Σελίδες

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης. Ἀναφορά στόν ἀγώνα του καί τήν μαρτυρία τοῦ (1927-2009) (Μέρος Ε΄)

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος
Ἐτήσια ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
Περίοδος Β΄ ἔτος 2010 ἀριθμ. 35

† Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης
Ἀναφορά στόν ἀγώνα του καί τήν μαρτυρία του (1927-2009) 


Νά πῶς περιγράφει καί ὁ ἴδιος ὁ π. Εὐσέβιος τά γεγονότα αὐτά σέ ἐπιστολή του: «Δέν ντρέπομαι πού εἶμαι φτωχός καί ἔγινα καί καλόγερος.  Τό θέλησα.  Τό θέλω... Τό ξέρω πώς ἡ ζωή εἶναι σκληρή. 
Κάτι γεύθηκα κι’ ἐγώ ἀπό αὐτήν.  Οἱ ὅροι της ἀδυσώπητοι... Ἔτσι ἔφυγαν ὧρες καί ὧρες γιά νά βρεθοῦν δωμάτια, γιά νά βρεθοῦν θέσεις σέ ἐργοστάσια γιά τούς νεοερχόμενους μετανάστες, νά γραφοῦν αἰτήσεις σέ ἀρχές, νά γίνουν μαθήματα δωρεάν γιά τή γλῶσσα, νά τρέχει κανένας σέ νοσοκομεῖα καί γιά γιατρούς κλπ. κλπ.   
Καί νά σέ θεωροῦν στό τέλος ἀλήτη, ἀφοῦ δέν παίρνεις μισθό καί δουλεύεις γιά νά ζήσεις. Ἔτσι δέν ζοῦν στήν Ἑλλάδα οἱ παπάδες; Δέν παίρνουν μισθούς; Πῶς γίνεται αὐτός νά μήν παίρνει; Καί τί δέν ἔλεγαν.   

Τῆς χούντας οἱ ὁπαδοί λέγαν ὅτι εἶμαι κατακόκκινος.  Οἱ ἀντίπαλοί τους μέ θεωροῦσαν τῆς χούντας σκότιο ὄργανο, γιατί δέν συμπνευματιζόμουν μαζί τους.  Καί κάποιοι ἴσως ξέραν ὅτι πρόκειται περί ἑνός ρομαντικοῦ ‘‘ἠλιθίου’’ πού δέν ἤθελε νά τούς ἐκμεταλευθεῖ, νά τούς πάρει λεφτά γιά τίς ὅποιες ἐξυπηρετήσεις, θρησκευτικές καί ἄλλες κλπ. κλπ., πού ἤθελε νά εἶναι τό ἴδιο φτωχός μ’ αὐτούς γιά νά τόν νιώθουν κοντά τους σάν ἀδελφό, σάν ἴσο τους.  Ἄς εἶναι.... Δέν παραπονοῦμαι οὔτε νιώθω πικρία καμμιά.   Δέν ἐπεζήτησα οὔτε τήν ἀναγνώριση οὔτε τόν ἔπαινο κανενός οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄν κανείς πάρει τό Εὐαγγέλιο στά σοβαρά τοῦ λέει τό ἴδιο το Εὐγγέλιο τί τόν περιμένει...»13. (13 Ἐπιστολή στόν θ.Φ.)

Ὅσο παρέμενε στήν Σουηδία, ἔκανε διάφορες ἐργασίες γιά νά ἐξοικονομ τά πρός τό ζῆν.  Ἐργάσθηκε σάν ξυλουργός, σάν ἀγρότης σέ χωράφια τεύτλων, σέ ἐργοστάσια, ὡς ὑπάλληλος σέ δημόσια ὑπηρεσία μεταναστῶν, ὡς ἀποκλειστικός νοσοκόμος κ.ἄ.
Πολλοί τοῦ ἐπρότειναν νά γίν Ἀρχιερεύς.  Αὐτός ἀρνήθηκε λέγοντας: «Δέν θέλω νά βλέπω τούς ἀδελφούς μου ἀφ’ ὑψηλοῦ, προτιμῶ νά βρίσκομαι ἐγώ χαμηλά καί αὐτοί πιό ψηλά ἀπό μένα»14. (14Μαρτυρία Χ. Δ., Στοκχόλμη 2010).

Νωρίτερα ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τόν εἶχε διορίσει ὑποδιευθυντή στό Πατριαρχικό κέντρο τῆς Γενεύης.  Καί τότε εἶχε ἀνρηθ.  Κάθε τι πού θά τόν προέβαλε κοσμικά τό ἀπέφυγε.  Κάθε τι τό ταπεινό, τό σταυρικό καί θυσιαστικό τό ἀποδεχόταν μέ ὅλη του τήν ψυχή.  Αὐτό ἦταν ὁ π. Εὑσέβιος σ’ ὅλη του τή ζωή.

Κάποια στιγμή ἀποσύρθηκε σέ ἕνα ἐγκαταλελειμένο σπίτι μέσα στό δάσος κοντά στήν πόλι Ραίτβικ τῆς Σουηδίας, τό ὁποῖο ἀγόρασε παίρνοντας κάποιο δάνειο.  Τό σπίτι αὐτό τό μετέτρεψε μέ προσωπική ἐργασία σέ ἡσυχαστήριο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. 

Γιά νά ξεπληρώσ τό δάνειο ἐργαζόταν χειρονακτικά ὡς ξυλουργός καί φύλακας σέ κάποιο ἴδρυμα.  Πέντε ἡμέρες τήν ἐβδομάδα κατέβαινε μέ τά πόδια ἀπό τό ἡσυχαστήριό του, περπατώντας ὧρες πολλές μέσα στό παγωμένο καί ὁλόλευκο ἀπό τά χιόνια δάσος, γιά νά βρεθ στό τόπο τῆς ἐργασία του (10 χιλιόμετρα μακριά), καί μετά γιά νά γυρίσ πίσω. 
Τά Σαββατοκύριακα παρέμενε στό κελλί του ἡσυχάζοντας προσευχόμενος καί ἐργαζόμενος γιά τήν τακτοποίησί του. Ἡ χαρά του ἦταν μεγάλη ὅταν ἔρχονταν κάποιοι Χριστιανοί, διότι τότε μποροῦσε νά τελέσ τήν Θεία Λειτουργία. Ἐδῶ ζῆ ἐντονώτερα τήν ἡσυχαστική ζωή.  Τό αἴσθημα τῆς βαθείας μετάνοιας καί ταπεινώσεως τόν συνώδευε πάντοτε.   
Νά, πῶς περιγράφει τήν κατάστασι τῆς ψυχῆς του ὁ ἴδος: «Ἐδῶ συναντῶ δυσκολίες ἐκ μέρους τοῦ μεγαλυτέρου ἀλήτη πού ἔχω συναντήσει στόν κόσμο, τοῦ νοῦ μου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐντελῶς ἀχαλίνωτος καί ἀνυπότακτος. ‘‘Πολλή ἀκόμη ἀπ’ ἐμοῦ ἡ ὁδός’’, μέχρις ὅτου φθάσω σέ κάποιο λογαριασμό μέ τόν κύριον αὐτό, ἄν προλάβω φυσικά νά κάνω κάτι»15 . (15 Ἔνθ. ἀνωτ. Ἐπιστολή στόν π. Π.) 

Καί σέ ἄλλο σημεῖο: «Προσωπικά αἰσθανόμουν πάντα τήν ἀνάγκη μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς μετάνοιας καί τῆς ζωῆς μακριά ἀπό τόν κόσμο....Ἔχω διαπράξει τόσο πολλά, ὥστε δέν μοῦ φτάνει μέ κανένα τρόπο ἡ ὑπόλοιπη ζωή μου, πού δέν τή βλέπω νά ἐκτείνεται πιά πολύ καί μέ ἀνθρώπινα μέτρα, γιά νά ζῶ σάν προσκλαίων καί ζητῶν τό μέγα ἔλεος τοῦ Κυρίου γιά τίς ἀναρίθμητες παραβάσεις τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του.   
Δέν ἔχω δυστυχῶς τή δύναμη νά ζήσω τήν ἀπίστευτη καί καταπληκτική ζωή τῶν ἱερῶν καταδίκων, πού περιγράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κλίμακος.  Τουλάχιστον, ἔλεγα καί λέω, νά μποροῦσα ἐδῶ κάπως συστηματικώτερα νά ἀσχοληθῶ μέ τόν ἑαυτό μου καί νά ἰδῶ ὅσο μπορῶ πιό καθαρά ποιός εἶμαι καί νά κλαύσω κατενώπιον τοῦ Κυρίου ζητώντας τό πλούσιο ἔλεός Του»16. (16 Ἔνθ. ἀνωτ.)

Παρά ταῦτα ὅμως οὔτε τότε σταμάτησε νά ἐκδηλών τήν ἀγάπη του πρός τούς ἐν Χριστ ἀδελφούς του.  Χιλιάδες ἐπιτολές κατέφθαναν στό ἡσυχαστήριό του, στίς  ὁποῖες αὐτός μέ πολλή ἀγάπη ἀπαντοῦσε.  Νά, τί ἀναφέρει ὁ ἴδιος σέ κάποια ἐπιστολή του: «‘‘Ἄν  σᾶς πῶς πώς γράφω κάπου 1500 γράμματα τό χρόνο, θά καταλάβετε γιατί δέν μπορῶ νά ἀπαντῶ ἀμέσως σέ σοβαροῦ περιεχομένου ἐπιστολές... Δέν μοῦ εἶναι δυνατόν νά ἀπαντῶ χωρίς νά ἔχει προηγηθεῖ προσευχή, μερικές φορές μάλιστα, γιά ἀρκετές ἡμέρες’’»17. (17 «Ἀναμνήσεις ἀπό τόν π. Εὐσέβιο», Γ.Μ.)

Συχνά, ἰδίως κατά τήν Μ. Τεσσαρακοστή, κατέβαινε ἀπό τό ἡσυχαστήριό του γιά νά ἐξομολογήσῃ καί παρηγορήσῃ τούς Χριστιανούς τῆς Μητροπόλεως Σουηδίας. «‘‘Στήν κυριολεξία ἀκτινοβολοῦσε ἀγάπη καί καλωσύνη’’, ὅπως ὁμολογεῖ διακεκριμένος σουηδός ὀρθόδοξος. Μέλι ἔρρεε ἀπό τά χείλη του καί μικροί-μεγάλοι δέν ξεκολλούσαμε ἀπό κοντά του. Ἤ συνέβαινε καί κάτι ἄλλο: Μέ τό πού τόν βλέπαμε συγκλονιζόμασταν ὁλόκληροι.  Κρυβόμασταν κάπου καί κλαίγαμε μέ λυγμούς.  Τήν μιά τό ‘‘πάθαινε’’ αὐτό ὁ ἕνας, τήν ἄλλη ὁ ἄλλος.  Νιώθαμε ὅτι ἦταν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πού ἀντανακλοῦσε τό πρόσωπό του καί μᾶς κατένυσσε. ‘‘Μά ποῦ εἶστε;’’, μᾶς ἔψαχνε μέ χαμόγελο...»18 . (18 Ἔνθ. ἀνωτ.)

Ἡ ἀγάπη τοῦ π. Εὐσέβιου, ἐνῶ ἦταν πολύ τρυφερή καί λεπτή, εἶχε πάντοτε καί τό στοιχεῖο τῆς ἱεροπρεπείας καί τῆς σοβαρότητος.  Αὐτο ἀναφέρει πνευματικό του τέκνο: «Ἀπό τήν ἀρχή μοῦ δίδαξε τήν ‘‘ἀρχή τῆς ἀποστάσεως’’. Ἐπανερχόταν συνχά σ’ αὐτό στά γράμματά του ἤ προφορικά: ‘‘Μήν ξεχνᾶτε τήν ἀρχή τῆς ἀπόστασης, τήν ἀρχή τῆς σεβαστικῆς ἀπόστασης. Ἀλλοίμονο ἄν καταργηθεῖ στή σχέση μας μέ τούς ἄλλους. Ὑπάρχει ἡ ἐγγύτητα τῆς ἀπόστασης καί ἡ ἀπόσταση τῆς ἐγγύτητας.  Δέν εἶναι λογοπαίγνιο’’»19. (19 Ἔνθ. ἀνωτ.)

«Τό 1979 μετά ἀπό ἀπουσία πολλῶν ἐτῶν, ἐπισκέφθηκε τήν Ἑλλάδα.  Πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος.  Συνάντησε τόν π. Παΐσιο. Ὁ ἴδιος μᾶς περιέγραψε ἀρκετές φορές τί συνέβη: ‘‘Ἀφοῦ συζητήσαμε κάποια θέματα, ὁ π. Παΐσιος πρότεινε νά προσευχηθοῦμε, ὁ ἕνας στό ἐκκλησάκι καί ὁ ἄλλος στό διπλανό χῶρο. Ὅταν τελείωσα πῆγα νά τόν συναντήσω. Ἐκεῖνος προσευχόταν ἀκόμη καί τό πρόσωπό του ἔλαμπε. Ἡ θέα αὐτή ἦταν τόσο μεγαλειώδης, τόσο συγκλονιστική...’’. Ἔτσι ἁπλᾶ τό διηγόταν, καί ἐμεῖς, μή ἔχοντας ἀντίστοιχες ἐμπειρίες δέν ρωτούσαμε τίποτε παραπάνω»20. (20 Ἔνθ.ἀνωτ.)

Μετά ἀπό παρότρυνσι τοῦ πνευματικοῦ του πῆρε τήν ἀπόφασι νά ἐπιστρέψ στήν Ἑλλάδα. «Ἔκαμε μία μικρή περιοδεία. Λειτούργησε κατά τόπους καί χαιρέτησε τό ποίμνιό του»21. (21 Ἔνθ. ἀνωτ.)

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ἐτήσια Ἔκδοση της
Ι. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
Περίοδος Β΄  Ἔτος 2010 Ἀριθμός 35

σελίδες 43 - 49
Διαβάστε περισσότερα πατῶντας στο Έκδοση Όσιος Γρηγόριος
________________________

Ψηφιοποίηση κειμένου Κατερίνα
http://anavaseis.blogspot.com/2011/05/1927-2009.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου