυνάμεις τής ψυχής για να πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν και μετέχει τής Χάριτος του, τότε, παρά το σύνθετο τής ύπαρξής του (ψυχή και σώμα), αποκτά την κατά Χάριν απλότητα. Οπότε, την σύνθεση δεν την εισάγει η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό, αλλά η ύπαρξη τού πάθους. Ο Θεός δεν έχει πάθη, είναι απλούς, ενώ ο άνθρωπος γίνεται απλούς όταν ενωθεί με τον Θεό και μεταμορφωθούν η ψυχή και το σώμα του.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα αναλύσει διεξοδικά αυτόν τον τρόπο αποκτήσεως τής κατά Χριστόν απλότητας από τον άνθρωπο. Το βλέπουμε στο θέμα των λογισμών. Στα κείμενά του διδάσκει ότι οι λογισμοί διακρίνονται σε απλούς και σύνθετους. Ο απλός λογισμός είναι η απλή έννοια ενός προσώπου ή αντικειμένου, ενώ ο σύνθετος λογισμός είναι ο συνδυασμός τής έννοιας με την επιθυμία και το πάθος πού σχετίζεται με κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο. Στην διαδικασία τής αμαρτίας ο απλός λογισμός γίνεται σύνθετος, οπότε με τον ασκητικό αγώνα και την ενέργεια τής θείας Χάριτος ο σύνθετος λογισμός καθίσταται απλός, με τον διαχωρισμό τής έννοιας από την επιθυμία και το πάθος. Έτσι και ο άνθρωπος από πολυπρόσωπος, λόγω τής αμαρτίας, με την Χάρη τού Θεού και τον δικό του αγώνα, γίνεται απλούς.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη και την απάθεια. Το πάθος είναι συμπλοκή μεταξύ αισθητού πράγματος, αισθήσεως και τής φυσικής δυνάμεως, ήτοι τού θυμού ή τής επιθυμίας. Όταν ο νους τού ανθρώπου ξεχωρίσει αυτά μεταξύ τους και επαναφέρει το καθένα στον φυσικό του λόγο, δηλαδή να θεωρήσει το αισθητό καθ’ εαυτό, χωρίς την σχέση τής αισθήσεως προς αυτό, και την αίσθηση χωρίς την οικειότητα τού αισθητού προς αυτό και την επιθυμία ή τον θυμό χωρίς την εμπαθή διάθεση προς την αίσθηση και το αισθητό, τότε διέλυσε την σύσταση οποιουδήποτε πάθους και εξαφάνισε και αυτή την φαντασία των παθών. Έτσι, ο άνθρωπος από εμπαθής γίνεται απαθής και κατά συνέπεια απλούς (Β' 101).

Ο αββάς Δωρόθεος χαρακτηρίζει ως ψευδόμενο εκείνον πού δεν είναι «απλούς άνθρωπος, αλλά διπλούς». Και επεξηγεί ότι διπλούς (και όχι απλούς) άνθρωπος είναι εκείνος πού «άλλος εστίν έσωθεν, και άλλος έξωθεν, διπλούν έχει και όλον εχλευασμένον τον βίον αυτού».

Έτσι, ο άνθρωπος πού ασκείται μέσα στην Εκκλησία, με τα μυστήρια και την τήρηση των εντολών τού Χριστού πορεύεται στον δρόμο τής απάθειας, πού είναι η ζωή τής απλότητας. Μάλιστα, όταν φθάσει στον φωτισμό τού νοός και την θέωση, δηλαδή όταν βιώση την Χάρη τού Θεού ως Φώς, τότε αποκτά την κατά Θεόν απλότητα, είτε είναι σοφός είτε είναι αγράμματος. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι δυνάμεις τής ψυχής πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν, και διαμορφώνουν, μετασκευάζουν και μεταμορφώνουν και το σώμα, πού το καθιστούν απαθές. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος έχει τεκμήρια κατά Χάριν θείας απάθειας. Γι’ αυτό και οι Πατέρες διδάσκουν ότι η απάθεια δεν είναι μια φυσική αρετή, αλλά καρπός τής θεωρίας τού Θεού, αποτέλεσμα μεθέξεως τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού.

Το εκκλησιαστικό και λειτουργικό ήθος τής απλότητας

Από την βιογραφία τού αγίου παπά-Νικόλα Πλανά φαίνεται ότι η απλότητά του, εκτός από την φυσική κατάσταση τού χαρακτήρος του, είχε και στοιχεία εκκλησιαστικής ζωής, δηλαδή ήταν έκφραση τής ακενώτου αγάπης στον Θεό και τής αστείρευτης αγάπης προς τον πλησίον. Άλλωστε, ο Θεός τα φυσικά γνωρίσματα τού ανθρώπου τα μεταμορφώνει και τα καθιστά πνευματικά χαρίσματα.

Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρεται στην απλότητα των αγίων, η ποία διαφέρει από την φυσική απλότητα. Γράφει ότι είναι καλή και μακαρία «η φύσει τισίν ενυπάρχουσα απλότης», η οποία σκεπάζεται και προφυλάσσεται από ποικίλες μεταβολές και πάθη, αλλά δεν είναι τόσο μακαριστή αυτή όσο η απλότητα πού αποκτήθηκε με πόνους και ιδρώτες, πού γίνεται πρόξενος τελείας ταπεινώσεως και πραότητος. Η απλότητα συνδέεται με την πραότητα γι’ αυτό «ψυχή πραεία, θρόνος απλότητος». Τελικά, η απλότητα ορίζεται ως «έξις ψυχής αποίκιλος, προς κακόνοιαν γινομένη ακίνητος». Αυτήν την απλότητα είχε ο Αδάμ προ τής πτώσεως, όπως αυτή η αποίκιλη απλότητα είναι το πρώτο ιδίωμα «τής των παίδων ηλικίας».

Μια τέτοια μακαρία και αποίκιλη, παιδική, κατά Θεόν, απλότητα είχε ο άγιος παπά-Νικόλαος Πλανάς πού ήταν καρπός τής αγάπης του προς τον Θεό και τής κοινωνίας μαζί Του. Έτσι, δικαιολογείται η απονήρευτη συμπεριφορά του, η αγάπη του αδιακρίτως προς όλους. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνεύσουμε ότι οι άλλοι τον έβλεπαν, κατά την διάρκεια τής θείας Λειτουργίας να βρίσκεται πάνω από το έδαφος, ή όταν έβλεπαν το Φώς τού Θεού να τον περιβάλλει, ή όταν τον καθοδηγούσε ο άγγελος Κυρίου ή όταν συμπεριφερόταν με μεγάλη ταπείνωση και απλότητα και τόσα άλλα περιστατικά.

Όπως φαίνεται από τα πιο πάνω, αυτή η αγία του απλότητα ήταν αποτέλεσμα τής επισκέψεως τής θείας Χάριτος, όπως συγκεκριμενοποιείται σε μερικά σημεία.

Το πρώτον ότι είχε διαποτισθεί από το «πνεύμα» τής θείας Ευχαριστίας, πού είναι το ήθος τής άκρας ταπεινώσεως τού Χριστού, τού Πάθους, τού Σταυρού, τής Ταφής, τής καθόδου στον άδη και τής αναστάσεώς Του. Το «πνεύμα» τής θείας Λειτουργίας είναι «πνεύμα» κενώσεως, προσφοράς, θυσίας. Η θεία Λειτουργία είναι ένας πυρηνικός αντιδραστήρας μέσα στον οποίο σπάζουν όλα τα συμβατικά θερμόμετρα.

Το δεύτερον είναι ότι η απλότητά του είχε διαμορφωθεί από το ήθος τής αγρυπνίας, δηλαδή τής προσφοράς στον Θεό και αυτού τού βραδινού ύπνου. Αγαπούσε βαθύτατα τις αγρυπνίες, γιατί κατά την διάρκεια τής νύκτας η ψυχή τού ανθρώπου, ιδίως όταν προσεύχεται, αποκτά έναν άλλο ρυθμό, συντονίζεται με την ζωή τού προπτωτικού Αδάμ και τού εσχατολογικού ανθρώπου, ακούει τούς κτύπους τής αιωνιότητας, βιώνει τα άρρητα ρήματα.

Τό τρίτον είναι ότι ο παπα-Νικόλας Πλανάς είχε προσαρμοσθή στό ήθος τής άκρας απλότητας, ταπεινότητας, πραότητας, ακτημοσύνης καί καθαρότητας, πού συναντά κανείς στούς ερημίτες τού Αγίου Όρους καί σέ άλλους μοναχούς πού εμπνέονται από αυτήν τήν ατμόσφαιρα τής ερήμου τού Άθωνος. Φυσικά, δέν εννοώ αγιορείτας πού έχουν εκκοσμικευθή καί αποδεσμεύθηκαν από τήν αγία απλότητα. Ένας αληθινός αγιορείτης δέχεται κάθε άνθρωπο ως άγιο, κατά τό πατερικό λόγιο «είδες τόν άνθρωπόν σου είδες τόν Θεόν σου».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας γιά τόν κατά σάρκα πατέρα του, τόν περιγράφει ως άνθρωπο τής κατά Χριστόν απλότητας. Λέγει ότι ο πατέρας του Γρηγόριος ήταν «υψηλότατος μέν τώ βίω, ταπεινότατος δέ τώ φρονήματι». Καί ως πρός μέν τήν αρετή ήταν απρόσιτος, ως πρός δέ τήν συναναστροφή «ευπρόσιτος». Η καλύτερη δέ αρετή πού τόν χαρακτήριζε καί τήν οποία πολλοί δέν αγαπούν ήταν «η απλότης, καί τό τού ήθους άδολόν τε καί αμνησίκακον». Φαίνεται εδώ ότι η απλότητα συνδέεται στενά μέ τό άδολο τού ήθους καί τήν αμνησικακία. Η κατά Χριστόν απλότητα είναι τό αληθινό καί τό σταθερό, ενώ «πάν ό προσποιητόν, ουδέ μόνιμον».

Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς διαμορφώθηκε από αυτό τό βάθος τής εκκλησιαστικής ζωής, τόν κατήρτισε η Χάρη τού Θεού, γι’ αυτό δέν ήταν σύνθετος, αλλά απλός, δέν ήταν προσποιητός, αλλά αληθινός, δέν ήταν εποχιακός, αλλά μόνιμος, διαχρονικός. Έζησε τήν απλότητα τού Αδάμ πρό τής πτώσεως καί τού ανθρώπου τής έσχατης ημέρας.

Πέρασε από τήν γή μας ένα αστέρι φωτεινό καί μάς έδειξε μερικές ανταύγειες τής απλότητας τής αιωνίου ζωής, όπου θά καταργηθούν όλα τά σύνθετα, καί θά απλοποιηθή εν Αγίω Πνεύματι η ζωή τελείως, αφού στούς αιώνες θά ακούγεται μόνο τό «Αλληλούϊα», τά άρρητα ρήματα, τά τεριρέμ τών αγγέλων, όχι απλώς τής αγρυπνίας, αλλά τής κατά Θεόν ζωής μέσα στό Φώς τής Τρισηλίου Θεότητος.

(Δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό τής Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς "Πειραϊκή Εκκλησία", φ. 202, Μάρτιος '09)

gerontas.gr
anavaseis.blogspot.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου