Σελίδες

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Τί εἶναι ἡ κατάθλιψη κατά τούς Ἁγίους Πατέρας;

ΛΥΠΗ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΛΥΠΗ ΔΑΙΜΟΝΙΚΗ(ΑΚΗΔΙΑ).
«Ἡ πορεία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου πρός τό καθ’ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά θεραπευτική διαδικασία. Πρόκειται γιά μιά πραγματικά ὁλιστική θεραπεία, πού ἔχει σάν πρῶτο στάδιο τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη.
Μέ αὐτή τήν ἔννοια ἡ κατάθλιψη εἶναι ἕνα πάθος ἀπό τό ὁποῖο ἡ ψυχή πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ. Αὐτό τό πάθος οἱ νηπτικοί πατέρες τό ὀνόμαζαν «ἀκηδία»»[1]. 
 Στο βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς διαβάζουμε ὅτι ἡ μακαρία Συγκλητικὴ ἔλεγε στις ἀδελφές, ποῦ εἶχαν συγκεντρωθεῖ κοντὰ της:

«Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καὶ λύπη βλαπτική. καὶ ὠφέλιμη εἶναι ἡ λύπη, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θρηνεῖ για τὶς ἁμαρτίες του, ὅταν θλίβεται για τὴν (πνευματικὴ) ἄγνοια τοῦ πλησίον, ὅταν ἀνησυχεῖ μήπως ξεφύγει ἀπὸ τὸ σκοπὸ του καὶ ὅταν ἔχει (τήν καλή) ἀγωνία νά κατακτήσει τὴν τέλεια ἀρετή. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ λύπη πού ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός, κι αὐτὴ εἶναι ἐντελῶς παραλόγη. Ἀπὸ μερικοὺς ὀνομάζεται καὶ ἀκηδία.
Τή λύπη αὐτη πρέπει να τὴν ἀποδιώχνουμε μὲ τὴν προσευχὴ κυρίως καὶ τὴν -ψαλμωδία, κάνοντας τή σκέψη, ὅτι στήν παροῦσα ζωὴ κανένας ἀσύνετος δεν εἶναι χωρὶς (τέτοιες) λύπες»[2].
Μέ τήν ὁρολογία τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ κατάθλιψη θά μποροῦσε νά ὁρισθεῖ ἐπίσης ὡς δαιμονική ἐνέργεια, αἰχμαλωσία ἀπό τούς λογισμούς, ἀπώλεια τῆς ὑπόστασής μας (δηλ. τοῦ προσώπου μας). Ἐντάσσεται στήν γενικότερη κατηγορία τῆς παθολογικῆς λύπης, τῆς μή κατά Θεόν λύπης (ἐνῶ κατ’ ἀρχήν ἡ λύπη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ μετά τήν πτώση καί κατατάσσεται στά ἀδιάβλητα πάθη). «Πέρα ἀπ’ αὐτό πού ἡ ἴδια ἡ λέξη πιθανόν φανερώνει, ἡ λύπη ἐμφανίζεται ὡς κατάσταση τῆς ψυχῆς, πού περιλαμβάνει ἀποθάρρυνση καί ἀθυμία, ἀτονία καί ἀδυναμία, ψυχική ἐπιβάρυνση καί πόνο, κατάπτωση, στενόχωρη διάθεση, καταπίεση, κατάθλιψη, πού συχνότατα συνοδεύονται ἀπό ἔντονη ἀνυπομονησία ἀκόμη καί ἀγωνία»[3].
Γράφει ὁ ἀββᾶς Κασσιανός: 
 «Τὸ φοβερὸ πνεῦμα τῆς λύπης, ὅταν κυριεύσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ σκοτίσει ὁλοκληρωτικά, τὴν ἐμποδίζει ἀπὸ κάθε ἀγαθὴ ἐργασία καὶ τὴ γεμίζει μὲ κάθε κακία. Γιατί δὲν τῆς ἐπιτρέπει νὰ προσεύχεται μὲ προθυμία, δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἐγκαρτερεῖ στὴν ὠφέλεια τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων, κάνει τὸν ἄνθρωπο ὀργίλο καὶ ἐπιθετικὸ πρὸς τοὺς ἀδελφούς, γεννάει τὸ μίσος καὶ ἐναντίον ἀκόμα τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Καὶ γενικὰ ἡ λύπη, ἀφοῦ δημιουργήσει σύγχυση σ' ὅλες τὶς σωτήριες σκέψεις τῆς ψυχῆς καὶ παραλύσει τὴ δραστηριότητα καὶ τὴν καρτερία της, τὴ φέρνει σὲ σημεῖο νὰ εἶναι σὰν ἀνόητη καὶ μανιακή, δένοντας τὴν μὲ τὸ λογισμὸ τῆς ἀπελπισίας.

Ὅπως ὁ σκόρος τρώει τὸ ροῦχο καὶ τὸ σκουλήκι τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ ἡ λύπη κατατρώει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πείθει τὸν ἄνθρωπο ν' ἀποφεύγει κάθε καλὴ πνευματικὴ συναναστροφή, καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει οὔτε ἀπὸ γνήσιους φίλους νὰ δέχεται συμβουλὴ, οὔτε καλὴ καὶ εἰρηνικὴ ἀπάντηση νὰ τοὺς δίνει, ἀλλ' ἀφοῦ κυριαρχήσει σ' ὅλη τὴν ψυχή, τὴ γεμίζει μὲ δυσαρέσκεια καὶ ἀκηδία. Καὶ τότε τὴ βάζει ν' ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους, γιατί γίνονται σ' αὐτὴν αἴτιοι ταραχῆς. Καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ καταλάβει, πώς ἡ ἀρρώστια δὲν ὀφείλεται σὲ ἐξωτερικὰ αἴτια, ἀλλὰ τὴν ἔχει ἀπὸ μέσα της καὶ φανερώνεται τότε, πού θὰ ἔρθουν οἱ πειρασμοὶ καὶ μὲ τὴ δοκιμασία θὰ τὴ φέρουν στὴν ἐπιφάνεια. Γιατί ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστεῖ βλάβη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἄλλον, ἂν δὲν ἔχει μέσα του ἀποθηκευμένες τὶς ἀφορμὲς τῶν παθῶν.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν, ὁ μόνος πού γνωρίζει ἀκριβῶς, ὡς Δημιουργός, τὰ ψυχικὰ τραύματα καὶ καθορίζει γι' αὐτὰ τὶς κατάλληλες θεραπεῖες, δὲν παραγγέλλει ν' ἀποφεύγουμε τὶς συναναστροφὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ νὰ κόβουμε τὶς αἰτίες τῆς κακίας πού εἶναι μέσα μας. Γιατί γνωρίζει πώς ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς δὲν κατορθώνεται μὲ τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ τὴ συναναστροφὴ τῶν ἐνάρετων καὶ τὴ συνεχή ἐξάσκηση. Ἐκεῖνος λοιπὸν πού, γιὰ κάποιες εὔλογες τάχα προφάσεις, ἐγκαταλείπει τοὺς ἀδελφούς, ἂς εἶναι βέβαιος ὅτι δὲν κόβει μὲ τὴν ἀναχώρηση του τὶς ἀφορμὲς τῆς λύπης, ἀλλὰ μόνο ἔκανε μίαν ἐναλλαγή τους, γιατί ἡ ἀρρώστια πού ἔχει μέσα του θὰ τὶς ἀνακινήσει πάλι, ἐξαιτίας ἄλλων περιστατικῶν»[4].
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀπαντᾶ σ’ αὐτούς πού «κλείνονται στόν ἑαυτό τους» διότι δέν τολμοῦν ν΄ «ἀντιμετωπίσουν» τούς ἄλλους. Οἱ καταθλιπτικοί προκειμένου ν’  ἀποφύγουν τίς λύπες πού τούς προξενοῦν οἱ ἄλλοι ἀπομονώνονται χωρίς ὅμως νά γλυτώνουν καί ἀπό τήν λύπη ἡ ὁποία ἔχει ὡς αἰτία ὄχι τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά τά πάθη πού ὑπάρχουν μέσα στόν καταθλιβόμενο ἄνθρωπο.
«Γι' αὐτὸ» συνεχίζει ὁ ἀββᾶς Κασσιανός «ἂς μὴ θεωροῦμε κανέναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὰν αἴτιο τῶν ἀναταραχῶν τῶν παθῶν μας, ἀλλὰ μονάχα τὸν ἑαυτό μας· καὶ ὅλος ὁ πόλεμός μας ἂς γίνεται ἐναντίον τῶν παθῶν πού εἶναι μέσα μας. Γιατί ἂν αὐτά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βγοῦν ἀπὸ μέσα μας, ὄχι μόνο μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄγρια θηρία εὔκολα θὰ μποροῦμε νὰ ζήσουμε, ὅπως εἶπε ὁ μακάριος Ἰώβ: "Θῆρες ἄγριοι εἰρηνεύσουσί σοι" (Ἰὼβ 5:23).
Πρῶτα-πρῶτα λοιπὸν ἂς ἀγωνιστοῦμε ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς λύπης, πού μᾶς φέρνει τὴν ἀπελπισία, ἀπομακρύνοντας το ἀπὸ τὴν καρδιά μας μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Γιατί αὐτὸ τὸ πνεῦμα δὲν ἄφησε τὸν Κάιν νὰ μετανοήσει μετὰ τὴν ἀδελφοκτονία, οὔτε τὸν Ἰούδα μετὰ τὴν προδοσία τοῦ Κυρίου. Ἐκείνη μόνο τὴ λύπη νὰ καλλιεργήσουμε, πού συνίσταται στὴ μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας ἑνωμένη μὲ τὴν ἀγαθὴ ἐλπίδα, καὶ πού μᾶς προετοιμάζει ν' ἀποκτήσουμε τὰ οὐράνια ἀγαθά. Αὐτὴ εἶναι πού μακαρίζεται καὶ ἀπὸ τὸ Χριστὸ μὲ τὸ λόγο, "μακάριοι οἱ πενθοῦντες, κ.λπ." (Μάτθ. 5:4). Αὐτὴ εἶναι πού ἐγκωμιάζεται καὶ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο μὲ τὴ φράση, "ἡ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοια εἰς σωτήριαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται" (Β' Κόρ. 7:10).
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ σωτήρια λύπη, τρέφοντας τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἐλπίδα πού ἀκολουθεῖ τὴ μετάνοια, εἶναι ἀνάμικτη μὲ χαρά. Γι' αὐτὸ καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρόθυμο καὶ ὑπάκουο γιὰ κάθε καλὸ ἔργο, εὐκολοπλησίαστο, πράο, ἀνεξίκακο, ὑπομονετικὸ σὲ κάθε ἀγαθὸ κόπο, ἀφοῦ εἶναι λύπη κατὰ Θεόν. Καὶ μ' αὐτὸ γίνονται πιὰ φανεροὶ οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀγαθότητα, ἡ πίστη, ἡ ἐγκράτεια (βλ. Γάλ. 5:22).
Τῆς ἀντίθετης πάλι λύπης οἱ καρποὶ εἶναι οἱ ἑξῆς: ἀκηδία, ἀνυπομονησία, θυμός, μίσος, ἀντιλογία, ἀπελπισία, ὀκνηρία στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ψαλμωδία. Αὐτὴ τὴ λύπη πρέπει νὰ τὴν ἀποφεύγουμε ὅπως τὴν πορνεία καὶ τὴ φιλαργυρία Καὶ τὸ θυμὸ καὶ τὰ ὑπόλοιπα πάθη. Αὐτὴ ἡ λύπη θεραπεύεται μὲ τὴν προσευχὴ Καὶ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, μὲ τὴ μελέτη τῶν θείων λόγων καὶ μὲ τὴν ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς.
Γιατί ἂν δὲν βρεῖ τὸ μοναχὸ ἀσφαλισμένο μ' αὐτὰ τὰ ὅπλα, τὸν κάνει ἄστατο καὶ ὀνειροπόλο καὶ ράθυμο καὶ ἄεργο καὶ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ἐπισκέπτεται πολλὰ μοναστήρια· καὶ νὰ μὴ φροντίζει γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ ποῦ γίνονται τραπέζια καὶ συμπόσια. Γιατί ἡ διάνοια αὐτοῦ πού ἔπεσε σὲ ἀκηδία, τίποτε ἄλλο δὲν φαντάζεται, παρὰ τὶς ὀνειροπολήσεις ὅσων ἀναφέραμε. Ἂπ' αὐτὰ τὸν δεσμεύει καὶ σὲ κοσμικὰ πράγματα. Καὶ τὸν δελεάζει λίγο-λίγο σὲ ἐπιβλαβεῖς ἀσχολίες, ὥσπου νὰ τὸν διώξει κι ἂπ' αὐτὴ τὴ μοναχικὴ ζωή.
Ὁ ἀπόστολος, γνωρίζοντας πόσο βαρειά εἶναι τούτη ἡ ἀρρώστια καὶ θέλοντας νὰ τὴν ξερριζώσει ἀπὸ τὶς ψυχές μας, φανερώνει τὶς αἰτίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες γεννιέται καὶ λέει: "Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἥν παρέλαβον παρ' ἡμῶν. Αὐτοὶ γὰρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἤτακτησαμεν ἐν ὑμῖν, οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἔφαγομεν παρὰ τινος, ἂλλ' ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκταν καὶ ἥμεραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαι τίνα ὑμῶν οὒχ ὅτι οὐκ ἐχομεν ἐξουσίαν, ἂλλ' ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ἡμᾶς. Καὶ γὰρ ὅτε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς, τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι εἴτις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω. Ἄκουομεν γὰρ τινας περιπατούντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλά περιεργαζομένους· τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν" (Β' Θέσ. 3:6-12).
Ἂς ἀκούσουμε πόσο καθαρά μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ ἀπόστολος τὶς αἰτίες τῆς ἀκηδίας. Ἐκείνους πού δὲν ἐργάζονται, τοὺς ὀνομάζει ἄτακτους, φανερώνοντας μὲ μία λέξη πολλὴ κακία. Γιατί ὁ ἄτακτος εἶναι καὶ ἀνευλαβὴς καὶ αὐθάδης στὰ λόγια καὶ πρόχειρος σὲ κατηγορίες, καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ἀκατάλληλος γιὰ τὴν ἡσυχία καὶ δοῦλος τῆς ἀκηδίας. Παραγγέλλει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε, δηλαδὴ νὰ φεύγουμε μακριά τους, σὰν νὰ ἔχουν μεταδοτικὴ ἀρρώστια. Κι ἔπειτα, μὲ τὴ φράση "καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἥν παρέλαβον παρ' ἡμῶν", φανερώνει πώς αὐτοὶ εἶναι ὑπερήφανοι καὶ καταφρονητὲς καὶ ἀνατροπεῖς τῶν ἀποστολικῶν παραδόσεων. καὶ στὴ συνέχεια λέει: "οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρὰ τινος, ἂλλ' ἐν κόπῳ καί μόχθῳ, νύκτα καὶ ἥμεραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαι τίνα ὑμῶν". Πώ πώ! Ὃ διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν, ὁ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἀνέβηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανό, αὐτὸς πού λέει ὅτι ὁ Κύριος πρόσταξε τοὺς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ζοῦν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο (Ἃ' Κόρ. 9:14), ἐργαζόταν ὁ ἴδιος νύχτα καὶ μέρα, μὲ κόπο καὶ μόχθο, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνει κανέναν!
Τί λοιπὸν θὰ κάνουμε ἐμεῖς, πού εἴμαστε στὴν ἐργασία ὀκνηροὶ καὶ ἐπιδιώκουμε τὴ σωματικὴ ἀνάπαυση, ἐμεῖς, πού οὔτε κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς ἔχει ἀνατεθεῖ οὔτε ἡ μέριμνα γιὰ τὶς Ἐκκλησίες (ἀλλὰ μόνο ἡ φροντίδα γιὰ τὴν ψυχή μας); Γιὰ νὰ δείξει ὅμως πιὸ καθαρὰ τὴ βλάβη πού φέρνει ἡ ἀργία, καταλήγει: "μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους". Γιατί ἀπὸ τὴν ἀργία γεννιέται (ἡ περιέργεια, ἀπὸ τὴν περιέργεια) ἡ ἀταξία καὶ ἀπὸ τὴν ἀταξία κάθε κακία. (καὶ γιὰ νὰ καθορίσει τὴ θεραπεία τους, συμπληρώνει: "τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν..., Ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν". Κάνει μάλιστα καὶ μία βαρύτερη ἐπίπληξη: "εἴτις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω".
Αὐτὲς τὶς ἀποστολικὲς παραγγελίες ἔχοντας ὑπόψη οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Αἰγύπτου, δὲν ἀφήνουν ποτὲ νὰ μένουν ἀργοὶ οἱ μοναχοί, καὶ μάλιστα οἱ νεώτεροι, ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι, μὲ τὴν ὑπομονὴ στὴν ἐργασία, καὶ τὴν ἀκηδία διώχνουν καὶ τὴν τροφὴ τους προμηθεύονται καὶ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη βοηθοῦν. Γιατί δὲν ἐργάζονται μόνο γιὰ τὶς δικές τους ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ σὲ ξένους καὶ σὲ φτωχοὺς καὶ σὲ φυλακισμένους δίνουν ἀπὸ τὴν ἐργασία τους, πιστεύοντας ὅτι ἡ ἀγαθοεργία αὐτὴ εἶναι θυσία ἅγια καὶ εὐάρεστη στὸ Θεό, καὶ λένε ἐπίσης οἱ πατέρες, ὅτι ὁ ἐργαζόμενος πολεμάει μ' ἕνα δαίμονα πολλὲς φορὲς καὶ στενοχωρεῖται ἀπ' αὐτόν, ἐνῶ ὁ ἀργὸς αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ χιλιάδες πονηρὰ πνεύματα»[5].
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, βαθεῖς γνῶστες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς κάνουν τή σωστή «διαφορική διάγνωση» μεταξύ τῶν δύο μορφῶν λύπης καί μᾶς δίνουν τήν θεραπεία τῆς κατάθλιψης πού εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν παθῶν διά τῆς προσευχῆς, τῆς ψαλμωδίας, τῆς ἐργασίας καί τῆς ἄσκητικῆς-μυστηριακῆς ζωῆς γενικότερα.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com



[1]Μοναχῆς Εἰρήνης, Ἀντιμέτωποι μέ τήν Κατάθλιψιν, http://www.pmeletios.com/pdf/antimetopoi_me_thn_kata8lipsin.pdf
[2] Μικρός Εὐεργετινός, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου κεφ να΄. Ν΄ ἀντιστεκόμαστε μέ γενναιότητα στήν ἀκηδία καί τήν λύπη πού μᾶς προξενοῦν οἱ δαίμονες, http://www.pigizois.net/I.M.paraklytoy/evergetinos/na_akidia.htm

 [3]Jean Claude Larchet, Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, τομ. Α΄, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, 2008, σελ. 301-2.
[4] Μικρός Εὐεργετινός, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου κεφ να΄. Ν΄ ἀντιστεκόμαστε μέ γενναιότητα στήν ἀκηδία καί τήν λύπη πού μᾶς προξενοῦν οἱ δαίμονες, http://www.pigizois.net/I.M.paraklytoy/evergetinos/na_akidia.htm.
[5] Μικρός Εὐεργετινός, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου κεφ να΄. Ν΄ ἀντιστεκόμαστε μέ γενναιότητα στήν ἀκηδία καί τήν λύπη πού μᾶς προξενοῦν οἱ δαίμονες, http://www.pigizois.net/I.M.paraklytoy/evergetinos/na_akidia.htm.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου