Σελίδες

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Γερόντισσα Ἀναστασία τῆς Ἱ.Μ. "Κυρά τῶν Ἀγγέλων" (Μέρος Η')


ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ "ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ" ΚΕΡΚΥΡΑΣ 1910-1979
 (Μέρος Η')

Θαυμαστά περιστατικά από τον βίον της Γεροντίσσης Αναστασίας (Γ')

Μαρτυρίαι ιατρού Σπυρίδωνα Χρυσικοπούλου
Ο κύριος Σπυρίδων Χρυσικόπουλος παιδιόθεν εμαθήτευσε παρά τους πόδας της Γεροντίσσης Αναστασίας. Η ευλαβής μήτηρ του τον άφηνε στο μοναστήρι όχι μόνο για να παίζη αλλά και για να μάθη «του Θεού τα πράγματα» από την σοφή Γερόντισσα. Η μνήμη του απετύπωσε στην αγνή παιδική του καρδιά την σεπτή μορφή και την ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών μετέβη στην Ιταλία για σπουδές. Έγινε ιατρός και έλαβε τις ειδικότητες του μικροχειρουργού, ειδικού παθολόγου, ειδικού χειρουργού με ακτίνες laser και ψυχοσυνθετιστού. Εσπούδασε εις Ιταλία, Αμερική, Γερμανία κ.ά. και σήμερα εξασκεί την επιστήμη του όχι μόνο στον τόπο διαμονής του την Ιταλία αλλά και σε πολλές χώρες.
Με καμάρι επισκέπτεται κατ' έτος την Κέρκυρα και οπωσδήποτε την Μονή της Κυράς. Άξιο τέκνο της πατρίδος του που κατώρθωσε να διαπρέψη στο εξωτερικό, ομολογεί σήμερα πως ό,τι έκαμε στην ζωή του για τον Θεό και τον πάσχοντα συνάνθρωπο, οφείλονται στον Πανάγαθο Θεό και την κραταιά ευχή της Γεροντίσσης Αναστασίας.
Με ιδιαίτερη χαρά ανταπεκρίθη στο αίτημά μας για την σύνταξι κειμένου με μαρτυρίες περί του βίου και της πολιτείας της Γεροντίσσης Αναστασίας. Μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατέθεσε τα εξής:

Η Προσευχή της Γεροντίσσης
«Ο ουρανός Σου με σκεπάζει, τα σύννεφά Σου με ποτίζουν, η γη Σου με τρέφει, ο ήλιος Σου με δυναμώνει Πάτερ μου Παντοκράτορ, Κύριε Σαβαώθ, Κύριε Αδωναΐ. Δόξα Σοι Δημιουργέ μου. Χαρά και αγαλλίασις γεμίζει την ψυχή μου καθώς διακρίνω την απέραντη σοφία Σου και αντικρύζω το τρεμάμενο φως των αστεριών του ουρανού Σου να μου φέγγουν για να δω το πρόσωπο των Αγγελικών Σου Δυνάμεων!». Αυτό ήταν το ψιθύρισμα της Αναστασίας όταν έμπαινε στην Εκκλησία για να προσευχηθή και να επικοινωνήση με τις Αγγελικές Δυνάμεις της Παναγίας της Κυράς, για να ζήτηση χάρες και βοήθεια για τους πιστούς που την επισκέπτονταν με δάκρυα στα μάτια, για να βρουν μια λύση στα προβλήματά τους και στις δύσκολες στιγμές τους....

Η προσφορά της εις το πλήρωμα της Εκκλησίας
Από μικρό παιδί με πήγαινε η μητέρα μου στο μοναστήρι και με άφηνε στις καλόγρηες για να διαβάσω και να καθήσω εκεί τα απογεύματα και η Αναστασία με βοηθούσε να διαβάσω και να μάθω τα μαθήματα μου. Θυμάμαι κάθε Κυριακή μετά το φαγητό γύρω στις τρεις το απόγευμα η χαμοκέλλα του μοναστηριού γέμιζε κόσμο για να ακούσουν την ομιλία της Αναστασίας. Εξηγούσε τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο της Κυριακής στους ανθρώπους που δεν είχαν πάει στο σχολείο και γι' αυτό δεν καταλάβαιναν τα νοήματα τους. Με τα δικά της απλά και καθαρά λόγια που έμπαιναν στην ψυχή του καθενός ερμήνευε στην καθομιλουμένη γλώσσα αυτά που ούτε ο καλύτερος καθηγητής Πανεπιστημίου μπορούσε να ερμηνεύση και μεταδώση στις ψυχές των παρευρισκομένων. Τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου της μετατρέπονταν σε όμορφα, γαλήνια, ιλαρά. Η φωνή της γινόταν απλή, γλυκεία, σωστό αγγελικό τραγούδι και μια ανάλαφρη ευωδιά σαν από μαντζουράνα κατέκλυζε το χώρο και έδιδε χαρά και ηρεμία στο ακροατήριο.
Όλοι έμοιαζαν ευχαριστημένοι και χορτάτοι από κάτι το ουράνιο, το αγγελικό. Γέμιζε η ύπαρξή τους από χαρά και πίστη για το Θεό και τον εαυτό τους γιατί κάθε φορά η Αναστασία τόνιζε ότι ο καθένας πλάστηκε από το Δημιουργό μας και εάν κάποιος το πιστέψει με όλη του την καρδιά, τότε μόνο μπορεί να αισθανθή τη χαρά του Ιησού Χριστού μέσα του. Τότε συνειδητοποιεί ότι τα προβλήματά Του δεν είναι τόσο μεγάλα και αξεπέραστα και ότι σιγά-σιγά και με υπομονή λύνονται προσφέροντας χαρά στον ίδιο και την οικογένειά του.
Κάθε μέρα το μοναστήρι είχε επισκέπτες από όλα τα μέρη της Ελλάδος. Σε κάθε έναν που ζητούσε την προσευχή της, του μιλούσε για ένα δικό της πρόβλημα απολύτως το ίδιο με αυτού και μάλιστα έλεγε ότι πήγε εκεί, πήγε αλλού, πήγε στον τάδε, έκανε αυτό, έκανε το άλλο και ο επισκέπτης άναυδος την άκουγε και μάλιστα στο τέλος της ιστορίας έδινε στον καθένα και την άρση των προβλημάτων του. Για κάθε επισκέπτη είχε μία λύση, μια απάντηση παρηγοριάς. Όποιος την άκουγε νόμιζε ότι ήταν δικηγόρος, γιατρός, καθηγήτρια, δασκάλα κτλ. Όμως η Αναστασία δεν είχε πάει στο σχολείο, δεν είχε βγει έξω από το νησί, δεν επισκέφτηκε την Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική. Ακούγοντας τις ιστορίες της βέβαια νόμιζες ότι είχε πάει σε όλο τον κόσμο, ότι μιλούσε ξένες γλώσσες, ότι ήταν πτυχιούχος....
Όταν οι γυναίκες του χωριού της έλεγαν «Αναστασία, γράψε τα ονόματα των πεθαμένων μας για την θεία Λειτουργία», εκείνη φώναζε την αδελφή Βασιλική και της έλεγε: «Γράψε παιδί μου τα ονόματα και βάλε ένα σταυρό στην άκρη του χαρτιού και γράψε και τα υπέρ υγείας τους που θα σου πω». Δεν ήξερε να γράφη εκείνη που διάβαζε και μετέφραζε τα Αρχαία Ελληνικά! Έμενα προσωπικά με διάβαζε στη Χημεία και μου εξηγούσε τις Βάσεις, τα Οξέα, τα Άλατα με τέλειο τρόπο έτσι ώστε μέχρι σήμερα δεν μπορώ να τα ξεχάσω...

Ο ασκητικός της βίος
Η ζωή της Αναστασίας ήταν πολύ λιτή. Ποτέ δεν έτρωγε κρέας όπως επίσης και άλλα φαγητά μαγειρεμένα με λάδι. Μαγειρεμένο ρύζι έτρωγε μόνο την ήμερα του Πάσχα. Νήστευε ολοχρονίς και έκανε καθημερινώς ενάτη. Έτρωγε πάντοτε χόρτα ζεματισμένα και τα φρούτα δεν τα μάζευε από το δέντρο, μόνο έτρωγε τα πεσμένα. Τα καλά τα φρούτα που ήταν πάνω στα δέντρα έλεγε στις καλόγριες να τα δίνουν στον κόσμο που δεν έχει. Όταν έφερναν οι προσκυνητές διάφορα αγαθά στη Μονή, εκείνη τα χώριζε σε μερίδια και τα έστελνε σε φτωχούς του χωριού γιατί εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη φτώχεια...
Είχε μόνο ένα παλιό ράσο φτιαγμένο, από πολλά μπαλώματα από παλιά ρούχα που της έδιναν οι χωρικοί. Πάντοτε ήταν ξυπόλητη, ποτέ της δεν έβαλε ούτε παπούτσια, ούτε κάλτσες και με τις μεγαλύτερες παγωνιές. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν αδρά, το σώμα της ήταν σκελετωμένο. Κοιμόταν στο χώμα και για μαξιλάρι είχε μια πέτρα σε μια γωνιά της αποθήκης. Ποτέ της δεν λουζόταν μα όταν την πλησίαζες μοσχοβολούσε ένα λεπτό άρωμα σαν μαντζουράνα που σου γλύκαινε την ψυχή και σε ηρεμούσε.

Η λύσις της στειρώσεως
Θυμάμαι την περίπτωση μιας γυναίκας ονόματι Αντωνίας που δεν μπορούσε να τεκνοποίηση· οι γιατροί της είχαν αναγνώσει ολική στειρότητα. Ανέβαινε συχνά στο μοναστήρι παρακαλώντας την Παναγία να την βοηθήση. Πήγε παντού, άλλαζε γιατρούς, έφθασε και στο Λονδίνο· μάταια πάσχιζε. Ήταν τότε Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και η Αντωνία ξαναήλθε στο μοναστήρι από την Ήπειρο όπου κατοικούσε. Η Γερόντισσα την κάλεσε και της είπε με μητρική στοργή: «Μην απελπίζεσαι παιδί μου και θα πάω εγώ να ρωτήσω τους δικούς μου γιατρούς να μου πουν τι μπορούν να κάνουν». Εγώ αμέσως από περιέργεια, έφυγα και πήγα στην Εκκλησία. Μπήκα κρυφά στο Ιερό και κρύφτηκα πίσω από τα άμφια των ιερέων που βρίσκονταν κρεμασμένα στον τοίχο και περίμενα να ακούσω πώς και τι θα ρωτούσε «τους δικούς της γιατρούς», τη στιγμή κατά την οποία μέσα στο ναό βρισκόμασταν μόνο οι δυο μας. Έκλεισε τη θύρα του ναού και προχώρησε προς το τέμπλο. Στάθηκε μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, γονάτισε κάνοντας το σταυρό της και άρχισε την προσευχή της. Ήταν ένα ψιθύρισμα συνεχές που δεν μπόρεσα να κατανοήσω το περιεχόμενο του. Μετά από λίγα λεπτά η Εκκλησία γέμισε φωνές που νόμιζες ότι ήταν σύναξη ανθρώπων εν προσευχή, μα εγώ συνέχι¬σα να μην καταλαβαίνω τίποτε...
Κρυφοκοίταξα την Γερόντισσα και το πρόσωπο της ήταν ολόλαμπρο, πλήρες χαράς και ικανοποιήσεως και τα χείλη της επρόφεραν ασταμάτητα προσευχές. Δάκρυα ευφροσύνης αυλάκωναν το σκαμμένο της, από άσκηση πρόσωπο. Δεν μπόρεσα να δω με ποιους ομιλεί, ούτε τι λέει. Κοιτούσα εκστατικός και το μόνο που θυμάμαι ήταν ένας αόριστος φόβος και να πάλι η γνωστή γλυκιά ευωδία της μαντζουράνας να έχη απλωθεί παντού, να έχη πλημμυρίση τον κατανυκτικό ναό της Παναγίας. Το εξαίσιο θέαμα που είχα μπροστά μου με είχε καθηλώσει και παρακολουθούσα το κάθε τι άναυδος. Δεν μπόρεσα να προσδιορίσω το πόση ώρα πέρασε μέχρι που άκουσα τη φωνή της να μου λέγη: «Βγες έξω, μια μέρα, θα καταλάβης και συ όταν θα εξετάζης τους ασθενείς σου!» Φυσικά δεν κατάλαβα τι εννοούσε τότε η Γερόντισσα· ήμουν μόλις δεκαπεντάχρονος και ούτε είχα σχέδια για το μέλλον μου... Χαρούμενη βγαίνοντας από την Εκκλησία είπε της Αντωνίας: «Και τα δύο θα τα φέρης να τα βαφτίσης εδώ!». Το σκοτεινό και κουρασμένο πρόσωπο της Αντωνίας αμέσως άστραψε από χαρά και ευγνωμοσύνη για την Παναγία και την Γερόντισσα.
Ήταν η δεύτερη Κυριακή του Σεπτέμβρη και έπρεπε την άλλη ήμερα να φύγω για το εξωτερικό όπου θα σπούδαζα ιατρική. Μετά τη λειτουργία μαζί με τη μητέρα μου πήγαμε στο μοναστήρι για να χαιρετίσω την Αναστασία και το μοναστήρι ήταν γεμάτο κόσμο και παιδάκια πολλά. Είχαν την βάπτιση δύο παιδιών. Ήταν τα δίδυμα της Αντωνίας! Η συγκίνηση και η έκπληξή μου ήταν μεγάλες! Μετά το μυστήριο, η Γερόντισσα είπε της Αντωνίας κοιτάζοντας εμένα: «Βλέπεις παιδί μου; Η πίστη και τα δάκρυά σου μεγάλωσαν τα φτερά των φίλων μου, των Αγγέλων της Κυράς, και αυτοί για να σε ευχαριστήσουν σου έκαναν αυτό το δώρο. Πίστευε παιδί μου στο Θεό εξ όλης της ψυχής σου και της ισχύος σου και δόξαζέ Τον καθημερινά. Αγάπησέ τον ολοκληρωτικά και Εκείνος πάντοτε θα σε βοηθή».

Η θεραπεία της δαιμονισμένης αδελφής
Στη συνοδεία της Γερόντισσας υπήρχε κάποια α¬δελφή που υπέφερε από δαιμόνιο. Κάθε φορά που έβλεπε την Γερόντισσα φώναζε, την έφτυνε και την έβριζε. Οι άλλες μοναχές την συγκρατούσαν διότι απειλούσε ότι θα της κάνη μεγάλο κακό. Μα η Γερόντισσα δε την φοβόταν. Προσευχόταν με θέρμη, την πλησίαζε, την σταύρωνε στο κεφάλι και της συμπεριφερόταν με αγάπη. Εκείνη έπεφτε κατάχαμα και κλαίγοντας την παρακαλούσε: «Σώσε με από τη φωτιά που με καίει, κόψε μου τα σχοινιά που με δένουν, βγάλε μου τα καρφιά που με καρφώνουν».
Τότε η Γερόντισσα της έδινε θάρρος και δύναμη λέγοντας της: «Μην φοβάσαι κόρη μου, οι Άγγελοι της Κυράς είναι πιο δυνατοί και σιγά - σιγά θα σε προστατεύσουν, και θα σε ελευθερώσουν. Έλα να προσευχηθούμε μαζί και όλα θα περάσουν. Η χάρις της Παναγίας θα σε λύτρωση από κάθε δαιμονική επήρεια».
Με την αγάπη της Γερόντισσας, την προσευχή και την πίστη της μετά από ενάμισυ χρόνο η αδελφή θεραπεύθηκε εντελώς...

Προειδοποιεί περί της καταστρεπτικής πυρκαγιάς
Ένα αξέχαστο περιστατικό είναι και το ακόλουθο: Ήταν τέλη του Σεπτέμβρη και εκείνη την ημέρα είχα πάει να βοηθήσω τις μοναχές που έκτιζαν. Είχαν πάει από νωρίς ο ψάλτης ο μπάρμπα Ονούφριος Μανέττας με τον Νεκτάριο του Μαρίνου για να χτίσουν ένα άλλο δωμάτιο με προορισμό να γίνη καθιστικό· μέχρι τότε δεν υπήρχε στο μοναστήρι. Εγώ έδινα τα τούβλα και η Γερόντισσα έφτιαχνε την μάλτα ( = χαρμάνι) με τα πόδια της γυμνά.
Ήταν δέκα το πρωί. Ξαφνικά η Γερόντισσα είπε: «Σταματήστε αμέσως, έπιασε φωτιά η εληά του Παπαναστάση. Θα καή όλο το νησί αν δεν την σβήσουμε». Έτρεχε πέρα-δώθε στην αυλή φωνάζοντας τις μοναχές να γεμίσουν τις λάτες (= τενεκέδες) με νερό και τρέχοντας προς την Εκκλησία μας είπε: «προσευχηθήτε και σεις».
Η ίδια γονάτισε μπροστά στο Άγιο Βήμα και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια· κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε ή τι εννοούσε. Εγώ όμως έντονα θυμάμαι μέχρι τώρα τα εξής: «Με τα φτερά σας σπρώχτε τις προς τον κορμό της και με το νερό τον Ιορδάνη σβήστε όλα τα κλαριά των άλλων που είναι δίπλα της. Ευλογημένο το όνομά Σου Κυρά των Αγγέλων μου!». Και συνέχιζε να εύχεται με θέρμη....
Δεν πέρασαν κανένα μισάωρο με 40 λεπτά και ένα πλήθος κόσμου ερχόντουσαν τρεχάτοι από το πορτόνι προς το κοιμητήριο φωνάζοντας «Καλόγρηες, τρέξτε, καίγεται ο κάμπος. Δώστε μας νερό να σβήσουμε τη φωτιά».
Όμως η Γερόντισσα τους απάντησε ατάραχη: «Μην φοβάστε! Οι στρατιές των Αγγέλων της Κυράς μας έσβησαν όλα τα κλαριά από τις γύρω-γύρω εληές και καίγεται μόνο μία. Να ευχαριστήσουμε την Παναγία μας που μας έσωσε και πάλι!».
Οι άνθρωποι πήραν τις λάτες και έτρεξαν και μαζί τους και μεις για να βοηθήσουμε στην κατάσβεση της φωτιάς. Μόλις φτάσαμε στον τόπο που καιγόταν ο κάμπος, τι να δούμε; Όλες οι διπλανές εληές είχαν τα κλαδιά τους μαύρα και μαραμένα και μόνο μία καιγόταν. Αυτή η εληά καιγόταν σαν κερί που οι φλόγες την αγκάλιαζαν σαν να την προστατεύουν!!!
Όλοι σταυροκοπήθηκαν και δόξασαν την Παναγία μας, την Κυρά των Αγγέλων....

Προετοιμάζει την πανηγύρι. Προβλέπει το κλείσιμο του Καθολικού και την δικαίωσι των μοναζουσών
Ήταν προπαραμονή του Δεκαπενταύγουστου. Εγώ και ο Τσάντος (= Αλέξανδρος) Χρυσικόπουλος που είναι σήμερα καθηγητής Θεολογίας, πήγαμε στο μοναστήρι να βοηθήσουμε τις καλόγρηες για τη γιορτή της Παναγίας και να μας πουν πού θα πηγαίναμε την παραμονή το μεσημέρι να ζητήσουμε λουλούδια για τα βάζα της Εκκλησίας και τον Επιτάφιο. Ήταν περίπου 4 το απόγευμα και μόλις φθάσαμε μας αγκάλιασε και τους δύο και έδωσε εντολή στην αδελφή Νίκη να φέρη σύκα και κρύο νερό από το πηγάδι. Η Γερόντισσα μαδούσε κλωνάρια δάφνης τα οποία θα σκορπούσε μέσα στην Εκκλησία και σε όλη την αυλή της Μονής και την είσοδο. Ήταν πολύ στενοχωρημένη και μουρμούριζε συνεχώς: «Εσείς που αινείτε, Εσείς που ψάλλετε το Αλληλούια, Εσείς που με τις στρατιές Σας δοξολογείτε τον Κύριο και την Κυρά μου, Εσείς να κρατάτε τα καντήλια της αναμμένα, τα λουλούδια της φρέσκα και τα φύλλα της δάφνης της πράσινα και μυρωδάτα». Και συνεχώς μουρμούριζε το ίδιο και ξανά πάλι και δάκρυζε πικραμένη. Όταν έφθασε η αδελφή Νίκη με τα κεράσματα είπε στη Γερόντισσα: «Γιατί κάνεις έτσι Γερόντισσα εδώ και μια εβδομάδα; για ποια ξηρασία και ποιο σκοτάδι μιλάς; σε ποιους απευθύνεσαι; γιατί κλαις διαρκώς;».
Η Γερόντισσα σήκωσε το βλέμμα της και της είπε ατάραχη: «Εσείς να ετοιμάσετε όλα τα πράγματα και να τα βάλετε στη θέση τους διότι θα έλθη πολύς κόσμος και δεν θα μπορέσετε να τον εξυπηρετήσετε όλον». Άφησε τα δαφνόφυλλα κατάχαμα και πηγαίνοντας προς το ναό είπε: «Δώστε μας τη δύναμη να αποδεχδούμε το θέλημά Σας και να εκτελέσουμε τη διαταγή Σας. Προστατέψτε τις από την αδυναμία και τη στενοχώρια. Σε όλη την περίοδο του σκότους να φέγγετε τον οίκο της Κυράς μου». Αμέσως μπήκε στην Εκκλησία, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Την άλλη μέρα το απόγευμα ο κόσμος ήταν πάρα πολύς. Η Εκκλησία ήταν γεμάτη όπως και η αυλή της Μονής. Στη λιτανεία του Επιταφίου της Παναγίας ο κόσμος ήταν μέχρι τις εληές του Τζουρούνη. Ένα ανεξήγητα μεγάλο πλήθος παρέμεινε στην παννυχίδα και ανήμερα της εορτής τα πάντα ήταν γεμάτα από κόσμο. Σε όλους η Γερόντισσα μοίρασε άρτους και σπερνά (= κόλλυβα) της Παναγίας.
Έδωσε την ευχή της και είπε σ' όλους ένα καλό λόγο. Ήταν κατάκοπη και εξασθενημένη και δεν έκανε την καθιερωμένη ομιλία. Μόλις τελείωσε ο εσπερινός βγήκε και στάθηκε στο πεζούλι της αποθήκης και μοίραζε άρτους για να ευχαριστήση όλον τον κόσμο. Όταν άδειασε η Εκκλησία οι επίτροποι έκλεισαν τις πόρτες και χωρίς να σβήσουν ούτε τα καντήλια ούτε να παραδώσουν τα κλειδιά στις καλόγρηες όπως έκαναν πάντα, έφυγαν σαν τους κλέφτες. Μήνυσαν μάλιστα στη Γερόντισσα με την Αγγέλω του Νταματούλη ότι τα κλειδιά της Εκκλησίας θα τα κρατάνε αυτοί από δω και στο εξής και ότι τα έσοδα θα πρέπει να τους παραδίδονται γιατί η Εκκλησία της Μονής ανήκει στην ενορία της Παναγίας.
Σαν άκουσαν το νέο οι καλόγρηες ταράχτηκαν, όμως η Γερόντισσα τους είπε: «Μην στενοχωριέστε παιδιά μου· όλα θα διορθωθούν. Οι Άγγελοι της Κυράς μου θα την εξυπηρετούν όλες τις μέρες που δε θα μπαίνουμε στο σπίτι της!».
Ήταν περασμένα μεσάνυκτα όταν έφυγε και ο τελευταίος προσκυνητής. Οι καλόγρηες αποσύρθηκαν και η Γερόντισσα με το κομποσκοινάκι της στο χέρι, επιδόθηκε στην αγαπημένη της εργασία, την προσευχή…
Πέρασαν 40 ήμερες αγωνίας και μαρτυρίου για την Γερόντισσα. Πήγε και στον Δεσπότη, μα τίποτε δεν έπραξε. Οι επίτροποι απαιτούσαν απειλητικά τα έσοδα της Μονής. Φθονούσαν τον κόπο της Γερόντισσας και ζητούσαν να σταματήσουν τα έργα της Μονής. Αγνοούσαν ότι η πάμφτωχη Γερόντισσα τις οικονομίες της τις έβαζε για τη συντήρηση της Μονής και τα υπόλοιπα τα μοίραζε σε φτωχούς οικογενειάρχες και πλήθος αναγκεμένων. Η Γερόντισσα βέβαια δεν το έβαζε κάτω. Καθημερινά πήγαινε στην πόρτα της Εκκλησίας και προσευχόταν. Μετά έλεγε γελαστή στις καλόγρηες: «Έβαλαν καθαρό νερό στα βάζα και γέμισαν τα καντήλια με λάδι. Η Κυρά μας είναι φωτισμένη και καθαρή!». Με τα δάχτυλα της χάιδευε την πόρτα και με ένα παράξενο μουρμούρισμα και ακαταλαβίστικο για τους άλλους την έβλεπες συνέχεια έξω από την πόρτα της Εκκλησίας να μιλάη μόνη της. Νερό δεν έβαζε στα χείλη της, τόση εγκράτεια έκανε· και παρόλη την κακοπάθειά της όλους τους καλοδεχόταν και τους βοηθούσε.
Ύστερα από 40 και πλέον ήμερες, ήλθε ένα πρωί κάποιος επίτροπος να ανοίξη την Εκκλησία. Έτυχε τότε στο μοναστήρι να βρίσκονται καμμιά δεκαριά προσκυνητές. Μόλις άνοιξε την πόρτα ένα άρωμα αποπνικτικό από δάφνη φρεσκοκομένη και μαντζουράνα πλημμύρισαν την Εκκλησία και την αυλή της Μονής. Τα καντήλια ήταν αναμμένα και τα λουλούδια στα βάζα ολόφρεσκα! Όλοι γονάτισαν και πήραν μαζί τους δαφνόφυλλα από το πάτωμα για φυλακτό. Η Γερόντισσα δακρυσμένη, με πρόσωπο ολόλαμπρο από τη χαρά σταυροκοπήθηκε και φώναξε ενώπιον όλων: «Κυρά των Αγγέλων, συγχώρεσε όλους τους αδύναμους ανθρώπους και δυνάμωσε την πίστη τους».
Τελειώνοντας αυτά τα φτωχά λόγια για τη μνήμη της αγαπημένης μου πνευματικής μητέρας, θα σας πω και το εξής:
Μετά την κοίμηση της πολλοί συνάδελφοι μου γιατροί, φίλοι μου, δικηγόροι, πολιτικοί και άλλοι από διάφορα μέρη της γης πέρασαν από το μοναστήρι για να επισκεφτούν τον τάφο της Γερόντισσας και να πάρουν τρία χαλικάκια υποσχόμενοι ότι θα τα επιστρέψουν όταν πραγματοποιηθούν τα αιτήματα τους. Η πραγματοποίηση των αιτημάτων τους είναι βέβαιη. Η πεποίθηση μου είναι ότι η Γερόντισσα παρακαλεί γονατιστή την Κυρά των Αγγέλων για όλα της τα πνευματικά παιδιά...

 http://www.impantokratoros.gr/87B38527.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου