Σελίδες

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Εσύ σε ποιό αφεντικό δουλεύεις; (Στόν Θεό ἤ στόν κόσμο;)

«ΟΥ ΔΥΝΑΣΘΕ ΔΥΣΙ ΚΥΡΙΟΙΣ ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ»

Διαβᾶστε ἐπίσης:

(Γ΄Κυριακή Ματθαίου-Εορτή των Νεομαρτύρων).
Ηλία Μηνιάτη, Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων

Θεός και κόσμος είναι δύο πράγματα αντίθετα μεταξύ τους, εντελώς ξένα και πολύ απέχουν το ένα από το άλλο. Αυτοί είναι οι δύο κύριοι για τους οποίους λέει στο σημερινό ευαγγέλιο ο Χριστός ότι είναι αδύνατον να υπηρετεί κάποιος συγχρόνως. Εάν πλησιάσει τον ένα, πρέπει να απομακρυνθεί από τον άλλον. Εάν αγαπήσει τον ένα, πρέπει να μισήσει τον άλλον. Εάν περιποιηθεί και τιμήσει τον ένα, πρέπει να περιφρονήσει και να αποστραφεί τον άλλον.

Τα μάτια μας δεν μπορούν να βλέπουν συγχρόνως πάνω και κάτω. Ο νους μας δεν μπορεί να φροντίζει συγχρόνως και για τα ουράνια και για τα επίγεια, ούτε η καρδία μας μπορεί να αγαπά συγχρόνως και τον Θεό και τον κόσμο· ή το ένα ή το άλλο, διότι μαζί και τα δύο είναι αδύνατον· «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμμωνᾷ».

Σήμερα θα σας πω σύντομα τις αιτίες που αυτό είναι αδύνατο.

Η πρώτη αιτία είναι ότι ο Θεός θέλει αφοσιωμένο σ’ αυτόν ολόκληρο τον άνθρωπο. Το ίδιο θέλει και ο κόσμος. Είναι όμως αδύνατον ολόκληρος ο άνθρωπος να ανήκει και εδώ και εκεί.

Η δεύτερη είναι ότι ο νόμος του Θεού είναι εντελώς αντίθετος με τον νόμο του κόσμου. Είναι, λοιπόν, αδύνατον να υπακούει κάποιος σε δύο εντελώς αντίθετους νόμους. Γι’ αυτές τις δύο αιτίες είναι αδύνατον να είναι κάποιος υπηρέτης σε δύο κυρίους, τον Θεό, δηλαδή, και τον κόσμο. Ακούστε λοιπόν με προσοχή.

Πρώτη και μεγάλη εντολή, που έδωσε ο Θεός στο Δευτερονόμιο και την επαναλαμβάνει σε πολλά σημεία των Ευαγγελίων ο Χριστός, είναι: «Ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου· Κύριος εἷς ἐστιν»· που σημαίνει, ότι ένας και μοναδικός είναι ο φυσικός και γνήσιος κύριός σου. Άνθρωπε, εγώ, ο Θεός, σε έπλασα από το μηδέν, σου έδωσα την ζωή και την ψυχή, σε εξαγόρασα με το ίδιο το αίμα μου, σου χάρισα την σωτηρία και σου έχω ετοιμασμένη την Βασιλεία των Ουρανών. Εσύ είσαι πλάσμα μου, κτήμα μου, είσαι όλος δικός μου και γι’ αυτό πρέπει να «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σου ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου».

«Ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου»· θέλω όλη η διάνοια σου και ο νους σου και η φαντασία σου να είναι στραμμένη σ’ εμένα· να μην σκέπτεσαι, να μην φαντάζεσαι κάτι άλλο έκτος από εμένα. Ώστε να μην πηγαίνει ούτε ο παραμικρός λογισμός σου σε κανένα άλλο πράγμα.

«Ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου»· θέλω όλη σου η επιθυμία, ο πόθος, η αγάπη, η ελπίδα να είναι σ’ εμένα, και δεν θέλω να έχει κανείς άλλος τόπο στην καρδία σου.

«Ἐξ ὅλης τῆς ισχύος σου»· θέλω όλη η δύναμή σου, ο κόπος, η υπηρεσία, να είναι αφιερωμένη σ’ εμένα και δεν ανέχομαι να υπηρετείς και άλλον Κύριο. Είμαι Θεός ζηλωτής και θέλω εγώ μόνο να είμαι Κύριος σου. «Ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου· Κύριος εἷς ἐστιν». Εγώ σε θέλω ολόκληρο, με το σώμα και με την ψυχή· γι’ αυτό θέλω μόνο εμένα να αγαπάς και εμένα μόνο να υπηρετείς με όλες τις αισθήσεις του σώματος και με όλες τις δυνάμεις της ψυχής.

Έτσι προστάζει ο Θεός. Και επειδή εμείς, ως γεννημένοι και αναθρεμμένοι μέσα στον κόσμο, είμαστε δεμένοι μ’ αυτόν με πολλών ειδών δεσμούς, για να κόψει τους δεσμούς αυτούς ήλθε ο Υιός του Θεού στην γη οπλισμένος με μαχαίρι· «μη νομίσετε», λέει, «ότι ήλθα να φέρω ειρήνη στην γη», να συμφιλιωθώ, δηλαδή, με τον αποστάτη κόσμο.
Πραγματικά είναι αποστάτης, διότι, ενώ έγινε από τον Θεό, δεν γνώρισε τον Θεό· «ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτόν οὐκ ἔγνω»· «Δεν ήλθα να φέρω ειρήνη, αλλά μαχαίρι». Θέλω να του κάμω αιώνιο πόλεμο, διότι είναι εχθρός.

Μέγας δεσμός, που μας κρατά δεμένους με τον κόσμο, είναι η αγάπη των γονέων προς τα παιδιά, των παιδιών προς τους γονείς, του αδελφού προς τον αδελφό, του φίλου προς τον φίλο, και η αγάπη της ίδιας της ζωής μας. Και ο Χριστός λέει: «ήλθα με μαχαίρι στην γη», για να κόψει αυτόν τον δεσμό και να χωρίσει τα παιδιά από τον πατέρα τους, την κόρη από την μητέρα της και την νύμφη από την πεθερά της.

Όποιος αγαπά πατέρα ή μητέρα ή υιό ή θυγατέρα περισσότερο από εμένα, δεν είναι άξιος για μένα. Όποιος ζητά να φυλάξει την ζωή του, θα την χάσει. Θέλει λοιπόν ο Χριστός περισσότερο από τους γονείς και από τα παιδιά και απ’ αυτήν τη ζωή οι άνθρωποι να αγαπούν μόνο τον Θεό.

Άλλος δεσμός είναι η μέριμνα και η φροντίδα της ζωής· τί θα φάμε; τί θα πιούμε; τί θα ντυθούμε; πώς θα ζήσουμε; Και ο Χριστός λέει: «μαχαίρι ήλθα να βάλω στην γη». Για να κόψει και αυτόν τον δεσμό· δεν λέει να φροντίσουμε ούτε για φαγητό, ούτε για ένδυμα, ούτε για κανένα άλλο πράγμα· και υπόσχεται αυτός ο ίδιος, ως πατέρας και προνοητής του παντός, ο οποίος ντύνει όλα τα λουλούδια του κόσμου και τρέφει τα πετεινά του ουρανού, ότι θα έχει την φροντίδα για τα πράγματα που μας χρειάζονται: «μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τὶ φάγητε καὶ τὶ πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τὶ ἐνδύσησθε· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἀπάντων». Ώστε ο Χριστός κόβει κάθε δεσμό που μας κρατά δεμένους με τον κόσμο, για να ανήκουμε ολόκληροι στον Θεό.

Από το άλλο μέρος, ο κόσμος μας θέλει ολόκληρους δικούς του και δεν μας αφήνει να έχουμε σχέση με τον Θεό, από τον οποίο προσπαθεί να μας απομακρύνει με κάθε τρόπο. Γνωρίζετε πόσο βαρεία ήταν η τυραννία του Φαραώ πάνω στον σκλαβωμένο λαό των Εβραίων. Για να τους υποδουλώσει ολοκληρωτικά, τους κρατούσε σε διαρκή ταλαιπωρία και κόπο, αναγκάζοντάς τους να σκάβουν αμπέλια, να καθαρίζουν κήπους, να κτίζουν οικοδομές, να ασχολούνται συνεχώς με σκληρά και επίπονα έργα· αλλά σκεφτείτε την απανθρωπιά του τυράννου. Απέστειλε ο Θεός τον Μωϋσή και τον Ααρών να του πουν να απαλλάξει τον άθλιο εκείνον λαό για λίγες ημέρες, ώστε να ευκαιρήσει να προσφέρει θυσία προς δόξαν του Θεού.

Ώστε, λέει ο ασεβής βασιλιάς, οι Εβραίοι θυμούνται ακόμη τον Θεό τους; Θέλουν ακόμη να του προσφέρουν θυσία; Ας τους αυξήσω λοιπόν την εργασία, για να μην έχουν καθόλου καιρό να συλλογίζονται τέτοια πράγματα. Ας υπηρετούν εμένα όλες τις ώρες, για να μη τους μείνει καμιά ώρα να υπηρετήσουν τον Θεό τους.

Πράγματι, ενώ οι ταλαίπωροι αυτοί προηγουμένως είχαν ως κύριο έργο να κατασκευάζουν πλίνθους, τους ανέθεσε και άλλο: να συλλέγουν τα άχυρα· διπλός ο κόπος τώρα. Δεν τους άφηνε ούτε μία στιγμή όχι μόνον για να κάνουν το έργο του Θεού, την προσφορά της θυσίας, αλλά ούτε να το συλλογιστούν. Έστεκαν από πάνω τους οι επιστάτες των έργων, διορισμένοι από τον βασιλιά, που τους υποχρέωναν να δουλεύουν συνεχώς και δεν τους άφηναν να πάρουν αναπνοή.

Την ίδια τυραννία θέλει να επιβάλει σ’ εμάς τους χριστιανούς ο τύραννος των ψυχών μας, ο μισόθεος κόσμος. Θέλει να μας κρατά σαν αιχμαλώτους, να ασχολούμαστε αποκλειστικά με τους κόπους και τους περισπασμούς της κοπιαστικής αυτής ζωής. Και μάλιστα τότε, όταν θέλουμε να κάνομε το χρέος μας στον Θεό. Τότε μας πολλαπλασιάζει τα εμπόδια, τότε γίνεται αυτό που λέει «βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα».

Θέλουμε να προσευχηθούμε; Τότε έρχονται διπλοί οι λογισμοί του κόσμου, οι οποίοι μας διασκορπίζουν τον νου σε χίλιες ματαιότητες και ιδιαιτέρως σε αισχρές ενθυμήσεις. Θέλουμε να λειτουργηθούμε; Τότε έρχονται διπλές οι υποθέσεις του κόσμου, που μας σύρουν από την Εκκλησία στην αγορά ή σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Θέλουμε να εξομολογηθούμε; Εδώ είναι που πολλαπλασιάζονται οι περισπασμοί του κόσμου, που δεν μας αφήνουν να πραγματοποιήσουμε το θεάρεστο αυτό έργο.

Έτσι περνά η ημέρα χωρίς προσευχή, περνά η εορτή χωρίς λειτουργία, περνά ο χρόνος μας χωρίς μετάνοια. Έτσι θέλει ο κόσμος όλο τον χρόνο της ζωής μας στην υπηρεσία του, για να μη μείνει ούτε μία στιγμή στην υπηρεσία του Θεού· «βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα».

«Μὴ μεριμνᾶτε», λέγει ο Θεός στο σημερινό Ευαγγέλιο, «τὶ φάγητε καὶ τὶ πίητε»· όχι, λέει ο κόσμος, αυτά είναι που πρέπει να μεριμνάτε. Να μεριμνάτε πώς να ντυθείτε, πώς να πλουτίσετε, για να μην έχετε ποτέ καιρό να ασχοληθείτε με τον Θεό.

Λοιπόν, χριστιανέ, ο Θεός σε θέλει ολόκληρο. Ο κόσμος πάλι σε θέλει ολόκληρο. Να είσαι ολόκληρος και με τους δύο είναι αδύνατον· «οὐ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν». Αυτοί είναι δύο αφέντες ασυμβίβαστοι, οι οποίοι δεν συμφωνούν σε τίποτε.

Ένας καρβουνιάρης ζήτησε να συγκατοικήσει με έναν ζωγράφο, αλλά εκείνος του είπε: Άνθρωπε, είναι αδύνατον να κατοικήσουμε και οι δύο σε ένα σπίτι, διότι φοβούμαι μήπως εσύ μαυρίζεις εκείνα που λευκαίνω εγώ. Τί στάχτη, τί σκόνη, τί σκοτάδι πού είναι η μέριμνα των κοσμικών πραγμάτων! Πώς τυφλώνει, πώς κατασκοτίζει τα μάτια της διάνοιας και δεν τα αφήνει να βλέπουν καθαρά το Θεό! Όπως είναι αδύνατον να κατοικήσουν καρβουνιάρης και ζωγράφος σε ένα εργαστήριο, έτσι είναι αδύνατον η φροντίδα του κόσμου και η έννοια του Θεού να συνυπάρχουν σε μία ψυχή. «Σε νου γεμάτο άγχη και θορύβους, ούτε απλή σκέψη των καλών, ούτε χάρις Θεού μπορεί να υπάρξει», λέγει ο μέγας Κύριλλος.

Αυτή λοιπόν είναι η πρώτη αιτία για την οποία «κανείς δεν μπορεί να δουλεύει σε δυό κυρίους», τον κόσμο δηλαδή και τον Θεό. Η άλλη είναι το ότι ο νόμος του Θεού είναι εντελώς αντίθετος στο νόμο του κόσμου.

Τί προστάζει, κατ’ αρχήν, ο νόμος του Θεού; Να αγαπούμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας, μάλιστα να αγαπούμε και τον εχθρό μας και να κάνουμε καλό σ’ εκείνον που μας κακοποίησε. Άλλα ο νόμος του κόσμου μας αναγκάζει να μην αγαπούμε ούτε τους φίλους μας, να μισούμε οι αδελφοί τους αδελφούς, να πολεμούμε οι γονείς με τα παιδιά, τα παιδιά με τους γονείς, και πάνω από όλα να είμαστε πάντοτε αχάριστοι και στους ιδίους τους ευεργέτες μας. Ο Θεός προστάζει να είμαστε εύσπλαχνοι στους πτωχούς, να τους βοηθούμε, να τους δίνουμε ελεημοσύνη.

Ο κόσμος προστάζει να είμαστε φιλάργυροι και μάλιστα να τρεφόμαστε με το αίμα των φτωχών και να πλουτίζουμε με τη ξένη περιουσία. Ο Θεός προστάζει να λέμε την αλήθεια. Ο κόσμος κανένα πράγμα δεν μισεί περισσότερο από την αλήθεια. Γι’ αυτό λέει ο Χριστός με το θείο στόμα του: «το Πνεύμα της αληθείας ο κόσμος δεν μπορεί να το πάρει, γιατί δεν το βλέπει ούτε το γνωρίζει»· διότι ο κόσμος θέλει επιβουλές, κολακείες και ψέματα.

Ο Θεός θέλει να επικρατεί η δικαιοσύνη, να τιμωρείται η κακία, να τιμάται η αρετή, να δοξάζεται η τάξη και ο καθένας να έχει αυτό που του αξίζει, να κρατά το κατά δύναμη. Ο κόσμος θέλει να βασιλεύει η αδικία, να έχει τον θρόνο η κακία, η αρετή να περιφρονείται ως ακαθαρσία, να υπερισχύει η φιλαυτία, να κυβερνά η αταξία και η σύγχυση. Ο Θεός, με λίγα λόγια, θέλει ταπεινοφροσύνη, σωφροσύνη, πραότητα, υπομονή. Ο κόσμος, εντελώς το αντίθετο: υπερηφάνεια, ακολασία, μάχη και σκάνδαλα. Γι’ αυτό ο νόμος του Θεού είναι εκείνη η στενή οδός της αρετής, που οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών, ενώ ο νόμος του κόσμου είναι εκείνη η πλατειά οδός της αμαρτίας, που οδηγεί στην αιώνιο κόλαση.

Ποιός λοιπόν μπορεί να φυλάττει δύο νόμους τόσο διαφορετικούς και να είναι δούλος σε δύο κυρίους τόσον αντίθετους; Κανείς· «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν». Δεν υπάρχει μέση οδός. Να ευχαριστήσει κάποιος και τους δύο είναι αδύνατον· ή τον ένα ή τον άλλον. Δεν ημπορεί ούτε ο μεγαλύτερος σοφός, ούτε ο μεγαλύτερος άγιος να βρει την μέθοδο να ευχαριστήσει και τους δύο συγχρόνως.

Μέγας σοφός της γης και μέγας άγιος της Εκκλησίας υπήρξε ο περιβόητος Αρσένιος. Η φήμη της αρετής του παρακίνησε τον Μέγα Θεοδόσιο να τον καλέσει στα βασίλεια για να γίνει δάσκαλος των δύο του υιών, Ονώριου και Αρκαδίου. Πήγε ο Αρσένιος. Να όμως που ο θαυμαστός αυτός άνδρας έπρεπε να υπηρέτησει τώρα δύο κυρίους, δύο βασιλιάδες, έναν επίγειο και έναν ουράνιο, τον Θεοδόσιο και τον Θεό. Μπόρεσε όμως να το κάνει; Μία νύκτα καθώς κοιμόταν άκουσε από τον ουρανό μία φωνή: «Ἀρσένιε, φεῦγε καὶ σώζου»· σαν να του έλεγε: «Αρσένιε, δεν μπορείς να υπηρετείς δύο αφεντικά, δεν μπορείς να είσαι ασκητής στα βασίλεια, δεν μπορείς μέσα σε τόση κοσμική δόξα να φροντίσεις τη σωτηρία της ψυχής σου. Θέλεις να σωθείς; «φεύγε και σώζου». Και έφυγε το γρηγορότερο ο Αρσένιος, αναχώρησε από τη βασιλική αυλή για το Μοναστήρι, όπου έκαμε ζωή αγιότατη.

Έτσι είναι, χριστιανοί, οι φροντίδες και οι περισπασμοί του κόσμου· πολύ μας απομακρύνουν από τον Θεό. Είναι σαν τα πολύ μακριά φορέματα που μας εμποδίζουν στο βάδισμα. Είναι βάρη, τα οποία μας κατεβάζουν στην γη. «Εκείνοι που έχουν καταληφθεί πολύ από τις μέριμνες της ζωής σύρονται στα χαμηλά σαν παχιές όρνιθες μαζί με τα φαγητά, έχοντας τα φτερά χωρίς σκοπό», λέει ο Μέγας Βασίλειος. Τώρα, εμείς τί θα κάνουμε; Ποιό αφεντικό από τα δύο θέλουμε να υπηρετούμε; Τον κόσμο ή το Θεό; Αφήστε να το πω εγώ με δύο λόγια.

Εάν δεν πρόκειται να πεθάνουμε ποτέ, αλλά πρόκειται να ζήσουμε στον κόσμο αιωνίως, ας είναι, ας γίνωμε δούλοι δικοί του για να τον χαρούμε. Άλλα εάν είμαστε θνητοί, μία φούχτα χώμα, και σήμερα ή αύριο πεθαίνουμε και διαλυόμαστε, αν αυτός ο κόσμος είναι πρόσκαιρος, «παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου», λέει ο Παύλος, αν λοιπόν εμείς εδώ είμαστε διαβάτες και η πατρίδα μας είναι στον ουρανό, αν εμείς έχουμε αφεντικό και Πατέρα μόνο τον Θεό, αν στο άγιο Βάπτισμα του υποσχεθήκαμε να είμαστε πιστοί του δούλοι, τότε τον Θεό ας υπηρετούμε «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχς μας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας».

Κόσμε πλάνε και μάταιε! ας σε υπηρετεί και ας σε χαίρεται όποιος δεν ελπίζει άλλον Παράδεισο και δεν πιστεύει στον Σταυρωμένο Χριστό. Εμείς αυτόν πιστεύουμε και αυτόν υπηρετούμε, για να βασιλεύσουμε μαζί με αυτόν, όπως μας λέει: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».

http://vatopaidi.wordpress.com/2010/06/12/%CE%B5%CF%83%CF%8D-%CF%83%CE%B5-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CF%8C-%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B4%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B5%CF%8D%CE%B5%CE%B9%CF%82/#more-44727

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου