Σελίδες

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Ἱερομόναχος καί πνευματικός π. Ἰωσήφ Κρατσιοῦν (1864-1944). Μέρος Β'. Τελευταῖο

Ἱερομόναχος καί πνευματικός π. Ἰωσήφ Κρατσιοῦν (1864-1944)
Ἁγιασμένες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμάνικης Ἐκκλησίας
 Μέρος Β'

Σάν Πνευματικός ὁ π. Ἰωσήφ ἦτο ἀπό τούς αὐστηροτέρους τῆς Μονῆς. Ἔκρινε τά πράγματα μέ δικαιοσύνη καί λιγώτερο μέ ἔλεος καί συμπάθεια. Προσπαθοῦσε νά τηρῆ τούς κανόνες τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας μέ περισσή ἀφοσίωσι καί εὐλάβεια.
Ἐάν κάποιος εἶχε ἁμαρτήσει πολύ, τόν κανόνιζε αὐστηρά. Αὐτό τό ἔκανε ὄχι γιά νά τούς ἀπελπίση καί τούς ἀπομακρύνη ἀπό τόν Θεό, ἀλλά, ἀπεναντίας, γιά νά τούς κάνη νά φοβοῦνται τοῦ λοιποῦ τίς ἁμαρτίες τους, ν᾿ἀγωνισθοῦν νά τίς νικήσουν καί νά μή τίς ἐπαναλάβουν πάλι.

 Ἀκόμη τούς κανόνιζε αὐστηρά γιά νά φοβηθοῦν τά αἰώνια καί φοβερά βάσανα τῆς κολάσεως πού τούς περιμένουν, ἐάν δέν  σταματήσοιυν ν᾿ ἁμαρτάνουν. Ἡ πανοσιότης του ἀντιλαμβανόταν ὅτι περισσότερο μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τοῦ μιλᾶς γιά τά βάσανα, παρά γιά τόν παράδεισο. Παράλληλα ἦτο αὐστηρός καί μέ τούς ἀδιάφορους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μεγάλες ἁμαρτίες, ἀλλά δέν ἤθελαν νά ἐξομολογηθοῦν καί νά κλαύσουν γι᾿ αὐτές.
 Ἀκόμη ἦτο αὐστηρός καί γιά τούς μή νηστεύοντες, τούς πόρνους, τούς ἅρπαγες καί  τούς κατακρίνοντες  τόν Κλῆρο καί τά Ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἐάν κάποιος μετανοοῦσε μετά δακρύων γιά τά κακά του ἔργα, τοῦ ἔδινε μικρό ἐπιτίμιο. Τά συνηθισμένα ἐπιτίμια, πού ἔβαζε ἦσαν τά ἑξῆς. Νά κρατοῦν ἐπακριβῶς τίς νηστεῖες τοῦ ἔτους, νά ζοῦν μέ καθαρότητα, νά τρώγουν μερικές φορές, χωρίς λάδι καί κρασί, νά κάνουν 50-100 μετάνοιες τήν ἡμέρα, νά τρώγουν μία φορά τήν ἡμέρα, μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου...
Τήν Θεία Κοινωνία ἔδινε στούς πιστούς μέ πολλή προσοχή καί φειδώ.
 Μόνο στούς ἀληθινά ἀξίους. Πολύ σπάνια νά ἔκανε συγκατάβασι. Μόνο σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις. Συχνά τούς ἔλεγε. "Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι θεῖο συμπόσιο γιά τούς ἁγίους, τροφή καί φάρμακο γιά τούς μετανοοῦντας καί φωτιά γιά τούς ἁμαρτωλούς". Κατόπιν προσέθετε. "Καλλίτερα νά τήν ποθοῦμε ἀδιάκοπα μέσα ἀπό τήν καρδιά μας καί νά τήν λαμβάνουμε ἀραιά, παρά νά κοινωνοῦμε συχνά καί μέ ἀδιαφορία καί ἀνευλάβεια. Γι᾿αὐτό καί ὑπάρχουν πολλοί ἀσθενεῖς ἀνάμεσά σας καί μερικοί πεθαίνουν ἄσχημα, διότι κοινωνοῦν ἀπό συνήθεια, χωρίς δάκρυα καί πίστι. Κανείς νά μή πλησιάζη τό Ἅγιο Ποτήριο, χωρίς δάκρυα", ἔλεγε συχνά.
Μέ τήν ἴδια προσοχή καί τόν  θεῖο φόβο τελοῦσε καί τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς 'Εξομολογήσεως. Δεχόταν ὅλους, ὅσοι ἤρχοντο σ᾿αὐτόν, ὁποιαδήποτε ἡμέρα καί ὥρα. Ἔκανε τήν ἐξομολόγησι, χωρίς βιασύνη, γιά νά μή μείνη ἔστω κι ἕνα ἁμάρτημα ἀνεξομολόγητο.
Ὁ π. Ἰωσήφ ἦτο πράγματι πολύ φλογερός καί προσεκτικός στό πνευματικό του ἔργο. Οὐδέποτε γελοῦσε. Δέν ἤξερε νά μιλᾶ ὡραῖα, οὔτε πολύ, οὔτε μέ καλολογίες. Ἤξερε ὅμως νά προσεύχεται πολύ, νά σιωπᾶ καί νά διδάσκη τούς ἄλλους νύκτα καί ἡμέρα μέ τήν ζωή του καί τά ἔργα του.
Στήν ἐξομολόγησι ζητοῦσε ἀπό τόν καθένα βαθειά ταπείνωσι, ὁμολογία προσωπικῆς του ἐνοχῆς γιά ὅσα ἔκανε, δάκρυα, εἰλικρινῆ ἐξαγόρευσι καί προπαντός, ἀποφασιστικότητα νά μή ἐπαναλάβη τά ἴδια. Μετά τήν ἐξομολόγησι, ἡ ὁποία μποροῦσε νά διαρκέση μέχρι δύο ὧρες, ἔδινε στούς ἐξομολογημένους τίς κατάλληλες συμβουλές.
Συνήθως σ᾿αὐτόν ἐπήγαιναν γιά ἐξομολόγησι ἄνθρωποι, πού ἦσαν ζυμωμένοι στά πνευματικά, ἀπελπισμένοι, μέ βαρειά ἁμαρτήματα καί ἀσθενεῖς παντός εἴδους. Γιά τόν καθένα ἔκανε τό πᾶν νά τούς βοηθήση  πνευματικά. Ἤθελε καί ἐπεδίωκε ὅλοι τους νά ἐπιστρέψουν στά σπίτια τους θεραπευμένοι καί παρηγορημένοι. Μάλιστα, ἐπειδή ἦτο πολύ αὐστηρός, τραβοῦσε κοντά του ἀνθρώπους πού ἐπάσχιζαν νά βροῦν ἕνα καλό καί ἄξιο Πνευματικό.
Κάποτε ἦλθε ἕνας χριστιανός ἀπό τό χωριό Πιπιρίγκ. Ἦτο στενοχωρημένος καί ταραγμένος.
-Πανοσιώτατε πάτερ, ἦλθα νά πληρώσω νά μοῦ κάνης μία εἰδική θεία Λειτουργία. Εἶμαι ταραγμένος. Δέν ξέρω τί νά κάνω. Ἔχω πρόβλημα μέ τόν κακό γείτονά μου, ὁ ὁποῖος δέν μέ καταλαβαίνει καθόλου. Πάντοτε μαλλώνουμε. Πάντοτε μέ ὀνειδίζει. Πρίν λίγες ἡμέρες ἔβαλε φωτιά σέ μιά θημωνιά μέ  σανό γιά τά  ζῶα μου. Θέλω λοιπόν νά πληρώσω νά γίνη μία εἰδική ἀκολουθία. Ἐάν εἶμαι ἐγώ ἔνοχος, νά μέ παιδεύση ὁ Θεός, ἐνῶ, ἐάν εἶναι αὐτός, νά τόν κατακεραυνώση ὁ Θεός, ὅπως Ἐκεῖνος γνωρίζει...
-Ἀδελφέ, εἶναι μεγάλη ἁμαρτία νά προσευχηθῆς στόν Θεό γιά τήν τιμωρία τοῦ πλησίον σου. Ὁ Θεός ἔδωσε ἐντολή ν᾿ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, νά συγχωροῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί νά προσευχώμεθα ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο. Ποτέ δέν μᾶς εἶπε νά ἐκδικούμεθα τούς ἄλλους.
-Δέν ἔχω ἡσυχία, πάτερ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος θέλει νά μοῦ καταστρέψη τό σπίτι, τήν περιουσία, τήν τιμή, καί τήν οἰκογένειά μου. Μέ ἀπειλεῖ, μέ ὑβρίζει, μοῦ στήνει ἐνέδρες. Θέλω νά κάνω προσευχή  νά τόν τιμωρήση ὁ Θεός, διότι μόνο Αὐτός εἶναι Δίκαιος.
-'Αδελφέ, μεῖνε αὐτή τήν νύκτα μαζί μου. Ἄλλωστε πλησιάζει νά νυκτώση. Μεῖνε στό διπλανό κελλί. Θά προσευχηθοῦμε καί οἱ δυό αὐτή τήν νύκτα γιά τόν ἐχθρό σου. Τό πρωΐ, ὅ,τι θά μᾶς φωτίση ὁ Θεός, θά κάνουμε.
-Θά μείνω, πάτερ, τοῦ εἶπε ἱκανοποιημένος ο ἄνθρωπος αὐτός.
Τήν νύκτα ἐκείνη αὐτός ὁ ἄνθρωπος βασανιζόταν ἀπό τούς λογισμούς του. Προσευχήθηκε. Ἔκανε καί μετάνοιες, ὅπως τοῦ εἶχε εἰπῆ ὁ π. Ἰωσήφ. Στό ὄνειρό του εἶδε ἕνα φοβερό πρᾶγμα. Πρίν ἀκόμη ξημερώσει, κτυποῦσε δυνατά τήν πόρτα τοῦ Γέροντα.
-Εὐλόγησέ με, πάτερ Ἰωσήφ.
-Τί εἶναι παιδί μου, πῶς κοιμήθηκες;
Εἶδα ἕνα φοβερό ὄνειρο. Εἶδα ὅτι ἤμουν παντοῦ τραυματισμένος καί αἱματωμένος, στό πρόσωπο, στίς πλάτες, στό στῆθος, στά χέρια...Μερικοί μαῦροι καί ἄγριοι ἄνθρωποι μέ κτυποῦσαν δυνατά. Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἔφταιξα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν θέλω πλέον νά ἐκδικηθῶ τόν γείτονά μου, ὅ,τι δήποτε καί νά μοῦ ἔκανε. Θέλω νά συμφιλιωθῶ μαζί του.
-Καλά,  παιδί μου. Τώρα ἠμπορεῖς νά ὑπάγης σπίτι σου ἐν εἰρήνῃ.
Ὅταν κατέβηκε τά βουνά τοῦ Κυριακοῦ γιά νά φθάση σπίτι του, συνήντησε τόν γείτονά του. Τοῦ ζήτησε συγχώρησι καί ἔτσι συμφιλιώθηκαν.
Παρόμοιες περιπτώσεις τού συνέβαιναν κάθε ἡμέρα. Κι αὐτός ἐδίδασκε τόν καθένα, ἀνάλογα μέ τήν  περίπτωσί του, καί τούς ἔστελλε στά σπίτια τους εἰρηνικούς.
Ὅσοι ἀπό τούς ἀσθενεῖς καί δαιμονιζομένους δέν ἐθεραπεύοντο ἀμέσως, ὁ π. Ἰωσήφ δέν τούς ἐπέτρεπε νά γυρίσουν σπίτια τους. Τούς ἔδινε λίγο φαγητό καί τούς συμβούλευε νά νηστεύουν καί νά προσεύχωνται. Καί ὁ ἴδιος βέβαια ἐνήστευε καί προσευχόταν γιά τήν ὑγεία τους. Ὅσοι καί πάλι παρέμεναν ἀθεράπευτοι, σύμφωνα μέ τίς ἀνεξιχνίαστες βουλές τοῦ Θεοῦ, τούς ἔστελλε στά σπίτια τους μέ τήν ἐντολή νά ἐκτελέσουν καί κάποιο πνευματικό ἀγώνισμα. Κατόπιν τούς ἔλεγε νά ἐπιστρέψουν πάλι σ᾿αὐτόν.
Στήν κεντρική ἐκκλησία τῆς Μονῆς ἐρχόταν ἀραιά. Στεκόταν ὄρθιος δίπλα στόν τάφο τοῦ ἁγίου Παϊσίου Βελιτσικόβσκυ. Δέν ἐκύτταζε ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλ᾿ ἦτο ἀπορροφημένος στήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία, ἔβρεχε τήν Ἁγία Τράπεζα μέ τά δάκρυά του.
Δέν ἀπέκτησε κανένα μαθητή, διότι εἶχε δοθῆ ὁλοκληρωτικά σ᾿ ὅλη τήν ζωή του στήν βοήθεια τῶν δυστυχισμένων καί ἀσθενῶν, τῶν ὀρφανῶν καί πλανεμένων.
Ὁ γέροντας Ἰωσήφ σ᾿ ὅλη τήν ζωή του δέν ἀγάπησε τά χρήματα, τίς περιουσίες καί τήν κενή καί ματαία δόξα τοῦ κόσμου. Ὅ,τι τοῦ ἔδιναν οἱ Χριστιανοί τά ἐμοίραζε στούς ἄλλους ἤ τά ἔδινε στό Μοναστήρι. Μέ χρήματα πού ἔδινε κατά καιρούς στό Μοναστήρι ἔγιναν πολλές ἀνακαινίσεις, ὅπως στήν ἐκκλησία, στό ἀρχονταρίκι καί στό νοσοκομεῖο. Ἀκόμη μέ τίς ἐλεημοσύνες του βοηθήθηκαν πολλά ὀρφανά, χῆρες, πτωχοί καί ἄλλοι πονεμένοι ἀπό διάφορες συμφορές.
Τήν ἄνοιξι τοῦ 1944, ὅταν εἶχε φθάσει ἤδη στά 80 χρόνια του, μετά ἀπό μία ὀλιγοήμερη ἀσθένεια, ἐπέρασε στήν αἰώνια ζωή, ἀφήνοντας πίσω του πολλούς ἀσθενεῖς νά κλαῖνε καί νά ἐρωτοῦν. Ποῦ εἶναι τώρα ὁ πατέρας καί γιατρός μας; Ποῦ εἶναι ὁ ἐρημίτης ἀπό τήν σκήτη Παλαιά Εἰκόνα;
Πάτερ Ἰωσήφ, προσεύχου στόν Θεό ὑπέρ ἡμῶν. Ἀμήν.

Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου