Σελίδες

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Γιατί ἐκκλησιαζόμαστε;

ΚΥ­ΡΙ­Ώ­ΤΕ­ΡΟΣ ΣΚΟ­ΠΟΣ ΤΟΥ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑ­ΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ Ε­ΠΟ­ΧΗ ΤΗΣ ΚΑΙ­ΝΗΣ ΔΙ­Α­ΘΗ­ΚΗΣ
Πρε­σβυ­τέ­ρου Χα­ρα­λά­μπους Νε­ο­φύ­του ΛΕ­ΜΕ­ΣΟΣ 2009

Ἡ ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ∙  καί γιά νά κρα­τη­θεῖ στή ζω­ή κά­θε ζων­τα­νό σῶ­μα ἤ ὀρ­γα­νι­σμός χρει­ά­ζε­ται τήν ἀ­πα­ραί­τη­τη δι­α­τρο­φή, ἀλ­λά καί φρον­τί­δα.  Ἔ­τσι καί ἡ ἐκ­κλη­σί­α χρει­ά­ζε­ται τρο­φή, φρον­τί­δα καί τήν ἀ­νά­λο­γη πε­ρι­ποί­η­ση. Γι’ αὐ­τά βέ­βαι­α φρόν­τι­σε ἡ κε­φα­λή τοῦ σώ­μα­τος, ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός μέ δύ­ο κι­νή­σεις. 1) Ἐ­φο­δί­α­σε τήν ἐκ­κλη­σί­α μέ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα φάρ­μα­κα, εὐ­θύς με­τά τήν ἀ­νά­στα­σή Του, γιά νά θε­ρα­πεύ­ει τίς πλη­γές τῶν με­λῶν της. Τά φάρ­μα­κα αὐ­τά εἶ­ναι τά δι­ά­φο­ρα Μυ­στή­ρια πού τε­λοῦν­ται στήν ἐκ­κλη­σί­α, καί 2) γιά τή δι­α­τρο­φή καί τήν ἀ­νά­πτυ­ξή της, ἔ­δω­σε τό ἴ­διό του τό σῶ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο προ­σφέ­ρε­ται σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Ἔ­τσι ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος σκο­πός πού συ­νά­γε­ται κά­θε Κυ­ρια­κή στό να­ό, ἡ ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι νά με­τά­σχει στό Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, γιά νά τρα­φεῖ, νά ζή­σει καί νά προ­ο­δεύ­σει πνευ­μα­τι­κά κά­θε μέ­λος τοῦ σώ­μα­τος. Αὐ­τή ἡ συμ­με­το­χή στήν τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­ταν γί­νε­ται σω­στά καί μέ ἐ­πί­γνω­ση, κα­θα­ρί­ζει τόν χρι­στια­νό, τόν φω­τί­ζει, τόν ἁ­γιά­ζει καί τόν κα­θι­στᾶ να­ό τοῦ Θε­οῦ καί μέ­το­χο τῆς θε­ώ­σε­ως.
Γιά τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα αὐ­τῆς τῆς συμ­με­το­χῆς βε­βαι­ω­νό­μα­στε  ἄν ρί­ξουμε μιά μα­τιά στούς λό­γους τοῦ Κυ­ρί­ου, στά εὐ­αγ­γέ­λια..
Ὄ­ταν ἀ­κό­μα ζοῦ­σε ὁ Κύ­ριος ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς.­..ἐ­άν κα­νείς φά­γη ἀ­π’ αὐ­τόν τόν ἄρ­τον, θά ζῆ αἰ­ω­νί­ως»( Ἰ­ω­άν. Στ΄ 48-51) Καί λί­γες μέ­ρες πρίν τή σταύ­ρω­σή Του,  πα­ρέ­δω­σε καί ἐ­θε­σμο­θέ­τη­σε τό αἰ­ώ­νιο Δεῖ­πνο, ἔ­δει­ξε τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά γι­νό­ταν στό μέλ­λο τό θεῖ­ο Δεῖ­πνο γιά να τρέ­φον­ται οἱ πι­στοί.( Ματθ. κστ΄ 26-28) Ὁ Ἴ­διος πά­λιν λέ­γει: «Ἀ­λη­θι­νά, ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­γω, ἐ­άν δέν φά­γε­τε τή σάρ­κα τοῦ  Υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν πί­ε­τε τό αἷ­μα του, δέν θά ἔ­χε­τε ζω­ή μέ­σα σας» Ἀ­κό­μα αὐ­τός πού  με­τα­λαμ­βά­νει τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου, ἑ­νώ­νε­ται μα­ζί Του. «Ὁ τρώ­γων μου τήν σάρ­κα καί πί­νων μου τό αἷ­μα, ἐν ἐ­μοί μέ­νει κἀ­γώ ἐν αὐ­τῷ» (Ἰ­ω­άν. Στ΄ 54).
Ὁ δέ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, γρά­φει στούς χρι­στια­νούς τῆς Κο­ρίν­θου ὅ­τι πα­ρέ­λα­βε τό μυ­στή­ριο τῆς Θεί­α Με­τα­λή­ψε­ως ἀ­πό τόν Κύ­ριο καί τό πα­ρέ­δω­κε σ’ αὐ­τούς, καί πρέ­πει νά συμ­με­τέ­χουν σω­στά, για­τί ἔ­τσι δι­α­κυ­ρήτ­τουν τό θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου μέ­χρι πού  ξα­να­έλ­θει στόν κό­σμο. (α΄Κο­ρινθ. Ι­α¨23-26)
Ἔ­τσι λοι­πόν φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος σκο­πός πού ἡ ἐκ­κλη­σί­α συ­νά­γε­ται μέ­σα στό να­ό εἶ­ναι ἡ τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας καί ἡ με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ἀ­θα­να­σί­α καί ἡ θε­ο­ποί­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α λοι­πόν εἶ­ναι ἡ τρά­πε­ζα πού ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά νά θρέ­ψει τή  ψυ­χή μέ τρο­φή ἀ­θα­να­σί­ας καί αι­ώ­νιας ζω­ῆς. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως οἱ χρι­στια­νοί δέν ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται, δέν συμ­με­τέ­χουν στό με­γά­λο αὐ­τό δεῖ­πνο τοῦ Κυ­ρί­ου καί ζη­μι­ώ­νον­ται ἀ­φάν­τα­στα.
Ἐ­νῶ κλη­ρι­κοί και λα­ϊ­κοί θε­ο­λό­γοι, και ἐ­ξο­μο­λό­γοι προ­τρέ­πουν κά­θε χρι­στια­νό νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­ται τα­κτι­κά, και να ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται και να κοι­νω­νᾶ, ἐ­λά­χι­στους χρι­στια­νούς βλέ­που­με να προ­σέρ­χον­ται στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη, ἀλ­λά ὅ­λους τους βλέ­που­με να πα­ρα­κο­λου­θοῦν τη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, πρᾶγ­μα πού κα­τά  τόν  ἱ­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο εἶ­ναι ἄ­το­πο και ζη­μι­ο­γό­νο, ἐ­άν πα­ρα­κο­λου­θοῦν τη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέ συμ­με­τέ­χουν στήν Τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου, χω­ρίς να δι­α­φω­τί­ζει κα­νείς αὐ­τούς τούς  χρι­στια­νούς, ἀλ­λ’ οὔ­τε και να τους κα­θο­δη­γή­σει πῶς πρέ­πει νά ἐ­νερ­γοῦν για να εἶ­ναι σί­γου­ρα στό δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας. Ἐ­πι­κρα­τεῖ μιά ἄ­γνοι­α καί ἀ­κα­τα­στα­σί­α με­τα­ξύ των χρι­στια­νῶν καί θά ἔ­πρε­πε ἡ δι­οι­κοῦ­σα ἐκ­κλη­σί­α νά ἐν­δι­α­φερ­θεῖ καί νά δι­α­φω­τί­σει τούς χρι­στια­νούς.
Ἔ­χου­με σή­με­ρα ἐ­νώ­πιόν μας δύ­ο θέ­μα­τα∙ α) ἡ συμ­με­το­χή στή  Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί  στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη. Καί β) ἡ συμ­με­το­χή στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἀλ­λά ό­χι στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη.
Καί τά δύ­ο θέ­μα­τα πού προ­βά­λα­με πιό πά­νω, ἀ­φο­ροῦν τούς  ἰ­δί­ους χρι­στια­νούς· ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται καί προ­σέρ­χον­ται ἄ­ξια στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη, ἀλ­λά με­ρι­κές φο­ρές το χρό­νο. Οἱ ἴ­διοι χρι­στια­νοί, ἀλ­λά καί με­ρι­κοί ἄλ­λοι προ­σέρ­χον­ται στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α κά­θε Κυ­ρια­κή ἤ γι­ορ­τή καί δέ συμ­με­τέ­χουν στή Θεί­α Τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου, καί ἐ­δῶ εἶ­ναι τό με­γά­λο πρό­βλη­μα κα­τά τόν  ἅ­γιο Χρυ­σό­στο­μο.
Στή συ­νέ­χεια θά πα­ρα­θέ­σω ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πό τό λό­γο ἁ­γί­ου πα­τρός γιά να βγά­λου­με τά ἀ­ναγ­καί­α συμ­πε­ρά­σμα­τα. Λέ­γει λοι­πόν ὁ ἱ­ε­ρός πα­τέ­ρας: «Πο­λούς βλέ­πω νά με­τα­λαμ­βά­νουν α­πό τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ἁ­πλῶς καί ὡς ἔ­τυ­χε, καί μᾶλ­λον ἀ­πό συ­νή­θειαν καί ὑ­πο­χρέ­ω­σιν, πα­ρά ἀ­πό στο­χα­σμόν καί γνῶ­σιν. Ὅ­ταν ἔλ­θῃ, λέ­γει, ὀ και­ρός τῆς ἁ­γί­ας τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἤ ἡ­μέ­ρα τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων, ὅ­πως κι  ἄν εἶ­ναι κα­νείς, με­τέ­χει τῶν μυ­στη­ρί­ων. Κι  ὅ­μως και­ρός γιά νά προ­σέλ­θης δέν εἶ­ναι τά Θε­ο­φά­νεια, οὔ­τε ἡ τεσ­σα­ρα­κο­στή, ἀλ­λ’ ἡ εἰ­λι­κρί­νεια καί ἡ κα­θα­ρό­της τῆς ψυ­χῆς. ὅ­ταν ἔ­χεις αὐ­τήν, πάν­το­τε νά προ­σέρ­χε­σαι, χω­ρίς αὐ­τήν πο­τέ. «Δι­ό­τι κά­θε φο­ράν πού τρώ­γε­τε τόν ἄρ­τον τοῦ­τον καί πί­νε­τε ἀ­πό τό πο­τή­ριο τοῦ­το, δι­α­κη­ρύσ­σε­τε τόν θά­να­τον τοῦ Κυ­ρί­ου ἕ­ως ὅ­του ἔλ­θει». Δη­λα­δή κά­μνε­τε ὑ­πό­μνη­σιν τῆς σω­τη­ρί­ας πού ἐ­δό­θη εἰς ἐ­σᾶς, τῆς ἰ­δι­κῆς μου εὐ­ερ­γε­σί­ας. Σκέ­ψου, ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι με­τεῖ­χον εἰς τήν θυ­σί­αν εἰς τήν πα­λαι­άν ἐκ­κλη­σί­αν, μέ πό­ση φει­δώ προ­σήρ­χον­το∙ τί δέ ἔ­κα­μνον; Τί πα­ρέ­λει­πον; Πάν­το­τε ἐ­κα­θα­ρί­ζον­το. Ἐ­νῶ ἐ­σύ προ­σερ­χό­με­νος εἰς θυ­σί­αν, τήν ὁ­ποί­αν καί οἱ ἄγγε­λοι φρίτ­τουν, θε­ω­ρεῖς ὄ­τι τό πρᾶγ­μα ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τάς χρο­νι­κάς πε­ρι­ό­δους;

Γι’ αὐ­τούς πού πα­ρευ­ρί­σκον­ται στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέ με­τα­λαμ­βά­νουν λέ­γει∙ «Ὤ τί συ­νή­θεια, ὤ τί πρό­λη­ψις! Εἰς μά­την γί­νε­ται θυ­σί­α κα­θη­με­ρι­νῶς, εἰς μά­την πα­ρι­στά­με­θα εἰς τό θυ­σι­α­στή­ριον, δι­ό­τι κα­νείς δέν με­τέ­χει.»
Γι’ αὐ­τούς πού πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέν με­τα­λαμ­βά­νουν λέ­γει∙  «Λέ­γω αὐ­τά, ὄ­χι νά με­τέ­χε­τε ὄ­πως τύ­χη, ἀλ­λά διά νά προ­ε­τοι­μά­ζε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας, ὥ­στε νά γί­νε­σθε ἄ­ξιοι. Δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος τῆς θυ­σί­ας, οὔ­τε τῆς με­τα­λή­ψε­ως. Λοι­πόν δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος οὔ­τε εἰς τάς εὐ­χάς τῆς με­τα­λή­ψε­ως νά πα­ρί­στα­σαι .Ἀ­κοῦς τόν ἱ­ε­ρέ­α νά ἵ­στα­ται καί νά λέ­γει.­..νά ἀ­πέλ­θε­τε ὅ­σοι δέν ἠμ­πο­ρεῖ­τε νά προ­σφέ­ρε­τε δέ­η­σιν, σύ ἵ­στα­σαι μέ θρα­σύ­τη­τα; Δέν εἶ­σαι ὅ­μως ἀ­πό τούς με­τα­νο­ο­ῡν­τας, ἀλ­λά δύ­να­σαι νά με­τά­σχης, καί δέν φρον­τί­ζεις κα­θό­λου, θε­ω­ρεῖς τό πρᾶγ­μα ὡς ἀ­σή­μαν­το; Πρό­σε­χε σέ πα­ρα­κα­λῶ∙ ἑ­τοι­μά­ζε­ται τρά­πε­ζα βα­σι­λι­κή, ὑ­πη­ρε­τοῦν εἰς τήν τρά­πε­ζαν ἄγ­γε­λοι, πα­ρευ­ρί­σκε­ται αὐ­τός ὁ ἴ­διος ὁ βα­σι­λεύς, καί σύ ἵ­στα­σαι καί χα­σμου­ρι­έ­σαι.­.. ἔρ­χε­ται (ὁ Κύ­ριος) κά­θε φο­ρά διά νά ἴ­δη ὅ­σους με­τέ­χουν, συ­νο­μι­λεῖ μέ ὅ­λους∙ καί τώ­ρα εἰς τήν συ­νεί­δη­σιν θά εἴ­πη, φί­λοι, πῶς εὑ­ρέ­θη­τε ἐ­δῶ, ἀ­φοῦ δέν ἔ­χε­τε ἔν­δυ­μα γά­μου; Δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες εἰς τήν τρά­πε­ζαν; ἀλ­λά πρίν κα­θί­ση, λέ­γει εἰς αὐ­τόν ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νά­ξιος καί νά εἰ­σέλ­θῃ ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες, ἀλ­λά, δια­τί εἰ­σῆλ­θες; (Δές τήν πα­ρα­βο­λή τῶν βα­σι­λικῶν γά­μων).(Ματθ. Κβ΄2-14)

          Στή συ­νέ­χεια ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος σέ ἐ­κεί­νους πού  πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέν με­τα­λαμ­βά­νουν, λέ­γει: «Αὐ­τά καί τώ­ρα λέ­γει πρός ὅ­λους ἐ­μᾶς, οἰ ὁ­ποῖ­οι μέ ἀ­ναι­σχυν­τί­αν καί μέ θρά­σος ἱ­στά­με­θα ἐ­δῶ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δέν με­τέ­χει εἰς  τά μυ­στή­ρια, εἶ­ναι ἀ­ναί­σχυν­τος καί θρα­σύς ὅ­ταν ἵ­στα­ται εἰς τό να­όν. Διά τοῦ­το ἐκ­βάλ­λον­ται ἀ­πό τό να­όν ὅ­σοι εὑ­ρί­σκον­ται εἰς κα­τά­στα­σιν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος.­.. Εἰ­πέ μου, ἐ­άν κά­ποι­ος προ­σκε­κλη­μέ­νος εἰ τήν τρά­πε­ζαν, ἀ­φοῦ νί­ψη τάς χεῖ­ρας καί κα­θί­σῃ καί ἑ­τοι­μα­σθῇ διά τό φα­γη­τό, ὕ­στε­ρον ὅ­μως δέν με­τέ­χει, δέν προ­σβάλ­λει ἐ­κεῖ­νον ὀ ὀ­ποῖ­ος τόν ἐ­κά­λε­σε; Δέν ἦ­το κα­λύ­τε­ρον αὐ­τός νά μή ἔλ­θῃ; Ἔ­τσι λοι­πόν καί σύ ἦλ­θες, ἔ­ψαλ­λες τόν  ὔ­μνο μα­ζί μέ ὅ­λους, ὡ­μο­λό­γη­σες ὅ­τι εἶ­σαι ἄ­ξιος κα­θ’­ ὅ­σον δέν ἔ­φυ­γες μα­ζί μέ τούς ἀ­να­ξί­ους∙ πῶς ἔ­μει­νες καί δέν με­τέ­χεις εἰς τήν τρά­πε­ζαν;­.­.­.»
          Συ­νε­χί­ζον­τας προ­τρέ­πει ὅ­σους δέν θά  με­τα­λά­βουν νά μήν μεί­νουν στήν τέ­λε­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου∙ «ὄ­ταν ὄ­μως πα­ρευ­ρί­σκε­σαι (στό να­ό) κα­τά τήν  ὥ­ρα τοῦ μυ­στη­ρί­ου, φύ­γε ἔ­ξω∙ δι­ό­τι δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται εἰς σέ νά πα­ρα­μέ­νης πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­π’ ὅ­σον ἕ­νας κα­τη­χού­με­νος
 (Ἀ­πό τόν τρῖ­το λό­γο τοῦ Ι­ω­άν­νου του Χρυ­σο­στό­μου στήν προς Ἐ­φε­σί­ους ἐ­πι­στο­λήν)
Πιό εἶ­ναι λοι­πόν τό συμ­πέ­ρα­σμα τῶν ὅ­σων ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γιός μας; Σί­γου­ρα τό συμ­πέ­ρα­σμα εἶ­ναι ὅ­τι δέν γί­νε­ται νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ κά­ποι­ος τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α χω­ρίς νά  εἶ­ναι ἄ­ξιος νά κοι­νω­νή­σει.­
Ἐ­δῶ ὄ­μως προ­κύ­πτει ἀ­μέ­σως τό ἐ­ρώ­τη­μα∙ Τί πρέ­πει νά γί­νει; Νά μήν ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε ἀ­φοῦ δέ θά με­τα­λά­βου­με; Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό ἡ ἀ­πἀν­τη­ση εἶ­ναι: Νά φροντί­ζου­με νά  κα­θα­ρι­ζό­μα­στε καί νά ἐκ­κλησι­α­ζό­μα­στε καί νά με­τέ­χου­με τῆς τρά­πε­ζας τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­ξί­ως, ὅ­πως γι­νό­τα­νε στήν  ἀρ­χαί­α ἐκ­κλη­σί­α∙ ἄν θέ­λου­με νά εἴ­μα­στε ζων­τα­νά μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἀ­πό τήν πο­λύ­χρο­νη ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κή πεῖ­ρα, δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι ἠ κα­τά­στα­ση μπο­ρεῖ νά δι­ορ­θω­θεῖ ἄν  ὄ­λοι οἱ ἐ­ξο­μο­λό­γοι ἀ­να­λά­βουν μιά συ­νε­χεῖ προ­σπά­θεια νά δι­α­φω­τί­σουν τούς χρι­στια­νούς ποι­ά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να τά ἀ­μαρ­τή­μα­τα πού ἐμ­πο­δί­ζουν τή θεί­α Με­τά­λη­ψη καί ποι­ά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν τή  θεί­α Με­τά­λη­ψη.
Ἁ­μαρ­τή­μα­τα θα­νά­σι­μα πού ἐμ­πο­δί­ζουν τήν θεί­α Με­τά­λη­ψη εἶ­ναι: Φι­λαυ­τί­α, ὑ­πε­ρη­φά­νεια, φι­λαρ­γυ­ρί­α, πορ­νεί­α, φθό­νος, γα­στρι­μαρ­γί­α, θυ­μός καί ἀ­μέ­λεια.Τά με­γά­λα αὐ­τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα οἰ  πε­ρισ­σό­τε­ροι χρι­στια­νοί τά ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­καν καί κα­θα­ρί­στη­καν καί δέν τά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν.
Μέ­νουν λοι­πόν τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα τῶν δι­α­προ­σω­πι­κῶν σχέ­σε­ων, τά ὁ­ποί­α εἶ­ναι μέν ἁ­μαρ­τή­μα­τα, πλη­γές, ἀλ­λά δέν προ­κα­λοῦν θά­να­το ἐ­πει­δή εὔ­κο­λα θρα­πεύ­ον­ται μέ τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Εἶ­ναι οἰ ἀ­δυ­να­μί­ες τῆς τρε­πτῆς μας φύ­σε­ως, οἱ ὁ­ποῖ­ες δύ­σκο­λα ἀ­πο­φεύ­γον­ται καί αὐ­τό τό γνω­ρί­ζει ὀ Κύ­ριος. Ὅ­σο καί ἄν προ­σέ­ξου­με ἡ ἀ­δύ­να­μη καί τρε­πτή μας φύ­ση θά μᾶς πα­ρα­σύ­ρει καί κά­που θά γλυ­στρή­σου­με.
Αὐ­τό τό ἐ­πι­ση­μαί­νει καί ἡ Γρα­φή∙ ὀ Ἰ­ώβ ἔ­λε­γε: «κα­νέ­νας (ἄν­θρω­πος) δέν εἶ­ναι κα­θα­ρός ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α» (Ἰ­ώβ 3.2). Ὁ σο­φός Σο­λο­μών: «Δέν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος πού νά μήν ἁ­μαρ­τή­σει» (Γ΄ Βα­σιλ. 8.16) κλπ.

Θά με­τα­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να κεί­με­νο ἀ­πό τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του στήν πρώ­την ἐ­πι­στο­λή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, στό στί­χο 7, 8, τοῦ πρώ­του κε­φα­λαί­ου, γιά περισσότερη κατα-νόηση.

«Ἄλ­λ’ ἐ­δῶ ἤ­θε­λεν ἀ­πο­ρή­ση τί­νας. Πῶς ὁ  Εὐ­αγ­γε­λι­στής οὗ­τος ‘­Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει ὅ­τι τούς πε­ρι­πα­τοῦν­τας ἐν τῷ φω­τί χρι­στια­νούς, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν; Ὁ γάρ ἐν τῷ φω­τί πε­ρι­πα­τῶν δέν ἁ­μαρ­τά­νει. ‘­Ἐ­άν γάρ ἁ­μαρ­τά­νη, δέν πε­ρι­πα­τεῖ πλέ­ον εἰς τό φῶς; ἀλ­λά εἰς τό σκό­τος, κα­θώς εἶ­πεν ἀ­νω­τέ­ρω. Ἡ λύ­σις τῆς ἀ­πο­ρί­ας εἶ­ναι, κα­τά τόν ἵ­ε­ρον Μη­τρο­φά­νη, ὅ­τι εἶ­πε τοῦ­το ὁ θε­ο­λό­γος, ἀ­πο­βλέ­πον­τας εἰς τήν ἀ­σθέ­νειαν τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως καί γνώ­μης, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­αν ἤ­μεῖς νι­κώ­με­νοι, θέ­λον­τες καί μή θέ­λον­τες ἁ­μαρ­τά­νο­μεν. ‘­Ἐ­πει­δή μέ τό νά ἔ­χω­μεν τρε­πτήν φύ­σιν, ἀ­κο­λού­θως τή τρε­πτό­τη­τι ταύ­τη, με­τα­βαλ­λό­με­θα ἀ­πό τά κα­λά εἰς τά κα­κά, καν   ἀ­πό κα­κά πά­λιν ἐ­πι­στρέ­φω­μεν εἰς τά κα­λά. Δια­τί δέν εἰ­με­θα δυ­να­τοί νά μέ­νωμέν πάν­το­τε εἰς τήν αὐ­τήν κα­τά­στα­σιν, ἀλ­λά, ἡ πρός ἄ­το­πον πρά­ξιν πί­πτο­μεν ἡ πρός ἀ­παί­σιον λό­γον. Εἰ δέ καί ἀ­πό τά δύ­ο ταῦ­τα φυ­λα­χθῶ­μεν, ὅ­μως ἀ­πό τάς προ­σβο­λᾶς καί συν­δυ­α­σμού­ς τῶν πο­νη­ρῶν καί αἰ­σχρῶν λο­γι­σμῶν, δέν ἠμ­πο­ροῦ­μεν τε­λεί­ως νά μεί­νω­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι, Καί διά ταῦ­τα πάν­τα ἀ­να­μαρ­τη­σί­αν νά κα­τορ­θώ­σω­μεν εἰς τήν ζω­ήν μας δέν δυ­νά­με­θα, μέ τό νά πο­λε­μού­με­θα πάν­το­τε ἀ­πό τά πά­θη καί ἀ­πό τόν ἔ­χθρόν μας δι­ά­βο­λον. Καί ὁ­ποῖ­ος εἰ­πῆ πώς εἶ­ναι ἀ­να­μάρ­τη­τος, αὖ­τος ψεύ­δε­ται καί ἀ­πα­τᾶ τόν ἑ­αυ­τόν του, δια­τί ὁ τοι­οῦ­τος εἶ­ναι πι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν καί μά­την καυ­χᾶ­ται με­γα­λορ­ρη­μο­νῶν, ἐ­πει­δή ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν, ὅ­τι ὅ­ταν κά­μω­μεν ὀ­λας τάς ἔν­το­λας, νά λέ­γω­μεν ὅ­τι «δοῦ­λοι ἄ­χρει­οι ἔ­σμεν ὅ­τι ὁ ὤ­φει­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πε­ποι­ή­κα­μεν» (Λούκ. 17,10).
“Ὀ­σω γάρ γί­νε­ται τί­νας φω­τει­νό­τε­ρος μέ τά τοῦ φω­τός ἔρ­γα του, καί ὅ­σον πλη­σιά­ζει πρός τό ἀ­λη­θι­νόν καί πρῶ­τον φῶς τόν Θε­όν, τό­σον πε­ρισ­σό­τε­ρον αἰ­σθά­νε­ται καί γνω­ρί­ζει τάς ἁ­μαρ­τί­ας τοῦ τάς ὁ­ποί­ας δέν ἔ­βλε­πε πρό­τε­ρον.
Ἐ­πει­δή λοι­πόν κα­νέ­νας, ὅ­σον καί ἄν εἶ­ναι ἅ­γιος καί ὅ­σον καί ἄν πε­ρι­πα­τῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐν­το­λῶν καί τῆς α­ρε­τῆς, δέν εἶ­ναι τρό­πος νά φυ­λα­χθῆ ἀ­να­μάρ­τη­τος ἐν τή πα­ρού­ση ζω­ή, ἀλ­λά πί­πτει εἰς κά­ποι­α τι­νά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα κα­θ’ ὁ ἄν­θρω­πος. Διά τοῦ­το λέ­γει ἐ­δῶ ὁ θε­ο­λό­γος, ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὁ­πού ἐ­χύ­θη διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν, ὅ­ταν καί ἡ­μεῖς ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ­μεν αὐ­τήν καί με­τα­νο­ή­σω­μεν. Ἀλ­λά καί ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νω­μεν τό πα­νά­γιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ με­τά φό­βου καί συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας, πι­στεύ­ο­μεν ὅ­τι αὖ­τό μας γί­νε­ται εἰς ἄ­φε­σιν τῶν τοι­ού­των συγ­γνω­στῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, ὁ­πού ἐ­πρά­ξα­μεν ἑ­κου­σί­ως ἡ ἀ­κου­σί­ως, ἐν γνώ­σει ἡ ἐν α­γνοί­α κα­τά τι­νά πε­ρί­στα­σιν καί ἀν­θρώ­πι­νην ἀ­σθέ­νειαν”.
Ὑ­πάρ­χουν σί­γου­ρα καί ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, εἶ­ναι τά λε­γό­με­να συ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τά ὀ­ποῖ­α εὔ­κο­λα ἀ­πα­λεί­φον­ται· αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει καί ὀ Ἰ­ω­άν­νης στήν  ἐ­πι­στο­λή του.(Α΄. Ἰ­ω­άν. 4, 16) τά ὁποῖα περιγράφονται πιό κάτω.
καί ὅ ἅ­γιος Ἀ­να­στά­σιος ὅ Ἀν­τι­ο­χεί­ας- «εἴ­σι γάρ τι­νές διά χρό­νου με­τα­λαμ­βά­νον­τες, ἔκ­δί­δου­σιν ἑ­αυ­τούς τή ἁ­μαρ­τί­α .­.. Ἄλ­λοι δέ πά­λιν συ­χνο­τέ­ρως με­τα­λαμ­βά­νον­τες, πα­ρα­φυ­λάτ­του­σιν ἑ­αυ­τούς πολ­λά­κις ἀ­πό πολ­λῶν κα­κῶν, φο­βού­με­νοι τό κρί­μα τῆς με­τα­λή­ψε­ως. Ο­κο­ϋν, εἰ μέν μι­κρά τι­νά καί ἀν­θρώ­πι­νά καί εὔ­συγ­χώ­ρη­τα πταί­ο­μεν, οἶ­ον διά γλώσ­σης,  δί’ ἄ­κο­ῆς δί’ ὄ­φθαλ­μῶν κλε­πτό­με­νοι,  κε­νο­δο­ξί­ας,   λύ­πης,   θυ­μο­ϋ,   ἡ τι­νός τῶν τοι­ού­των, κα­τα­μεμ­φό­με­νοι ἑ­αυ­τούς καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νοι τῷ Θε­ῶ, οὕ­τω τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων με­τέ­χο­μεν, πι­στεύ­ον­τες ὅ­τι εἰς κά­θαρ­σιν τῶν τοι­ού­των, ἤ με­τά­λη­ψις τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων γί­νε­ται». 

Νο­μί­ζω ὅ­τι ἔ­χει ξε­κα­θα­ρί­σει τό θέ­μα καί φαί­νε­ται ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο λοι­πόν πού λεί­πει εἶ­ναι ἡ προ­σπά­θεια δι­α­φώ­τι­σης τῶν χρι­στια­νῶν γιά να βο­η­θη­θοῦν νά κα­τα­λά­βουν τήν πραγ­μα­τη­κό­τη­τα καί νά μήν ἔ­χουν ἀ­ό­ρι­στες ἐ­νο­χές καί νά στε­ροῦν­ται τοῦ ἄρ­του τῆς ζω­ῆς καί ὄ­χι μό­νο, ἀλ­λά καί νά ἁ­μαρ­τά­νουν κα­τά τόν ἱ­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο.
 Ἀρ­κε­τοί ἀ­πό τούς χρι­στια­νούς πού ἔρ­χον­ται στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση γιά πολ­λά χρό­νια, λέ­νε∙ «δέν ἔ­χω κά­τι πού μέ  βα­ρύ­νει, ἔ­χω τά κα­θη­με­ρι­νά». Δη­λα­δή τίς κα­θη­με­ρι­νές σχέ­σεις μέ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του καί μέ τίς σχέ­σεις του μέ τούς  συ­να­δέλ­φους του στήν ἐρ­γα­σί­α καί μέ τήν κοι­νω­νί­α γε­νι­κά. Ὅ­πως ἕ­νας λό­γος πα­ρα­πά­νω, ἕ­νας θυ­μός, ἕ­νας ἁ­μαρ­τω­λός λο­γι­σμός πού πέ­ρα­σε, μιά συ­ζή­τη­ση, ἤ ἕ­να κου­τσομ­πο­λιό τῆς ὥ­ρας. Δέν πρέ­πει νά ξε­χνοῦ­με ὄ­τι γνω­ρί­ζει ὀ Θε­ός τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας καί τήν εὔ­κο­λη με­τα­βο­λή μας καί εὔ­κο­λα μᾶς κα­θα­ρί­ζει ὅ­ταν τά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με αὐ­τά. Αὐ­τό βγαί­νει μέ­σα ἀ­πό ὅ­σα λέ­χθη­καν πιό πά­νω.

Ἄς ἀρ­χί­σει λοι­πόν μιά πραγματική καί συνεχής  προ­σπά­θεια ἀπό τούς ἐ­ξο­μο­λό­γους, νά δι­α­φω­τί­σουν πλήρως τούς χρι­στια­νούς, νά ὁ­δη­γη­θοῦν στή συ­χνή θεί­α Με­τά­λη­ψη. Για­τί ὅ­ταν κά­ποι­ος θά κοι­νω­νᾶ συ­χνά, θά προ­σέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο τή δι­α­γω­γή του καί σί­γου­ρα θά προ­ο­δεύ­ει μνευ­μα­τι­κά ἔ­στω κι’ ἄν κά­πο­τε πέ­φτει σέ κά­ποι­ο συ­γνω­στό ἁ­μάρ­τη­μα, τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου θά τόν κα­θα­ρί­ζει πάν­το­τε, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει πιό πά­νω καί ὁ Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της.
      Εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὁ­τι τό θέ­μα τῆς  προ­ε­τοι­μα­σί­ας δέν εἶ­ναι τό­σο πο­λύ δύ­σκο­λο ό­σο τό πα­ρου­σι­ά­ζου­με∙ ἄν τό ἀ­πο­φα­σί­σει ὁ χρι­στια­νός, ὁ χρι­στια­νός πού ἀ­γα­πᾶ τόν Χρι­στό καί θέ­λει νά  εἰ­σέλ­θει στή βα­σι­λεί­α Του. Δύ­σκο­λο τό κά­νει τό δι­κό μας θέ­λη­μα καί οἱ μι­κρές μας ἀ­δυ­να­μί­ες πού τίς ἐκ­με­τα­λεύ­ε­ται ὁ σα­τα­νᾶς καί μᾶς πα­ρα­σύ­ρει στό θέ­λη­μά του. Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­γα­πᾶ τό Θε­ό καί πο­θεῖ τόν Πα­ρά­δει­σο, ὑ­πο­τά­ξει τό θέ­λη­μά του στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τό­τε γί­νον­ται εὔ­κο­λα τά πράγ­μα­τα ἐ­πει­δή βο­η­θᾶ καί ὁ Θε­ός. Ὁ χρι­στια­νός σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση πού νο­μί­ζει ὄ­τι θά ἁ­μαρ­τή­σει, ἄς θυ­μᾶ­ται ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πεν ὀ Πάγ­καλ­λος Ἰ­ω­σήφ ὁ­ταν τόν προ­κα­λοῦ­σε ἡ ἁ­μαρ­τί­α: «Δέν πρό­κει­ται νά κά­νω τό πο­νη­ρό τοῦ­το πρᾶγ­μα ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου» Ἄς  συ­ναι­σθα­νό­μα­στε ὅ­τι βρι­κό­μα­στε πάν­το­τε κά­τω ἀ­πό τό ἄ­γρυ­πνο μά­τι τοῦ Κυ­ρί­ου, καί μέ τή βο­ή­θειά του θά μπο­ροῦ­με σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α νά με­τα­λαμ­βά­νου­με ἀ­πό τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα Του.
Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α καί πολ­λοί χρι­στια­νοί πού ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται καί  δέν ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται εἴ­τε τούς ἐμ­πο­δί­ζει ὀ ἐ­γω­ϊ­σμός τους καί ἡ ἄ­γνοι­ά τους ἀ­κό­μα, καί κοι­νω­νοῦν με­ρι­κές φο­ρές τίς με­γά­λες γι­ορ­τές καί τοῦ­το εἰ κα­τά­κρι­μά τους. Γι’ αὐ­τούς θά πρέ­πει νά ἀ­να­λη­φθεῖ με­γά­λη ἐκ­στρα­τεί­α συ­νε­χοῦς δι­α­φώ­τι­σης καί νά μήν πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε στίς συ­νή­θεις πα­ρο­τρύν­σεις πού  γί­νον­ται πρό­χει­ρα καί προ­σω­ρι­νά με μη­δα­μι­νά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Μό­νο μιά δυ­να­μι­κή ἐ­πέμ­βα­ση πά­νω σέ σω­στή καί ὠρ­γα­νω­μέ­νη βά­ση, μέ προ­φο­ρι­κό καί ἔν­τυ­πο λό­γο καί τήν ὁ­ποί­α θά συν­το­νί­ζει ἡ κά­θε Μη­τρό­πο­λη, στήν ὁ­ποί­α θά  στρα­τευ­θοῦν κλη­ρι­κοί καί λα­ϊ­κοί θε­ο­λό­γοι, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ καί τήν ἀ­γά­πη πρός τόν ἄν­θρω­πο ἴ­σως θά φέ­ρει τά πο­θού­με­να ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα γιά νά βλέ­που­με τούς χρι­στια­νούς μας νά με­τέ­χουν στό σω­στι­κό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως.
http://oparadeisos.wordpress.com/2011/11/17/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B5%CF%89%CF%82-%CE%BA/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου