Σελίδες

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Τά κρίματα τοῦ Θεοῦ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)


undefined
ΤΑ ΚΡΙΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ που γεύθηκε τόσα α­πόρρητα μυστήρια και που ανέβηκε στον τρίτο ουρανό, καθώς μελετούσε τα κρίματα τού Θεού, αισθάνθηκε ίλιγγο σαν να κοίταζε σε άβυσσο. Προσπαθώντας να ερευνήση το βάθος τού πλούτου και της σοφίας και της γνώσεως τού Θεού, δεν αισθάνθηκε τίποτε άλλο παρά μόνο κατάπληξι. Κατεπλάγη και σταμάτησε αμέσως την έρευνα. Εάν έτσι αντιμετώπισε τα πρά­γματα ο Απόστολος, εμείς τι ματαιοπονούμε να εξετάζουμε περίεργα αυτά που δεν εξερευνώνται και να εξιχνιάζουμε αυτά που είναι ανεξιχνίαστα;

Σάς παρακαλώ και σάς ικετεύω: Ας μη φθάσουμε σ' αυτό το σημείο τού παραλογισμού. Αλλά σε κάθε μας απορία ας ενθυ­μούμεθα και ας αναφέρουμε τον λόγο τού Ψαλτηρίου: «Τα κρί­ματα σου, άβυσσος πολλή» (Ψαλμ. λε', 7).
«Εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθης» (Ψαλμ. ρλη', 6). «Θα σε δοξολογήσω, Θεέ μου, διότι εφάνηκες φοβερά θαυμαστός». Τι σημαίνει «φοβερά»;
Εμείς οι άνθρωποι θαυμάζουμε πολλά πράγματα, όπως π. χ. ωραίους κίονες, επιτυχημένους ζωγραφικούς πίνακες, αν­θηρά σώματα, αλλά ο θαυμασμός μας δεν συνοδεύεται με φόβο. Θαυμάζουμε επίσης το πλάτος και το μέγεθος της θάλασσας. Θαυμάζουμε και τον αχανή βυθό της. Σαν σκύψουμε όμως να κοιτάξουμε σ' αυτόν τον βυθό, δοκιμάζουμε φόβο.
Αυτό ασφαλώς συνέβη και με τον προφήτη. Καθώς έσκυψε να ιδή το απέραντο και αχανές πέλαγος της σοφίας του Θεού, κατελήφθη από ίλιγγο, εθαύμασε, φοβήθηκε πολύ και γύρισε πίσω κράζοντας: «Θα σε δοξολογήσω, διότι εφάνηκες φοβερά θαυμαστός. Και τα έργα σου είναι θαυμάσια». Και σε άλλη περίστασι είπε: «Έγινε θαυμαστή η γνώσις σου με την μελέτη μου. Έγινε δυνατή και επιβλητική, και δεν αντέχω να την αντικρύσω» (Ψαλμ. ρλη', 6).
Ο Θεός στα μεγάλα μυστήρια της πίστεως μας εισάγει σιγά-σιγά σαν καλός παιδαγωγός. Ας θυμηθούμε ωρισμένες περι­πτώσεις από την Γραφή.
Πες μου, πως ο Ηλίας ανέβηκε επάνω στο πύρινο άρμα, αφού η φωτιά δεν ανεβάζει ψηλά, αλλά καίει; Έπειτα πως ζη τόσο χρόνο; Σε ποιόν τόπο είναι; Και γιατί να συμβή αυτό; Αλλά και ο Ενώχ σε ποιο μέρος μετετέθη; Και με τι τροφή τρέφεται; Σαν την ιδική μας; Και τι τον εμποδίζει να εμφανισθή εμπρός μας; Δεν λαμβάνει τροφή; Και γιατί να μετατεθή;
Εδώ βλέπουμε ότι ο Θεός χρησιμοποιεί παιδαγωγική τέ­χνη. Στην αρχή πραγματοποίησε την μετάθεσι τού Ενώχ. Αυτό βέβαια δεν ήταν και πολύ σημαντικό. Αλλά με αυτό μας προε­τοίμασε να δεχθούμε την άνοδο τού Ηλία.
Επίσης στην αρχή έκλεισε τον Νώε μέσα στην κιβωτό. Αυτό βέβαια δεν ήταν και πολύ σπουδαίο. Αλλά με αυτό μας προετοίμασε να δεχθούμε το κλείσιμο τού προφήτου Ιωνά στην κοιλία τού κήτους. Βλέπουμε δηλαδή ότι και στα θαυμαστά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης προηγήθηκαν προτυπώσεις.
Όπως σε μία σκάλα το πρώτο σκαλοπάτι οδηγεί στο δεύτερο και όχι στο τέταρτο, και δεν μπορείς να φθάσης στο δεύτερο αν δεν πέρασης το πρώτο, έτσι και εδώ. Τα μεν υπερ­φυσικά σημεία προετοιμάζουν τα δε.
Έπρεπε να γίνη πιστευτό ότι ο Πατήρ έχει Υιό, και ότι τον εγέννησε «απαθώς». Γι' αυτό παρουσιάζεται μία στείρα γυ­ναίκα — η Σάρρα — να γεννά τέκνο. Αλλά ας οδηγήσουμε πιο πίσω τον λόγο. Έπρεπε να πιστευθή ότι ο Υιός εγεννήθη μόνο από τον Πατέρα. Γι' αυτό παρουσιάζεται η Εύα, να προέρχεται από τον Αδάμ μόνο, χωρίς εκείνος να παύση να είναι ολόκληρος άνθρωπος. Έπρεπε επίσης να γίνη πιστευτή η γέννησις τού Χριστού από την Παρθένο. Παρουσιάζονται πριν από αυτήν στείρες γυναίκες που γεννούν και μάλιστα όχι μία φορά, αλλά και δύο και τρεις και πολλές. Δηλαδή η γέννησις από την στείρα προτύπωνε την γέννησι από την Παρθένο. Έτσι εβοηθείτο η σκέψις να δεχθή την πίστι...
Επρόκειτο ο Χριστός να αναστηθή εκ νεκρών. Και σ' αυτό βλέπουμε πολλές αποδείξεις: Τον Ενώχ, τον Ηλία, τον Ιωνά, τα όσα έγιναν στην κάμινο των Χαλδαίων, τα όσα έγιναν με τον Νώε, οι σπόροι και η βλάστησις, ο τρόπος της ιδικής μας γεννήσεως η των ζώων. Σε όλα αυτά υπάρχουν εικόνες της Ανα­στάσεως.
Επειδή το δόγμα της Αναστάσεως είναι από τα πιο σπου­δαία, γι’ αυτό και προηγήθηκαν πολλές προεικονίσεις.
Αλλά και για το Βάπτισμα προηγήθηκαν πολλά: Πολλές περιπτώσεις στην Παλαιά Διαθήκη σχετιζόμενες με νερό. Αλλά και στην Καινή Διαθήκη. Ο κατακλυσμός, η προβατική κολυμβήθρα, η θεραπεία των άρρωστων, το βάπτισμα τού Ιωάννου.
Έπρεπε να πιστευθή ότι ο Θεός παρέδωσε τον Υιό του σε θάνατο. Σ' αυτό προετοίμασε το έδαφος κάποιος άνθρωπος της Παλαιάς Διαθήκης. Ποιος είναι; Ο Πατριάρχης Αβραάμ.
Βλέπουμε λοιπόν με πόση σοφία προετοίμαζε ο Θεός τους ανθρώπους στην αποδοχή των υψηλών μυστηρίων.
Ο Θεός οικονομεί στους ευσεβείς ανθρώπους τα πρά­γματα έτσι, ώστε αυτά που μας βλάπτουν να αποβαίνουν σε όφε­λός μας. Ας θυμηθούμε μερικά περιστατικά από την Παλαιά Διαθήκη.
Ο Ιωσήφ ο γυιός τού Πατριάρχου Ιακώβ πουλήθηκε από τους αδελφούς του και κατέληξε στην Αίγυπτο, στο σπίτι τού Πετεφρή. Η γυναίκα τού Πετεφρή είχε πονηρά σχέδια για τον Ιωσήφ. Στο τέλος τον συκοφάντησε και τον έστειλε στην φυ­λακή. Ενόμιζε ότι έτσι τού κάνει κακό, αλλά συνέβη το αντίθετο. Στέλνοντάς τον στην φυλακή τον έστειλε σε ήσυχο και ασφα­λισμένο μέρος. Η φυλακή ήταν πιο καλή από το σπίτι τού Πε­τεφρή, όπου κατοικούσε τέτοιο θηρίο. 
Σ' αυτό το σπίτι είχε πολλές ανέσεις, αλλά ζούσε σε διαρ­κή φόβο από τις αμαρτωλές επιθέσεις της. Η αγωνία και ο φό­βος του ήταν χειρότερα από φυλακή. Του ήταν προτιμότερο να ζη με φυλακισμένους ανθρώπους παρά με μια μανιασμένη οικοδέσποινα. Στην φυλακή παρηγορούσε τον εαυτό του, διότι βρέ­θηκε εκεί εξ αιτίας της αγνότητός του. Ενώ όσο έμενε στο σπίτι της έτρεμε μήπως πληγωθή ψυχικά.
Κατ' ουσίαν δεν μπήκε σε φυλακή, αλλά απαλλάχθηκε από φυλακή. Ήλθε σε ρήξι με τον οικοδεσπότη, αλλά ήλθε σε περισσότερη συμφιλίωσι με τον Θεόν. Πλησίασε περισσότερο τον πραγματικό και αληθινό Δεσπότη.
Παλαιότερα οι αδελφοί του τον πούλησαν. Κατ’ ουσίαν τον ωφέλησαν, γιατί τον απήλλαξαν από την κακία τους και τις καθημερινές τους επιβουλές. Τον απεμάκρυναν από αυτούς που τον μισούσαν. Υπάρχει, αλήθεια, χειρότερο πράγμα, από το να είσαι υποχρεωμένος να ζής μαζί με αδελφούς που σε φθονούν και να αντιμετωπίζης υποψίες, φόβους και επιβουλές;
Και οι αδελφοί του και η γυναίκα του Πετεφρή άλλα εσχεδίαζαν και έπρατταν, πλην όμως ο Θεός τα έφερνε τα πράγματα σε όφελός του. Όσο ήταν τιμημένος στο σπίτι τού Πετεφρή, βρισκόταν σε κίνδυνο. Όταν βρέθηκε σε ατιμωτική κατάστασι, ζούσε σε ασφάλεια.
Και αργότερα όταν τον ξέχασε ο αρχιοινοχόος (βλέπ. Γένεσ. μ',5 - 23), σε καλό του βγήκε, διότι είχε σαν αποτέλεσμα να βγή από την φυλακή πιο επίσημα και πιο ένδοξα. Έτσι η έξοδος του από την φυλακή δεν ωφείλετο σε ανθρώπινη καλωσύνη, αλλά στην πρόνοια τού Θεού. Τον έβγαλε δηλαδή από την φυλακή ο Φαραώ, τότε που τον εχρειάσθηκε για να τού εξηγήση τα όνειρα. Και έτσι συνέβη να τον βγάλη όχι σαν βασιλεύς που έκανε μια ευεργεσία, αλλά σαν βασιλεύς που δεχόταν μια ευερ­γεσία. Δεν έπρεπε να ευεργετηθή ο Ιωσήφ σαν δούλος, αλλά έπρεπε να παρουσιασθή στον Φαραώ σαν ευεργέτης. Έπρεπε να τού συμπαρασταθή στην ανάγκη του και να κάνη φανερή την σοφία του.
Γι’ αυτό λοιπόν τον είχε λησμονήσει ο αρχιοινοχόος, για να μη τον αγνοήση η Αίγυπτος και ο Φαραώ. Αν τον θυμόταν τότε ο αρχιοινοχόος και έβγαινε από την φυλακή, ίσως να επιθυμούσε να γύριζε στην πατρίδα του, οπότε όλη η μετέπειτα ένδοξος ιστορία θα ακυρωνόταν. Γι’ αυτό δεσμευόταν από τόσες δυσκολίες, από την υπηρεσία στο σπίτι τού Πετεφρή, από την φυλακή, από το αξίωμα το βασιλικό, αργότερα, για να πρα­γματοποιηθούν τα μεγάλα σχέδια τού Θεού. Δεν υπάρχει αμφι­βολία ότι ήθελε να αναχώρηση για την πατρίδα του για να ιδή τον αγαπημένο πατέρα του Ιακώβ και να τον απαλλάξη από την οδύνη του. Αυτό φάνηκε και από το ότι αργότερα τον εκάλεσε κοντά του στην Αίγυπτο.
Έμοιαζε μ' ένα ορμητικό άλογο που ήθελε να τρέξη προς την πατρίδα του, αλλά ο Θεός που είχε ανώτερα σχέδια τον συγκρατούσε στην Αίγυπτο. Και το τελευταίο εμπόδιο που τού έφερε ήταν πολύ ένδοξο: το βασιλικό αξίωμα.
Ας εξετάσουμε λίγο και την ζωή τού Πατριάρχου Ιακώβ, τού πατέρα τού Ιωσήφ.
Τον εφθόνησε ο αδελφός του Ησαύ και τον ανάγκασε να φύγη από την πατρίδα του. Τι συνέπειες είχε αυτό; Κατ' αρ­χήν, φεύγοντας μακρυά από τον κίνδυνο βρήκε ησυχία και ασφά­λεια. Έπειτα έμαθε να εμβαθύνη περισσότερο στα πράγματα. Και ακόμη αξιώθηκε να ιδή το θαυμάσιο εκείνο όνειρο με την κλίμακα (βλέπ. Γένεσ. κη', 10 - 19).
Αλλά, θα μου πήτε, στην ξένη χώρα, στην Μεσοποτα­μία, που πήγε δούλεψε πολύ. Και στην αρχή μεν βρήκε γυναίκα να νυμφευθή και απέκτησε την εύνοια τού πεθερού του, τού Λαβαν, αλλά κατόπιν ο Λαβαν τον εξαπάτησε δίδοντας του την Λεία, αντί την Ραχήλ. Ναι, συνέβη αυτό, πλην όμως απέβη προς όφελός του, διότι έτσι απέκτησε πολλά παιδιά. Αργότερα ο Λάβαν του έδειξε μίσος. Αλλά και αυτό απέβη προς όφελός του, διότι έγινε αφορμή να γυρίση στην πατρίδα του. Εάν εκεί τού επήγαιναν όλα καλά, δεν θα σκεπτόταν την πατρίδα του. Ο Λα­βαν τού κράτησε τον μισθό από τους κόπους του. Αλλά και αυτό δεν τον ζημίωσε καθόλου, αφού προώδευσε και πλούτη σε πε­ρισσότερο από τον Λαβαν. 
Τι βλέπουμε λοιπόν; Όσο περισσότερη εχθρότητα και επιβουλή δοκίμαζαν αυτοί οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο προώδευαν.
Ο Ιακώβ αν δεν νυμφευόταν πρώτα την Λεία, δεν θα αποκτούσε σύντομα τόσα παιδιά, αλλά θα ήταν επί έτη άτεκνος και θα θρηνούσε, όπως ακριβώς και η Ραχήλ. Επίσης αν ο Λάβαν δεν τού στερούσε τον μισθό του, δεν θα νοσταλγούσε την πατρίδα του, δεν θα συνδεόταν περισσότερο με τις γυναίκες του, δεν θα επέστρεφε ένδοξος στην χώρα του, δεν θα συναντούσε στον δρόμο τους αγγέλους και τον ίδιο τον Θεόν...
Είναι αξιοθαύμαστο πράγμα ότι ο Θεός μας ευεργετεί όχι με αυτά που φαίνονται ευνοϊκά, αλλά με αυτά που είναι αντί­θετα και εχθρικά. Ας φέρουμε μερικά παραδείγματα.
Ο Φαραώ έδωσε εντολή να ρίχνωνται στον ποταμό τα βρέφη των Ισραηλιτών. Αν δεν γινόταν αυτό, δεν θα σωζόταν ο Μωϋσής και δεν θα ανατρεφόταν στα ανάκτορα. Όσο βρισκό­ταν ασφαλισμένος στο σπίτι του, δεν είχε καμμιά ιδιαίτερη τιμή, όταν όμως εξετέθη στον κίνδυνο, τότε απέκτησε τιμή και δόξα.
Επέτρεψε ο Θεός να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, για να δείξη το «εύπορον» και το «ευμήχανόν» Του, πόσο εύκολα δηλαδή μπορεί να βρή λύσι και διέξοδο σε δύσκολα και άλυτα ζητήματα.
Έπειτα ένας Ισραηλίτης είπε απειλητικά στον Μωϋσή: «Μήπως θέλεις να με φονεύσης»; Και αυτό τον ωφέλησε, γιατί φοβήθηκε και κατάλαβε ότι πρέπει να αναχώρηση από την Αίγυπτο. Έτσι έφυγε στην έρημο τού Σινά. Αυτό έγινε κατά θεϊκή οικονομία. Διότι στην έρημο τού Σινά αξιώθηκε να ιδή το όραμα εκείνο το θαυμάσιο της φλεγόμενης βάτου, συμπληρώθηκε ο απαραίτητος χρόνος, εμβάθυνε σε σοφές σκέψεις, έζησε μακρυά από τους κινδύνους της Αιγύπτου.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Ααρών. Όταν επανεστάτησαν εναντίον του οι υιοί τού Κορέ και τού αμφισβήτησαν το αξίωμα της ιερωσύνης, τότε ο Θεός με το θαύμα της ράβδου που εβλάστησε τον ανέδειξε λαμπρότερο (Αριθμ. κεφ. ιστ' και χζ').
Ας θυμηθούμε τους τρεις Παίδας της Παλαιάς Διαθήκης.
Εσύ τώρα παρατήρησε και μελέτησε το εξής πράγμα: Ο διάβολος χρησιμοποιεί ωρισμένα μέσα για να πολεμήση τους δούλους τού Θεού. Και συμβαίνει ώστε με αυτά τα ίδια τα μέσα να καταστρέφη την ιδική του δύναμι. Αυτό βέβαια γίνεται όχι διότι το θέλει αυτός, αλλά διότι ο σοφός και «ευμήχανος» Θεός κάνει ώστε τα όπλα του και τα τεχνάσματά του να στραφούν ενάντια στο κεφάλι του.
Αυτό ακριβώς συνέβη και με τους τρεις Παίδας. Ο διά­βολος έβαλε στον τύραννο εκείνο, τον Ναβουχοδονόσορα, την σκέψι να μη αποκεφαλίσουν με μαχαίρι τους άγιους ούτε να τους ρίξουν στα θηρία ούτε να τους τιμωρήσουν με κάποιον άλλο τρόπο· αλλά να τους ρίξουν στην φωτιά. Γιατί; Για να μη μείνη τίποτε από τα λείψανα αυτών των αγίων, για να εξαφανισθούν τα σώματά τους, για να ανακατευθή η στάχτη από αυτά με την στάχτη από τις κληματόβεργες.
Αλλά ο Θεός χρησιμοποίησε αυτόν τον ίδιο τον τρόπο, ώστε να νικηθή και να κατατροπωθή η ασέβεια και η ειδωλολατρεία. Έκανε δηλαδή τα σώματά τους απρόσιτα στην φωτιά. Και δίδαξε τους βαρβάρους ότι η φωτιά, την οποία στα μέρη της Ανατολής την είχαν θεοποιήσει, φοβάται όχι μόνο τον Θεόν, αλλά και τους δούλους τού Θεού.
Ας θυμηθούμε τους διωγμούς. Οι διώκτες ώρμησαν με μανία εναντίον των Χριστιανών, αλλά όλο τους το μίσος και η επιβουλή και η επίθεσις εξαφανίσθηκαν πιο εύκολα απ’ ό,τι εξαφανίζεται ο ιστός της αράχνης, διαλύθηκαν πιο γρήγορα απ’ ότι διαλύεται ο καπνός, πέρασαν πιο γρήγορα απ’ ό,τι περνά και φεύγει η σκόνη.
Και τι συνέβη; Το μίσος και η επιβουλή τους εναντίον των Χριστιανών είχε σαν αποτέλεσμα να αναδειχθή ολόκληρη χορεία από μάρτυρες. Είχε σαν αποτέλεσμα να απόκτηση η Εκκλησία τους αθανάτους αυτούς θησαυρούς, τους άγιους μάρ­τυρες, οι όποιοι όχι μόνο στο διάστημα της ζωής τους, αλλά και μετά την τελευτή τους σκορπίζουν σε όλους μας τόσες με­γάλες ωφέλειες.
Ο Θεός δείχνει ιδιαίτερα την δύναμί Του, όταν αυξηθούν οι εχθροί των ευσεβών δούλων Του.
Έτσι στην ιδική μας γενεά, τότε που ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, αυτός που τους ξεπέρασε όλους στην ασέβεια, έλαβαν χώρα πολλά και παράδοξα σημεία.
Είχε δώσει εντολή να επιχειρήσουν την ανέγερσι τού Ιουδαϊκού Ναού στην Ιερουσαλήμ, για να διαψευσθή η προφη­τεία τού Χριστού. Αλλά δεν το κατώρθωσαν, διότι από τα θε­μέλια τού Ναού ξεπήδησε φωτιά και τους απεμάκρυνε.
Όταν ο ταμίας τού Ιουλιανού και ο θείος του που και αυτός ωνομαζόταν Ιουλιανός έφθασαν σε τόση ασέβεια, ώστε να μολύνουν τα ιερά σκεύη των Χριστιανών, τιμωρήθηκαν πα­ραδειγματικά. Ο πρώτος πέθανε σκωληκόβρωτος. Τού δευτέρου ξεχύθηκαν έξω τα σπλάγχνα του. Φρικτοί θάνατοι!
Επίσης σε ωρισμένα μέρη που ετελέσθηκαν θυσίες στους ειδωλολατρικούς θεούς, εστέρεψαν οι πηγές.
Και άλλο θαυμαστό σημείο ήταν ότι μόλις ανήλθε ο Ιουλιανός στον θρόνο, έπεσε στις πόλεις μεγάλη πείνα.
Συνηθίζει ο Θεός κάτι τέτοιες ενέργειες. Όταν τα κακά αυξηθούν και οι δούλοι Του κακοποιούνται και οι εχθροί επι­πίπτουν εναντίον τους με σφοδρότητα, σαν μεθυσμένοι, τότε δείχνει την μεγάλη Του δύναμι.
Όταν σκοπεύη ο Θεός να επιτέλεση ένα σπουδαίο και σωτήριο γεγονός, δεν επεμβαίνει αμέσως, αλλά μας αφίνει ένα διάστημα να ταλαιπωρηθούμε και έπειτα κάνει το θαύμα Του. Ενεργεί έτσι για να μας προφυλάξη από την αγνωμοσύνη.
Οι άνθρωποι συνήθως μόλις απαλλαγούν από τα δεινά, είτε εξ αίτιας τού εγωισμού τους είτε από αμέλεια και ραθυμία τα λησμονούν. Μπορεί όμως και να μη τα λησμονήσουν, αλλά τους μένει η ιδέα πως μόνοι τους επέτυχαν να απαλλαγούν από αυτά. Γι΄ αυτό τον λόγο μας αφίνει ο Θεός να μας συνθλίψουν οι δοκιμασίες, και έπειτα έρχεται και μας σώζει.
Κάτι τέτοιο συνέβη στους Ισραηλίτες την εποχή που τους απειλούσαν οι Φιλισταίοι και ο Γολιάθ.
Ο Θεός είχε σχέδιο να οδηγήση τον Δαβίδ στην μάχη, και με τα χέρια του να στήση λαμπρό τρόπαιο νίκης. Αυτό όμως δεν το έκανε εξ αρχής, αλλά άφησε να περάσουν σαράντα ολό­κληρες ημέρες. Στο διάστημα αυτών των ημερών ο αλλόφυλος γίγαντας τους ύβριζε και τους ωνείδιζε συνεχώς. Οι ψυχές τους είχαν λυώσει από τον φόβο. Κανένας δεν τολμούσε να τα βάλη με τον αντίπαλο. Όλοι απελπίσθηκαν για την σωτηρία τους.
Και αφού πια πίστευσαν ότι χάνονται και κατάλαβαν την αδυναμία τους, ωδήγησε ο Θεός τον νεαρό Δαβίδ στην μάχη για να πετύχη την θαυμαστή και ανέλπιστη εκείνη νίκη, φονεύοντας τον Γολιάθ και καταισχύνοντας τους Φιλισταίους.
Εμείς οι άνθρωποι μετρούμε τα πράγματα με ανθρώπινες σκέψεις, και λέγομε: «Εάν μας κάνη επίθεσι ο εχθρός και δεν βρεθούν έτοιμοι στρατιώτες να τον αποκρούσουν; Εάν δεν προλάβη να επέμβη ο στρατηγός; Τι θα γίνουμε; Όλους θα μας αιχμαλωτίσουν και θα μας καταστρέψουν».
Αλλά τι νομίζεις; Επειδή δεν προλαμβάνεις εσύ τον εχθρό, νομίζεις ότι δεν τον προλαμβάνει και ο Θεός; Επειδή εσύ δεν είσαι πανταχού παρών, νομίζεις ότι και ο Θεός δεν είναι πανταχού παρών; Ή μήπως ο Θεός άλλα μπορεί να τα κατορθώση και άλλα όχι;
Η Ερυθρά θάλασσα, αν και άψυχη υπάκουσε στο θέλημα τού Θεού και εβύθισε τους Αιγυπτίους. Τα ψάρια, αν και δεν έχουν λογικό, υπάκουσαν στο θέλημα τού Θεού και συνελήφθησαν στα δίχτυα τού Πέτρου. Και ένας άγγελος εάν πάρη διαταγή, δεν μπορεί να εξολόθρευση όλους τους εχθρούς της αληθινής πί­στεως; Κάτι τέτοιο δεν έγινε στα χρόνια τού Προφήτου Ησαΐα;
Φαντάσθηκε κάποιος Χαναναίος ότι είναι πολύ σπουδαίος στρατηγός. Εννοώ τον Σισάρα. Γι' αυτόν κάνει λόγο και ο Δαβίδ: «Ποίησον αυτοίς ως τη Μαδιάμ και τω Σισάρα, ως τω Ιαβείμ εν τω χειμάρρω Κισσών» (Ψαλμ. πβ', 10). Ο Ιαβείμ ήταν βασιλεύς των Χαναναίων και ο Σισάρα αρχιστράτηγος. Είχε στην διάθεσί του οκτακόσια σιδερένια άρματα και αναρίθμητους στρατιώτες. Οι Ισραηλίτες βλέποντας αυτό το σύννεφο κατα­τρόμαξαν.
Τότε ο φιλάνθρωπος Θεός ωμίλησε μέσω της προφήτιδος Δεβώρας και είπε στον αρχηγό των Ισραηλιτών: «Μη φοβηθής. Ο Θεός θα σου τον παραδώση στα χέρια σου. Και μάλιστα το κατόρθωμα θα ανήκη σε γυναίκα, διότι γυναίκα θα τον εξόντω­ση». Και πράγματι γνωρίζουμε πως τον εφόνευσε η Ιαήλ (Κριτ. δ', 15-22).
Βλέπεις πως ο Θεός ετιμώρησε την αλαζονεία του. Φο­νεύθηκε από γυναίκα. Το είχε ειπεί ο Θεός: «Εν χειρί γυναικός έσται ο θάνατός σου». Με την συνεργία τού Θεού δέθηκε ο άσε­βης με τα δεσμά τού ύπνου και η γυναίκα όχι με σφυρί αλλά με πάσσαλο τού διάνοιξε τον κρόταφο. Και έτσι πέθανε ανάμεσα στα πόδια γυναίκας.
Όταν ο Θεός θελήση, τίποτε δεν μπορεί να Τον εμποδίση από το να μας στείλη την ενίσχυσί Του και την συμπαράστασί Του. Αρκεί τότε ένα όπλο τού Θεού, ένας στρατιώτης τού Θεού, η δύναμις τού Θεού, το νεύμα μόνο τού Θεού. Και οι ισχυροί εχθροί εκμηδενίζονται. Εμείς ας προσευχηθούμε στον Χριστόν και ας πούμε: «Χριστέ, πες έναν λόγο και θα διασκορπισθούν οι εχθροί Σου. Πες έναν λόγο, και θα ελεήσης την πόλι Σου. Πες ένα λόγο, και θα οικτειρήσης τον κόσμο Σου». Ας Τού πούμε: «Να, οι εχθροί Σου κάνουν κρότο, και αυτοί που Σε μισούν σή­κωσαν το κεφάλι τους» (Ψαλμ. πβ', 3). Και τότε αρκεί μια γυ­ναίκα σαν την Ιαήλ, σαν την Δεβώρα, σαν την άλλη που με τεμάχιο από μυλόπετρα εξουδετέρωσε τον αδελφοκτόνο βασιλέα Αβιμέλεχ (Κριτ. θ', 50-53), να φέρη την νίκη.
Ο Θεός είναι «ευμήχανος» και έχει πολλών ειδών φάρ­μακα για την σωτηρία μας.
Ο Θεός δεν τακτοποιεί και δεν οικονομεί τα πράγματα που έχουν σχέσι με εμάς με έναν τρόπο, αλλά είναι εύπορος στους τρόπους και χαράζει για μας πολλούς και διαφόρους δρό­μους σωτηρίας.
«Ποιος θα καυχηθή πως έχει αγνή την καρδιά ή ποιος θα πη με θάρρος πως είναι καθαρός από αμαρτία»; Είναι αδύνατο να βρεθή άνθρωπος αναμάρτητος.
Τι θα πης, ότι ο τάδε είναι δίκαιος, είναι άνθρωπος της ελεημοσύνης, είναι φίλος των πτωχών; Θα έχη όμως και κάποιο ελάττωμα. Ή θα τού ξεφεύγουν λόγια υβριστικά ή θα πέφτη σε κενοδοξία ή σε επίδειξι ή σε κάτι άλλο.
Εκείνος που κάνει ελεημοσύνες συμβαίνει πολλές φορές να μην είναι αγνός και εγκρατής. Και εκείνος που είναι αγνός και εγκρατής να μην είναι ελεήμων. Ένας έχει την μία αρετή και άλλος την άλλη. Ο Φαρισαίος δεν είχε άλλες αμαρτίες, νήστευε, τηρούσε τον νόμο, αλλά είχε αλαζονεία. Έτσι δεν δικαιώθηκε, γιατί ό,τι δεν ζημιώθηκε από τις άλλες αμαρτίες το ζημιώθηκε από την αλαζονεία του.
Δεν υπάρχει λοιπόν άνθρωπος εντελώς δίκαιος και ενάρε­τος, καθαρός από κάθε αμαρτία. Και από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει κακός άνθρωπος που να μην έχη και κάποιο μικρό καλό. Π.χ. ο τάδε κάνει άρπαγες και πλεονεξία και καταστροφές, αλλά μερικές φορές δείχνεται εγκρατής και ηθικός, αλλά μερικές φορές ομιλεί καλά, αλλά μερικές φορές βοήθησε έστω έναν άνθρωπο, αλλά μερικές φορές έκλαυσε και λυπήθηκε.
Ούτε λοιπόν ενάρετος χωρίς αμαρτία υπάρχει, ούτε αμαρ­τωλός χωρίς κάποιο καλό.
Ποιος ήταν χειρότερος από τον Αχαάβ; Και όμως και αυτός ένιωσε κάποτε συντριβή και κατάνυξι. «Κατενύγη» (Γ' Βασιλ. κ', 27 - 28).
Ποιος ήταν χειρότερος από τον Ιούδα τον προδότη, τον αιχμάλωτο της φιλαργυρίας, αλλά όμως και αυτός έκανε έπειτα από την προδοσία κάποιο έστω μικρό καλό. Είπε: «Ήμαρτον! Παρέδωσα αίμα αθώο» (Ματθ. κζ', 4).
Ισχύει για όλους μας ο νόμος της ανταποδόσεως. Γι’ αυτό και οι ενάρετοι δοκιμάζουν θλίψεις σ' αυτή τη ζωή. Γι’ αυτό και οι κακοί απολαμβάνουν αγαθά. Πρέπει το λίγο κακό των ενάρετων να τιμωρηθή. Πρέπει και το λίγο καλό των πονηρών να αμειφθή. Για όλα υπάρχει «αντίδοσις», για όλα υπάρχει αμοιβή.
Όταν υποφέρουμε και ζημιωνώμαστε άδικα από κάποιον, πρέπει να ξέρουμε ότι ο Θεός το επιτρέπει αυτό, ή για να ξεχρεώ­σουμε τις αμαρτίες μας ή για να πάρουμε μισθό και στεφάνους.
Για τον αιμομείκτη της Κορίνθου, τι είπε ο Παύλος; «Παραδώστε τον στον σατανά να τού ταλαιπωρήση το σώμα, ώστε να σωθή η ψυχή του» (Α' Κορ. ε', 5).
Ο Δαβίδ, όταν ο Σεμεεί τού επετέθη στην συμφορά του και τον έλουζε με τόσες ύβρεις, δεν άφησε τους στρατηγούς του να τον φονεύσουν. «Αφήστε τον — τους είπε — να με υβρίζη, για να ιδή ο Κύριος την ταπείνωσί μου και να μου ανταποδώση καλό για τις κατάρες που δέχομαι σήμερα» (Β' Βασιλ. ιστ', 11-12).
Αλλά και ο Λάζαρος της παραβολής γι' αυτόν τον λόγο  πήγε στον τόπο της ανέσεως, διότι υπέφερε τόσα και τόσα κακά στην ζωή του.
Δηλαδή αυτοί που αδικούνται, αν δείχνουν καρτερία, δεν ζημιώνονται, είτε τους κτυπά ο Θεός είτε τους μαστιγώνει ο διάβολος. Πολλοί νομίζουν ότι όποιος υποφέρει, είναι οπωσδήποτε αμαρτωλός. Βλέπουν τις συμφορές ενός άνθρωπου και κατηγορούν την ζωή του ως αμαρτωλή. Ανόητη σκέψις.
Έτσι συνέβη στην περίπτωσι τού Ιώβ. Οι τρεις φίλοι που τον επεσκέφθησαν στην δοκιμασία του, αν και δεν εγνώριζαν καμμία αμαρτία του, τού έλεγαν: «Δεν τιμωρήθηκες όσο άξιζαν οι αμαρτίες σου» (Ιώβ, κεφ. δ' - λστ').
Έτσι συνέβη και στην περίπτωσι τού Αποστόλου Παύ­λου, όταν μετά το ναυάγιο βρέθηκε στο νησί της Μελίτης. Οι κάτοικοι τού νησιού βλέποντας να κρέμεται από το χέρι του το φίδι, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ήταν αμαρτωλός και κακούρ­γος άνθρωπος. Γι' αυτό και έλεγαν: «Αυτόν τον άνθρωπο, παρ' όλο που σώθηκε από την θάλασσα η Δικαιοσύνη δεν τού επέτρε­ψε να ζήση» (Πράξ. κη', 4).
Έτσι συνέβη και με τον Δαβίδ, τότε που επανεστάτησε εναντίον του ο γυιός του Αβεσσαλώμ. Ενώ κατεδιώκετο από τους ανθρώπους τού Αβεσσαλώμ, τον συνήντησε ο Σεμεεί και τον ύβριζε ως φονέα. Νόμιζε ο Σεμεεί ότι επειδή ο Δαβίδ βρέ­θηκε σ' αυτή την δοκιμασία θα έπρεπε να είναι φονεύς. Αυτό το συμπέρασμα έβγαζε (Β' Βασιλ. ιστ', 7).
Αλλά δεν πρέπει και σεις να βγάζετε τέτοια συμπερά­σματα. Γι' αυτό πρέπει να σάς εκθέσω μερικές σκέψεις μου.
Ακούω πολλούς να λέγουν: «Εάν ο Θεός αγαπούσε τους φτωχούς, δεν θα τους έκανε φτωχούς». Άλλοι πάλι, όταν ιδουν κάποιον να υποφέρη πολύ από βαρειά αρρώστια, λέγουν: «Τι έγιναν οι ελεημοσύνες του; Τι έγιναν οι καλοσύνες του»;
Για να μη βγάζετε τέτοια εσφαλμένα συμπεράσματα, ας διευκρινήσουμε λίγο το ζήτημα.
Πως τολμάς να κατηγορής τον Θεόν για πράγμα που όχι ο Θεός, αλλά ούτε ένας απλούς άνθρωπος με λίγο μυαλό και λίγη καλωσύνη δεν θα το έκανε; Πως λέγεις ότι ο Θεός μισεί τους φτωχούς, έστω και αν είναι ενάρετοι, και αγαπά τους πλουσίους, έστω και αν είναι κακοί και πονηροί; Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτά είναι λόγια βλάσφημα και ασεβή; Δεν καταλαβαίνεις πόσο απαράδεκτη είναι η ιδέα σου αυτή;
Για να μην αμαρτάνης σ' αυτό το σημείο θα σου εξηγήσω τι αγαπά και τι μισεί ο Θεός. Ο Θεός αγαπά όποιον πράττει τις εντολές Του. «Αυτόν — λέγει — θα τον αγαπήσω και θα έλθω προς αυτόν» (Ιωάν. ιδ', 21 - 23). «Όχι αυτόν που πλουτεί, όχι αυτόν που υγιαίνει, αλλά αυτόν που υπακούει στις εντολές μου».
Και ποιόν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός; Αυτόν που δεν τηρεί τις εντολές Του.
Όταν λοιπόν ιδής κάποιον που δεν εφαρμόζει το θέλημά Του, είτε πλούσιος είναι είτε υγιής, να τον θεωρής μισητό στον Θεόν. Τον ενάρετο αντίθετα είτε άρρωστο τον ιδής είτε φτωχό να τον θεωρής αγαπητό.
Δεν άκουσες τι λέγει η Γραφή; «Όποιον αγαπά ο Κύριος τον παιδεύει, και όποιον υιόν τον παραδέχεται ως γνήσιον τον μαστιγώνει» (Παροιμ. γ', 12). Θα μου πης βέβαια ότι πολύ σκαν­δαλίζονται. Σ' αυτό φταίει το μυαλό τους. Διότι δεν δίδεται σ' αυτήν την ζωή ο μισθός. Η παρούσα ζωή είναι το στάδιο των αγώνων. Τα βραβεία και οι στέφανοι ανήκουν στην μέλλουσα ζωή.
Δεν πρέπει να πενθούμε αυτούς που υποφέρουν και θλί­βονται, αλλά αυτούς που ενώ αμαρτάνουν δεν υφίστανται καμμιά τιμωρία. Άλλωστε οι τιμωρίες παρεμποδίζουν την αμαρτία και οδηγούν προς την αρετή.
Αλλά, θα πη κανείς, αφού οι τιμωρίες ανακόπτουν το κακό, γιατί να μη μας τιμωρή ο Θεός καθημερινά για τις αμαρτίες μας; Θα απαντήσω: Αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα εξαφανιζόταν το γένος των ανθρώπων και θα χανόταν ο καιρός της μετανοίας.
Κοίταξε την περίπτωσι τού Παύλου. Εάν εκείνος ετιμωρείτω για την δίωξι των Χριστιανών και εθανατώνετο, πως θα μπορούσε να μετανοήση και να επιτέλεση τόσα θεάρεστα έργα και να οδηγήση όλη σχεδόν την οικουμένη από την πλάνη στην αλήθεια;
Δεν βλέπεις επίσης και τους γιατρούς. Όταν παρουσιασθή κάποιος με πολλές πληγές, δεν τού κάνουν θεραπευτική αγωγή ανάλογα με το μέγεθος των πληγών, αλλά ανάλογα με την αντοχή τού οργανισμού. Διότι τι το όφελος να κλείσουν οι πληγές, αλλά να πεθάνη ο άνθρωπος!
Γι' αυτό και ο Θεός δεν τους τιμωρεί όλους μαζί ούτε ανάλογα με το αμάρτημά τους, αλλά σιγά - σιγά και μεθοδικά. Και πολλές φορές τιμωρώντας έναν, σωφρονίζει μ’ αυτόν πολ­λούς. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο ανθρώπινο σώμα. Η απο­κοπή ενός μέλους αποτελεί υγεία για το υπόλοιπο σώμα.
Εάν ιδής τον άλλοτε μέθυσο να γίνεται νηστευτής, εάν ιδής τον άλλοτε κοσμικό άνθρωπο που εμόλυνε το στόμα του με άσεμνα τραγούδια, να καθαρίζη τώρα την ψυχή του με θεϊ­κούς ύμνους, ας θαυμάζης την μακροθυμία τού Θεού και ας επαινής την μετάνοια και ας προφέρης τα λόγια της Γραφής που αναφέρονται στο ζήτημα της «αλλοιώσεως», της θαυμαστής αυτής μεταβολής: «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς τού Υψίστου» (Ψαλμ. οστ', 10). Δηλαδή την θαυμαστή αυτή μεταβολή την ενήργησε το δεξιό χέρι τού Θεού, η δυνατή επέμβασης και ενέρ­γεια τού Θεού.
Κάθε έργο που αποβλέπει στην σωτηρία ψυχών δέχεται εξ αρχής επιθέσεις.
Μόλις γεννήθηκε ο Χριστός, ξέσπασε η μανία τού Ηρώ­δη. Ακολουθεί φυγή και αναχώρησις προς την Αίγυπτο. Η μητέρα τού Χριστού, χωρίς να βλάψη κανέναν, αναγκάζεται να φύγη σε ξένη χώρα. Αυτή που δεν διάβαινε το κατώφλι τού σπι­τιού της, αναγκάζεται να υποβληθή σε τόσο μεγάλη ταλαιπωρία, σε τόσο μακρυά οδοιπορία.
Εσύ που ακούεις αυτά, αν αξιωθής κάποτε να υπηρετήσης μία πνευματική υπόθεσι και ιδής πως υποφέρεις τα πάνδεινα και αντιμετωπίζεις αναρίθμητους κινδύνους, να μη ταραχθής και να μη εκπλαγής. Και να μη πης: Εγώ εκτελώ το θέλημα τού Δεσπότου και θα έπρεπε όχι να υποφέρω, αλλά να στεφανώνωμαι και να δοξάζωμαι.
Να θυμάσαι το παράδειγμα που σου έφερα και να δείχνης υπομονή και γενναιότητα. Να σκέπτεσαι ότι κάθε πνευματικό έργο έχει συγκληρωμένους τους πειρασμούς.
Ένας λόγος της Γραφής τονίζει: «Όποιος θα υπομείνη μέχρι το τέλος, αυτός θα σωθή» (Ματθ. ι, 22). Είναι αδύνατο κά­ποιος που δείχνει φροντίδα και ενδιαφέρον για την σωτηρία του, και κάνει ό,τι εξαρτάται από αυτόν, να χαθή. Ο Θεός δεν θα τον εγκαταλείψη.
Δεν ακούεις τι λέγει ο Χριστός προς τον Πέτρον; «Σίμων, Σίμων, πόσες φορές δεν ζήτησε ο σατανάς να σας κοσκινίση σαν το σιτάρι, και εγώ προσευχήθηκα για σένα να μη έκλειψη η πίστις σου» (Λουκ. κβ', 31 - 32).
Όταν ιδή ο Θεός ότι το φορτίο ξεπερνά τις δυνάμεις μας, απλώνει το χέρι του και ελαφρώνει τον πειρασμό. Όταν όμως ιδή ότι αδιαφορούμε για την σωτηρία μας, μας εγκαταλείπει.
Ο Θεός δεν εξασκεί βία και δεν εξαναγκάζει. Τους ασυγ­κίνητους και αδιάφορους και απρόθυμους δεν τους εξαναγκάζει. Ενώ τους πρόθυμους και καλοπροαίρετους τους τράβα κοντά του με πολύ πόθο.
Γι' αυτό ο Πέτρος λέγει: «Καταλαβαίνω πράγματι ότι σε κάθε έθνος αυτός που φοβείται τον Θεόν και ζη ενάρετα, γίνεται δεκτός από Αυτόν» (Πράξ. ι', 34 - 35). Και ο προφήτης το ίδιο τονίζει, λέγοντας: «Εάν όμως δεν θελήσετε και δεν με ακούσετε, θα σας καταφάγη το μαχαίρι» (Ησαΐας, α', 19 - 20). 

 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου