Σελίδες

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Λόγοι Δ΄. Μὲ τὴν ἄσκηση ἐξαϋλώνεται ὁ ἄνθρωπος


Λόγοι Δ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
 "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
   
 ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ  
Κεφάλαιο 3ο
 Ἡ ἐγκράτεια στὴν καθημερινὴ ζωὴ
Μὲ τὴν ἄσκηση ἐξαϋλώνεται ὁ ἄνθρωπος

Γέροντα, κάποια φορὰ μᾶς εἴχατε πεῖ: «χρειάζεται ἀποκλεισμὸς στὸν πνευματικὸ ἀγώνα». Τί ἐννοούσατε;
-Στὸν πόλεμο προσπαθοῦν τὸν ἐχθρὸ νὰ τὸν ἀποκλείσουν.  Τὸν περικυκλώνουν, τὸν κλείνουν μέσα στὰ τείχη, τὸν ἀφήνουν νηστικό.  Μετὰ τοῦ κόβουν καὶ τὸ νερὸ.  Γιατὶ ὁ ἐχθρός, ἄν δὲν ἔχη βασικὰ ἐφόδια καὶ πυρομαχικά, θὰ ἀναγκασθῆ νὰ παραδοθῇ.  Ἔτσι, θέλω νὰ πῶ, καὶ μὲ τὴν νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία ἀφοπλιζεται ὁ διάβολος καὶ ὑποχωρεῖ. «Νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών....»[10], λέει ὁ ὑμνωδός.
Μὲ τὴν ἄσκηση ἐξαϋλώνεται ὁ ἄνθρωπος.  Φυσικὰ πρέπει νὰ ἐγκρατεύεται κανεὶς ἀποβλέποντας σὲ ἕναν ἀνώτερο πνευματικὸ σκοπό. Ἄν κάνη ἐγκράτεια, γιὰ νὰ ἀποτοξινωθῆ ἀπὸ τὰ λίπη, πάλι γιὰ τὸ καλὸ τοῦ σαρκίου του φροντίζει.
 Τότε ἡ ἄσκηση του μοιάζει μὲ τὴν γιόγκα.  Δυστυχῶς τὸ θέμα τῆς ἀσκήσεως ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἔχουν κάνει στὴν ἄκρη.  «Πρέπει νὰ φάω, λένε, τὸ φαγάκι μου, νὰ ἀπολαύσω καὶ ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο, γιατὶ ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἔφτιαξε γιὰ μᾶς».  Ξέρετε τί μοῦ εἶπε μιὰ φορὰ ἕνας ἀρχιμανδρίτης σὲ ἕνα τραπέζι ποὺ μᾶς εἶχαν κάνει; Ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ βιάσω τὸν ἑαυτό μου νὰ φάω περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἔτρωγα καὶ ἐκεῖνος τὸ πρόσεξε καὶ μοῦ εἶπε: «Ὅποιος φθείρει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, ‘‘φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός’’»[11]!  «Μήπως τὸ πῆρες ἀνάποδα; τοῦ λέω. Στὴν ἄσκηση ἀναφέρεται αὐτὸ ἤ στὴν ἀσωτία; Τὸ χωρίο ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ φθείρουν, ποὺ καταστρέφουν τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀσωτία, μὲ τὶς καταχρήσεις·  δὲν ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἄσκηση ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ».


 Καὶ βλέπεις, ἀνέπαυε τὸν λογισμό του καὶ ἔλεγε: «Πρέπει νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ μὴ φθείρουμε τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ!»  Κάποιος ἄλλος, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψή του σὲ κάποια Μονή, μοῦ εἶπε: «Πῆγα σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ οἱ καλόγεροι ἀρρώστησαν ἀπὸ τὴν πολλὴ νηστεία ποὺ ἔκαναν.  Τὰ ἀσκιὰ μὲ τὸ λάδι ἦταν ἄθικτα.  Αὐτὰ κάνουν, Πάτερ μου, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀγρυπνία»!  Τί νὰ πῆς;  Τέτοιοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ μὴ στερηθοῦν τίποτε.
Τρῶνε τὸ φαγητὸ τους, τὸ φροῦτο τους, τὸ γλυκό τους καὶ ἔπειτα, ιγὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτό τους, κατηγοροῦν τοὺς ἄλλους ποὺ κάνουν ἄσκηση.  Δὲν ἔχουν αἰσθανθῆ τὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς ἀσκήσεως.  Σοῦ λέει ὁ ἄλλος: «Πρέπει νὰ πιῶ τόσα ποτήρια γάλα. Θὰ νηστέψω τὴν Σαρακοστή, ἀλλὰ μετὰ θὰ τὰ συμπληρώσω, γιατὶ πρέπει νὰ πάρω τὸσο λεύκωμα».
Δὲν εἶναι ὅτι τὸ ἔχει ἀνάγκη ὁ ὀργανισμός του, ἀλλὰ λέει ὅτι τὸ δικαιοῦται καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του ὅτι εἶναι ἐντάξει, ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτία.  Μά καὶ μόνο νὰ σκεφθῆ κανεὶς ἔτσι εἶναι ἁμαρτία.  Ποῦ φθάνει ἡ ἄνθρώπινη λογική; Νὰ εἶναι ἐντάξει καὶ μὲ τὶς νηστεῖες ποὺ ἔχει καθορίσει ἡ Ἑκκλησία, ἀλλὰ νὰ μὴ στερηθῆ καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχασε στὸ διάστημα τῆς νηστείας. Ἔ, πῶς νὰ σταθῆ μετὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;
Καὶ βλέπεις, μερικοὶ οἰκογενειάρχες τί φιλότιμο ἔχουν!  Πῆγε κάποτε νὰ ἐξομολογηθῆ κάποιος πολὺ ἁπλός, ποὺ εἶχε ἐννιὰ παιδιά, καὶ τοῦ εἶπε ὁ Πνευματικὸς νὰ κοινωνήση. «Ἔμ, πῶς νὰ κοινωνήσω; τοῦ λέει.  Βάζουμε λίγο λάδι στὸ φαγητό, γιατὶ δουλεύω καὶ ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου». «Πόσα παιδιὰ ἔχεις;», τὸν ρωτάει ὁ Πνευματικός. «Ἐννιά».
Πόσο λάδι βάζετε στὸ φαγητό;» «Δυὸ κουτάλια».  Πόσο λάδι σοῦ πέφτει, κακομοίρη μου; τοῦ λέει ὁ Πνευματικός, πήγαινε νὰ κοινωνήσεις!». Ἦταν ἕντεκα ἄτομα καὶ ἔτρωγαν δυὸ κουταλάκια λάδι ὅλο κι ὅλο καὶ τὸν πείραζε ὁ λογισμός!
Ἔχω γνωρίσει λαϊκοὺς ποὺ ἁγίασαν μὲ τὴν ἄσκηση ποὺ ἔκαναν.  Νά, δὲν ἔχει πολλὰ χρόνια ποὺ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐργαζόταν γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ἕνας λαϊκὸς μὲ τὸ παιδί του. Ἔπειτα βρέθηκε μιὰ καλὴ δουλειὰ στὴν πατρίδα τους καὶ ὁ πατέρας ἀποφάσισε νὰ φύγη καὶ νὰ πάρη καὶ τὸ παιδί, γιὰ νὰ εἶναι ὅλη ἡ οἰκογένεια κοντά.
Τὸ παιδί του ὅμως εἶχε συγκινηθῆ ἀπὸ τὴν ἄσκητικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν καὶ ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του καὶ τὴν κοσμικὴ ζωὴ μὲ τὸ ἄγχος δὲν θέλησε νὰ τὸν ἀκολουθήση καὶ νὰ γυρίση στὸν κόσμο. «Ἀφοῦ πατέρα, ἔχεις καὶ ἄλλα παιδιά,  τοῦ εἶπε, ἄφησε καὶ ἕνα στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας». Ἐπειδὴ ἐπέμενε, ἀναγκάσθηκε ὁ πατέρας του νὰ τὸν ἀφήση.
 Τὸ παλληκάρι αὐτὸ ἦταν ἀγράμματο, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐαίσθητο καὶ εἶχε πολὺ φιλότιμο καὶ ἁπλότητα.
Αἰσθανόταν τὸν ἑαυτό του πολὺ ἀνάξιο, γιὰ νὰ γίνη μοναχός, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι δὲν θὰ μπορέση νὰ ἀνταποκριθῆ στὰ μοναχικὰ του καθήκοντα.  Βρῆκε λοιπὸν μιὰ μικρὴ καλύβα, ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦσαν παλιὰ γιὰ τὰ ζῶα, ἔκλεισε μὲ πέτρες καὶ φτέρες τὴν πόρτα καὶ τὸ παράθυρο καὶ ἄφησε μιὰ μικρὴ στρογγυλὴ τρύπα, γιὰ νὰ μπαινοβγαίνη στρυμωχτά, τὴν ὁποία ἔκλεινε ἀπὸ μέσα μὲ ἕνα κουρελιασμένο παλτὸ, ποὺ εἶχε βρεῖ ἐκεῖ πεταγμένο.  Οὔτε φωτιὰ δὲν ἄναβε. Οἱ φωλιὲς τῶν πουλιῶν φυσικὰ ἦταν καλύτερες ἀπὸ τὴν φωλιὰ του, ὅπως καὶ τὰ γιατάκια τῶν ζώων πάλι ἦταν καλύτερα ἀπὸ τὸ δικό του.
 Τὴν χαρὰ ὅμως ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ ψυχὴ δὲν τὴν ἔχουν ὅσοι ζοῦν σὲ πλούσια παλάτια, γιατὶ αὐτὸς ἀγωνιζόταν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν κοντά του, ὄχι μόνο στὴν καλύβα του, ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ πνευματικό του σπίτι, στὸ σῶμα του, στὴν καρδιὰ του. Γι’ αὐτὸ ζοῦσε μέσα στὸν Παράδεισο. Ἀπὸ τὴν φωλιά του ἔγβαινε κατὰ καιρούς καὶ περνοῦσε ἀπὸ κανένα Κελλί, στὸ ὁποῖο οἱ Πατέρες εἶχαν ἐξωτερικὲς ἐργασίες στοὺς κήπους.
 Βοηθοῦσε στὶς δουλειὲς καὶ τοῦ ἔδιναν λίγο παξιμάδι καὶ λίγες ἐλιές. Ἐὰν δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἐργασθῆ, δὲν δεχόταν εὐλογίες.  Τὶς εὐλογίες ποὺ ἔπαιρνε, ἔπρεπε νὰ τὶς πληρώση μὲ τὴν ἐργασία του διπλά.  Φυσικὰ τὴν πνευματική του ζωὴ μόνον ὁ Θεὸς τὴν γνώριζε, γιατὶ ζοῦσε στὴν ἀφάνεια, ἁπλὰ καὶ ἀθόρυβα. Ἀπὸ ἕνα ὅμως περιστατικὸ ποὺ ἔγινε γνωστὸ μπορεῖ κανεὶς πολλὰ νὰ καταλάβη.
 Μιὰ φορὰ πέρασε ἀπὸ ἕνα μοναστήρι καὶ ρώτησε πότε ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ -ἄν καὶ γι’ αὐτὸν ὅλος ὁ χρόνος σχεδὸν ἦταν Μεγάλη Σαρακοστή-, καὶ ὕστερα πῆγε καὶ κλείστηκε στὴν φωλιά του.  Πέρασαν σχεδὸν τρεῖς μῆνες, χωρὶς νὰ καταλάβη πότε πέρασαν.  Κάποια μέρα βγῆκε καὶ πῆγε σὲ ἕνα μοναστήρι νὰ ρωτήση πότε εἶναι τὸ Πάσχα.
Παρακολούθησε τὴν ἀκολουθία, κοινώνησε στὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἐν συνεχείᾳ πῆγε μὲ τοὺς Πατέρες στὴν τράπεζα.  Βλέπει στὴν τράπεζα κόκκινα αὐγὰ -ἦταν ἀπόδοση τοῦ Πάσχα.  Παραξενεύτηκε καὶ ρώτησε ἕναν ἀδελφό: «Καλὰ ἦρθε τὸ Πάσχα;». «Τί Πάσχα; τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ἀδελφός.  Αὔριο εἶναι τῆς Ἀναλήψεως!».
Δηλαδὴ εἶχε νηστέψει ὅλη τὴν Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἄλλες σαράντα μέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως! Μὲ τέτοιον τρόπο ἀγωνιζόταν μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του.  Τὸν βρῆκε νεκρὸ ἕνας κυνηγὸς δύο μῆνες μετὰ τὸν θάνατό του καὶ εἰδοποίησε τὴν ἀστυνομία καὶ τὸν γιατρὸ. Ὁ γιατρὸς μοῦ εἶπε: «Ὄχι μόνος δὲν μύριζε, ἀλλὰ ἀντιθέτως εἶχε μιὰ εὐωδία».




10. Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἀπολυτίκιο τῶν Ὁσίων: «Τῆς ἐρήμου πολίτες καὶ ἐν σώματι ἄγγελος».
11. Α΄Κορ. 3,17.

Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 177-181 τοῦ βιβλίου:

       ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
                           ΛΟΓΟΙ Δ΄
             ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
               ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»


             http://anavaseis.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου