Σελίδες

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ


Η ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ

γου ωννου το Δαμασκηνο

1.  Μ θε ν μιλσω νυπστατος Λγος το Θεο. Ατς πο δν πομακρνθηκε π τος πατρικος κλπους κα κυοφορθηκε περγραπτα στ σπλχνα τς Παρθνου. Ατς πο γινε γι μνα ,τι γ εμαι, Ατς πο εναι παθς ς πρς τν θετητ Του κα περιβλθηκε στσο μοιοπαθς μ μνα σμα. Ατς πο στν οραν ποχεται πνω στ χερουβικ ρματα κα πνω στ γ καβαλικεει σ γαϊδουρκι (πρβλ. Ματθ. 11, 7-9). βασιλις τς δξας, Ατς πο μαζ μ τν Πατρα κα τ Πνεμα εφημεται π τ Σεραφμ ς γιος κα δχεται τ ψελλσματα τν παιδιν π τν κακη γλσσα τους. Ατς πο εναι Θες κα χει τ μορφ δολου κα πο λαβε τ μορφ το δολου. Ατς πο εναι υλος κα ἀόρατος Θες κα δχτηκε ν λβει ρατ κα ψηλαφητ σμα. Ατς πο βδισε κοσια στ πθος, γι ν μο χαρσει τν πθεια. Ατς ποος βλποντας τν νθρωπο, πο πλασε σμφωνα μ τν εκνα Του κα τν μοωσ Του, τ πλσμα τν χεριν Του, ν χει δελεαστε π τν πτη το φιδιο, κενον ν χει πσει στν παρβαση τς ντολς Του κα ν χει γνει ποχεριος τς φθορς κα πλογος θαντου, δν ντεξε.

γεμτος συμπθεια δν μπρεσε ν πομενει τ στρηση κενου πο ποθοσε, λλ τν κλεσε μ πολλος τρπους σ πιστροφ κα μετνοια, φο τν παδεψε σν χριστο δολο, σν μυαλο κα νπιο γι «πολυμερς κα πολυτρπως» κα φο μηχανετηκε κθε μσο, γι ν ποτινξει τ δουλεα πο τν τυραννοσε κα τσι ν πανλθει στν Πλστη του. μως ταν δνατη πιστροφ του, φο μι γι πντα εχε καταδουλωθε στν μαρτα κα εχε συζευχθε θεληματικ μ τν πιθυμα τν γινων. Γι ατ περγαθος Κριος ναλαμβνει τ φση μας, πειδ εδε τι ατ εχε ξασθενσει.
Βλποντας δηλαδ τν νθρωπο ν μ πακοει στ λγο κα τς ντολς κα τ προστγματα τς σωτηρας, τ λει; «Πρπει ν παιδαγωγσω μ ργα ατν πο χει γνοια. Πρπει ν τν κατευθνω στς ρετς, γι ν τς συνηθσει κα ν τς πιτελσει διος. Πρπει ν μ δον μ τ μτια τους νμεσ τους, κα τσι ν θεραπεσω τν ρρωστο. Πρπει ν κνω ν ξαναγυρσει τ πλανημνο πρβατο κα ν τ δηγσω στν ρχικ του διαμον, στν παρδεισο. Πς μως θ τ πιστρψω χωρς ν μ βλπει; Πς θ δηγσω ατν πο δν βλπει τ χνη μου;»
Γι ατ γινε νθρωπος, στε, μ σα πραξε κα παθε, ν διδξει μπρακτα ατν πο γνοοσε, πς ν πρξει τν ρετ. τσι βλποντς Τον ν κατεβανει κατ οκονομαν γι χρη μας στ γ π τος πατρικος κλπους, ν νεβομε κα μες μ τ θλησ μας πρς Ατν π τ μητρα μας γ. Σαρκθηκε πσης γι ν δεξει τν νυπρβλητο πλοτο τς γπης Του πρς μς. Γιατ μεγαλτερη γπη δν μπορε ν δεξει καννας, παρ μνο ν θυσισει τν ψυχ του γι χρη τν φλων του (ω. 15, 13). Κα πς ποιος δν χει νσαρκη ζω θ δεξει τν γπη του;
2. – Γι ατ ναλαμβνει τ σρκα, γι ν Τν δομε στ γ κα ν ζσει νμεσα στος νθρπους (Βαροχ 3, 38). Γι ατ ναλαμβνει ψυχ, γι ν θυσισει τν ψυχ Του γι χρη τν φλων Του. Κα φλους δν ννο ατος πο Τν γαπον, λλ ατος πο ποθε κενος. Γιατ μες Τν μισσαμε κα Το στρψαμε τν πλτη κα γναμε δολοι σ λλον, ν Ατς δν μετβαλε τν γπη Του σ μς. Γι τοτο τρεξε πσω μας. ρθε σ μς πο Τν μισσαμε, προσπθησε ν προλβει μς πο φεγαμε κι ταν μς φτασε, δ μς λεγξε μ σκληρτητα, δ μς γρισε κοντ Του μ τ μαστγιο, λλ σν ριστος γιατρς πο τν βρζει κποιος μανιακς, πο τν φτνει κα το δνει ραπσματα, Ατς πρσφερε τ θεραπευτικ Του πηρεσα. Σ νδειξη το μεγθους τς θεραπεας πρσφερε στν νθρπινη φση τν δια Του τν θετητα ς φρμακο. Φρμακο πολ δραστικ, φρμακο παντοδναμο. Ατ πδειξε τ σθενικ μας σαρκο πι σχυρ π τς ἀόρατες δυνμεις. πως δηλαδ σδηρος ταν νωθε μ τ φωτι εναι δνατο ν γγιχτε, τσι κα τ χρτο τς δικς μας φσης, φο νθηκε μ τ φωτι τς θετητας, γινε πλησαστο π τ διβολο. Κι πειδ να πθος θεραπεεται μ τ ντθετ του -πως λνε κι ο μαθητς τν γιατρν- καταβλλει κι Ατς τ πθη μας μ τ ντθετ τους, δηλαδ τν δον μ τος μχθους, τν περηφνεια μ τν ταπενωση. Δν ταπενωσε δηλαδ μνο τν αυτ Του μ τ ν γνει νθρωπος, ν ταν πλοσιος στ θετητα, λλ ταπεινθηκε κα νμεσα στος νθρπους (πρβλ. Φιλιπ. 2, 6-8).
Πργματι ποις π τος νθρπους πρξε τσο ταπεινς; «Δν χει πο ν κλνει τν κεφαλ του» (Ματθ. 8, 20). Δν εχε ποζγιο, δν εχε διπλ χιτνα, δν εχε λλο ροχο. «Δεχμενος προσβολς, δν τς νταπδιδε. Δν πειλοσε ταν το καναν κποιο κακ»(Α’ Πτρ. 2, 23). δηγονταν σν κακο ρν στ θυσα, χωρς ν διαμαρτρεται, χωρς ν φωνζει (σ. 53, 7). Τν ρπιζαν κι δινε πρθυμα τ σιαγνα Του σ κενον πο Τν χτυποσε. Δν στρεψε τ πρσωπ Του γι ν ποφγει τ ασχρ φτυσματα. ν Τν ποκαλοσαν Σαμαρετη κα δαιμονισμνο (ω. 8, 48) κα ν Τν καταδωκαν, δεχνει πομον σ ατ, γι ν κολουθσομε κι μες τ χνη Του.
Τ κανε λα ατ μ τν εδοκα το Θεο-Πατρα. ντας δηλαδ δικς Του Υἱός Μονογενς κα μοοσιος, μς γνρισε τν Πατρικ γπη το Θεο-Πατρα. Γιατ τσο πολ μς γπησε Θες κα Πατρας, στε δωσε ς λτρο γι χρη μας τν Μονογεν Υἱό Του. γπη νυπρβλητη! δωσε τν Μονογεν Υἱό Του, πο ταν συμβασιλας Του, γι χρη δολων πο παρκουσαν, γι χρη χθρν πο Τν βλασφημοσαν κα λτρευαν γι θε τους τν χθρ. βθος πλοτου τς γαθτητας το Θεομ. 11, 33). Δν ντιστθηκε μως Μονογενς Υἱός, δν θτησε τ θλημα το Πατρα. Γιατ ταν Ατς βουλ κα θληση το Πατρα. Γι ατ λοιπν, πειδ ταν μτοχος κα κοινωνς τς φσης Του (γιατ εναι μα φση το Πατρα κα το Υο), κτελε δικ Του θλημα, γνεται νθρωπος κα πκοος το Πατρα μχρι θαντου, κα μλιστα θαντου σταυρικο (Φιλ. 2, 8), θεραπεοντας τσι τ δικ μου παρακο.
3. πεγεται λοιπν πρς τ πθος κα βιζεται ν πιε τ ποτρι το θαντου, τ σωτριο γι λο τν κσμο. ρχεται πεινασμνος γι τ σωτηρα τς νθρωπτητας, κα δ βρσκει σ ατν καρπ. Γιατ ατν παινσσεται μεταφορικ συκι. Ποις δηλαδ τρει τ πρω; βασιλις, Κριος, Δσκαλος. Νιθοντας πενα πρω-πρω, δν μποδζει τν πιθυμα το φαγητο. Δν συγκρατε τ φση Του, λλ, σν κποιος κρατς κι κλαστος, ρμ νητα στ φαγητ, σ κατλληλη ρα. Πς ττε παιδαγωγε τος μαθητς Του ν μν τος νικ τ πθος τς πιθυμας;
Δν εναι τσι τ πργμα. λλ πως μιλοσε διδσκοντας μ παραβολικος λγους, τσι κτελε κα τς παραβολς μ ργο. Πλησασε στ συκι πεινντας (Ματθ. 11, 19). συκι ποδλωνε τ φση τς νθρωπτητας. καρπς τς συκις εναι γλυκς, τ φλλα της τραχι κι χρηστα κι τοιμα γι τ φωτι. λλ κα φση τς νθρωπτητας εχε γλυκτατο τν καρπ τς ρετς, χοντας π τ Θε τν ντολ ν τν καρποφορε, ξαιτας μως τς καρπας της στν ρετ βγαλε τ τραχι φλλα.
Πργματι τ πρχει τραχτερο π τς βιοτικς μριμνες (Γεν. 2, 25); ταν κποτε γυμνο δμ κα Εα κα δν νιωθαν ντροπ. Γυμνο στν πλτητα κα τν πριττη ζω τους. Οτε τχνη εχαν οτε βιοτικς μριμνες. Δν πινοοσαν τρπους πς ν σκεπσουν τ γμνια το σματς τους. Δν ντρπονταν γι τν κτημοσνη τους οτε γι τ λιττητα τς ζως τους, λλ, ν κα ταν γυμνο στ σμα, τος σκπαζε Θεα Χρη. Δν εχαν σωματικ φρεμα, λλ φοροσαν νδυμα φθαρσας. ταν μως παρκουσαν, βρθηκαν μακρι π τ Χρη πο τος σκπαζε. πογυμνθηκαν π τν κστασ τους πρς τν Θε κα τ θεωρα Του. Εδαν τ γμνωση το σματς τους (Γεν. 3, 7). Πθησαν τ εχριστα τς ζως. Βρθηκαν μσα στ φτωχικ κα στερημνη ζω. ρραψαν φρεμα π φλλα συκις κι καναν περιζματα, καναν πολλος λογισμος κα βρκαν τν τραχι κα γεμτη μριμνες κα πνους ζω. «Μ τν δρτα το προσπου σου θ φς τ ψωμ σου. Καταραμνη θ εναι γι τ ργα σου γ, θ βγλει γι σνα γκθια κα τριβλια κα θ καταλξεις στ γ» (Γεν. 3, 17, 19).
πχτησες γινα φρονματα, γι ατ στροφ σου θ γνει πρς τ γ. γινες να μ τ λογα ζα, φο δν κατλαβες τι εχες τιμητικ θση (Ψαλμ. 48, 13). σουν στος κλπους το Θεο κα δν κατλαβες τν καρποφρο ρετ. Προτμησες τν πλαυση τν γινων κι γπησες τ ζω τν λγων ζων. Εσαι γ κα θ καταλξεις στ γ. Θ κληρονομσεις τ θνατο, πως τ λογα ζα. Ατς εναι λγος πο φορει κα τος δερμτινους χιτνες (Γεν. 3, 21). ντας μ τ σμα του νμεσα στ ζω κα στ θνατο – ν πρτα ζοσε στν παρδεισο τς τρυφς κα κατοικοσε σ βασιλικ διαμερσματα – πκτησε πειτα θνητ κα παχ σμα, καν ν ντχει στος κπους. Εναι ληθιν τραχι τ φλλα τς συκις τς φσης μας, τς πειθρχητης κακας τς φσης μας. Σ ατ τ συκι, τ φση δηλαδ τς νθρωπτητας, πγε Σωτρας πεινντας κα ζητντας π ατν τ γλυκτατο καρπ, δηλαδ τν γλυκτατη γι τ Θε ρετ, μ τν ποα πραγματοποιε τ σωτηρα μας. Κα δ βρκε καρπ, παρ φλλα μονχα, τν τραχι κα πικρ μαρτα κα ,τι κακ φυτρνει π ατν.
Γι ατ κα τς λει πιτιμητικ: «Ποτ πι δν θ δσεις καρπος» (Ματθ. 11, 19). Γιατ σωτηρα δν προρχεται π τος νθρπους. ρετ δν προρχεται π νθρπινη δναμη. γ θ φρω τ σωτηρα σας κα μ τ πθος μου θ σς χαρσω τν νσταση. Θ σς χαρσω πιπλον κα τν παλλαγ σας π τν πολ σκληρ ατ ζω πο τρα ζετε. Ατ επε κα ββαια πως τ επε κα τ πραγματοποησε.

(Ἀπσπασμα π τν μιλα στν ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΑ)


(Πηγή ηλ. κειμένου: imaik.gr)
http://www.alopsis.gr/alopsis/sykia.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου