Σελίδες

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Ἡ δικαστηριακή ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων


Η ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
κ. Θεοδώρου Κ. Ασπρογέρακα Γρίβα*

      Σεβασμιότατε Άγιε Πρόεδρε, Σεβασμιότατοι, Πανοσιολογιώτατοι, Αιδεσιμότατοι και Αιδεσιμολογιώτατοι Πατέρες, αξιότιμες κυρίες και κύριοι!
Έρχεται, δυστυχώς, μία στιγμή που ο μόνος τρόπος αποτελεσματικής αντιμετωπίσεως μίας αιρέσεως ή μίας νεοφανούς αιρέσεως, όπως το θέμα του συνεδρίου μας, μπορεί να γίνει μόνον με την προσφυγή στη δικαστική εξουσία. Και αυτό όχι γιατί το επιλέγει τις περισσότερες φορές η Εκκλησία μας, αλλά επειδή αυτή είναι η επιλογή πολλές φορές των αιρετικών κατά της Εκκλησίας. Δύο είναι οι βασικοί τομείς, στους οποίους οι υποθέσεις οδηγούνται στην ενώπιον των δικαστηρίων εκτίμηση. Ο πρώτος μεγάλος τομέας που άφορα τις αιρέσεις είναι οι Ευκτήριοι Οίκοι τους. Οι Ευκτήριοι Οίκοι και ενίοτε, σπανιότερα βέβαια, πολύ σπανίως, οι ναοί τους. Δεύτερος μεγάλος τομεύς, στον οποίο υπάρχει η δικαστηριακή ενασχόληση είναι τα θέματα του προσηλυτισμού, εκεί είναι ακόμη πιο περίπλοκο το ζήτημα.

Να δούμε όμως το πρώτο θέμα, των ευκτήριων Οίκων. Πρώτα από όλα θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς στην Ελλάδα, η ίδρυση ευκτήριου Οίκου από μια ομάδα, η οποία είτε επικαλείται η ίδια ότι είναι θρησκευτική, είτε της έχει αναγνωριστεί ο θρησκευτικός της χαρακτήρας, αποτελεί νομικά, πλήρη κατοχύρωση του θρησκευτικού της χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει, διότι από την στιγμή εκείνη που έχει δικαιωθεί την άδεια ιδρύσεως του ευκτήριου Οίκου, σημαίνει ότι πληρούνται όλες οι υπό του νόμου τασσόμενες προϋποθέσεις, δηλαδή ότι αποτελεί ανεγνωρισμένη, εγνωσμένη κατά την νομική ορολογία θρησκεία, ότι έχει ικανό αριθμό οπαδών, ότι δεν ασκεί προσηλυτισμό, ότι δεν διαπράττει παράνομες πράξεις και επιπλέον ότι πληρεί και όλες τις μερικότερες λεπτομέρειες και προϋποθέσεις που τίθενται. Είναι λοιπόν πρωταρχικός σκοπός, βασικός στόχος όλων των αιρέσεων και των λοιπών θρησκευτικών μειονοτήτων, να μπορέσουν να λάβουν υπό του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο είναι καθ' ύλη αρμόδιο για την έκδοση των αδειών αυτών, την άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας ευκτήριου Οίκου. Σε περίπτωση δε που η άδεια αυτή χορηγηθεί, ο μόνος τρόπος διαμαρτυρίας κατά της αδείας αυτής, ο μόνος τρόπος δηλαδή έλεγχου της νομιμότητος της αιρέσεως η οποία εξέλαβε την τοιαύτη άδεια είναι ο δικαστηριακός.
      Έχει προκύψει λοιπόν το τελευταίο διάστημα και δυστυχώς βλέπουμε ότι το πρόβλημα αυτό ολοένα και αυξάνεται, το θέμα των λεγομένων «"Χριστιανών" Μαρτύρων του Ιεχωβά». Μάλιστα ήδη κάποιες Μητροπόλεις το αντιμετωπίζουν σε πολύ έντονο βαθμό και ειλικρινώς φοβούμαι ότι και πολλές άλλες εντός των προσεχών μηνών θα το αντιμετωπίσουν! Και ίσως να σάς φαίνεται περίεργο ότι στο πλαίσιο των νεοφανών αιρέσεων αναφέρουμε τους "Μάρτυρες του Ιεχωβά" την στιγμή που είναι μία αίρεση, η οποία είναι γνωστή, για πάρα πολλά χρόνια. Στην πραγματικότητα όμως με την συγκεκριμένη μορφή της, δηλαδή ως «"Χριστιανοί" Μάρτυρες του Ιεχωβά», η αίρεση αυτή παρουσιάζεται για πρώτη φορά μόλις τα τελευταία χρόνια και αυτή η διαφορά πρέπει να καταστεί απολύτως σαφής για την αντιμετώπιση τους, όχι πλέον ως "Μαρτύρων του Ιεχωβά", αλλά ως "Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά"! Ήδη, όλα τους τα σωματεία, όλες τους οι οργανώσεις, περισσότερο στην "Ελλάδα και θα σάς εξηγήσω για ποιο λόγο λιγότερο στο εξωτερικό, προσδίδουν στους εαυτούς τους τον τίτλο του Χριστιανού. Προσπαθούν λοιπόν να τύχουν της αναγνωρίσεως τους ως "γνωστής χριστιανικής θρησκείας και εκκλησίας" με άδεια της επισήμου κρατικής αρχής, δηλαδή του Υπουργείου Παιδείας, με την έκδοση πράξεων ιδρύσεως και λειτουργίας ευκτήριων Οίκων που θα αποδέχονται αυτήν ακριβώς την ιδιότητα τους, ώστε μέσω των αδειών αυτών να κατοχυρωθούν ως Χριστιανοί. Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι χριστιανοί, γι' αυτό με ασφάλεια μπορούμε πλέον να μιλούμε και να τους αναφέρουμε ως νεοφανή αίρεση, εφόσον παρουσιάζονται για πρώτη φορά με την συγκεκριμένη μορφή.
Το εν λόγω φαινόμενο παρουσιάστηκε και παλαιότερα, όταν οι συγκεκριμένες ομάδες για πρώτη φορά το 1975 ζήτησαν την αναγνώριση τους ως Χριστιανών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η υπόθεση κατέληξε τότε μετά από προσφυγές Μητροπόλεων σε δικαστηριακή κρίση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση για πρώτη φορά δικαστικής αποφάσεως επί τέτοιου θέματος στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη απόφαση προήλθε εκ του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1975 και με αυτήν το Συμβούλιο της Επικρατείας οριοθέτησε νομικά την έννοια του Χριστιανού. Εδέχθη λοιπόν το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι οι "Μάρτυρες του Ιεχωβά" δεν αποδέχονται την θεότητα του Ιησού Χριστού, δηλαδή κατ' ουσία δέχθηκε ότι δεν τυγχάνουν Χριστιανοί, αφού χαρακτηριστικό στοιχείο του Χριστιανού είναι η πίστη του ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού.
Το θέμα λοιπόν έληξε το 1975 και ουδέποτε ζήτησαν, εκ των υστέρων, την αναγνώριση αυτή των δήθεν Χριστιανών από τα Ελληνικά δικαστήρια. Την ζήτησαν όμως από τα ξένα δικαστήρια και από τις ξένες αρχές, όπου πουθενά, πουθενά, και σε καμμία απολύτως περίπτωση και αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε όλοι, για να μπορούμε να αποκρούομε την προπαγάνδα τους δεν αναγνωρίστηκαν ως Χριστιανοί, ποτέ!!! Μάλιστα προσέφυγαν και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά δύο αποφάσεων του Αρείου Πάγου (υπόθεση Κοκκινάκη και υπόθεση Μανουσάκη). Οι αποφάσεις όμως αυτές επίσης δεν τους ανεγνώρισαν ως Χριστιανούς.
       Όμως, τα δύο τελευταία χρόνια, παρατηρούμε ότι αρκετές αποφάσεις ιδρύσεως ευκτήριων Οίκων, οι οποίες έχουν εκδοθεί από το Υπουργείο Παιδείας, αποδέχονται τον απατηλό αυτό τίτλο και περιέργως τους χαρακτηρίζουν και τους απονέμουν το δικαίωμα να λειτουργούν τους Ευκτήριους Οίκους τους, ως «Χριστιανοί» και ως χριστιανικές ομάδες. Το πρώτο περιστατικό συνέβη στην αρμοδιότητα της Ιεράς Μητροπόλεως Ζιχνών και Νευροκοπίου, η οποία μάλιστα το αντιμετώπισε άμεσα και αυτό το τονίζω όλως ιδιαιτέρως, διότι είναι προς τιμή της. Αμέσως, δηλαδή μόλις πληροφορήθηκε την ίδρυση του ευκτήριου Οίκου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κυρός Σπυρίδων ήσκησε αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζήτησε την ακύρωση της αδείας αυτής ή αλλιώς την απαλοιφή του ονόματος «Χριστιανοί» από αυτήν. Βρήκε όμως αντίθετη, η Ιερά Μητρόπολη Ζιχνών και Νευροκοπίου, την Πολιτειακή Εξουσία, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία των δικών αυτών, αρνήθηκε το Υπουργείο επισήμως, να χορηγήσει αντίγραφο της αδείας στην Ιερά Μητρόπολη Ζιχνών, άγνωστο γιατί, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστεί η Ιερά Μητρόπολη και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης να απευθυνθούν στην Εισαγγελική αρχή και μέσω του αρμοδίου Εισαγγελέως να υποχρεώσουν τον Υπουργό να χορηγήσει το αντίγραφο της αδείας του ευκτήριου Οίκου. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι προ της εγκρίσεως της αδείας του ευκτήριου Οίκου είχε βεβαίως ερωτηθεί ο Μητροπολίτης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αλλά όταν αυτή χορηγήθηκε θεώρησε περιέργως το Υπουργείο ότι πλέον αποτελούσε ευαίσθητο δεδομένο (!) και αρνήθηκε την χορήγηση του αντιγράφου της. Βεβαίως μετά από την σύμπραξη του Εισαγγελέως και πλέον με την απειλή της διαπράξεως παραβάσεως καθήκοντος και απείθειας σε περίπτωση που δεν παρεδίδετο στον Μητροπολίτη άμεσα αντίγραφο της αδείας, το Υπουργείο εξαναγκάσθηκε και έδωσε το αντίγραφο της αδείας και κατ' αυτής προσφύγαμε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η συγκεκριμένη υπόθεση εκδικάσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν έχει εκδοθεί ακόμα απόφαση, την αναμένουμε με πολύ μεγάλη προσμονή, διότι είναι ή πρώτη φορά που κλήθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας, να αποφανθεί γι' αυτό το σημαντικό θέμα1. Το ίδιο συνέβη προσφάτως και στην Ιερά Μητρόπολη Ιερισσού, Αρδαμερίου και Αγίου Όρους, όπου σε περιοχή αμιγώς Ελληνορθόδοξη, σε περιοχή δηλαδή που ούτε κατ' υπόθεση, δεν πληρούται η προϋπόθεση του νόμου να υπάρχει ικανός αριθμός πιστών του δόγματος, υπέρ του οποίου ζητείται ή χορήγηση της αδείας λειτουργίας ευκτήριου Οίκου, έξαφνα ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων εξέδωσε μία καινούργια άδεια, με την οποία αναγνωρίζει σε μία μικρή ομάδα "Μαρτύρων του Ιεχωβά" το δικαίωμα να λειτουργούν ευκτήριο Οίκο εντός των ορίων της Ιεράς Μητροπόλεως, υπό την επωνυμία μάλιστα και την ιδιότητα των «"Χριστιανών" Μαρτύρων του Ιεχωβά». Και αυτή η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον των δικαστηρίων με αίτηση ακυρώσεως που υπέβαλε ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιερισσού, Αρδαμερίου και Αγίου Όρους κ. κ. Νικόδημος ενώπιον του ΣτΕ. , δεν έχει όμως ακόμα εκδικασθεί2.
Θα ήθελα λοιπόν να επιστήσω όλως ιδιαιτέρως την προσοχή όλων υμών σε αυτό το καλά μελετημένο και προσχεδιασμένο πλάνο που με την γνώση και την ανοχή της Πολιτειακής Εξουσίας, ακολουθούν οι "Μάρτυρες του Ιεχωβά" προκειμένου να μπορέσουν να αναγνωρισθούν επισήμως ως Χριστιανοί.
Που όμως αποσκοπεί η συγκεκριμένη προσπάθεια; Για ποιόν λόγο θα ήθελε άραγε κάποιος, ο οποίος δεν έχει μια ιδιότητα, να προσδώσει στον εαυτό του αυτή την ιδιότητα; Για ποιόν λόγο άραγε θα ήθελε κάποιος που δεν πιστεύει στην Θεότητα του Ιησού να επονομάζεται Χριστιανός; Γιατί δηλαδή θα ήθελε κάποιος να προσδώσει στον εαυτό του μία απατηλή ιδιότητα με πλήρη μάλιστα γνώση της απάτης αυτής; Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή: Για να ασκεί προσηλυτισμό πιο εύκολα. Για να μπορεί δηλαδή να διεισδύει στο ποίμνιο το ορθόδοξο και να το προσεγγίζει με τρόπο ευκολότερο. Διότι, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι στην Ελλάδα ο προσηλυτισμός που γίνεται, έχει ως αποδέκτες μόνο τους Χριστιανούς Ορθόδοξους. Ουδέποτε είχαμε περιστατικά προσηλυτισμού οπαδών των υπολοίπων θρησκειών ή δογμάτων. Κανείς Εβραίος ή Μουσουλμάνος ή "Μάρτυρας του Ιεχωβά" δεν προσηλυτίστηκε στην Ορθοδοξία. Μόνον το αντίθετο συμβαίνει. Ο σκοπός λοιπόν, ενδεχομένως μάλιστα ο μοναδικός αυτή τη στιγμή, των «"Χριστιανών" Μαρτύρων του Ιεχωβά», είναι να μπορέσουν να ασκήσουν προσηλυτισμό, μέσω πλέον της παραπλανητικής ιδιότητας τους των δήθεν «Χριστιανών». Υπ' όψιν μάλιστα ότι η υπ' αριθμόν 87/86 απόφαση του Πρωτοδικείου Ηρακλείου που διατάσσει την διάλυση της τοπικής οργανώσεως των "Μαρτύρων του Ιεχωβά", δέχεται ότι αυτοί χρησιμοποιούν τον τίτλο «Χριστιανοί» για λόγους απατηλούς και παραπλανητικούς.
Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει επαγρύπνηση σε αυτό το θέμα. Είμαι βέβαιος, και αυτό λένε και οι πληροφορίες μας από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, ότι παρόμοιες άδειες θα χορηγηθούν και στο μέλλον. Θα πρέπει λοιπόν να είμαστε προσεκτικοί, διότι η επίσημη αναγνώριση τους από το Υπουργείο Παιδείας ως Χριστιανών οπωσδήποτε θα δημιουργήσει στο τέλος ένα δεδικασμένο το οποίο δεν θα μπορεί να ανατραπεί ακόμη και υπό των δικαστηρίων.
Αυτά δυστυχώς συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα και αυτό θα πρέπει μάλιστα να τονισθεί όλως ιδιαιτέρως, διότι οι "Μάρτυρες του Ιεχωβά" στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης δεν έχουν αναγνωρισθεί όχι ως Χριστιανική θρησκεία (πως θα ήταν άλλωστε δυνατόν;), αλλά ούτε καν ως θρησκεία. Όταν λοιπόν οι ίδιοι οι «"Χριστιανοί" Μάρτυρες του Ιεχωβά» λένε ότι αποτελούν "γνωστή θρησκεία" ψεύδονται και το γνωρίζουν ότι ψεύδονται, κι ο μοναδικός σκοπός τους και πάλι είναι να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να προχωρήσουν σε προσηλυτισμό με απατηλά μέσα και ανύπαρκτες ιδιότητες. Δεν θα επεκταθώ πολύ στα παραδείγματα και τις πρακτικές των υπολοίπων χωρών, θα σάς πω μόνον ότι στις υπόλοιπες χώρες, όχι μόνον δεν έχουν αναγνωρισθεί ως Χριστιανοί, όπως ανέφερα νωρίτερα, δεν έχουν αναγνωρισθεί όμως ούτε καν ως θρησκεία. Μάλιστα, στην Γαλλία, με ειδική απόφαση του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας της 15ης 2 1985, θεωρούνται απλώς ως μία εμπορική οργάνωση. Μόνον εμπορική οργάνωση! Ούτε θρησκεία, ούτε αίρεση, ούτε δόγμα. Και φυσικά ούτε λόγος για χριστιανική θρησκεία. Παραπονέθηκαν μάλιστα κατά των αποφάσεων αυτών δικαστικώς και έχασαν πανηγυρικώς.
Στην Γαλλία θεωρούνται επίσης και ως επικίνδυνη εμπορική οργάνωση η οποία τελεί υπό την άμεση επίβλεψη του Γαλλικού δημοσίου το οποίο προχώρησε και σε απαγόρευση κυκλοφορίας του έντυπου τους «Σκοπιά». Αυτό δηλαδή το περιοδικό που διανέμεται ελευθέρως στην Ελλάδα, στην Γαλλία απαγορεύεται. Και στην Γερμανία και στην Ιταλία επίσης ουδέποτε κατάφεραν να αναγνωρισθούν ως θρησκεία. Και το πιο ενδιαφέρον απ' όλα, και θα κλείσω το θέμα των ευκτήριων Οίκων των "Μαρτύρων του Ιεχωβά" με αυτό, είναι ότι κατά της αποφάσεως της Γαλλίας να εξακολουθεί να μην τους θεωρεί ούτε καν θρησκευτική οργάνωση, προσέφυγαν ενώπιον του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με την προσφυγή τους ισχυρίσθηκαν αυτά που ισχυρίζονται πάντοτε, δηλ. ότι δήθεν παραβιάζονται τα δικαιώματα τους σε σχέση με την θρησκευτική τους ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης, του αυτοπροσδιορισμού τους, δηλαδή τα γνωστά επιχειρήματα τα όποια κάθε αίρεση χρησιμοποιεί προκειμένου να προσδώσει στον εαυτό της τις ιδιότητες αυτές, τις οποίες στην πραγματικότητα δεν έχει. Επί της προσφυγής αυτής των "Μαρτύρων του Ιεχωβά" εξεδόθη λοιπόν την προηγουμένη εβδομάδα η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου, ή οποία απέρριψε την προσφυγή στο σύνολο της, κρίνοντας την ως απολύτως απαράδεκτη Δεν έκανε δηλαδή δεκτό απολύτως κανένα από τα επιχειρήματα τους! Και αυτή είναι μία απόφαση που θα βοηθήσει και ημάς πολύ στο έργο μας διότι θα την θέσουμε υπ' όψιν και των Ελληνικών Δικαστηρίων κατά το μέρος που προέρχεται από το Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
    Μία δεύτερη ομάδα, η οποία παρουσιάστηκε τα δύο τελευταία χρόνια και η οποία επίσης προσπαθεί δια της πλαγίας οδού, δηλαδή δια της διοικητικής αναγνωρίσεως της υπό του Δημοσίου, να θεωρηθεί ως θρησκευτική, είναι οι «Σαϊεντολόγοι». Η δράση των οποίων είμεθα βέβαιοι ότι θα αυξηθεί ραγδαία τον επόμενο καιρό. Και τούτο διότι είναι μία ομάς δεν χρησιμοποιώ τον όρο θρησκευτική ομάς και θα σας εξηγήσω αργότερα γιατί η οποία απευθύνεται σε συγκεκριμένο τμήμα του λαού. Ζήτησαν λοιπόν οι Σαϊεντολόγοι να τους αναγνωρισθεί ότι αποτελούν θρησκεία, και να τους χορηγηθεί υπό του Υπουργείου Θρησκευμάτων άδεια λειτουργίας ευκτήριου Οίκου. Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση ή αίτηση τους αυτή απερρίφθη υπό του Υπουργείου, με αποτέλεσμα να προσφύγουν εκείνοι πλέον στην Δικαστική Εξουσία και ειδικότερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Οι Σαϊεντολόγοι λοιπόν παραπονέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προσφάτως με τα γνωστά επιχειρήματα που σας ανέφερα και παραπάνω, ότι δηλαδή εφόσον οι ίδιοι θέλουν να λένε ότι είναι θρησκεία δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να τους απαγορεύσει κ. λ. π. Ότι εφόσον οι ίδιοι θέλουν να προσδιορίζονται ως "εκκλησία της Σαϊεντολογίας" κανείς δεν μπορεί να το κρίνει αυτό το πράγμα και ότι άρα παρανόμως το Υπουργείο απέρριψε την αίτηση τους. Ότι εφόσον οι ίδιοι θέλουν να λένε ότι το δόγμα τους είναι αυτό το συγκεκριμένο, θα έπρεπε το αίτημα τους αυτό να γίνει σεβαστό υπό του Ελληνικού Δημοσίου και όχι να απορριφθεί. Και με την συλλογιστική αυτή προσέφυγαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ζητούν να υποχρεωθεί πλέον το Δημόσιο να τους αναγνωρίσει ως "εκκλησία" και να τους χορηγήσει τα δικαιώματα μιας ανεγνωρισμένης θρησκείας στην Ελλάδα.
   Εδώ όμως θα πρέπει να σημειωθούν και να τονιστούν όλως ιδιαιτέρως τα εξής:
     Οι Σαϊεντολόγοι, μπορεί να παρουσιάζονται για πρώτη φορά ως "εκκλησία", είναι όμως παλαιοί γνώριμοι και της Εκκλησίας και των Δικαστικών αρχών. Θυμόμαστε όλοι την παλαιότερη μορφή τους, στην προηγούμενη μορφή των Σαϊεντολόγων στην Ελλάδα, το περιβόητο Κέντρο της Εφηρμοσμένης Ψυχολογίας, το γνωστό σε όλους ΚΕΦΕ, το οποίο λειτουργούσε στην Αθήνα επί της οδού Πατησίων και το οποίο μετά από έρευνα των Εισαγγελικών αρχών που έλαβε χώρα αυτεπαγγέλτως, βρέθηκαν, όχι μυστικά αρχεία ή ευαίσθητα αρχεία για τα οποία πολύς λόγος γίνεται τώρα τελευταία, αλλά βρέθηκαν κανονικά, τακτικά αρχεία παρακολουθήσεων και εμπιστευτικών πληροφοριών. Αρχεία για τις κινήσεις του στρατού, αρχεία για τον τρόπο δομής της Αστυνομίας, αρχεία για την δομή της Εκκλησίας, αρχεία συγκεκριμένα για ιερατικούς αρχηγούς, για τον Μακαριώτατο, για διαφόρους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες. Όλα αυτά μάλιστα αναφέρονται εξαντλητικά στην έκθεση κατασχέσεως που συνέταξε ο αρμόδιος Εισαγγελέας.
Η υπόθεση αυτή οδηγήθηκε βεβαίως ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων, όπου και κατεδικάσθησαν για τα εγκλήματα αυτά. Επίσης οδηγήθηκε η συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον και των Αστικών Δικαστηρίων, με απόφαση των οποίων διατάχθηκε η οριστική διάλυση του συγκεκριμένου παρανόμου σωματείου. Αλλάζοντας λοιπόν τώρα μορφή, οι ίδιοι άνθρωποι, μη ονομαζόμενοι πλέον ως Κέντρο Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας, αλλά ονομαζόμενοι ως "Εκκλησία της Σαϊεντολογίας", εζήτησαν αυτή την άδεια που το Ελληνικό Δημόσιο δεν τους χορήγησε.
Στη δίκη αυτή, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει παρέμεβει, για να εκθέσει όλα αυτά τα επιχειρήματα, τόσο η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όσο και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. κ. Χριστόδουλος. Και η δίκη αυτή μετά από διάφορες αναβολές στις οποίες συμμετέχει επισήμως πλέον και η Εκκλησία, έχει προσδιορισθεί για να δικαστεί στις 6/12/2002, δεν έχει δηλαδή δικαστεί ακόμα και βεβαίως αναμένεται η εκδίκαση της με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, πολύ δε περισσότερο την στιγμή που λόγω της μεγάλης της σπουδαιότητας έχει καθορισθεί να εκδικασθεί από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας**.
Ένα αντίστοιχο θέμα δημιουργήθηκε και με τους Βουδδιστές, το οποίο είναι αρκετά γνωστό. Δηλαδή, προ ολίγου χρονικού διαστήματος, προ δέκα περίπου μηνών, οδηγήθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου υπόθεση της ποινικής καταδίκης των Βουδδιστών στην Θεσσαλονίκη, οι οποίοι λειτουργούσαν ευκτήριο Οίκο χωρίς άδεια και γι' αυτό τον λόγο καταδικάστηκαν και πρωτοβαθμίως και δευτεροβαθμίως από τα αρμόδια Ποινικά Δικαστήρια. Εν συνεχεία όμως ζήτησαν την αναίρεση της καταδικαστικής αποφάσεως και έγινε δεκτή η αναίρεση τους με αποτέλεσμα να δικαστεί η υπόθεση εκ νέου. Εν προκειμένω θα πρέπει να τονιστούν τα εξής, ώστε να μπορεί να αποκρουσθεί η προπαγάνδα η οποία γίνεται από τις διάφορες αιρέσεις: Οι Βουδιστές ισχυρίστηκαν ενώπιον του Αρείου Πάγου ότι δήθεν κακώς διώκονται, ότι οι διατάξεις που τους επιβάλλουν να έχουν κρατική άδεια για να μπορούν να λειτουργούν ευκτήριο Οίκο είναι δήθεν παράνομες και αντισυνταγματικές, ότι υποκινούνται από την Εκκλησία την 'Ορθόδοξη και πρέπει για όλους αυτούς τους λόγους να αναιρεθεί η απόφαση. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέρριψε το σύνολο των ισχυρισμών τους αυτών και πρέπει να το γνωρίζουμε αυτό γιατί πολύ συχνά λένε παραπλανητικά ότι δήθεν κέρδισαν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Στην πραγματικότητα όμως δεν κέρδισαν τίποτα, αναιρέθηκε μεν ή απόφαση, άλλα για έναν εντελώς άλλο λόγο, ότι δεν είχε πλήρη αιτιολογία. Και βεβαίως και πάλι έχουν καταδικαστεί, απ΄ ό,τι πληροφορούμαι, σε άλλη υπόθεση, από άλλο ανεξάρτητο Δικαστήριο. Ήδη μάλιστα με δεύτερη απόφαση του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν αποτελούν θρησκεία και το θέμα έκλεισε οριστικώς εις βάρος τους, δεν αποκλείεται όμως κάποια στιγμή να επανέλθουν και να ζητήσουν την έκδοση αδείας λειτουργίας ευκτήριου Οίκου.
Το τελευταίο φαινόμενο το οποίο συνδέεται με αίτηση λειτουργίας ευκτήριου Οίκου και προέρχεται το αίτημα από νεοφανή, και μάλιστα απ' ό,τι φαίνεται από την πλέον νεαρά ομάδα, η οποία επίσης δεν έχει αναγνωρισθεί ως θρησκευτική ακόμα και επιδιώκει την αναγνώριση της δι' αυτού του τρόπου, είναι από τους λεγόμενους «Αρχαιολάτρες», από τους ειδωλολάτρες, δηλαδή τους δωδεκαθεϊστές.
Αυτό αποτελεί ένα θέμα το οποίο απασχολεί πολύ την Εκκλησία της Ελλάδος και την Ιερά Σύνοδο, που λόγω της σοβαρότητας του πολύ ορθώς ανασύστησε την Συνοδική Επιτροπή Αρχαιολατρίας. Δυστυχώς αυτό το πρόβλημα επίσης φαίνεται να μεγαλώνει, επεκτείνεται δε μέσα από συγκεκριμένες τηλεοπτικές εκπομπές και έντυπα που προάγουν και εξυμνούν την ειδωλολατρία και τον δωδεκαθεϊσμό. Έχουμε λοιπόν τις νεοφανείς ειδωλολατρικές πλέον ομάδες, οι οποίες λειτουργούν στην Ελλάδα εν είδη αναβιωσάσης αρχαιοελληνικής θρησκείας και οι οποίες παραπονούνται προς το Ελληνικό Δημόσιο, λέγουσες τι; Ότι εφόσον είμαστε θρησκεία δικαιούμεθα να λειτουργήσουμε τους ναούς μας! Και ποιοί είναι οι ναοί μας; Οι Δελφοί, ο ναός του Ποσειδώνα, ο ναός του Διός, η Ολυμπία και άλλοι αρχαίοι ναοί. Ως επιχείρημα μάλιστα προβάλλουν το ότι εφόσον ασπάζονται αυτή την θρησκεία, επί το κράτος της οποίας είχαν ιδρυθεί οι συγκεκριμένοι ναοί, αποτελούν τους μόνους δικαιούχους των συγκεκριμένων ναών. Ήδη λοιπόν με το αίτημα αυτό έχουν προχωρήσει σε υποβολή επισήμου αιτήσεως προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και ζητούν να τους εγκριθεί η λειτουργία ευκτήριων Οίκων. Μάλιστα έχουν ζητήσει κατ' αρχήν την ίδρυση ευκτήριου Οίκου στην περιφέρεια της Ιεράς Μητροπόλεως Κορίνθου και ακόμη η αίτηση τους αυτή δεν έχει εξετασθεί. Αναμένουμε λοιπόν με ενδιαφέρον την απόφαση την οποία θα λάβει και εδώ το Υπουργείο Παιδείας για αυτούς. Δεν αποκλείεται βεβαίως με το ίδιο αίτημα να προβληθούν και στις περιφέρειες άλλων Μητροπόλεων και θα πρέπει πίσω από αυτό πλέον το δεδομένο να είμαστε σε επαγρύπνηση.
Συνοψίζοντας λοιπόν το θέμα των ευκτήριων Οίκων θέλω να τονίσω το ότι ο ευκτήριος Οίκος ως έννοια αμιγώς νομική έχει μία τεράστια δυναμική, διότι το θρήσκευμα, για το οποίο ιδρύεται ο ευκτήριος Οίκος αποκτά αναγνώριση πλήρη και αμάχητη. Σε περίπτωση που η συγκεκριμένη απόφαση δεν προσβληθεί εμπρόθεσμα τότε η οργάνωση ή η αίρεση, η οποία τον λειτουργεί τελεί υπό την επίσημη κρατική αναγνώριση, απολαμβάνει δηλαδή ένα δικαίωμα, το οποίο δεν μπορεί εκ των υστέρων να ανακληθεί ή να συρρικνωθεί, γι' αυτόν τον λόγο θα πρέπει να υπάρχει πολύ μεγάλη προσοχή στα θέματα των ιδρύσεων αυτών.
      Επίσης θα πρέπει έπ' ευκαιρία των παραπάνω να τονίσω ότι το θέμα των χριστιανών και της καπηλείας της λέξεως «Χριστιανός» από μη χριστιανικές ομάδες είναι πάντοτε κάτι το οποίο πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας, διότι οι περισσότερες ομάδες όπως προείπα θέλουν τον τίτλο «Χριστιανοί» όχι επειδή είναι, όχι επειδή θέλουν να γίνουν, αλλά μόνον για να μπορούν να διεισδύουν ευκολότερα στα ορθόδοξα στρώματα και να προσηλυτίζουν πιστούς ορθοδόξους. Λάβετε υπ' όψιν σας ότι ακόμη και οι ίδιοι οι Σαϊεντολόγοι, οι οποιοι ούτε είναι ούτε και ζήτησαν να αναγνωριστούν ως χριστιανοί, χρησιμοποιούν παρ' όλα αυτά στα πολυτελή βιβλία, στα όποια περιγράφουν το δόγμα τους, τον χριστιανικό σταυρό, είτε στο εξώφυλλο είτε σε περίοπτη θέση. Προσπαθούν δηλαδή με αυτόν τον τρόπο πάλι να έρθουν πιο κοντά στον χριστιανικό κόσμο και στην ορθόδοξη Εκκλησία ώστε ενδεχομένως να διεισδύουν πιο εύκολα.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα το οποίο απασχολεί τα δικαστήρια και το οποίο δυστυχώς κάποια στιγμή δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με άλλο τρόπο πλην της προσφυγής στην δικαστική αρχή είναι το θέμα του προσηλυτισμού. Στην Ελλάδα παρουσιάζονται δύο ενδιαφέροντα και άκρως αντίθετα φαινόμενα: Το πρώτο φαινόμενο είναι να είμαστε η χώρα, στην οποία διενεργείται ο περισσότερος και εκτενέστερος προσηλυτισμός, από κάθε άλλη χώρα. Ο πιο δηλαδή ευρύς προσηλυτισμός και ο πιο ταχύτερα αυξανόμενος, αποδέκτες του οποίου πάντοτε είναι οι ορθόδοξοι, οι Χριστιανοί ορθόδοξοι. Αυτό είναι το ένα φαινόμενο, το δεύτερο είναι ότι είμαστε μια χώρα με πολύ περιορισμένες καταδίκες για προσηλυτισμό. Είμαστε η χώρα που τα θέματα για προσηλυτισμό φτάνουν στα δικαστήρια ελάχιστες φορές και σε αυτό υπάρχουν πολλοί λόγοι, οι οποίοι πρέπει να εξετασθούν και τους οποίους πρέπει να λάβουμε σοβαρότατα υπ' όψιν μας.
      Θα πρέπει κατ' αρχήν να τονιστεί όλως ιδιαιτέρως ότι ο προσηλυτισμός είναι ένα από τα πλέον βαρέα και απεχθή εγκλήματα, είναι από τα εγκλήματα εκείνα, στα οποία ο νομοθέτης προσδίδει στον υπαίτιο δόλο πλήρους απαξίας, δόλο σκοπού, δόλο ο οποίος κατευθύνεται στο να αλλοιώσει, στο να καταρρακώσει και να μεταβάλει το πλέον ιερό αίσθημα κάποιου, δηλαδή το θρησκευτικό του αίσθημα. Προσηλυτισμός γίνεται λοιπόν συνέχεια στην Ελλάδα και σε πολύ μεγάλη έκταση και από πάρα πολλές μειονοτικές θρησκευτικές οργανώσεις και αιρέσεις. Σας ανέφερα πριν ότι στην Γαλλία απαγορεύθηκε η κυκλοφορία του έντυπου των "μαρτύρων του Ιεχωβά" «Η Σκοπιά». Στην Ελλάδα όμως πωλείται παντού, διανέμεται ελευθέρως. Έχουμε ομάδες «"χριστιανών" Μαρτύρων του Ιεχωβά», όπως θέλουν να λέγονται τώρα, οι οποίοι προσπαθούν με αυτόν τον τρόπο να αλλοιώσουν την θρησκευτική συνείδηση. Έχουμε άλλες ομάδες, οι οποίες ενεργούν συστηματικό προσηλυτισμό, οι οποίες πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα, οι οποίες τηλεφωνούν και λένε ότι είμαστε εμείς, οι οποίοι θέλουμε να έρθουμε κοντά σας, να σάς δείξουμε τα δόγματα μας και άλλα λοιπά. Αυτό οσάκις διενεργείται δια απατηλών μέσων συνιστά προσηλυτισμό. Όταν λοιπόν ο ετερόδοξος διενεργεί την προσέγγισή του προς το ποίμνιο το ορθόδοξο προφασιζόμενος, ισχυριζόμενος απατηλώς ότι δήθεν είναι χριστιανός ή με άλλα απατηλά μέσα και τρόπους, τότε διενεργεί προσηλυτισμό. Αυτή η συμπεριφορά είναι αξιόποινη και τιμωρητέα.
      Θα πρέπει να σημειωθεί σ' αυτό το σημείο ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη προπαγάνδα από την πλευρά των αιρέσεων για την έννοια του προσηλυτισμού. Με την προπαγάνδα αυτή επιδιώκουν να πείσουν ότι ο προσηλυτισμός δεν είναι παράνομος και ότι είναι θεμιτός. Έτσι όλοι έχουμε κατά καιρούς ακούσει τις ομάδες τις αντιχριστιανικές να ισχυρίζονται ότι δήθεν οι διατάξεις περί προσηλυτισμού είναι τάχα αντισυνταγματικές και παράνομες, καθώς και το ότι δήθεν το δικαίωμα του προσηλυτισμού είναι νόμιμο. Θα πρέπει λοιπόν στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι ο προσηλυτισμός όχι μόνον είναι εντελώς παράνομος, άλλα και ότι τούτο έχει κριθεί ειδικώς για την Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ειδικότερα μάλιστα, προ ετών υπήρξαν τρεις καταδίκες του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κατά Πεντηκοστιανών. Στην υπόθεση αυτή τρεις Πεντηκοστιανοί στρατιωτικοί χρησιμοποιώντας την ιδιότητα τους αυτή των αξιωματικών, επιχείρησαν να προσηλυτίσουν στο δόγμα τους κάποιους δοκίμους, οι οποίοι τους κατεμήνυσαν και τους κατεδίκασαν ποινικώς. Κατά των καταδικαστικών αυτών αποφάσεων προσέφυγαν οι Πεντηκοστιανοί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ισχυρίστηκαν όλα τα παραπάνω, ότι δήθεν ο προσηλυτισμός παρανόμως διώκεται, ότι η συμπεριφορά τους είναι νόμιμη και συνταγματικά κατοχυρωμένη κ.ο.κ. Όλα τα επιχειρήματα αυτά που προέβαλαν οι Πεντηκοστιανοί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μαζί δε και η προσφυγή τους απερρίφθησαν συνολικώς από το δικαστήριο, το οποίο είπε ότι διατάξεις περί προσηλυτισμού, οι οποίες ισχύουν στην Ελλάδα είναι απολύτως νόμιμες, είναι απολύτως εφαρμοστέες και ότι δικαίως κατεδικάσθηκαν υπό των Ελληνικών δικαστηρίων. Με τον τρόπο αυτό τα συγκεκριμένα απατηλά επιχειρήματα εξουδετερώθηκαν για πάντα, οι δε διατάξεις που απαγορεύουν τον προσηλυτισμό επικυρώθηκαν οριστικά.
     Βεβαίως όπως είπαν και οι προλαλήσαντες εμού σήμερα, ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος προσεγγίσεως στα θύματα του προσηλυτισμού πάντα ήταν και εξακολουθεί να είναι ο ποιμαντικός. Δυστυχώς όμως υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, στις οποίες ο προσηλυτισμός γίνεται κατά τέτοιο βίαιο τρόπο, κατά τέτοιο τρόπο που καταρρακώνει τον άνθρωπο που γίνεται το θύμα και ο αποδέκτης του προσηλυτισμού, που σε αυτές τις περιπτώσεις η προσφυγή στην δικαστική οδό θα πρέπει να εξετάζεται σοβαρά ως κατάλληλη διέξοδος. Και εδώ θέλω να σημειώσω όλως ιδιαιτέρως το εξής: Υπάρχει η εσφαλμένη αίσθηση ότι αυτός που προσηλυτίζεται αν επιδιώξει να παραπονεθεί δικαστικώς κατά του προσηλυτιστού του, θα ταλαιπωρηθεί δικαστικώς, θα υποβληθεί στη βάσανο την δικαστηριακή επί πολλά έτη και γι' αυτό το λόγο ίσως είναι καλύτερα να σιωπήσει. Αυτό όμως δεν είναι αληθές, είναι εσφαλμένη προσέγγιση του ζητήματος.
Το αδίκημα του προσηλυτισμού εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και αν κάποιος αποφασίσει να μην προσφύγει στα δικαστήρια. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να επιλέξει μία απλή καταγραφή του φαινομένου στα βιβλία συμβάντων της Αστυνομίας και αυτό πολλές φορές μπορεί να προτιμάται ως λύση, δηλαδή η παρότρυνση αυτού που έχει υποστεί τον προσηλυτισμό να το δηλώσει απλά στα βιβλία της Αστυνομίας χωρίς να υποβάλει μήνυση σε περίπτωση που δεν θέλει την δικαστική εμπλοκή. Υπάρχει επίσης και η λύση της υποβολής αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως, δηλαδή της καταμηνύσεως από οποιονδήποτε τρίτο του γεγονότος αυτού στην Αστυνομία και από εκεί και πέρα η Αστυνομία θα επιληφθεί από μόνη της χωρίς την σύμπραξη αυτού ο οποίος υπέστη τον προσηλυτισμό. Αυτό συμβαίνει επειδή ο προσηλυτισμός είναι έγκλημα, το οποίο διώκεται αυτεπαγγέλτως. Στην προπαγάνδα λοιπόν όλων των αιρετικών ομάδων, νεοφανών και μη στο ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις, οι οποιες τους απαγορεύουν να διενεργούν προσηλυτισμό δια απατηλών μέσων, είναι δήθεν παράνομες ή αντισυνταγματικές ή αντίθετες προς τα δίκαια τα υπερισχύοντα με τις διεθνείς συνθήκες απαντούμε ότι τα θέματα αυτά εκρίθησαν υπέρ της Εκκλησίας και υπέρ του νόμου και δεν τίθενται εν αμφιβόλω. Ο προσηλυτισμός είναι αποτρόπαιος, παράνομος και αξιόποινος σε κάθε περίπτωση.
Ακολουθείται τώρα μια άλλη τακτική, υπό πολλών ομάδων, η τακτική των απειλών σε αυτούς οι οποίοι θα τολμήσουν, κατά τα δικά τους λεγόμενα, να αμφισβητήσουν τα δόγματα τους. Πολλές λοιπόν νεοφανείς ομάδες και αιρέσεις αναφέρουν και το αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι θα υποβάλλουν μηνύσεις εναντίον όποιου τολμήσει να τους αμφισβητήσει. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς παροτρύνουν ειδικά τα μέλη τους να υποβάλουν τέτοιες μηνύσεις εναντίον όποιου τολμήσει να εκφράσει μια διαφορετική άποψη. Αυτοί λοιπόν οι οποίοι παραπονούνται για δήθεν παραβίαση της ελευθερίας του λόγου ή της θρησκευτικής ελευθερίας ή άλλων αγαθών, είναι αυτοί οι ίδιοι που στην διακήρυξη της πίστεως τους παροτρύνουν τα μέλη τους να υποβάλουν μηνύσεις εναντίον όποιου τολμήσει να εκφράσει κάποιον διαφορετικό λόγο από αυτόν τον οποίον οι ίδιοι εκφράζουν. Είναι και αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα του κατά πόσον ασπάζονται την ελευθερία του λόγου και της εκφράσεως.
     Τώρα το ερώτημα λοιπόν το οποίο γεννιέται αυτομάτως μετά από αυτήν την συλλογιστική είναι το εξής: Μπορούν οι απειλές αυτές περί μηνύσεων ή περί διώξεων να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα για την διακήρυξη των δογμάτων των ορθών, για την ποιμαντική ενασχόληση της Εκκλησίας; Εδώ πλέον η απάντηση από νομικής απόψεως είναι ξεκάθαρα όχι! Διότι οι συγκεκριμένες απειλές ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι γίνονται με μοναδικό σκοπό τον εκφοβισμό, στερούνται πάσης νομικής αξίας, είναι εντελώς κενές και δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση ούτε καθ' υπόθεση μία τέτοια μήνυση να μπορεί να γίνει δεκτή εναντίον κάποιου, ο οποίος απλώς αντέταξε αντίθετο λόγο σε κάποιον άλλον, είτε είναι θρησκευτικός λόγος είτε είναι πολιτικός λόγος είτε είναι κοινωνικός είτε είναι για άλλα θέματα. Είναι λοιπόν μία απειλή η οποία μοναδικό στόχο έχει τον εκφοβισμό, την αποτροπή όλων μας στην αμφισβήτηση αυτών των λεγομένων τους. Από το σημείο όμως αυτό και πέρα δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως αιτία που να μας κάνει να απόσχουμε από τις δραστηριότητες μας.
Εξάλλου μηνύσεις έχουν υποβληθεί κατά διαστήματα από διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις και από αρχηγούς αιρέσεων. Μηνύσεις έχουν κατά διαστήματα υποβληθεί κατά ιερέων, ενίοτε και Αρχιερέων και λαϊκών γι' αυτά τα θέματα και ουδέποτε οδήγησαν σε καταδίκη. Μάλιστα τις περισσότερες φορές οι υποβαλόντες την μήνυση αιρετικοί υπαναχώρησαν και οι μηνύσεις ανεκλήθησαν. Είχαμε μάλιστα ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα πέρυσι όπου μία νεοφανής αιρετική, αρχηγός αιρέσεως, η κυρία Βάσω Ρίντεν εξέφρασε απόψεις οι οποίες είναι, τουλάχιστον για ένα κοινό νου εξοργιστικές.



* Ο κ. Θεόδωρος Ασπρογέρακας Γρίβας, είναι Δικηγόρος Παρ Αρείω Πάγω, αποτελεί τακτικό μέλος δύο Συνοδικών Επιτροπών της Ιερός Συνόδου (Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Αρχαιολατρίας) και μέλος της ΠΕ. Γ. και εξειδικεύεται στα θέματα της προασπίσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντιμετωπίσεως των αιρέσεων έχοντας χειριστεί πολλές παρόμοιες υποθέσεις ενώπιον των Ελληνικών και Διεθνών Δικαστηρίων και Άρχων.
1. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε από την παρούσα ομιλία μέχρι την δημοσίευση της, εκδόθηκε από το ΣτΕ η υπ' αριθμόν 1411/2003 απόφαση του. Δια της αποφάσεως του αυτής το ΣτΕ απέχει από την έκδοση οριστικής κρίσεως και παραπέμπει λόγω εξαιρετικής σπουδαιότητος την υπόθεση ενώπιον της επαυξημένης, επταμελούς συνθέσεως του προς επανεκδίκαση στις 9-12-2003. Στην απόφαση αυτή ήχθη το ΣτΕ, όπως έξαλλου αναφέρεται διεξοδικώς σε αυτή, λόγω έντονων διαφωνιών των μελών της πενταμελούς συνθέσεως επί των κρινόμενων ζητημάτων, τα όποια επίσης χαρεκτηρίσθησαν ως εξαιρετικώς ουσιώδη λόγω της φύσεως τους (θρησκευτική ελευθερία, προσβολή της κρατούσης "Ορθοδόξου Χριστιανικής θρησκείας κ. λ. π. ). Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί όλως ιδιαιτέρως, ότι ως προς το κρίσιμο θέμα της επονομασίας των "Μαρτύρων του Ιεχωβά" ως "Χριστιανών", ή πλειοψηφούσα γνώμη του τμήματος ετάχθη υπέρ των ισχυρισμών της Ι. Μητροπόλεως θεωρώντας αυτήν ως άκυρη για όσους λόγους αναφέρονται στην απόφαση, κυρίως δε επειδή δεν αντιπροσωπεύει γνωστή θρησκεία.
2. Συζητείται ενώπιον του Δ' Τμήματος του ΣτΕ στις 2712004.
** Εν προκειμένω θα πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την παρέμβαση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, εξεδόθη η Εισήγηση του Εισηγητού Δικαστού του ΣτΕ, η οποία με εκτενέστατα νομικά επιχειρήματα ζητούσε την απόρριψη των αιτήσεων των Σαϊεντολόγων. Ενόψει των γεγονότων αυτών οι Σαϊεντολόγοι υπαναχώρησαν και παραιτήθηκαν ολοσχερώς από τις αιτήσεις και τα επιχειρήματα τους και απέσυραν τα δικόγραφα τους, με αποτέλεσμα η άρνηση της Διοικήσεως να τους αναγνωρίσει ως θρησκεία να έχει πλέον καταστεί αμετάκλητη. Υπό τις συνθήκες αυτές οι Σαϊεντολόγοι δεν δύνανται πλέον νομικά να θεωρηθούν "εκκλησία" ή θρησκεία.

Από το περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ τεύχος 34 2003
http://www.egolpion.com/antimetopisi_airesewn.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου