Σελίδες

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Μωϋσής πρότυπο πνευματικής τελειότητος

Δεν μπορεί κανείς να δη την ασκητική ζωή και την μυστική θεολογία που βιώθηκε στο Σιναίο όρος, αν δεν εξετάση τον βίο και την πολιτεία του Μωϋσέως, που συνδέθηκε στενώτατα με το όρος Σινά. Είναι δε γνωστό από τα ασκητικά κείμενα των οσίων Πατέρων ότι πολλές φορές αντιπαραβάλλεται ο βίος και τα έργα του Μωϋσέως με την πορεία των μεγάλων ασκητών και των μεγάλων θεολόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άλλωστε, η διάβαση των Εβραίων δια της Ερυθράς θαλάσσης και η πορεία τους προς την γη της Επαγγελίας, δια της ερήμου, κατέχει βασική θέση μέσα στην ασκητική γραμματεία, γιατί είναι πρότυπο της πορείας του Χριστιανού από την γη των παθών στην έρημο της απαθείας και την είσοδό του στην γη της επαγγελίας, δηλαδή στην κατά Χάριν θέωση. Η προσωπικότητα του Προφήτου Μωϋσέως, ως καθοδηγητού σε αυτήν την πορεία, σε πολλά θεολογικά και ασκητικά κείμενα θεωρείται τύπος του πνευματικού πατέρα, που έχει αναλάβει την υπεύθυνη και σταυρική διακονία να καθοδηγή τα πνευματικά του παιδιά στην ένωσή τους με τον Θεό.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου στον ύμνο του με τίτλο "διδασκαλία σύν θεολογία περί των ενεργειών της αγάπης, ήγουν αυτού του φωτός του Αγίου Πνεύματος"3, στον οποίο προσαρμόζει στην προσωπική του ζωή την πορεία των Εβραίων από την γη της Αιγύπτου στην γη της επαγγελίας. Ο Μωϋσής τίθεται στο πρόσωπο του πνευματικού του πατρός που τον καθοδηγούσε στην πορεία αυτή.
Ο Μωϋσής συνδέεται με το Σινά με δύο συνταρακτικά γεγονότα. Το ένα είναι η θεωρία της φλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου. Ο Μωϋσής βόσκοντας τα πρόβατα του Ιοθόρ τα οδήγησε στην έρημο "καί ήλθεν εις το όρος Χωρήβ". Τότε "ώφθη αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός εκ του βάτου, και ορά ότι ο βάτος καίεται πυρί, ο δε βάτος ου κατεκαίετο". Πλησιάζοντας στο θαυματουργικό αυτό γεγονός ο μέγας Μωϋσής άκουσε φωνή Θεού: "μή εγγίσης ώδε. λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου, ο γαρ τόπος εν ω συ έστηκας, γη αγία εστί. και είπεν, εγώ ειμι Θεός του πατρός σου, Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ" (Έξ. γ’, 1-6) . Το άλλο περιστατικό είναι η πρόσκληση του Θεού στον Μωϋσή να ανεβή στο Σινά για να παραλάβη τον νόμο Του. "Κατέβη δε Κύριος επί το όρος το Σινά επί την κορυφήν του όρους, και εκάλεσε Κύριος Μωϋσήν επί την κορυφήν του όρους, και ανέβη Μωϋσής" (Έξ. ιθ’, 20) .
Από την αρχαία ακόμη παράδοση οι δύο αυτές θεοφάνειες συνδέθηκαν με την εμφάνιση του Δευτέρου Προσώπου της Παναγίας Τριάδος, δηλαδή του Λόγου του Θεού, που αργότερα ενηνθρώπησε για να θεώση την ανθρώπινη φύση και να εξαφανίση το κράτος του διαβόλου. Πραγματικά, όλες οι θεοφάνειες στην Παλαιά Διαθήκη είναι θεοφάνειες του Λόγου. Αυτός είναι "ο μεγάλης Βουλής άγγελος", που εμφανίστηκε "εν πυρί φλογός εκ της βάτου" και Αυτός είναι Εκείνος που αποκαλύφθηκε στον Μωϋσή επάνω στο όρος Σινά και του έδωσε τις εντολές. Η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε εμφανίσεις του Λόγου ασάρκως, ενώ στην Καινή Διαθήκη εμφανίσεις του Λόγου εν σαρκί. Ο ιερός υμνογράφος αναφερόμενος στον Χριστό λέγει: "αινετόν δεικνύς Εαυτόν, και δοξαζόμενον αεί, σύν Πατρί τε και Πνεύματι Αγίω, πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον, ύστερον δε δι’ ημάς σεσαρκωμένον". Αν διαβάση κανείς προσεκτικά τα τροπάρια κατά την εορτή της Μεταμορφώσεως του Χριστού στο Θαβώρ, θα διαπιστώση ότι συνδέονται οι εμφανίσεις Του στο Σινά και στο Θαβώρ. Σ’ ένα χαρακτηριστικό τροπάριο ψάλλουμε: "ο πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας, επί του όρους Σινά δια συμβόλων, Εγώ ειμι, λέγων ο Ών, σήμερον επ’ όρους Θαβώρ, μεταμορφωθείς επί των μαθητών, έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος, εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλαβούσαν ουσίαν".
Επομένως, ο Προφήτης Ηλίας και ο Προφήτης Μωϋσής είναι τα πρότυπα της ασκητικής ζωής και της μυστικής θεολογίας, γιατί και οι δύο έφθασαν στην θεωρία του Λόγου και είδαν το μυστήριο της ενανθρωπήσεώς Του. Αυτό, άλλωστε, δείχνει το γεγονός ότι ο Ηλίας είδε τα οπίσθια του Θεού και ο Μωϋσής είδε το μυστήριο της ενανθρωπήσεως στην φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο, η οποία είναι τύπος της αειπαρθενίας της Θεοτόκου. Η εμφάνιση των δύο αυτών Προφητών κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ δείχνει την σχέση της ζωής τους με την ενανθρώπηση του Χριστού, αφού εκείνοι αξιώθηκαν αυτής της γνώσεως εν κοινωνία μετά του Λόγου. Το ότι συνομιλούσαν μετά του Χριστού για την έξοδο Αυτού, δείχνει ότι είχαν αποκτήσει γνώση και των Παθών και του Σταυρού του Χριστού. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού και η μεταμόρφωση των Μαθητών επάνω στο όρος Θαβώρ είναι κορυφαίο γεγονός που δείχνει το ύψος της ορθοδόξου ζωής, τον βαθύ σκοπό του ανθρώπου. Γι’ αυτό και πάντοτε η ζωή των δύο αυτών Προφητών συνδέθηκε με την ζωή των ασκητών, το δε όρος Σινά είναι άγιον όρος που ενέπνευσε πολλούς ασκητάς και μεγάλους θεολόγους της Εκκλησίας.
Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψη ένα θαυμάσιο κείμενο που αναλύει την μορφή και το έργο του Μωϋσέως. Πρόκειται για το έργο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης "περί αρετής, ήτοι εις τον βίον Μωϋσέως", στο οποίο ο Μωϋσής παρουσιάζεται ως πρότυπο τελειότητος. Παρακληθείς ο άγιος Γρηγόριος να εκθέση σε τί συνίσταται η κατά Χριστόν τελειότητα, αναφέρεται στον μέγα Μωϋσή και τον θέτει πρότυπο τελειώσεως κάθε Χριστιανού και φυσικά κάθε μοναχού. Αναλύοντας την προφητική του ζωή ομολογεί ότι όλα όσα συνέβησαν στην ζωή του, είναι σαφής μαρτυρία και απόδειξη "τού προς το ακρότατον της τελειότητος όρον αναβεβηκέναι του Μωϋσέως τον βίον"4. Στο τέλος των αναλύσεων του βίου και της πολιτείας του Προφήτου Μωϋσέως γράφει ο άγιος Γρηγόριος: "Ταύτα σοι, ω άνθρωπε του Θεού, περί της του βίου του κατ’ αρετήν τελειότητος ο βραχύς ημών ούτος υποτίθεται λόγος, οίόν τι πρωτότυπον εν μορφή κάλλους τον του μεγάλου Μωϋσέως υπογράψας σοι βίον". Και καλεί όλους να τον μιμηθούν και να μεταφέρουν στην ζωή τους τον χαρακτήρα του κάλλους του Μωϋσέως5.
Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, στα περιοριστικά όρια αυτής της εισηγήσεως να αναλυθή ο λόγος αυτός του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που φανερώνει σε τί συνίσταται η τελειότητα της κατά Χριστόν ζωής, όπως φαίνεται στον βίο του Μωϋσέως. Ωστόσο όμως θα περιοριστούμε σε μερικά σημεία που έχουν σχέση με τα δύο γεγονότα που συνδέονται με το όρος Σινά, δηλαδή την φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο και την κατάβαση του Θεού στην κορυφή του Σινά.
Το μυστήριο της βάτου διδάσκει "τό κατά την παρθένον μυστήριον", αφού το φως της θεότητας, που έλαμψε από την Παρθένο στον ανθρώπινο βίο, δια της γεννήσεως, διεφύλαξε αδιάφθορο την παρθενία της Θεοτόκου. Αυτό όμως το περιστατικό διδάσκει ακόμη και ότι, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο μπορεί να συμβή σε κάθε άνθρωπο που βιώνει το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Χριστού μέσα του και γίνεται κατά χάριν θεοτόκος. Φώς αληθινό είναι η αλήθεια, και επομένως ο Ίδιος ο Θεός. Μπορεί να φθάση κανείς στην αλήθεια δια της γνώσεως του φωτός εκείνου που γίνεται με την αγωγή της αρετής. "...η τοιαύτη της αρετής αγωγή προσάγει ημάς τη γνώσει του φωτός εκείνου". Ο Μωϋσής για να φθάση στην εμπειρία και την θέα του φωτός εκείνου έλαβε εντολή να αποβάλη τα υποδήματα. Αυτό σημαίνει ότι για να φθάση κανείς στο ύψος εκείνο και να σταθή στις ακτίνες της αληθείας πρέπει να αποβάλη την νεκρά και γήινη περιβολή των δερμάτων, που προσέλαβε με την πτώση. Φυσικά εδώ γίνεται λόγος για τους δερμάτινους χιτώνες που είναι η φθορά και η θνητότητα, και είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας. Αυτό προϋποθέτει κάθαρση του ανθρώπου και υπέρβαση του θανάτου. Ο άγιος Γρηγόριος θα πή: "ουκ εστι δεδεμένοις ποσίν αναδραμείν προς το ύψος εκείνο εν ω το φως της αληθείας οράται, ει μη περιλυθείη των της ψυχής βάσεων η νεκρά τε και γηίνη των δερμάτων περιβολή η περιτεθείσα κατ’ αρχάς τη φύσει, ότε δια της παρακοής του θείου θελήματος εγυμνώθημεν". Όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέα του φωτός εκείνου, αποβάλλει κάθε φαντασία περί του μη όντος, που είναι πραγματικό ψέμμα, και αποκτά την αλήθεια, που είναι η ασφαλής κατανόηση του όντος. Γιατί πραγματικά "η του όντος επίγνωσις της περί το μη όν υπολήψεως καθάρσιον γίνεται"6.
Η περίπτωση του Μωϋσέως δείχνει ότι ο Θεός είναι η αλήθεια, που αποκαλύπτεται ως φώς. Η υπαρξιακή γνώση της αλήθειας απαιτεί άσκηση και αγωγή της αρετής. Η άσκηση δεν είναι ανεξάρτητη από την αποβολή των δερματίνων χιτώνων, δηλαδή είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την τυραννία που ασκούν επάνω του η φθορά και η θνητότητα, η υπέρβαση του θανάτου. Όταν φθάση κανείς στην θέα του ακτίστου Φωτός, τότε μπορεί να κάνη την ασφαλή διάκριση μεταξύ του όντος και του μη όντος, μεταξύ της πραγματικής υποστάσεως και της ανυποστάτου φαντασίας, και φυσικά τότε βιώνει την πραγματική αλήθεια. Αυτή είναι η κατά Χριστόν φιλοσοφία, ενώ η έξωθεν παίδευση και η έξωθεν φιλοσοφία είναι άγονος "αεί ωδίνουσα και μηδέποτε ζωογονούσα τω τόκω"7.
Μετά το όραμα εκείνο, και την εμφάνιση του Θεού στον Μωϋσή, ο μέγας θεόπτης Προφήτης ενδυναμώθηκε και μπόρεσε να ελευθερώση τον λαό του Θεού. Γι’ αυτό λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι εκείνος που ενδυναμώθηκε από το φως αυτό και προσέλαβε σύμμαχο και παραστάτη τον Ααρών ομιλεί στον λαό περί ελευθερίας, του υπενθυμίζει την πατρική ευγένεια και τον συμβουλεύει πώς να απαλλαγή από την ταλαιπωρία του πηλού και της πλινθοποιΐας8.
Το όρος Σινά, η ανάβαση του Μωϋσέως σε αυτό και η θεοπτία την οποία αξιώθηκε, δείχνουν ακόμη τί είναι η ορθόδοξη θεολογία, καθώς επίσης υποδεικνύουν και τον τρόπο της γνώσεως του αληθινού Θεού. Γι’ αυτό και ο Μωϋσής είναι αληθινός τύπος του Ορθοδόξου Χριστιανού και φυσικά και του ορθοδόξου ασκητού.
Αναλύοντας ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης την περίπτωση του Μωϋσέως λέγει ότι είναι τύπος του πραγματικού και αληθινού θεολόγου. "Όρος γαρ εστιν ως αληθώς άναντες και δυσπρόσιτον η θεολογία", δηλαδή η θεολογία είναι όρος ανηφορικό και δυσπρόσιτο για τον πολύ λαό, ο οποίος παραμένει στις υπώρειες του όρους ως μη κατάλληλος. Μόνον ο Μωϋσής και όποιος τον μιμείται στην ζωή του ανέρχεται στο όρος της θεολογίας, δηλαδή στην θεοπτία. Έτσι, η θεολογία είναι θεοπτία9.
Υπάρχει ένας δρόμος για την ανάβαση στο όρος της θεοπτίας, όπως το βλέπουμε στον Μωϋσή, που είναι η οδός της αληθινής θεολογίας. Η οδός αυτή είναι η ανάβαση του νού από κορυφή σε κορυφή, ώστε να γίνη υψηλότερος και από τον εαυτό του. Αυτό φαίνεται στον Μωϋσή, ο οποίος πρώτα "κατέλιπε την υπώρειαν", αφού απαλλάχθηκε από όλα όσα τον εμπόδιζαν στην ανάβαση, έπειτα δέχθηκε στην ακοή του τις φωνές των σαλπίγγων, συνεπαρμένος από το ύψος της ανόδου. Στην συνέχεια εισήλθε "εις το αόρατον της θεογνωσίας άδυτον". Δεν μένει όμως μέχρι εκεί, αλλά "επί την αχειροποίητον μεταβαίνει σκηνήν". Έφθασε έτσι στο ύψος της τελειότητος10.
Αυτόν τον δρόμο ακολουθεί και όποιος θέλει να ανέλθη στην αληθινή θεοπτία και στην γνώση της αληθινής θεολογίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για την θεοπτία και την γνώση της θεολογίας είναι η καθαρότητα όχι μόνον του σώματος, αλλά και των ενδυμάτων, ακόμη δε και η απομάκρυνση από το όρος των αλόγων ζώων. Αυτό σημαίνει κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ότι εκείνος που θέλει να ανέλθη στην θεωρία των νοητών πρέπει να καθαρισθή από όλα. "Δια πάντων καθαρεύσαι δει τον μέλλοντα προσβαίνειν τη των νοητών θεωρία". Αυτό υποδεικνύει η πλύση των ιματίων. Το ότι δεν επέτρεψε τα άλογα ζώα να πλησιάσουν στο όρος δείχνει ότι για να φθάση κανείς στην κορυφή της θεωρίας πρέπει να υπερβή και την γνώση που προέρχεται από τις αισθήσεις, γιατί το να κυβερνάται από τις αισθήσεις είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των αλόγων ζώων. Πέρα από αυτά, εκείνος που θέλει να φθάση στην αληθινή θεογνωσία, πρέπει να απαλλαγή και από κάθε αισθητική και άλογη κίνηση και να καθαρίση τον νού του από κάθε εικόνα και έννοια που αποκτήθηκε από κάποια προκατάληψη, ακόμη να χωρισθή και από την αίσθηση η οποία είναι σύνοικος και σύζυγος με την φύση μας11.
Αλλά και η θεωρία του Θεού έχει διαφόρους βαθμούς, ανάλογα με την καθαρότητα του νού. Δεν αρκεί μόνον η κάθαρση από τα πάθη, αλλά απαιτείται και η κάθαρση του νοός, ώστε ο νούς να είναι χωρητικότερος για την μεγαλυτέρα έλλαμψη και γνώση του Θεού. Συγκρίνοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης τις δύο θεοφάνειες του Μωϋσέως, και βλέποντας ότι στην πρώτη θεοφάνεια είδε το φως της βάτου, ενώ στην δεύτερη λέγεται ότι εισήλθε στον θείο γνόφο, λέγει ότι η γνώση της ευσεβείας στην αρχή γίνεται φώς, εν αντιθέσει προς το σκοτάδι που προηγουμένως ο άνθρωπος ζούσε. "Προϊών δε ο νούς και δια μείζονος αεί και τελειοτέρας προσοχής εν περινοία γινόμενος της των όντων κατανοήσεως, όσον προσεγγίζει μάλλον τη θεωρία τοσούτον πλείον ορά το της θείας ουσίας αθεώρητον". Δηλαδή ο νούς επιδέχεται μεγαλύτερη καθαρότητα, και γι’ αυτό είναι χωρητικότερος της θεωρίας, έως ότου φθάση στο αθεώρητο της θείας ουσίας, οπότε είναι γνόφος. Αφού εγκαταλείπει κάθε φαινόμενο, όσα καταλαβαίνουν οι αισθήσεις και όσα νομίζει ότι βλέπει η διάνοια, πάντοτε προχωρεί προς το ενδότερο, έως ότου διεισδύσει "πρός το αθέατόν τε και ακατάληπτον κακεί τον Θεόν ίδη". Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να δη την ουσία του Θεού, που είναι παντελώς αθέατη και άγνωστη από τους ανθρώπους, αλλά διαρκώς αυξάνεται στην θεωρία12.
Η πορεία και εξέλιξη του Μωϋσέως είναι πορεία και εξέλιξη κάθε ανθρώπου που θέλει να φθάση στο καθ’ ομοίωσιν, που είναι ο βασικός σκοπός του ανθρώπου. Ο Μωϋσής αρνείται την συγγένεια με την βασίλισσα των Αιγυπτίων, γίνεται έκδικος του Εβραίου, ζη στην έρημο και ποιμαίνει τα πρόβατα, βλέπει την λάμψη του φωτός, πλησιάζει στο φως εκείνο της βάτου, αποβάλλοντας τα υποδήματα, εξάγει προς την ελευθερία τους συγγενείς και ομοφύλους του, βλέπει τον εχθρό να καταποντίζεται στα κύματα, κατασκηνώνει κάτω από την νεφέλη, θεραπεύει την δίψα του λαού από την πέτρα, καλλιεργεί την τροφή στον ουρανό, με την προσευχή κατανικά τους αλλοφύλους, ακούει την σάλπιγγα, εισέρχεται στον γνόφο, εισδύει στα άδυτα της αχειροποιήτου σκηνής, μαθαίνει τα απόρρητα της θείας ιερωσύνης, εξαφανίζει τα είδωλα, εξιλεώνει τον Θεό, ανακαλεί τον νόμο, που συνετρίβη από την κακία των Ιουδαίων, λάμπει με την δόξα13.
Επομένως, ο Μωϋσής έγινε τύπος κάθε Χριστιανού που επιθυμεί την θέωση, την απόκτηση της γνώσης του Θεού. Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και ο κάθε μοναχός. Γι’ αυτό και είπαμε στην αρχή ότι ο βίος του Μωϋσέως, όπως τον παρουσιάζει η Αγία Γραφή και όπως τον αναλύει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, έγινε πρότυπο κάθε αληθινού ορθοδόξου μοναχού. Ο ορθόδοξος μοναχός εξέρχεται από την Αίγυπτο της δουλείας, όχι από μίσος προς την κτίση και την δημιουργία του Θεού, αλλά ακριβώς για να απαλλαγή από τους δερματίνους χιτώνες, που είναι αποτέλεσμα της πτώσεως, και να φθάση στην προπτωτική ζωή και την ένωση με τον Θεό, "εν προσώπω Ιησού Χριστού". Βλέπει καθαρά μέσα στα έγκατα της υπάρξεώς του, που είναι αδιόρατα από τον εξωτερικό οφθαλμό, τον νόμο της αμαρτίας και θέλει να απαλλαγή από αυτόν. Αισθάνεται ότι, αν δεν προηγηθή η κάθαρση, δεν μπορεί να φωτισθή ο νούς του από την έλλαμψη του ακτίστου Φωτός. Και αυτό δεν είναι πολυτέλεια για την χριστιανική ζωή, αλλά ο σκοπός της και ο προορισμός του ανθρώπου. Η θεολογία είναι θεοπτία και όχι διαλεκτικός ανθρώπινος στοχασμός. Σε αυτήν μπορεί να φθάση κανείς μέσα από την κατά Χριστόν άσκηση, που είναι η κάθαρση των αισθήσεων και του νού. Χωρίς την κάθαρση ο άνθρωπος θα παραμένη στις υπώρειες του όρους μαζί με τα άλογα ζώα, με ενδεχόμενο να λατρεύη τα είδωλα και όχι τον αληθινό Θεό.
Μητρ. Ἱερόθεος Βλάχος
 http://www.pelagia.org/htm/b18.e.gennima_kai_thremma_romii.10.htm#s1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου