Σελίδες

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Ἀγνώστου συγγραφέως: Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ (μέρος 4ο-ε)

Αμέσως και με ευχαρίστησιν, αντέγραψα το κομμάτι από τον Λόγο που είχα διαβάσει. Το εδιάβασε και εις την σύζυγό του και ευχαριστήθηκαν και οι δυό πολύ. Τέλος αποφασίσαμε να στέλνουν όταν θέλουν να με καλούν να πηγαίνω και να τους διαβάζω από την «Φιλοκαλία», τις ώρες που αναπαύονταν και έπιναν τσάι. Μιά φορά μ' εκράτησαν σε γεύμα. Η γυναίκα του επιστάτη, μιά πολύ καλή μεσόκοπη κυρία, καθόταν μαζί μας εις το τραπέζι τρώγοντας τηγανισμενο ψάρι, όταν, δυστυχώς, ένα κόκκαλο εκάθησε μέσ' στον λαιμό της. Δεν ημπορούσαμε με τίποτε να την ανακουφίσουμε και εστάθη αδύνατον να την απαλλάξουμε από το κόκκαλο. Πονούσε τόσο πολύ ο λαιμός της, ώστε μετα από δυο ώρες αναγκάστηκε να πέση στο κρεβάτι. Έστειλαν να φωνάξουν τον γιατρό που έμενε τριάντα πέντε χιλιόμετρα μακρυά απ΄ εκεί, αλλ' επειδή άρχιζε να βραδυάζη, εγώ απεχώρησα, εις το καλύβι μου, πολύ λυπημένος για την κυρία. Την νύκτα, ενώ εκοιμώμουν μάλλον ελαφρά, άκουσα του Πνευματικού μου οδηγού τη φωνή. Δεν είδα τίποτε, μόνον άκουσα που μου έλεγε: «Ο άνθρωπος, εις το μέρος του οποίου ζης, σ' εθεράπευσε, γιατί όμως εσύ δεν βοηθείς την σύζυγό του; Ο Θεός έδωσεν εντολή να αγαπάμε τον πλησίον μας».

«Να την βοηθήσω με ευχαρίστησι, αλλά πώς»; απήντησα, «δεν ηξεύρω κανένα τρόπο».

«Λοιπόν αυτό που πρέπει να κάνης είναι το εξής: Η γυναίκα αυτή από μικρό κοριτσάκι απεχθάνεται το λάδι. Όχι μόνον η γεύσις του την ενοχλεί, αλλά και η μυρωδιά του ακόμη την αρρωσταίνει. Δώσε της να πιη μια κουταλιά και θα της προξενήση εμετό. Η βία του εμετού θα βγάλη το κόκκαλο, το λάδι θα μαλακώση την πληγή εις τον λαιμό κ' έτσι όλα θα περάσουν».
«Και πώς θα μπορέσω να της δώσω το λάδι, αφού τόσο πολύ το απεχθάνεται; Τι να κάνω αν δεν θελήση να το πιη»;
«Πες εις τον σύζυγό της να της κρατήση το κεφάλι και να της ρίξης ξαφνικά το λάδι μεσ' στο στόμα της, εν ανάγκη δε χρησιμοποίησε και βία».
Εσηκώθηκα κ' επήγα στον επιστάτη λέγοντάς του, το κάθε τι όπως μου συνέβη.
«Τί μπορεί να κάνη το λάδι τώρα; είπε. Αυτή είναι σε κακή κατάσταση παραμιλάει και ο λαιμός της είναι πρησμένος».
«Καλά, ας δοκιμάσουμε», είπα, «πάντως και αν δεν έχη κανένα αποτέλεσμα το λάδι, δεν θα βλάψη όμως και σε τίποτα».

Έρριξε λίγο, μέσα σ' ένα ποτήρι του κρασιού και κατώρθωσε με διάφορα μέσα να την κάνη να το καταπιή. Αμέσως ενοχλήθηκε και σε λίγα λεπτά με εμετό εβγήκε το κόκκαλο μαζί με λίγο αίμα. Απαλλάχθηκε έτσι από το βάρος και έπεσε σε βαθύν ύπνο. Το πρωί που επήγα να ρωτήσω πώς πάει, την ευρήκα να πίνη το τσάϊ της ήσυχα. Και αυτή και ο άνδρας της ήσαν γεμάτοι ενθουσιασμό για τον τρόπο της θεραπείας, και περισσότερο, γεμάτοι από έκπληξι που η απέχθειά της για το λάδι μου είχεν ανακοινωθή σε όνειρο, επειδή κανείς άλλος, εκτός απ΄ αυτούς, εγνώριζεν αυτήν την λεπτομέρεια. Ακριβώς την ώραν αυτήν έφθασε κι ο γιατρός και ο επιστάτης του είπε όλα τα συμβάντα, καθώς και εγώ, για τον τρόπο της θεραπείας των ποδιών μου.

Ο γιατρός τα άκουσε όλα και έπειτα είπε: «Ούτε η μια περίπτωσις ούτε η άλλη είναι τόσο σπουδαίες, ώστε να θαυμάζη κανείς, επειδή η ίδια φυσική δύναμις ενήργησε και τις δυό φορές. Πάντως όμως θα το σημειώσω αυτό», προσέθεσε κ' έβγαλε το μολύβι και έγραψε κάτι σχετικό εις το σημειωματάριό του. Ύστερα απ΄ αυτά, διαδόθηκε το γεγονός γρήγορα και με θεωρούσαν σ' όλη την γύρω περιοχή πως ήμουν, άλλοι, προφήτης, άλλοι γιατρός και άλλοι, μάγος. Άρχισε έτσι μια ατελείωτη ουρά από επισκέπτες από όλα τα γύρω μέρη, που έρχονταν να μου πουν όλες τις υποθέσεις τους και τις διάφορες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Μου έφερναν δώρα, μου συμπεριεφέροντο με σεβασμό και εφρόντιζαν για την καλή διαβίωσί μου. Υπέφερα όλα αυτά για μια εβδομάδα και έπειτα, από το φόβο μήπως πέσω εις την παγίδα της κενοδοξίας και από τον φόβο άλλων κινδύνων, εγκατέλειψα το μέρος αυτό, κρυφά την νύκτα. 
Ακόμη μιά φορά, λοιπόν, ξεκίνησα από την μοναχική διαμονή μου, αλλά αισθανόμουν ελεύθερος σαν να είχε φύγει από επάνω μου ένα μεγάλο βάρος. Η προσευχή με ανεκούφιζε όλο και περισσότερο και μερικές φορές η καρδιά μου γέμιζε με άπειρη αγάπη για τον Χριστό, με την απόλαυσι δε της Προσευχής, αισθανόμουν ρεύματα ανακουφίσεως και αγάπης να διατρέχουν όλη μου την ύπαρξι. Το όνομα του Ιησού Χριστού ήτο τόσο πολύ τυπωμένο μεσ' στο μυαλό μου ώστε όπως εδιάβαζα το Ευαγγέλιο, ενόμιζα πως τα διάφορα γεγονότα που εξιστορούσε, εκτυλίγονταν εμπρός εις τα ίδια μου τα μάτια. με έπιαναν δάκρυα χαράς και μερικές φορές η ευτυχία μου ήταν τόσο μεγάλη ώστε ήταν αδύνατο να την εκφράσω με λόγια.

Πολλές φορές συνέβαινε ώστε, για δυό - τρεις ημέρες συνέχεια, να μην συναντώ ούτε σπίτι ούτε άνθρωπο και έχοντας εις την ψυχή μου το αίσθημα της μονώσεως, ενόμιζα πως ήμουν εις την γη επάνω μόνος και ταλαίπωρος αμαρτωλός, μπροστά εις τον Θεό που τόσον αγαπά τους ανθρώπους.


Αυτό το αίσθημα της μοναξιάς μ' εγέμιζε παρηγοριά και με έκανε να αισθάνωμαι την απόλαυσι της Προσευχής πολύ βαθύτερη, παρ' ό,τι εάν θα ήμουν μαζί με άλλους ανθρώπους.


Τέλος έφθασα εις το Ιρκούτσκ. Μετά την προσευχή μου μπροστά εις τα λείψανα του αγίου Ιννοκεντίου, άρχισα να συλλογίζωμαι για ποιό άλλο προσκύνημα έπρεπε τώρα να ξαναρχίσω. Δεν ήθελα να μείνω εκεί για πολύ, επειδή η πόλις ήταν αρκετά μεγάλη και θορυβώδης. Περπατούσα σκεπτικός σε έναν από τους δρόμους της πόλεως όταν συναντήθηκα τυχαίως με ένα ντόπιον έμπορο.


«Είσαι προσκυνητης»; με ερώτησε, και προσθέτοντας, «γιατί δεν έρχεσαι σπίτι μου»; μ' επήρε μαζί του εις την πλούσια κατοικία του και άρχισε να μ' ερωτά για την ζωή και τα σχέδιά μου. Του διηγήθηκα για τα ταξείδια μου και όταν ετελείωσα μου είπε: «Πρέπει να μην παράλειψης ένα ταξείδι εις την Ιερουσαλήμ, όπου υπάρχουν τόσα προσκυνήματα ιερά και μοναδικά εις τον κόσμο».


«Θα ήμουν εξαιρετικά ευτυχής αν μπορούσα να πάγω, αλλά με τί χρήματα»; απήντησα. «Μπορώ να περπατώ όσο ευρίσκομαι εις την στεριά αλλά όταν φθάσω σε θάλασσα πρέπει να πληρώσω, γιατί ταξείδι με πλοίο δεν γίνεται χωρίς λεπτά».


«Θα ήθελες να σου εξοικονομήσω εγώ χρήματα για ένα τέτοιο ταξείδι; Πέρσι μόλις, εφρόντισα και έστειλα έναν άλλο προσκυνητή σαν και σένα εις τα Ιεροσόλυμα», μου είπεν ο έμπορος.


Έπεσα εις τα πόδια του, ενώ εκείνος προχώρησε λέγοντας: «Θα σου δώσω ένα γράμμα για τον γυιό μου που μένει εις την Οδησσό. Έχει εμπορικές συναλλαγές με την Κωνσταντινούπολι και θα βρη οπωσδήποτε πλοίο για κει. Έπειτα απ΄ εκεί, διάφοροι γνωστοί του πράκτορες θα σε βάλουν σε άλλο πλοίο για την Παλαιστίνη».


Με κατέλαβε άπλετη χαρά εις το άκουσμα αυτών των λόγων και ευχαρίστησα τον καλό μου φίλο για την τόση του καλωσύνη. Ακόμη περισσότερο, ευχαρίστησα τον Θεό για την τόσο πλούσια πατρική του αγάπη και την φροντίδα του για μένα, έναν ταλαίπωρον αμαρτωλό, ένα πλάσμα που δεν είναι ικανό να κάνη καλό, ούτε εις τον εαυτόν του ούτε σε άλλον και που τρώει ανάξια το ψωμί του, ζητώντας το απ΄ τους άλλους.

Έμεινα τρεις ημέρες εις το σπίτι του ευγενικού αυτού εμπόρου.
Όπως μου είχεν υποσχεθή, έγραψε το γράμμα για το παιδί του και εγώ το επήρα με πρόθεσι ν' αρχίσω το ταξείδι μου για την Οδησσό, που θα ήταν η αφετηρία για την Ιερουσαλήμ. Αλλά δεν ήξευρα αν μέχρι τέλους θα εγίνετο ίλεως ο Κύριος και αν θα με αξίωνε να προσκυνήσω τον ζωοποιό Του τάφο.
 
 Τέλος 4ου μέρους
 
Συνεχίζεται...

http://paterikakeimena.blogspot.com/2012/01/4.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου